Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ"



 ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΗΣ



Την αδερφή μου τη βαφτίσαμε κατακαλόκαιρο του 50.Σχεδόν διόμισυ χρονών.Στα δεύτερα γενέθλιά της η μαμά πήγε να σκάσει απ΄τη στενοχώρια που το παιδί δεν είχε ακόμα επισήμως όνομα.Τί να κάναμε όμως ;Ο θείος μου,μικρότερος αδερφός του μπαμπά που θα γινόταν και νονός της ήταν ναυτικός.Τα προηγούμενα χρόνια ταξίδευε μηχανικός με την πολύπαθη ΣΟΦΙΑΝΟΥΛΑ στα γύρω νησιά.Το 48,λίγο μετά τη γέννηση της αδερφής μου μπαρκάρισε για πρώτη φορά σε φορτηγό κι΄άρχισε τα μακρυνά ταξίδια σ΄όλο τον κόσμο.Τότε τα μπαρκαρίσματα δεν ήταν όπως τώρα.Χρονικά όρια σχεδόν δεν υπήρχαν-πολλές φορές κρατούσαν και δύο χρόνια ή και περισσότερο.’ Επρεπε λοιπόν να τον περιμένουμε να γυρίσει.
Παρ΄όλ΄αυτά εμείς –μια και ήταν προαποφασισμένο –της δώσαμε το όνομά της ανεπισήμως:Καλοτίνα-απ΄την Καλυμνιά γιαγιά μου που είχε πεθάνει φέρνοντας στον κόσμο το μπαμπά.

Η μαμά , «εξευγένισε» το όνομα που δεν της φαινόταν και πολύ εύηχο και τόκανε Τίτα.Κι΄όταν προέκυψε η ανάγκη ορισμού της ονομαστικής της εορτής ,μια και της Αγίας Καλοτίνας δεν υπήρχε στο εορτολόγιο αποφάσισε να τη γιορτάζουμε της Αγίας Αικατερίνης  στις 25 Νοεμβρίου.Αυτό,στα χρόνια που ακολούθησαν προκαλούσε σύγχιση στους φίλους της ιδιαίτερα τους καινούργιους:
-Α! Απ΄το Αικατερίνη είναι το Τίτα;
-΄Όχι,απ΄το Καλοτίνα.!
-Καλοτίνα;Τι όνομα είν΄αυτό;
-Καλύμνικο!Της γιαγιάς μου!
-Και γιατί γιορτάζεις της Αγίας Αικατερίνης;
-Για να ρωτάς και να μη μαθαίνεις!!

΄Ηρθε λοιπόν επιτέλους ο θείος κι΄ένα καλοκαιρινό Κυριακάτικο απόγευμα,φορέσαμε όλοι τα καλά μας και κατ΄ευθείαν στα Εισόδεια στο Νιοχώρι όπου περίμεναν οι φίλοι κι΄οι γνωστοί να «μαρτυρήσουν» το μυστήριο.

Η αδερφή μου μπήκε χοροπηδώντας στην εκκλησία κρατώντας απ΄το χέρι το θείο μου.Οι πολυέλαιοι αναμένοι,ο Παπαναστάσης ανασκουμπωμένος πάνω απ΄την κολυμπήθρα να δοκιμάζει το νερό που τούριχνε στα χέρια η εκκλησάρισσα ,ο κόσμος ένα γύρω,σαν κάτι να μην της άρεσε.Πήγε και χώθηκε στη φούστα της μαμάς.Κι εκεί την περίμενε η οδυνηρή έκπληξη.Η μαμά  και η νονά μου άρχισαν να τη ξεγυμνώνουν .Μετά την πήγανε σηκωτή στον παπά.Εκείνος την άρπαξε απ΄τις μασχάλες και πήγε να τη βουτήξει στο νερό.Αμ΄δε!η μικρή είχε στηλώσει τα πόδια στον πάτο της κολυμπήθρας βάζοντας ξαφνιασμένη τα κλάματα .Είδε κι΄έπαθε ο Παπαναστάσης –στο τέλος τα κατάφερε.
 -Βαπτίζεται η δούλη του Θεού…..
-Μαμάααα
-Καλοτίνα
-Μαμά μουουου
-Εις το όνομα του Πατρός……..
-Μαμάααα!!
Με το Αμήν την απόθεσε στην αγκαλιά του νονού της .
-Πάρτην τέκνο μου να σου ζήσει και πάντα άξιος-ασήκωτη μου τη φέρατε…

Από κει και μετά τα πράγματα ηρέμησαν.Τή ντύσανε με το σιέλ ταφταδένιο φορεματάκι που της είχε ράψει η μαμά ,της δέσανε και ασορτί κορδέλλα στα μαλάκια,  να και ο χρυσός σταυρός στο στήθος-όλα καλά.
Μετά κράτησε τη λαμπάδα που ήταν πιο μεγάλη απ΄το μπόι της και όρθια δίπλα στο νονό της  άκουσε καμαρώνοντας τις υπόλοιπες ευχές


Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς πήγα στην Πρώτη Γυμνασίου.Καζούλλειον Γυμνάσιον Θηλέων.Ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήγαινε ήδη στο Δημοτικό.Τα δυο μικρά ανθίζανε,η μαμά ήρθε στα ίσα της κι΄η Ελένη αποφάσισε ν΄αποκατασταθεί.
Βρέθηκε γαμπρός στο νησί της,οι γονείς της γράψανε στη μαμά «ναρθεί το κορίτσι να νοικοκυρευτεί να μη ξενοδουλεύει»,η μαμά έδωσε την ευχή της με σπαραγμό καρδίας γιατί το Λενάκι το αγαπούσε,άσε που είχε γίνει πια το δεξί της χέρι κι΄έτσι ένα πρωί
 μας φίλησε όλους σταυρωτά πλαντάζοντας στο κλάμα,ο μπαμπάς την κατέβασε στο λιμάνι με τη βαλίτσα στο χέρι και πάει κι΄αυτή δεν την ξαναείδαμε.
Μόνο η Ανθή μας έμεινε να βοηθάει τη μαμά με τις μπουγάδες δυο φορές τη βδομάδα.
Η ζωή μας πήρε το δρόμο της ανάμεσα σε χρόνια εύκολα και χρόνια δύσκολα.
Η βαρκούλα μας,πότε αρμένιζε σε ήρεμα νερά ,πότε βολόδερνε στο πέλαγο,μερικές φορές στο παρατρίχα να μπατάρει.
Οι δουλειές του μπαμπά πότε τρέχανε και πότε κουτσαίνανε.΄Όταν τρέχανε ,ποιος τη χάρη μας.Νοίκιαζε κάθε τόσο ταξί με την ημέρα –για αυτοκίνητο ούτε συζήτηση εκείνο τον καιρό-και ξαμολιόμασταν σε ημερήσιες εκδρομές.Ροδίνι,Καλλιθέα, Λίνδο,Φιλέρημο,Πεταλούδες,Κάμειρος,οι τακτικοί μας προορισμοί.Η μαμά έβαζε τα ωραία ταγιέρ που έραβε μόνη της με τη γούνα λύκου στο λαιμό αν ήταν χειμώνας ή τα ανάλαφρα εμπριμέ της φορέματα αν ήταν καλοκαίρι και χαιρόταν αυτές τις εξόδους σαν μικρό παιδί.Γέμιζε τις μπαταρίες της για τις περιόδους ανομβρίας που ήταν παραπάνω από σίγουρο πως θ΄ακολουθούσαν.Σε τέτοιες περιόδους τη βγάζαμε με βόλτες στο Μαντράκι και παγωτό χωνάκι στο ΚΙΤ ΚΑΤ,ποδηλατάδες μέχρι το Καρακόνερο ο αδερφός μου κι΄εγώ –γιατί όλα κι΄ όλα,ποδήλατα είχαμε-και Κυριακάτικο πόκερ των μεγάλων στο σπίτι,με το νονό μου να μετρά και να ξαναμετρά τις φίσσες στο τέλος του παιχνιδιού.Αργά και πού και κανένα σινεμαδάκι ,απογευματινή προβολή κι΄αν το έργο ήταν βέβαια κατάλληλο.

Η Ρόδος έγινε ο τόπος μας.Δεθήκαμε με το νησί.Με το χώμα που πρωτοπερπατή-
σαμε ,με τον αέρα ,με τη θάλασσα που ξελόγιαζε το βλέμμα μας με τον κυμματισμό της τους χειμώνες και χάϊδευε τα σώματά μας τα καλοκαίρια.Δεθήκαμε με τους ανθρώπους ,με τους φίλους στη γειτονιά και στο σχολείο.Με τα ψηλά κυπαρίσσια που χώριζαν το μεγάλο,παληό ,τούρκικο σπίτι μας απ΄το διπλανό τζαμί με το μιναρέ χρόνια ορφανό από χότζα.Δεθήκαμε με την πολύχρωμη γη την άνοιξη –η νονά μου  στις  ανοιξιάτικες Κυριακάτικες οικογενειακές βόλτες μούλεγε πάντα το ίδιο εκστασιασμένη:Μύρισε κόρη μου,μύρισε! Την άνοιξη και το γαϊδουράγκαθο  μοσκοβολά!!
Αυτό το δέσιμο ζωής με το νησί,πέρασε αναλοίωτο και στα παιδιά μας.Ακόμα τώρα ο γυιος μου ,που λόγω δουλειάς  βρίσκεται αρκετά συχνά εκεί, μου στέλνει κάθε φορά μήνυμα στο κινητό:-Μάνα, έφτασα .Φιλώ τα άγια χώματα!!

Στις αρχές της δεκαετίας του 50 η Ρόδος δεν ήταν αυτό που έγινε λίγα χρόνια αργότερα.Οι μόνοι τουρίστες –συνήθως νιόπαντρα ζευγάρια-ήταν οι «Αθηναίοι»που ερχόντουσαν για να θαυμάσουν τις ομορφιές του νησιού και να ψωνίσουν φτηνά  υφάσματα,χρυσαφικά ,κρύσταλλα και ομπρέλλες.Τα πάντα στο νησί ήταν ακόμα αφορολόγητα-και η Ρόδος είχε γίνει  «μόδα».
Κοντά σ΄αυτά και ο  6ος  στόλος .Κάθε λίγο και λιγάκι το Μαντράκι  κι΄η Παληά Πόλη γέμιζαν από στρατιές Αμερικανών ναυτών.Το  «κούριερ» με το αερόστατο από πάνω μόνιμα αραγμένο στο λιμάνι-έβγαινε στ΄ανοιχτά μόνο όταν ερχόταν τα πλοία της γραμμής για να τους κάνει χώρο-φιλοξενούσε τη  Φωνή της Αμερικής, το σταθμό απ΄όπου άκουγα μετά μανίας αμερικάνικα τραγούδια.Το θεωρούσα επιβεβλημένο μια και είχα ήδη αρχίσει να μαθαίνω Αγγλικά.Η μαμά πάλι προτιμούσε τα Ελληνικά τραγούδια.Της άρεσε η Σοφία Βέμπο και τρελλαινόταν με τη Νινή Ζαχά και την «Κατινιώ « της.Η αδερφή μου που κόντευε πια τα πέντε, ανακάλυψε ξαφνικά τη νοστιμιά που είχαν τα φρέσκα αγγουράκια και ξόδευε το χαρτζιλικάκι που της έδινε η μαμά στο «πράσινο» περίπτερο της γωνιάς που ήταν και μανάβικο.Εγώ ξόδευα το δικό μου χαρτζιλίκι σε τσιχλόφουσκες με φωτογραφίες ηθοποιών του Χόλλυγουντ και ήμουν ερωτευμένη με τον ΄Ερρολ Φλυν κι΄ένα αγόρι από το Βενετόκλειον Γυμνάσιον Αρρένων.


Θείες και ξαδέρφια άρχισαν νάρχονται απ΄την Αθήνα τα καλοκαίρια για διακοπές –μεγάλη χαρά για τη μαμά που έβλεπε τους συγγενείς που της έλειπαν κι΄αποκτούσε επαφή με την Αθήνα που έτσι κι΄αλλιώς την είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της.Μεγάλη χαρά και για μας που με τους επισκέπτες εξ Αθηνών στο σπίτι,είχαμε όσο να πεις πιο μεγάλη ελευθερία κινήσεων,μόνιμη παρέα και καθημερινά σουλάτσα και κεράσματα.Στο τέλος των διακοπών όταν ανεβαίναμε στο ΑΙΓΑΙΟΝ ν΄αποχαιρετήσουμε τους αναχωρούντες έπεφτε κάθε φορά μαύρο κλάμα-το καλοκαίρι ήταν πίσω κι΄ο χειμώνας μπροστά.







Στα έξη η αδερφή μου πήγε στην πρώτη δημοτικού.Με τη μπλε ποδιά , τον άσπρο γιακά και δυο αντικρυστούς φιόγκους στο κεφάλι.Η άποψη του  styling της μαμάς μου για τα κοριτσάκια δεν άλλαξε ποτέ.Αν κρίνω από τις παιδικές μου φωτογραφίες,
φιόγκοι στόλιζαν και το δικό μου κεφάλι όπως το κεφαλάκι της αδερφής μου.Με φιόγκους επιχείρησε να στολίσει πολύ αργότερα και το κεφαλάκι της κόρης μου.Μόνο που αυτή τη φορά την πρόλαβα και της χάλασα τα σχέδια.







Την αδερφή μου τη βαφτίσαμε κατακαλόκαιρο του 50.Σχεδόν διόμισυ χρονών.Στα δεύτερα γενέθλιά της η μαμά πήγε να σκάσει απ΄τη στενοχώρια που το παιδί δεν είχε ακόμα επισήμως όνομα.Τί να κάναμε όμως ;Ο θείος μου,μικρότερος αδερφός του μπαμπά που θα γινόταν και νονός της ήταν ναυτικός.Τα προηγούμενα χρόνια ταξίδευε μηχανικός με την πολύπαθη ΣΟΦΙΑΝΟΥΛΑ στα γύρω νησιά.Το 48,λίγο μετά τη γέννηση της αδερφής μου μπαρκάρισε για πρώτη φορά σε φορτηγό κι΄άρχισε τα μακρυνά ταξίδια σ΄όλο τον κόσμο.Τότε τα μπαρκαρίσματα δεν ήταν όπως τώρα.Χρονικά όρια σχεδόν δεν υπήρχαν-πολλές φορές κρατούσαν και δύο χρόνια ή και περισσότερο.’ Επρεπε λοιπόν να τον περιμένουμε να γυρίσει.
Παρ΄όλ΄αυτά εμείς –μια και ήταν προαποφασισμένο –της δώσαμε το όνομά της ανεπισήμως:Καλοτίνα-απ΄την Καλυμνιά γιαγιά μου που είχε πεθάνει φέρνοντας στον κόσμο το μπαμπά.

Η μαμά , «εξευγένισε» το όνομα που δεν της φαινόταν και πολύ εύηχο και τόκανε Τίτα.Κι΄όταν προέκυψε η ανάγκη ορισμού της ονομαστικής της εορτής ,μια και της Αγίας Καλοτίνας δεν υπήρχε στο εορτολόγιο αποφάσισε να τη γιορτάζουμε της Αγίας Αικατερίνης  στις 25 Νοεμβρίου.Αυτό,στα χρόνια που ακολούθησαν προκαλούσε σύγχιση στους φίλους της ιδιαίτερα τους καινούργιους:
-Α! Απ΄το Αικατερίνη είναι το Τίτα;
-΄Όχι,απ΄το Καλοτίνα.!
-Καλοτίνα;Τι όνομα είν΄αυτό;
-Καλύμνικο!Της γιαγιάς μου!
-Και γιατί γιορτάζεις της Αγίας Αικατερίνης;
-Για να ρωτάς και να μη μαθαίνεις!!

΄Ηρθε λοιπόν επιτέλους ο θείος κι΄ένα καλοκαιρινό Κυριακάτικο απόγευμα,φορέσαμε όλοι τα καλά μας και κατ΄ευθείαν στα Εισόδεια στο Νιοχώρι όπου περίμεναν οι φίλοι κι΄οι γνωστοί να «μαρτυρήσουν» το μυστήριο.

Η αδερφή μου μπήκε χοροπηδώντας στην εκκλησία κρατώντας απ΄το χέρι το θείο μου.Οι πολυέλαιοι αναμένοι,ο Παπαναστάσης ανασκουμπωμένος πάνω απ΄την κολυμπήθρα να δοκιμάζει το νερό που τούριχνε στα χέρια η εκκλησάρισσα ,ο κόσμος ένα γύρω,σαν κάτι να μην της άρεσε.Πήγε και χώθηκε στη φούστα της μαμάς.Κι εκεί την περίμενε η οδυνηρή έκπληξη.Η μαμά  και η νονά μου άρχισαν να τη ξεγυμνώνουν .Μετά την πήγανε σηκωτή στον παπά.Εκείνος την άρπαξε απ΄τις μασχάλες και πήγε να τη βουτήξει στο νερό.Αμ΄δε!η μικρή είχε στηλώσει τα πόδια στον πάτο της κολυμπήθρας βάζοντας ξαφνιασμένη τα κλάματα .Είδε κι΄έπαθε ο Παπαναστάσης –στο τέλος τα κατάφερε.
 -Βαπτίζεται η δούλη του Θεού…..
-Μαμάααα
-Καλοτίνα
-Μαμά μουουου
-Εις το όνομα του Πατρός……..
-Μαμάααα!!
Με το Αμήν την απόθεσε στην αγκαλιά του νονού της .
-Πάρτην τέκνο μου να σου ζήσει και πάντα άξιος-ασήκωτη μου τη φέρατε…

Από κει και μετά τα πράγματα ηρέμησαν.Τή ντύσανε με το σιέλ ταφταδένιο φορεματάκι που της είχε ράψει η μαμά ,της δέσανε και ασορτί κορδέλλα στα μαλάκια,  να και ο χρυσός σταυρός στο στήθος-όλα καλά.
Μετά κράτησε τη λαμπάδα που ήταν πιο μεγάλη απ΄το μπόι της και όρθια δίπλα στο νονό της  άκουσε καμαρώνοντας τις υπόλοιπες ευχές


Το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς πήγα στην Πρώτη Γυμνασίου.Καζούλλειον Γυμνάσιον Θηλέων.Ο μεγαλύτερος αδερφός μου πήγαινε ήδη στο Δημοτικό.Τα δυο μικρά ανθίζανε,η μαμά ήρθε στα ίσα της κι΄η Ελένη αποφάσισε ν΄αποκατασταθεί.
Βρέθηκε γαμπρός στο νησί της,οι γονείς της γράψανε στη μαμά «ναρθεί το κορίτσι να νοικοκυρευτεί να μη ξενοδουλεύει»,η μαμά έδωσε την ευχή της με σπαραγμό καρδίας γιατί το Λενάκι το αγαπούσε,άσε που είχε γίνει πια το δεξί της χέρι κι΄έτσι ένα πρωί
 μας φίλησε όλους σταυρωτά πλαντάζοντας στο κλάμα,ο μπαμπάς την κατέβασε στο λιμάνι με τη βαλίτσα στο χέρι και πάει κι΄αυτή δεν την ξαναείδαμε.
Μόνο η Ανθή μας έμεινε να βοηθάει τη μαμά με τις μπουγάδες δυο φορές τη βδομάδα.
Η ζωή μας πήρε το δρόμο της ανάμεσα σε χρόνια εύκολα και χρόνια δύσκολα.
Η βαρκούλα μας,πότε αρμένιζε σε ήρεμα νερά ,πότε βολόδερνε στο πέλαγο,μερικές φορές στο παρατρίχα να μπατάρει.
Οι δουλειές του μπαμπά πότε τρέχανε και πότε κουτσαίνανε.΄Όταν τρέχανε ,ποιος τη χάρη μας.Νοίκιαζε κάθε τόσο ταξί με την ημέρα –για αυτοκίνητο ούτε συζήτηση εκείνο τον καιρό-και ξαμολιόμασταν σε ημερήσιες εκδρομές.Ροδίνι,Καλλιθέα, Λίνδο,Φιλέρημο,Πεταλούδες,Κάμειρος,οι τακτικοί μας προορισμοί.Η μαμά έβαζε τα ωραία ταγιέρ που έραβε μόνη της με τη γούνα λύκου στο λαιμό αν ήταν χειμώνας ή τα ανάλαφρα εμπριμέ της φορέματα αν ήταν καλοκαίρι και χαιρόταν αυτές τις εξόδους σαν μικρό παιδί.Γέμιζε τις μπαταρίες της για τις περιόδους ανομβρίας που ήταν παραπάνω από σίγουρο πως θ΄ακολουθούσαν.Σε τέτοιες περιόδους τη βγάζαμε με βόλτες στο Μαντράκι και παγωτό χωνάκι στο ΚΙΤ ΚΑΤ,ποδηλατάδες μέχρι το Καρακόνερο ο αδερφός μου κι΄εγώ –γιατί όλα κι΄ όλα,ποδήλατα είχαμε-και Κυριακάτικο πόκερ των μεγάλων στο σπίτι,με το νονό μου να μετρά και να ξαναμετρά τις φίσσες στο τέλος του παιχνιδιού.Αργά και πού και κανένα σινεμαδάκι ,απογευματινή προβολή κι΄αν το έργο ήταν βέβαια κατάλληλο.

Η Ρόδος έγινε ο τόπος μας.Δεθήκαμε με το νησί.Με το χώμα που πρωτοπερπατή-
σαμε ,με τον αέρα ,με τη θάλασσα που ξελόγιαζε το βλέμμα μας με τον κυμματισμό της τους χειμώνες και χάϊδευε τα σώματά μας τα καλοκαίρια.Δεθήκαμε με τους ανθρώπους ,με τους φίλους στη γειτονιά και στο σχολείο.Με τα ψηλά κυπαρίσσια που χώριζαν το μεγάλο,παληό ,τούρκικο σπίτι μας απ΄το διπλανό τζαμί με το μιναρέ χρόνια ορφανό από χότζα.Δεθήκαμε με την πολύχρωμη γη την άνοιξη –η νονά μου  στις  ανοιξιάτικες Κυριακάτικες οικογενειακές βόλτες μούλεγε πάντα το ίδιο εκστασιασμένη:Μύρισε κόρη μου,μύρισε! Την άνοιξη και το γαϊδουράγκαθο  μοσκοβολά!!
Αυτό το δέσιμο ζωής με το νησί,πέρασε αναλοίωτο και στα παιδιά μας.Ακόμα τώρα ο γυιος μου ,που λόγω δουλειάς  βρίσκεται αρκετά συχνά εκεί, μου στέλνει κάθε φορά μήνυμα στο κινητό:-Μάνα, έφτασα .Φιλώ τα άγια χώματα!!

Στις αρχές της δεκαετίας του 50 η Ρόδος δεν ήταν αυτό που έγινε λίγα χρόνια αργότερα.Οι μόνοι τουρίστες –συνήθως νιόπαντρα ζευγάρια-ήταν οι «Αθηναίοι»που ερχόντουσαν για να θαυμάσουν τις ομορφιές του νησιού και να ψωνίσουν φτηνά  υφάσματα,χρυσαφικά ,κρύσταλλα και ομπρέλλες.Τα πάντα στο νησί ήταν ακόμα αφορολόγητα-και η Ρόδος είχε γίνει  «μόδα».
Κοντά σ΄αυτά και ο  6ος  στόλος .Κάθε λίγο και λιγάκι το Μαντράκι  κι΄η Παληά Πόλη γέμιζαν από στρατιές Αμερικανών ναυτών.Το  «κούριερ» με το αερόστατο από πάνω μόνιμα αραγμένο στο λιμάνι-έβγαινε στ΄ανοιχτά μόνο όταν ερχόταν τα πλοία της γραμμής για να τους κάνει χώρο-φιλοξενούσε τη  Φωνή της Αμερικής, το σταθμό απ΄όπου άκουγα μετά μανίας αμερικάνικα τραγούδια.Το θεωρούσα επιβεβλημένο μια και είχα ήδη αρχίσει να μαθαίνω Αγγλικά.Η μαμά πάλι προτιμούσε τα Ελληνικά τραγούδια.Της άρεσε η Σοφία Βέμπο και τρελλαινόταν με τη Νινή Ζαχά και την «Κατινιώ « της.Η αδερφή μου που κόντευε πια τα πέντε, ανακάλυψε ξαφνικά τη νοστιμιά που είχαν τα φρέσκα αγγουράκια και ξόδευε το χαρτζιλικάκι που της έδινε η μαμά στο «πράσινο» περίπτερο της γωνιάς που ήταν και μανάβικο.Εγώ ξόδευα το δικό μου χαρτζιλίκι σε τσιχλόφουσκες με φωτογραφίες ηθοποιών του Χόλλυγουντ και ήμουν ερωτευμένη με τον ΄Ερρολ Φλυν κι΄ένα αγόρι από το Βενετόκλειον Γυμνάσιον Αρρένων.


Θείες και ξαδέρφια άρχισαν νάρχονται απ΄την Αθήνα τα καλοκαίρια για διακοπές –μεγάλη χαρά για τη μαμά που έβλεπε τους συγγενείς που της έλειπαν κι΄αποκτούσε επαφή με την Αθήνα που έτσι κι΄αλλιώς την είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της.Μεγάλη χαρά και για μας που με τους επισκέπτες εξ Αθηνών στο σπίτι,είχαμε όσο να πεις πιο μεγάλη ελευθερία κινήσεων,μόνιμη παρέα και καθημερινά σουλάτσα και κεράσματα.Στο τέλος των διακοπών όταν ανεβαίναμε στο ΑΙΓΑΙΟΝ ν΄αποχαιρετήσουμε τους αναχωρούντες έπεφτε κάθε φορά μαύρο κλάμα-το καλοκαίρι ήταν πίσω κι΄ο χειμώνας μπροστά.







Στα έξη η αδερφή μου πήγε στην πρώτη δημοτικού.Με τη μπλε ποδιά , τον άσπρο γιακά και δυο αντικρυστούς φιόγκους στο κεφάλι.Η άποψη του  styling της μαμάς μου για τα κοριτσάκια δεν άλλαξε ποτέ.Αν κρίνω από τις παιδικές μου φωτογραφίες,
φιόγκοι στόλιζαν και το δικό μου κεφάλι όπως το κεφαλάκι της αδερφής μου.Με φιόγκους επιχείρησε να στολίσει πολύ αργότερα και το κεφαλάκι της κόρης μου.Μόνο που αυτή τη φορά την πρόλαβα και της χάλασα τα σχέδια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου