Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ -ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ 2012 ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ.


Η επιστροφή στην καθημερινότητα,από την επομένη κιόλας,μ’έφερε ξανά αντιμέτωπη με τα δικά μου προβλήματα,που ακόμα δεν είχα καταφέρει να τα
εξομαλύνω.Η επανεμφάνιση του Τζαννή Κάτρη,ηταν καταλυτική για μένα.
Ο Τζαννής ήταν η ζωντανή απόδειξη πως η ζωή εξακολουθεί να κρύβει τις πιο απίθανες εκπλήξεις.Σκεφτόμουν τη Χρυσή.Μετά από όσα είχε περάσει,θα είχε την ευκαιρία να πλέξει με το βελονάκι ένα τελευταίο δαντελένιο όνειρο,την ώρα που
εγώ,ετοιμαζόμουν σχεδόν παραιτημένη από κάθε συναισθηματική διεκδίκηση
να βουλιάξω σε μια ζωή χωρίς ξαφνιάσματα,συμβιβασμένη,χωρίς σκιρτήματα αναπάντεχα.Μια ζωή που θα την φορούσα σαν φόρεμα παλιό,γυρισμένο τα
μέσα έξω,για να φαίνεται καινούργιο.
Ήμουν εγώ αυτή;Μια γυναίκα που με το χαρτί και το μολύβι στο χέρι,επιχειρούσε
να ζωγραφίσει μια χρωματιστή εικόνα ζωής που τελικά της έβγαινε ασπρόμαυρη;
   

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ-ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ.ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Αν είχες φύγει πιο νωρίς  11


Στην Αθήνα

Βγαίνοντας απ΄το σταθμό Λαρίσης,σταμάτησε το πρώτο άδειο ταξί και μπήκε με την Αθηνούλα.-Καλλιθέα σας παρακαλώ,είπε στον οδηγό κι΄έδωσε τη διεύθυνση της Λένιας.
-Κοίτα τι πολλά αυτοκίνητα μαμά!!Και πολλά φώτα μανούλα!!…Φτάσαμε στην Αθήνα;
-Φτάσαμε, αγάπη μου.
-Είμαι κουρασμένη μαμά…
-Κάνε υπομονή μωρό μου.Σε λίγο θάμαστε στη θεία Λένια και τη Θαλίτσα.
Τράβηξε το παιδί κοντά της κι΄ακούμπησε το κεφαλάκι του στο στήθος της.
΄Ηταν κι΄η ίδια κουρασμένη.Τόσες ώρες ταξίδι..το σώμα της είχε μουδιάσει.Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.΄Ηταν αγχωμένη.Με το που πάτησε το πόδι της στην αποβάθρα
του σταθμού,ένας αλλόκοτος πανικός την κυρίευσε.Δυσκολευόταν ν αναπνεύσει,σαν κάποιος νάχε αρπάξει τα πλεμόνια της και τάσφιγγε με σιδερένιες γροθιές.Το στόμα της είχε στεγνώσει.Πνιγόταν.΄Εβγαλε απ΄το σακκίδιο το μπουκαλάκι με το νερό και
προσπάθησε να καταπιεί δυο γουλιές.Το πρόσωπο του Δημήτρη,περνούσε και ξανα-
περνούσε μπροστά στα μάτια της,απειλητικό.Φοβόταν.Η δύναμη κι΄η αποφασιστι-
κότητα,πάλευαν μέσα της με το φόβο-αυτό το φόβο που την είχε καθηλώσει και υπο-
τάξει,τα τελευταία χρόνια.Που δεν της είχε επιτρέψει να νιώσει ίχνος αγάπης ή έστω συμπάθειας για το «βασανιστή» της.
 ΄Οσο ήταν στο τρένο,ένιωθε τουλάχιστον ασφαλής.Τώρα,η αγωνία για το τι θα μπορούσε νάχε συμβεί μετά την απόδρασή της,ήρθε να προστεθεί στη σωματική κούραση.Ασυναίσθητα,έσφιξε πάνω της το παιδί.
-Πολλή κίνηση…σχολίασε ,έτσι για να πει κάτι.
-Τέτοια ώρα,τέτοια λόγια ,απάντησε ο οδηγός.Πήξαμε κορίτσι μου,γίναμε πολλοί.
 Από πού έρχεστε;Μεγάλο ταξίδι;
-Θεσσαλονίκη.( Τη Χαλκιδική,την έκρυψε μέσα της βαθειά.΄Ηταν το μυστικό της.)
-Η γ υ ν α ί κ α  μου είναι Σαλονικιά.Ωραία πόλη έχετε.Είστε γλετζέδες του κερατά εσείς εκεί πάνω.Καλοπερνάτε!!
Δεν του απάντησε.Κοίταξε το ρολόι της.Επτάμιση.Η Λένια θα ήταν σίγουρα σπίτι.Πάντα ήταν σπίτι τέτοια ώρα.Διάβαζε τη Θάλεια.Δεν την εμπιστευόταν ακόμα
να διαβάσει μόνη της.Εκεί θα ήταν.
-Καλά είμαστ΄εδώ;
-Ναι,εδώ είμαστε.
Πλήρωσε,και καληνύχτησε τον οδηγό.Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο,σήκωσε τα μάτια ψηλά.Στο γωνιακό του τρίτου είδε φώτα.Ευτυχώς.Το παιδί ,με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του.Κι΄εκείνη το ίδιο.Ανέβηκε τα τρία σκαλιά μέχρι την είσοδο,έψαξε το όνομα του γαμπρού της-Μηνάς Λυγερός και χτύπησε το κουδούνι.΄Ακουσε τη φωνή του,διστακτική.
-Ποιος είναι;
-Εγώ Μηνά,η Φανή.΄Ανοιξε σε παρακαλώ…

Δυο ώρες πριν,μετά το αναστατωμένο τηλεφώνημα της Κασσιανής που την είχε παραλύσει,η Λένια,κοίταζε ανήσυχη τον άντρα της καθισμένη δίπλα του στον καναπέ του σαλονιού.Ο καφές στα φλυτζάνια τους,είχε παγώσει.Η οκτάχρονη κορούλα τους,η Θαλίτσα,πεσμένη στα γόνατα μπροστά στο τραπεζάκι,ζωγράφιζε γοργόνες με  μακρυά μαλλιά και χρωματιστές ψαροουρές χωρίς να τους δίνει σημασία.
Η Λένια,ήταν θορυβημένη.Η ψυχραιμία του Μηνά,δεν έφτανε για να την ησυχάσει.
-Κι΄αν έρθει εδώ Μηνά μου;Τι θα κάνουμε;Θα την πετάξουμε στο δρόμο;Αδερφή μου είναι.Κι΄έχει και το παιδί μαζί της!!
-Μη βιάζεσαι Λένια.Από Χαλκιδική –Αθήνα,είναι μεγάλο ταξίδι.Δεν πιστεύω να το τολμήσει.΄Εχει τη Ματίνα απάνω…έχει το Νότη.Κάπου θα βρει να κρυφτεί μέχρι να
περάσει η μπόρα.Τί έχει στο νου της να κάνει μετά,δεν μπορώ να ξέρω.Ελπίζω όμως πως δεν θα θελήσει να μας βάλει κι΄εμάς σε τέτοιους μπελάδες.Ξέρει τα αισθήματά μου για τον άντρα της ,ξέρει και τα δικά του απέναντί μου.Δε θα μας βάλει να σφαχτούμε,είμαι σίγουρος.
-Στην τρέλλα του ο άνθρωπος δε σκέφτεται λογικά,Μηνά μου.Κι΄η αδερφή μου είναι τρελλαμένη ,εδώ και χρόνια-και με το δίκιο της,εδώ που τα λέμε..
-Σου τηλεφώνησε;
-΄Όχι.Δεν μου τηλεφώνησε,θα στο είχα πει.Αλλά αυτό δε λέει τίποτα!!
-Ε! άσε να δούμε τότε.Αργά ή γρήγορα ,θα μάθουμε..Πάρε τη μάνα σου να δεις αν έχει κανένα νέο.
-Δε φάνηκε κόρη μου,της απάντησε η Κασσιανή,ακόμα πιο αναστατωμένη από πριν.
΄Αφαντη!! ΄Ανοιξε η γη και την κατάπιε μαζί με το παιδί.
΄Όταν χτύπησε το κουδούνι κι΄άκουσε τη φωνή της απ΄το θυροτηλέφωνο,ο Μηνάς Λυγερός,είδε τις ελπίδες του για ουδετερότητα να καταρρέουν.
-΄Ηρθε!!Ψιθύρισε στη γυναίκα του.Είναι στην είσοδο.
-E! άνοιξε…τι περιμένεις;
-Ανοίγω…ανοίγω..κι΄ο Θεός να μας λυπηθεί.Κι΄εκείνη κι΄εμάς!


Μπήκε,σέρνοντας το παιδί απ΄το χεράκι.Πέταξε το σακκίδιο στο πάτωμα κι΄έπεσε στην αγκαλιά της αδερφής της,με τη λαχτάρα και την ανακούφιση που νιώθει ο τυραννισμένος ναυαγός,αγκαλιάζοντας ξέπνοος  τη στεριά,μετά από πολύωρη πάλη με τα μανιασμένα κύμματα.
Το πρόσωπο της Λένιας,ήταν απροσπέλαστο.Πετρωμένο.Φοβόταν κι΄αυτή
τα όσα μπορούσαν να επακολουθήσουν.
-Πάρε την Αθηνούλα και πηγαίνετε στο δωμάτιό σου να της δείξεις τις ζωγραφιές σου-είπε στην κόρη της.Εκείνη,τράβηξε τη Φανούλα στο σαλόνι.
-Τρελλή!Θεότρελλη! Τι πήγες κι΄έκανες;Κανένα δε σκέφτηκες;Τη μάνα,τον πατέρα μας;Κανένα;Καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει από δω και πέρα;
-΄Επρεπε αδερφή-δεν είχα άλλη επιλογή-πίστεψέ με!
Ο Μηνάς έφερε κι΄ακούμπησε μπροστά της,ένα φλυτζάνι με ζεστό καφέ.
-Πιες,της είπε,θα σου κάνει καλό.΄Εχετε φάει τίποτε;
-Λίγα πράματα-στο τρένο.
Η ανησυχία της,ξεχείλισε,ξεστομίζοντας την  ερώτηση που την έκαιγε.
-Πήρε καθόλου ο Δημήτρης;
-΄Όχι-απάντησε εκνευρισμένος ο Μηνάς-κι΄αυτό δε μ΄αρέσει καθόλου.Αν σ΄έψαξε και δεν σε βρήκε εκεί γύρω,το λογικό θα ήταν να σκεφτεί πως θα είχες επικοινωνήσει μαζί μας.Το ότι δεν τηλεφώνησε,εμένα μου λέει πως κατάλαβε-ξέρει ότι μάλλον εδώ
θα αναζητούσες καταφύγιο.Πολύ φοβάμαι πως έχει πάρει τον κατήφορο για δω κι΄από στιγμή σε στιγμή θα χτυπήσει την πόρτα.Γι΄αυτό πρέπει να βιαστούμε.Η γυναίκα του γύρισε και τον κοίταξε με χίλια ερωτηματικά στο βλέμμα.Η Φανή, ανα-
στέναξε βαθειά και τράβηξε ασυναίσθητα,το μαντήλι που σκέπαζε το κεφάλι της.Στη θέα του πληγωμένου προσώπου της η Λένια έφερε το χέρι στο στόμα κι΄έπνιξε την κραυγή που ανέβηκε στα χείλη της.
-Α! τον αλήτη!!Α! το μπάσταρδο!!
΄Ένα τέταρτο αργότερα,είχε ακούσει τα πάντα απ΄το στόμα της αδερφής της κι΄είχε δει στο σώμα της τις αδιάψευστες αποδείξεις.
-Θα με σκότωνε.Κάποια στιγμή θε με σκότωνε Λένια….Φοβήθηκα,ακόμα και για το παιδί!Γι΄αυτό έφυγα.Συχώρεσέ με που σας αναστατώνω.Μόνο εσάς έχω.Δεν άντεχα άλλο.


Ο Μηνάς ήταν κατηγορηματικός.Από δω και πέρα,έπαιρνε τις πρωτοβουλίες στα χέρια του.Δεν ήταν κανένας δειλός κι΄ευθυνόφοβος.΄Ηταν άντρας ώριμος,με καρδιά κι΄αισθήματα.Αυτόν τον άντρα είχε εκτιμήσει κι΄η γυναίκα του και του εμπιστεύθηκε τη ζωή της.Δεν θα την απογοήτευε.Δεν ήθελε για τίποτε στον κόσμο να βρεθεί στο επίκεντρο μιας τέτοιας θύελλας αλλά απ΄τη στιγμή που η Φανή είχε χτυπήσει την πόρτα του,τον είχε ήδη βάλει στο παιχνίδι.Θα έπαιζε λοιπόν αλλά με τους δικούς του όρους.Θα την προστάτευε αυτή την ταλαιπωρημένη νέα γυναίκα και το κοριτσάκι που αρκετές σκηνές του δράματος είχαν δει τα ματάκια του,αλλά χωρίς να βάλει σε κίνδυνο τη γυναίκα και το δικό του παιδί.Την τρέλλα του Δημήτρη Λιόντου την ήξερε,όπως ήξερε και τη βαναυσότητά του.Είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του.
-Η Φανή κι΄η Αθηνά δεν γίνεται να μείνουν εδώ.Τουλάχιστον για δυο-τρεις μέρες,μέχρι να περάσει η μπόρα.Ο άλλος θάχει πάρει το δρόμο ,ποιος ξέρει σε ποια κατάσταση.Αν χτυπήσει η πόρτα κι΄εμφανιστεί ξαφνικά,η Φανή και το παιδί δεν πρέπει να είναι εδώ.Λένια,μάζεψε κορίτσι μου,ό,τι νομίζεις πως μπορεί να χρειαστούν για λίγες μέρες,φώναξε και τα παιδιά και πάμε να φύγουμε.Εδώ πιο κάτω είναι ένα καλό ξενοδοχείο.Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν, είναι γνωστός.Εκεί λέω να μείνουν σ΄αυτή τη φάση.
-Είναι νηστικές Μηνά μου,το παιδί απ΄το πρωί δεν έχει βάλει στο στόμα του ζεστό
φαγητό!!Ας φάνε πρώτα κάτι και φεύγουμε…
-Θα φάμε εκεί όλοι μαζί και θα δούμε πώς θα οργανώσουμε την κατάσταση.Πολλά πρέπει να γίνουν αλλά δεν θα τα πούμε εδώ.Πάμε!
Κατέβηκαν στην είσοδο. «Δεν θέλω να σας αφήσω να περιμένετε εδώ»-είπε ο Μηνάς. «Πάμε όλοι μαζί μέχρι τ΄αυτοκίνητο.Εδώ πιο κάτω τόχω παρκαρισμένο».Φοβόταν το απρόοπτο.Μια πιθανή ,ξαφνική άφιξη του Δημήτρη κι΄έπαιρνε τα μέτρα του.



Στο σαλόνι του ξενοδοχείου,μετά το φαγητό,έγινε η κουβέντα ,χαμηλόφωνα για να μη φτάνει στ΄αυτιά των δυο κοριτσιών, που λίγο πιο πέρα,είχαν στρωθεί μπροστά στην τηλεόραση.Η Φανή έβλεπε τα ματάκια της κόρης της να κλείνουν κάθε τόσο απ΄τη νύστα.Κι΄η ίδια,ένιωθε την αντοχή της να την εγκαταλείπει.Αλλά η κουβέντα αυτή,έπρεπε να γίνει-το καταλάβαινε-κι΄έπρεπε να γίνει τώρα.
Ο Μηνάς,πρακτικός όπως πάντα,μπήκε κατ΄ευθείαν στο θέμα:
-Σκέφτεσαι να χωρίσεις Φανή μου;Γιατί βέβαια το ξέρεις πως μετά απ΄αυτό που έγινε
το να γυρίσεις πίσω σ΄αυτόν,θα σήμαινε αυτοκτονία.
-Αυτή τη στιγμή Μηνά,δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε.Το μυαλό μου,δεν μπορεί να λειτουργήσει.Το μόνο που ξέρω ,είναι ότι σε΄κείνο το σπίτι,δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω.Μόνο νεκρή θα με πάρει πίσω.
-Τότε,αύριο πρωί-πρωί θα συννενοηθώ με το δικηγόρο μου.Φαντάζομαι πως θα πρέπει να πάμε στο τμήμα, να κάνεις μια καταγγελία-ίσως και μήνυση για κακοποίη
ση.Να δικαιολογήσεις έτσι τη φυγή σου απ΄το σπίτι μαζί με το παιδί.
Θα είναι σημαντικό στοιχείο-το σημαντικότερο-στα χέρια μας,αργότερα.
΄Ισως-τι λέω ίσως,σ ί γ ο υ ρ α-θα πρέπει να πάμε και σε κάποιο Νοσοκομείο για μια ιατροδικαστική εξέταση.
Αύριο κι΄όλας.Να πάρουμε μια επίσημη έκθεση από γιατρό,τώρα που τα σημάδια είναι ακόμα νωπά.
Τέλος πάντων αυτά θα μας τα πει ο δικηγόρος.Εμείς θα είμαστε κοντά σου Φανή.
Καλό θα ήταν να μην είχαν συμβεί όλ΄αυτά αλλά απ΄τη στιγμή που εσύ το αποφάσισες να τον εγκαταλείψεις,εμείς δεν έχουμε λόγο-έτσι δεν είναι Λένια μου;
Μας εμπιστεύθηκες και θα σε καλύψουμε Φανή.Αδερφή μας είσαι.Δεν θα σ΄αφήσουμε στο έλεος του Λιόντου και του Θεού.Μόνο να περάσουν λίγες μέρες..να δούμε πώς θ΄αντιδράσει αυτός ο κόπανος……να περάσει η μεγάλη μπόρα .Κι΄ύστερα όλα θα πάρουν το δρόμο τους.Μη φοβάσαι κορίτσι μου.Θα το στριμώξουμε το κάθαρμα.
Η Λένια πέρασε τρυφερά το μπράτσο της στους ώμους της αδερφής της ,για επιβεβαίωση.
Τα μάτια της Φανής γέμισαν δάκρυα.Δεν ήταν μόνη!!Θα περνούσε η φουρτούνα,θα ξημέρωναν καλύτερες μέρες για  κείνη και την Αθηνά.Δεν ήταν μόνη!!
-Ευχαριστώ…σας ευχαριστώ και τους δυο.Τόξερα πως δεν θα μου κλείνατε την πόρτα….
-΄Αντε τώρα να σας πάει η Λένια μέχρι το δωμάτιο….΄Εχεις λεφτά;
-Κάτι λίγα.
΄Εβγαλε και της έβαλε στο χέρι μερικά χαρτονομίσματα. Για χαρτζιλίκι,της είπε.Το ξενοδοχείο θα το τακτοποιήσω εγώ.Για ότι χρειαστείς,πάρε αμέσως τηλέφωνο εμένα,ή ζήτα το Φώντα,στη ρεσεψιόν..Και το κυριότερο.; ΄Ότι και να γίνει..
΄Ό,τι κι΄αν συμβεί..Φωτιά να πιάσει το ξενοδοχείο,δεν θα κάνεις βήμα από
δω μέσα,μέχρι να βεβαιωθούμε ότι τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά.Εντάξει;
Αν ο Δημήτρης δε φανεί –που δεν το ελπίζω-θα επιδιώξω εγώ να τον συναντήσω.Να μιλήσω μαζί του.Να δω πώς σκέφτεται…Τι έχει σκοπό να κάνει..Λοιπόν,εμείς θα τα πούμε αύριο.Σύμφωνοι;
-Ναι,Μηνά μου.Και πάλι σ΄ευχαριστώ.Δεν έχω λόγια…
Ανέβηκαν με τη Λένια στο δωμάτιο.Το πρώτο που είδε ήταν τα δυο καλοστρωμένα κρεβάτια.΄Ενιωσε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
-Καλά θα είσαστε΄δω.
-Μια χαρά,Λένια μου…
Αγκαλιάστηκαν,φιλήθηκαν και χωρίστηκαν.Κλείδωσε κι΄ασφάλισε την πόρτα.΄Εγδυσε το ήδη μισοκοιμισμένο παιδί και τόβαλε στο κρεβάτι.΄Υστερα, πέταξε τα δικά της ρούχα,χώθηκε κάτω απ΄τα σκεπάσματα κι΄έσβυσε το φως.
Μέσα απ΄τις μπλε,σχεδόν διάφανες  κουρτίνες,οι θολές,χρωματιστές αναλαμπές της απέναντι διαφημιστικής πινακίδας,της κράτησαν παρήγορη συντροφιά για δευτερόλεπτα.Ο ύπνος ήρθε γρήγορα,λυτρωτικός και για πρώτη φορά μετά από χρόνια,ήσυχος κι΄ασφαλής.

Όλη τη νύχτα,περιδιάβαζε ευτυχισμένη,τη γωνιά της Χαλκιδικής που γεννήθηκε και μεγάλωσε.Μια περιπλάνηση ντυμένη με την αχλύ του ονείρου.
Μπήκε και βγήκε άπειρες φορές, απ΄το πατρικό της σπίτι.Γέμισε ξανά όλα τα βάζα του σπιτιού με τ΄ανθισμένα χρυσοπράσινα κλαδιά της ακακίας. Πήγε βόλτα με το πο-
δήλατο στην παραλιακή με τα φοινικόδεντρα,στο κοντινό δασάκι,στην παραλία.Λούστηκε στα νερά του Θερμαϊκού.Φίλησε το μαραμένο μάγουλο της Κασσιανής.Δέχτηκε στα μαλλιά της το στοργικό χάδι του Μανώλη…΄Υστερα άκουσε σαν ψίθυρο το παράπονο του Νότη.-Γιατί ρε Φανούλα;Γιατί!!...Και ξύπνησε.Πρώτο πρωινό στην Αθήνα.Πήγε μέχρι το παράθυρο.Η πινακίδα απέναντι,είχε σβύσει.Κοίταξε το ρολόϊ της-οκτώ παρά είκοσι.Η Αθηνούλα κοιμόταν ακόμα.Τα όνειρα της νύχτας,χόρευαν ολοζώντανα, μπροστά στα μάτια της.Μια γλυκόπικρη γεύση στα χείλη της.Φτερουγίσματα στην καρδιά της.Η ζωή που άφησε πίσω.Η ζωή που είχε μπροστά!!Η ζωή της!





Στο «κυνήγι» της Φανής


Φεύγοντας απ΄το σπίτι της Κασσιανής,κι΄αφού έφτασε μέχρι την πόλη ψάχνοντας,ο Λιόντος,ξαναγύρισε στο δικό του,άπρακτος,με την αμυδρή ελπίδα πως θάβρισκε εκεί τη Φανή και το «μούλικο».Ποιό «μούλικο» δηλαδή…η κόρη του ήταν.Το ήξερε απ΄την αρχή.Αυτό το κοριτσάκι που ήταν το πιστό του αντίγραφό ,ηταν η κόρη του.΄Άλλο τι ξέρναγε στη Φανή στις εκρήξεις οργής του.
Κόρη του ήταν-δική του κόρη.Το «μούλικο»,ήταν για να κρατά τη γυναίκα του γονατισμένη στο πάτωμα.Το όψιμο αίσθημα ενοχής,ανακατεμένο με τον τρελλό ,απύθμενο θυμό του,τον παρέσυραν σαν ανεμοστρόβιλος.Πλήγμα ήταν αυτή η φυγή..Πλήγμα για τον εγωισμό του,τον ανδρισμό του,την κοινωνική του υπόσταση.
Δε χρειάστηκε να βγάλει ντελάλη στο χωριό για να μαθευτεί το ρεζιλίκι του. Μόνος του το κοινοποίησε κι΄άθελά του.΄Οταν το κατάλαβε ήταν αργά.
-Φάνηκε από΄δω η Φανή; Είχε ρωτήσει το Χάρη,μπουκάροντας έξαλλος στο El Paradiso.Ο Αργεντίνος τον είχε κοιτάξει ειρωνικά και του είχε απαντήσει με κείνο το χαμόγελο που πάντα του έδινε στα νεύρα-«τι δουλειά έχει εδώ η γυναίκα σου ,ρε φίλε;»Οπότε,ο Χάρης ,ήξερε ήδη:-Ο Λιόντος έψαχνε τη Φανή.
Νωρίτερα,το «μπασμένο»,η Ματίνα,είχε σταθεί μπροστά του με τη μομφή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.-«Αλλού ψάξε τη γυναίκα σου.Που μακάρι να μη σώσεις να τη βρεις ποτέ,να γλυτώσει!!»΄Αρα τώρα,ήξερε και η Ματίνα:-Ο Λιόντος έψαχνε τη Φανή.
Στο Νότη,δεν τόλμησε να τηλεφωνήσει.Ο Λιόντος,είχε φροντίσει να βεβαιωθεί πως
από τότε που γύρισε απ΄την Αθήνα ο παιδικός της φίλος,η γυναίκα του δεν είχε επαφές μαζί του.Το θεωρούσε απίθανο να είχε ζητήσει η Φανή τη βοήθειά του.
 Επιπλέον,δεν ήθελε να του δώσει αυτή τη χαρά ,ότι δηλαδή,η γυναίκα που του άρπαξε μές απ΄τα χέρια,τον είχε παρατήσει και την έψαχνε..Θα το μάθαινε σίγουρα-όπως θα το μάθαιναν κι΄όλοι-αλλά όχι απ΄το δικό του στόμα.Καλύτερα να πέθαινε..
Το σπίτι ήταν ακόμα άδειο κι΄έρημο.Δεν τούμενε πια η παραμικρή αμφιβολία .
Η γυναίκα του,είχε πάρει την κόρη του κι΄είχε εξαφανιστεί.Ρεζίλι των σκυλιών τον είχε κάνει.Η ξεφτιλισμένη!!΄Ανοιξε ντουλάπες και συρτάρια,ταύρος μαινόμενος.΄Όλα τους τα ρούχα ήταν στη θέση τους.Τί διάολο ,με τα ρούχα και το βρακί που φορούσαν φύγανε κι΄οι δυό τους;΄Αρχισε να χτυπά λυσσασμένα,με τις γροθιές του τα έπιπλα,τους τοίχους,τις πόρτες.Οι κόμποι των δακτύλων του είχαν ματώσει.!!
-Θα σε βρω Φανή,θα σε βρω, το κέρατό μου.Μόνο αν κλειστείς σε μοναστήρι,μπορεί να μου γλυτώσεις.Μόνο έτσι!!Πόρνη του κερατά.Αυτή την ατιμία,θα την πληρώσεις ακριβά-πολύ ακριβά!!
Στάθηκε στο χωλ,με μάτια ματωμένα απ΄την οργή.Πού μπορεί να πήγε;Πού πήγε και τρύπωσε η αναθεματισμένη;Τα μιλίγγια του χτυπούσαν τρελλά .Και ξαφνικά
το μυαλό του,πήρε στροφές.Πώς δεν τόχε σκεφτεί νωρίτερα;Τώρα ήξερε πού έπρεπε να την ψάξει.Χύθηκε έξω απ΄το σπίτι,τράβηξε πίσω του την πόρτα  μπήκε στ΄αμάξι σαν δαιμονισμένος και βγήκε στο δρόμο.
-΄Ερχομαι Φανή,έρχομαι!!Κι΄αλίμονό σου!!
Σ΄όλη τη διαδρομή μέχρι την Αθήνα,δεν σκέφτηκε τίποτ΄άλλο..Μόνο την εκδίκηση..
Αγάπη,έρωτας,πάθος..δεν είχαν πια θέση στην καρδιά του.Τα μόνα που μετρούσαν,
ήταν ο τσαλαπατημένος του εγωϊσμός,η κουρελιασμένη του αξιοπρέπεια,ο ακρω-
τηριασμένος ανδρισμός του.
-΄Ερχομαι,Φανή.΄Ερχομαι!!Δική μου ή κανενός,Φανούλα.Δεν το κατάλαβες,ε;
Κακό του κεφαλιού σου.΄Ερχομαι!!

Φτάνοντας έξω απ΄την πολυκατοικία,πάρκαρε στη γωνία και περίμενε.Κατά τις έντεκα, είδε το Μηνά και τη Λένια να μπαίνουν ,μαζί με την κόρη τους.Τέτοια ώρα κι΄η δικιά μου δεν είναι μαζί τους! ΄Η δεν είν΄εδώ ή έμεινε στο σπίτι με τη μικρή.
΄Ετσι κι΄αλλιώς,ήταν αργά.Δεν είχε σκοπό να τους χτυπήσει την πόρτα και ν΄αρχίσει τις ερωτήσεις,ούτε να δημιουργήσει κατάσταση σε βάρος του, αν είχε κάνει λάθος.Αλλά ήταν σίγουρος πως λάθος δεν είχε κάνει.Κι΄αύριο μέρα ήταν.Θα περίμενε κι΄αύριο θα το έλυνε το αίνιγμα.Προς το παρόν, εκείνο που χρειαζόταν μετά από τόσες ώρες στο τιμόνι,ήταν λίγος ύπνος-λίγη ξεκούραση.Οδήγησε αργά μέχρι το επόμενο τετράγωνο και βρήκε αυτό που έψαχνε. «Ξενοδοχείον Ο ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ». ΄Αφησε τ΄αμάξι κάμποσα μέτρα απ΄την είσοδο και μπήκε.Στη ρεσεψιόν,ζήτησε δωμάτιο για δυο βραδιές κι΄έδωσε τα στοιχεία του.Δημήτριος Λιόντος.Ο νυχτερινός ,ένας λιπόσαρκος νεαρός,του ζήτησε ταυτότητα.Αύριο το πρωί-του είπε.Την άφησα στ΄αυτοκίνητο μαζί με όλα τα χαρτιά μου κι΄έχω παρκάρει μακρυά.Πειράζει;
Ο νεαρός,μόλις είχε πιάσει βάρδια.Νύσταζε.Βαρυόταν τις διατυπώσεις,τέτοια ώρα!!
-Κανένα πρόβλημα κ.Λιόντο..Αύριο το πρωί τη δίνετε στον πρωϊνό.
Πέρασε μηχανικά την καινούργια άφιξη,κάτω απ΄την προηγούμενη.Την τελευταία βραδυνή άφιξη.
Του έδωσε το κλειδί.Δωμάτιο 215.Δεύτερος όροφος.Καλή σας νύχτα.Πρωινό σερβίρουμε από τις επτά.΄Υστερα,άνοιξε τη μικρή,τηλεόραση δίπλα του και
βάλθηκε να «σκοτώνει» τη νύστα του.

Πήρε το ασανσέρ κι΄ανέβηκε…΄Όταν η μοίρα είναι στις κακές της και συνομωτεί,  σκαρώνει παιχνίδια του θανάτου. Στο δωμάτιο με τον αριθμό 214,η Φανερωμένη Λιόντου,ονειρευόταν από ώρα τη Χαλκιδική,την παραλιακή με τα φοινικόδεντρα,το σκιερό δασάκι και το γαλάζιο του Θερμαϊκού.
*
Ξύπνησε με το πρώτο φως της μέρας και τινάχτηκε απ΄το κρεβάτι,σαν ελατήριο..Δεν τον χωρούσε ο τόπος αλλά ήταν ακόμα πολύ νωρίς.Δεν είχε νόημα να πάει να τη στήσει σχεδόν αξημέρωτα έξω απ΄την πολυκατοικία.΄Εριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του και κοίταξε τη φάτσα του στον καθρέφτη.Ανέκφραστη.Με την κρυάδα και την ηρεμία της ειλημμένης απόφασης.΄Ανοιξε το μικρό σακ-βουαγιάζ στα πόδια του κρεβατιού,πήρε αυτό που ήθελε και τόχωσε στη βαθειά τσέπη του μπουφάν του.
΄Υστερα κάλεσε τη ρεσεψιόν και παράγγειλε καφέ.

*
Περίμενε το τηλεφώνημα του Μηνά για το ραντεβού με το δικηγόρο.Η Αθη-νούλα,είχε ξυπνήσει ορεξάτη.Της άρεσε που ήταν στο «ξεδονοχείο».΄Ηταν εντυπωσιασμένη.
-Πεινάω!!
-Τώρα μωρό μου, θα παραγγείλω πρωϊνό.Εσύ,τρέχα στο μπάνιο να πλυθείς.
Η ώρα κόντευε οκτώ.
-Μαμάαα!!΄Ελα!Δε φτάνω το χαρτί!!-Η φωνή της Αθηνάς ακούστηκε στη διαπασών.
-Μη φωνάζεις,τη μάλωσε.Θα ξυπνήσεις τον κόσμο.
Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο για να βοηθήσει την κόρη της κι΄είδε το μικρό κόκκινο λεκέ στο σεντόνι.Τρόμαξε.Πάλι αιμορραγία;΄Υστερα, κατάλαβε-οι μέρες της ήταν.Με τέτοιο χτύπημα στην κοιλιά,η περίοδος την επισκέφτηκε νωρίτερα.Αυτό ήταν όλο. Τακτοποιήθηκε όπως-όπως,έντυσε το παιδί κι΄άνοιξε την πόρτα στην κοπέλλα που έφερνε το πρωϊνό.
΄Επρεπε να βρει φαρμακείο .΄Ένα ψιλικατζίδικο,έστω.Κάτι θα υπήρχε εδώ γύρω.Μην το κουνήσεις από δω-της είχε πει ο Μηνάς χτες βράδυ αλλά τι θάλεγε στη ρεσεψιόν;-Παρακαλώ στείλτε κάποιον να μου αγοράσει σερβιέτες;Ούτε κατά διάνοια!!Ντρεπόταν.
-Είναι ένα φαρμακείο,στη γωνία-στα πενήντα μέτρα της απάντησε ο Φώντας στο τηλέφωνο.Να στείλω το μικρό αν είναι ανάγκη..-΄Όχι,του απάντησε,δε χρειάζεται,θα πάω μόνη μου.
Δεν θα χανόταν ο κόσμος.Για πέντε λεπτά θα έβγαινε και θα ξαναγύριζε.΄Ετσι κι΄αλλιώς,ο Μηνάς δεν θα της τηλεφωνούσε πριν απ΄τις εννιάμιση-δέκα.
Η δυνατή φωνή της Αθηνούλας απ΄το μπάνιο,δεν ξύπνησε τον κόσμο…Μόνο που ο ένοικος του 215 ήταν ήδη ξύπνιος ,από ώρα.Η κοριτσίστικη φωνή απ΄το διπλανό δωμάτιο τον χτύπησε σαν κεραυνός..Η φωνή της κόρης του!!Αν ήταν δυνατόν!!Αμέσως μετά,άκουσε την άλλη φωνή:-Μη φωνάζεις,θα ξυπνήσεις τον κόσμο.-Η φωνή της Φανής.!!΄Η τ α ν η φωνή της Φανής!!
Θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χίλιες!Η τύχη ήταν με το μέρος του!
΄Ένα κύμμα άγριας χαράς τον πλυμμήρισε.Εδώ ήταν κρυμμένες λοιπόν.Στο διπλανό δωμάτιο!!Δουλειά του Μηνά,σίγουρα.Κι ΄αφού είχε ανακατευτεί αυτός ο αλητήριος,θα την είχε ορμηνέψει αναλόγως.Χαμένη για χαμένη γι΄αυτόν η Φανή κι΄η ρετσινιά στο κούτελό του ανεξίτηλη για όσα χρόνια θα ζούσε.Σεισμός στα σωθικά του!
Τα καταχωνιασμένα απωθημένα,η ανέχεια κι΄η μιζέρια των παιδικών του χρόνων,ο κοινωνικός παραγκωνισμός  στα χρόνια της νιότης του,ξαναβγήκαν  αιμοβόρα φαντάσματα απ΄τον τάφο τους.Πόρνη αδερφή, «άτιμη» γυναίκα!!Βαρύ φορτίο για τους ώμους του.
 Κόλλησε τ΄αυτί του στον τοίχο κι΄αφουγκράστηκε την κίνηση στην άλλη πλευρά.
Λίγο πριν τις εννιά,άκουσε τη διπλανή πόρτα ν΄ανοίγει και να ξανακλείνει.΄Ακουσε και το κλειδί να γυρνά δυο φορές στην κλειδαριά.΄Αφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα κι΄ύστερα άνοιξε αθόρυβα τη δική του  και κοίταξε στο διάδρομο.
Η Φανή με την Αθηνά πήγαιναν προς το ασανσέρ.Τις άφησε να μπουν κι΄ύστερα άρπαξε το μπουφάν του και κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά προς το ισόγειο.Φτάνοντας στη ρεσεψιόν τις είδε να βγαίνουν στο δρόμο.Τις ακολούθησε από μικρή απόσταση
χωρίς να βιάζεται.Μπήκαν στο γωνιακό Φαρμακείο.Κρύφτηκε πίσω απ΄την κολόνα της ΔΕΗ και περίμενε.Σε λιγότερο από πέντε λεπτά,τις είδε να ξαναβγαίνουν.  Ξαναγύριζαν στο Ξενοδοχείο.Δεν είχε πολύ χρόνο.΄Ένα φλας αναβόσβυσε στο ταραγμένο μυαλό του. «Το παιδί.Πρόσεχε το παιδί! ΄Όχι το παιδί!!»

Α θ η ν ά   μου!!!

Η Φανή περπάτησε βιαστικά, με μεγάλα βήματα.Δίπλα της η Αθηνούλα,κρεμασμένη απ΄το χέρι της,σχεδόν έτρεχε για να τη φτάσει.Ανησυχούσε..Αν σ΄αυτά τα λίγα λεπτά που έλειψε την είχε ζητήσει ο Μηνάς,ποιος τον άκουγε!!Κι΄αυτή η περίεργη αίσθηση…αυτό το τρεμούλιασμα στο στομάχι…πως κάτι δεν πήγαινε καλά…Παναγιά μου ,αναρωτήθηκε.. πότε θα γλυτώσω απ΄αυτή την αγωνία,απ΄αυτό το άγχος.!!

΄Ενιωσε το πρώτο δυνατό κάψιμο που την κλόνισε κι΄αμέσως μετά,το δεύτερο..το τρίτο.Πριν καταλάβει τί της συνέβαινε,διπλώθηκε στα δύο κι΄έπεσε μπρούμητα στη
βρώμικη,γκρίζα άσφαλτο του πεζοδρομίου.Κρατούσε ακόμα το χεράκι της Αθηνάς.
΄Ακουσε τη τρομοκρατημένη φωνούλα και το κλάμα της :Μαμάαα!!!Μανούλα!!
Το χέρι της παρέλυσε γύρω απ΄τα τρυφερά δαχτυλάκια.΄Ολο της το σώμα ,ήταν παράλυτο.Μόνο τα μάτια της μπορούσε να κινήσει.Πεσμένη με το πρόσωπο στο πεζοδρόμιο,είδε την κόκκινη ,υγρή κηλίδα, δίπλα στο στόμα της.Είδε τον κόσμο που άρχισε να μαζεύεται γύρω της.Θολές φιγούρες που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Φωνές αλλόφρονες,τρομοκρατημένες,βούιζαν στ΄αυτιά της.
Δεν καταλάβαινε τι έλεγαν.
-Το παιδί μου!!θέλησε να φωνάξει αλλά δεν τα κατάφερε.Η γλώσσα της είχε κι΄αυτή παραλύσει.Η κατακόκκινη κηλίδα δίπλα της όλο και μεγάλωνε..την έβλεπε με την άκρη του ματιού ,γιαλιστερή κάτω απ΄τον πρωϊνό χειμωνιάτικο ήλιο.
«Το αίμα μου είναι αυτό;Το δικόμου αίμα;»
Δεν ένιωθε πόνο…μόνο ένα πικρό παράπονο μέσα της και μια απορία στο μυαλό της.
-« Με σκότωσε..!! Χριστέ μου!Πώς με βρήκε τόσο γρήγορα.!»
΄Ένα λαμπερό γαλάζιο για λίγο: Η θάλασσα του Θερμαϊκού ή ο ουρανός της Αθήνας;
Δεν μπόρεσε να καταλάβει.Η κόκκινη κηλίδα απλώθηκε στο πεζοδρόμιο,κύλησε αρ- γά στην άκρη του δρόμου κι΄ύστερα γύρισε κι΄ανέβηκε ζεστή  ,στο στήθος,στο λαιμό,γέμισε το στόμα της, απλώθηκε στα μάτια της.΄Ένα τεράστιο άλικο παραπέτασμα που της έκρυψε τον κόσμο.
-Α θ η ν ά  μου!!! Θέλησε να φωνάξει.Η κραυγή δε βγήκε ποτέ απ΄τα χείλη της.Χάθηκε, με τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς της.