Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ. (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΚΕΦ.17)



Θέλεις!Το έχεις απόλυτη ανάγκη!Να φύγεις όσο πιο μακρυά μπορείς.Ν’αφήσεις πίσω
ένα παρελθόν που ήδη το έχεις ακυρώσει!Που προ πολλού και απολύτως συνειδητά
το έχεις απορρίψει.Θέλεις να βρεθείς αλλού,παίρνοντας μαζί σου μόνο εκείνα τα όποια κι’ όσα χρόνια της ζωής σου δεν φοβάσαι να θυμηθείς.Να περπατήσεις σε παρθένα εδάφη,ανακαλύπτοντας όσα δεν υποπτεύθηκες ποτέ πως υπάρχουν!Να λουστείς στο φως της μέρας .Να λυτρωθείς!Ν’ απαλλαγείς από λάθη,ενοχές,τύψεις ,μεταμέλειες και να τραγουδήσεις με φωνή στεντόρια εκείνο το τραγούδι της ψυχής σου που το κρατούσες κρυφό μέσα σου αλλά ποτέ δεν είχες τολμήσει να το τραγουδήσεις δυνατά.από φόβο μήπως το κατεστημένο που σε κρατούσε όμηρο, σε θεωρήσει γραφική και «παρείσακτη»!
Θέλεις!Να ξαπλώσεις με τα χέρια ανοιχτά, στη μέση ενός ξέφωτου και να φωνάξεις-« είμαι ελεύθερη!Δεν θέλω έρωτες που με πλήγωσαν!Δεν θέλω αγάπες που με πρόδωσαν!Δεν θέλω άλλους συμβιβασμούς!Δεν θέλω άλλα πρέπει στη ζωή μου.
Εμένα θέλω-μόνο εμένα»!Γεμίζεις τη βαλίτσα σου και ξεκινάς!Και πού καταλήγεις;Πριν καλά-καλά αρχίσει το ταξίδι,βρίσκεσαι ξανά εκεί απ’όπου ξεκίνησες.
Στο ίδιο ασφυκτικό τοπίο-μόνο λίγο πιο ξένο…λίγο πιο θολό!Μπλέκεις με προβλήματα που μοιάζουν με παραισθήσεις γιατί δεν είναι ακριβώς δικά σου.
Έρχονται από έναν άλλο κόσμο που δεν είναι ακριβώς ο δικός σου κόσμος αλλά καλείσαι να τον μοιραστείς.Πάλι οι έρωτες σε πολιορκούν κι’ας μην είναι δικοί σου.
Πάλι κυνηγάς αλήθειες και λύσεις που δεν θα έπρεπε να σε αφορούν,μόνο που η Κλωθώ αλλιώς έχει αποφασίσει για σένα.Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως δεν σε νοιάζει να είσαι ελεύθερη,αρκεί να είσαι άνθρωπος.΄Ανθρωπος για τον άνθρωπο.Το παιδί μέσα σου,έχει λύσει τη σιωπή του. «Η δική σου ζωή,δεν έχει καμμιά αξία,αν οι γύρω σου δεν έχουν ζωή» σου ψιθυρίζει. «Ποτέ δεν θα νιώσεις ελεύθερη ,όσο αφήνεις στη φυλακή τους,αυτούς που μπορείς να ελευθερώσεις αλλά δεν τολμάς να το κάνεις.!Βοήθα!!» σου φωνάζει! «Πρώτα αυτοί και μετά εσύ! Πρώτα η Χρυσή κι’η Ρηνούλα και μετά εσύ!Εσύ το αποφάσισες απ’ τη στιγμή που έβαλες το χεράκι σου στη ζωή τους».

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ- ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007-ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΣΕΒΑΣΤΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ



Χειμώνες και καλοκαίρια


Μεγαλώσαμε και οι τέσσερεις σε μια περίεργη οικογενειακή μοναξιά.Χωρίς παππούδες και γιαγιάδες να μας ζεσταίνουν με κανακέματα και παραμύθια.Απ΄τη μεριά της μαμάς η γιαγιά που μου έδωσαν και τ΄όνομά της υπήρχε μόνο σαν ένα πρόσωπο σε μια φωτογραφία μόνιμα κρεμασμένη κι΄αυτή στον τοίχο της τραπεζαρίας μας.Μ΄ένα λουσάτο καστόρινο καπέλο φορεμένο στο πλάϊ κι΄ένα μικρό χαμόγελο που το έκανε αινιγματικό τάχα μου, το βάναυσο ρετουσάρισμα. .΄Ηρθε μόνο μια φορά  στο νησί όταν η μαμά ήταν ακόμα έγκυος στην αδερφή μου.΄Εμεινε μόνο μια βδομάδα και πριν καλά καλά συνηθίσω την παρουσία της,έφυγε.
Σ΄αυτές τις λίγες μέρες,τη λάτρεψα..γιατί δεν έμοιαζε με το απόμακρο πρόσωπο στη φωτογραφία της τραπεζαρίας.Είχε απαλές ρυτίδες και μια χαμηλή καλωσυνάτη φωνή
που έμοιαζε με χάδι.΄Ένα απ΄τα λίγα πρωινά που πέρασε κοντά μας, βοηθούσε τη
μαμά καρυκώνοντας το πρώτο μου ξώπλατο καλοκαιρινό φουστανάκι κι΄εγώ  στα
πόδια τους τραγουδούσα ευτυχισμένη.΄Απλωσε τότε το χέρι της και χάϊδεψε το μάγουλό μου:
-Φωνούλα μου,να χαρώ εγώ τη γλύκα σου….είπε.
Γι΄αυτό τη λάτρεψα.Γιατί ήταν η γιαγιά μου-αυτή,όχι η άλλη στη φωτογραφία.
΄Όμως, μετά από κείνες τις επτά υπέροχες μέρες, δεν τη ξαναείδα..
 Υπέφερε απ΄την καρδιά της για πολλά χρόνια γι΄αυτό απέφευγε τα ταξίδια.Λίγο καιρό αφού μας άφησε ,έφυγε κι΄απ΄τη ζωή  στη γιορτή του Σωτήρος.΄Όπως παρακολουθούσε τον πυρρίχιο στο πανηγύρι των Σουρμένων με τις αδερφές της από δίπλα έγειρε το κεφάλι και ξεψύχησε.Την πήραν είδηση μόνο όταν γύρισαν να τη ρωτήσουν αν της άρεσε ο χορός.΄Ηταν 57 χρονών.Η μαμά όταν πήρε το τηλεγράφημα με το κακό μαντάτο την επομένη το μεσημέρι,έπεσε μπρούμητα στο κρεβάτι σπαράζοντας και δε σηκώθηκε από κει παράμόνο το βράδυ για να νοιαστεί αν είχαμε φάει.
Ο μπαμπάς που λάτρευε τη γιαγιά μου όπως τον λάτρευε κι΄εκείνη έκανε το σταυρό του κάθε φορά που έμπαινε στην κουζίνα όπου οι τέσσερείς μας λουφάζαμε μουδιασμένοι εκείνο το απόγευμα.
-΄Αγια γυναίκα η γιαγιά σας ,άγια γυναίκα .


Ο πόντιος παππούς μας ήρθε κι΄αυτός μόνο μια φορά-ίσα για να μας γνωρίσει.Μέχρι που έφυγε κι΄αυτός απ΄τη ζωή αρκετά χρόνια αργότερα δε συχώρεσε ποτέ το μπαμπά
που με το έτσι θέλω του βούτηξε την πρωτοκόρη του.
‘ Οσο μεγαλώναμε έστελνε δυο φορές το χρόνο δέματα με υφάσματα στη μαμά-ήταν υφασματέμπορος στη Ευαγγελιστρίας.Πάνω σε κάθε κομμάτι ύφασμα είχε καρφιτσωμένο και το σχετικό σημείωμα:
-Παλτό για τη μεγάλη
-Παντελόνια για τ΄αγόρια
-Αυτό για τη μικρή
-Κι αυτά για σένα.
Για το μπαμπά, ποτέ , ούτε φόδρα.
Ρούχα φιρμάτα δεν υπήρχαν στη Ρόδο εκείνη την εποχή αλλά και να υπήρχαν δεν θα τ΄άντεχε το πορτοφόλι του μπαμπά που βρισκόταν σχεδόν πάντα σε συντηρητική δίαιτα.Εμείς όμως χάρη στον παππού είμασταν πάντα μοντελάκια Πάσχα ,Χριστούγεννα και γιορτές πάσης φύσεως.
Η μαμά κάθε που έπαιρνε τέτοιο πακέττο μας έπαιρνε τα μέτρα και τις νύχτες όταν το σπίτι ησύχαζε έρραβε στη NECCHI ραπτομηχανή της, ακούγοντας στο ραδιόφωνο απ΄το σταθμό της Ρώμης που είχε εντοπίσει, θέατρο και ιταλικές καντσονέτες.Στο ημερίσιο ρεπερτόριό της  εκτός απ΄την «Κατινιώ» και τα΄άλλα αγαπημένα της είχε συμπεριλάβει κι΄αυτές. Tι MAMMA ,τι SOLE MIO,τι LA CAMPAGNUOLA BELLA -τάχα μάθει όλα απ΄έξω κι΄ανακατωτά.΄Ηταν και καλλίφωνη!

Και για να ξαναγυρίσω στους παππούδες και τις γιαγιάδες, ο καπετάνιος πατέρας του μπαμπά μου πέθανε στην Αμερική.Δεν τον γνωρίσαμε ποτέ γιατί μετά το τελευταίο ταξίδι του στην Κάλυμνο που κόστισε και το επίδομα σπουδών στο μπαμπά μου δεν ξαναγύρισε στο νησί του.Η μόνη γιαγιά που μας είχε απομείνει ήταν η δεύτερη γυναίκα του η γιαγια Μαρία που μας επισκεπτόταν αρκετά συχνά,κουβαλώντας και το απαραίτητο πεσκέσι-καβουρμά στο κιούπι.Τη χειμωνιάτικη λιχουδιά μας.Ερχόταν βέβαια  για να μας δει και ν΄αλλάξει και τον αέρα της,   κυρίως όμως  για να καταφέρει το μπαμπά να ψάξει γαμπρό για τη θυγατέρα της η οποία πήγαινε κατ΄ευθείαν για το ράφι.Τελικά το γαμπρό η θεία μου τον βρήκε μόνη της δι΄αλληλογραφίας και κοντά στα σαράντα ταξίδεψε ολομόναχη για τη Χιλή όπου και τον παντρεύτηκε-αυτή που το μόνο ταξίδι που είχε κάνει στη ζωή της ήταν Κάλυμνος-Ρόδος και πίσω.Η γιαγιά Μαρία ήταν καλή η καϋμένη.Παντρεύτηκε τον παππού μου με τα τρία παιδιά του κι΄έκανε μαζί του άλλα δύο .Χαράς το κουράγιο της λέω τώρα..Μου πήρε καιρό μέχρι να χωνέψω και να καταλάβω γιατί αφού δεν ήταν η πραγματική μητέρα του μπαμπά,ήταν γιαγιά μου.
Η μαμά έλυσε την απορία μου.
-Γιατί εκείνη τον μεγάλωσε και τον έκανε άντρα,παιδί μου.
Τη θυμάμαι πάντα με τις πελώριες γκρι και μαύρες φουστάνες της και το μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι,τυλιγμένο γύρω στο λαιμό,σχεδόν μέχρι το πηγούνι.Το καλοκαίρι ,όταν την έπιανε η ζέστη, τ΄άφηνε καμιά φορά να πέσει στους ώμους της, αποκαλύπτοντας τις αδυνατισμένες απ΄τα χρόνια πλεξούδες της ,τυλιγμένες γύρω απ΄το κεφάλι σαν καψαλιασμένο στεφάνι.
.Η γιαγιά Μαρία δεν ήξερε γράμματα.
Τ΄απογεύματα που η μαμά την ώρα του καφέ της άναβε τσιγαράκι και ξεφύλλιζε το περιοδικό της  εκείνη στρωνόταν δίπλα της ακουμπούσε τους αγκώνες στο τραπέζι και χώνοντας το μάγουλο μέσα στη χούφτα της παρακολουθούσε με μεγάλη περιέργεια το ξεφύλλισμα των ακαταλαβίστικων γι΄αυτήν σελίδων.

-Καλό είναι  μαθές αυτό που διαβάζεις κόρη μου;
-Καλό είναι μητέρα
-Κι΄ίνταναι που λέει κόρη μου;
-Να, λέει πως δεν πρέπει να τραβάς το μάγουλό σου με τη χούφτα σου γιατί θα κάνεις ζάρες.
Ουου!κόρη μου,εγώ είμαι πλιο γριά.Τραβώ το δεν το τραβώ τις ζάρες τις έκαμα.
Και ξεκαρδιζόταν απ΄τα γέλια φράσσοντας το στόμα με το χέρι της.

Οι χειμώνες μας ήταν δύσκολοι.Οι βοριάδες κι΄οι βροχές χτυπούσαν το νησί και το σπίτι μας από παντού.Μεγάλο σπίτι.Πού να ζεστάνεις  τέσσερα δωμάτια πάνω,τέσσερα κάτω και δυο διαδρόμους σαν αλάνες μ΄ένα μαγκάλι και δυο ηλεκτρικές σομπίτσες.Πολλές νύχτες η αδερφούλα μου τρύπωνε στο κρεβάτι μου χωνόταν στην αγκαλιά μου και ζεσταίναμε η μια την άλλη.Στα μεγάλα κρύα μαζευόμασταν τα βράδυα γύρω απ΄το μεγάλο μαγκάλι που άναβε στην τραπεζαρία και πυρώναμε τα πόδια μας πάνω απ΄τ΄αναμένα κάρβουνα.Την άλλη μέρα τρίβαμε με φακούρες τα δαχτυλάκια των ποδιών μας για ν΄ανακουφιστούμε απ΄τη φαγούρα.
Μυαλό δε βάζαμε ,το ίδιο βράδυ πάλι τα πόδια στα κάρβουνα.
Οι χιονίστρες ήταν το μόνιμο χειμωνιάτικο βάσανό μας.
Μέχρι τη  Δευτέρα Δημοτικού η αδερφή μου δε ξεκόλλησε από δίπλα μου.Μαζί μου στο Ωδείο όπου κάλυπτα το κοριτσίστικο απωθημένο της μαμάς μαθαίνοντας βιολί,
μαζί μου στο δωμάτιο όταν μελετούσα, να γράφει κι΄εκείνη σκυμμένη δίπλα μου τα μαθήματά της γιατί όσες φορές δοκίμασε να διαβάσει στο ίδιο δωμάτιο με το μικρό μου αδερφό, ερχόταν η συντέλεια του κόσμου.Δεν άφηνε ο ένας τον άλλο σε χλωρό κλαρί.
Από΄κει κι΄ύστερα την κέρδισε η αγοροπαρέα της γειτονιάς.Με το που τέλειωναν τα διαβάσματα τους ,πλάκωνε η μαρίδα για ποδόσφαιρο.Ο Ατζαμής,ο Νίκος,ο Τάσος,ο Αντρέας,  πηδάγανε το μαντρότοιχο και προσγειωνόντουσαν  στο αποψιλωμένο ήδη από τα φαρμακερά σουτ κομμάτι του χωραφιού μας.Ο Ζαμόρα ήταν ο τερματοφύλακας-αστέρι της εποχής κι΄η πιτσιρικαρία φιλοδοξούσε να του μοιάσει.Εκεί να δεις γδαρμένους αγκώνες ,ματωμένα γόνατα κι΄ανοιγμένα κεφάλια απ΄τα πλονζόν.Η αδερφή μου ξελογιάστηκε απ΄τις φωνές και τα χαχανητά και ήρθε η στιγμή που εντάχθηκε κι΄αυτή στην ομάδα.Την κέρδισαν αυτοί τη έχασα εγώ.΄Ετσι κι
αλλιώς τέλειωνα πια το Γυμνάσιο και τα ενδιαφέροντά μου είχαν από καιρό στραφεί και σε άλλους τομείς πέρα απ΄τα μαθήματα.Τί να πω πια με την αδελφούλα μου.Υποθέτω πως και κείνη δε θάβρισκε πια κανένα ενδιαφέρον σε μένα,τη μεγάλη αδερφή που άρχισε να μοιάζει πιο πολύ με τη μαμά παρά με κείνη.΄Ετσι «κόλλησε» με τα δυο αγόρια και κυρίως με το μικρότερο αδερφό μου που από τότε που κατάλαβε τον κόσμο τον έβλεπε σαν τ΄άλλο της μισό.





-