Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ


ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΜΟΥ-ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΑΚΟΜΑ- ΒΙΒΛΙΟ!

Φτου,ξελευτερία!

Ανηφορίζοντας την Ακαδημίας εκείνο το βροχερό μεσημέρι του Οκτώβρη,σκεφτό-
μουν πως κανονικά θα έπρεπε να είμαι ικανοποιημένη κι’ευτυχισμένη.Είχα επιτέλους στη τσάντα μου,αυτό που κυνηγούσα επίμονα δυόμισυ χρόνια τώρα.Το πολυπόθητο διαζύγιο.Εξήμιση χρόνια χρειάστηκαν για να πειστεί ο Ντίνος πως η σχέση μας είχε οριστικά και αμετάκκλητα τελειώσει.Πως ο γάμος μας,δεν είχε ελπίδα σωτηρίας.
Τέσσερα χρόνια σε διάσταση κι’άλλα διόμισυ για να πάρω στα χέρια μου το «επίση-
μο» χαρτί που μου έδινε το δικαίωμα να συνεχίσω τη ζωή μου.Ήμουν τριάντα έξη ό- 
ταν πήρα την απόφαση πως δεν μπορούσα πια να ζω,με την «πρώην» του αναπόσπαστο κομμάτι του έγγαμου βίου μας.Έφτασα τα σαραντατρία για να καταφέρω να πω
«φτου ξελευτερία»!Έπρεπε λοιπόν να πετάω από τη χαρά μου.Αντί γι’αυτό,σερνό-
μουν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο με την πίκρα και την απογοήτευση να με ποτίζουν
μέχρι το κόκκαλο,σαν θανατηφόρο δηλητήριο και τη ψυχολογία της βρεγμένης γάτας, έτσι όπως ένιωθα τα μαλλιά και το ακριβοπληρωμένο μου ταγεράκι να μουλιά-
ζουν από το νερό της βροχής.
-Πάρε ομπρέλλα,μου είχε πει η Λουκία την ώρα που έφευγα το πρωί.Θα βρέξει.Αλλά ποιος την άκουγε τη Λουκία;Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,του κεφαλιού μου έκανα πάντα.Όσο ζούσε ο πατέρας μου,κρατούσα όσο μπορούσα τα προσχήματα-
«ο Λάμπρος μου» ήταν και δεν ήθελα να μου στενοχωριέται.Όταν τον έχασα,τα έβαλα με τη μάνα μου λες κι’ήταν αυτή που μου είχε σκοτώσει τον πατέρα.Όταν στα τριανταδύο μου της γνώρισα το Ντίνο και της ανακοίνωσα την απόφασή μου να τον παντρευτώ,με κατακεραύνωσε .
-Γιατί,χαθήκανε οι άντρες;
-Κι’ο Ντίνος άντρας είναι μαμά μου..
-Παραπάνω απ’όσο πρέπει!
-Μα το Θεό,δεν σε καταλαβαίνω..
-Άκου  Μελίνα μου…Είσαι τριανταδύο χρονών.Να παντρευτείς αφού το θέλεις.Βρες όμως έναν άνθρωπο σοβαρό,να μπορείς να κάμεις χωριό μαζί του.
Όχι το Ντίνο!
-Γιατί βρε Λουκία,τι έχει ο Ντίνος δηλαδή;
-Γκόμενος είναι-αυτό έχει.Παίζει το μάτι του-ωραιοπαθής και γυναικάς!Θα σου ψήσει το ψάρι στα χείλη έτσι και τον παντρευτείς.Γράφτο που σου το λέω!
-Βρε μαμά,σ’όλη σου τη ζωή έναν άντρα γνώρισες-τι ξέρεις εσύ από άντρες;
-Έναν γνώρισα κόρη μου αλλά αυτός ο ένας,ήταν ο Λάμπρος Μελιδώνης.Κι’ήταν άντρας με τα όλα του-όχι κατιμάς!
-Καλά!Εσύ όλα τα ξέρεις…
Δεν ξαναμίλησε γι’αυτό το θέμα.Δέχτηκε το Ντίνο για γαμπρό της και πρέπει να της αναγνωρίσω ότι όσο μείναμε παντρεμένοι,υπήρξε υποδειγματική πεθερά.Τόσο,που πίστεψα κάποια στιγμή πως είχε φτάσει να παραδεχτεί πως είχε κάνει λάθος στην κρίση της.Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα,της ζήτησα χωρίς πολλές εξηγήσεις να γυρίσω στο εργένικο δωμάτιό μου,άκουσα αυτό που φοβόμουν πως θ’ακούσω από τη στιγμή που αποφάσισα να χωρίσω:
-Εγώ στα είχα πει!
Τώρα με το διαζύγιο στη τσάντα μου,αναρωτιόμουν τι είχα πάθει κι’αντί να χαίρομαι
ένιωθα έτοιμη να βάλω τα κλάματα.Η Βέτα που είχε περάσει το ίδιο λούκι,μου είχε
αναλύσει τα συναισθήματα που κουβαλά μια γυναίκα πριν και μετά το διαζύγιο.
-Όσο είσαι σε διάσταση και περιμένεις νάρθει ο καιρός να βάλεις μπροστά τις διαδικασίες,άγεσαι και φέρεσαι απ’το θυμό και το πείσμα.Τρώγεσαι με τα ρούχα σου.
Σκέφτεσαι πως ο αλητήριος που σε πρόδωσε,που σε κεράτωνε πίσω απ’την πλάτη σου,μπορεί και να καλοπερνά,να ζει και να χαίρεται τη ζωούλα του,την
ώρα που εσύ βράζεις στο ζουμί σου,παλεύοντας με το «στοιχειό» της απόρριψης που έφαγες κατάμουτρα.Αυτά τα δυο σε σώζουν απ’την κατάθλιψη:ο θυμός και το πείσμα!Μόλις όμως πάρεις το διαζύγιο στο χέρι,αρχίζει να σε κυριεύει μια
ηλίθια νοσταλγία που μπορεί να σε κάνει κουρέλι.Λούμπα είναι Μελινάκι.Πρόσεξε μην πέσεις μέσα.Σκέψου απλά πως αν υπήρχαν πολλά πράγματα να νοσταλγείς σ’αυτό το γάμο,δεν θα είχες φτάσει στο διαζύγιο.
Μπήκα στο σπίτι λες και γύριζα από κηδεία.Η Λουκία τρόμαξε.
-Τι έγινε,τελείωσε παιδί μου;
-Τελείωσε-στη τσάντα μου τόχω.
-Δόξα τω Θεώ!Σε είδα σ’αυτά τα χάλια κι’είπα πως κάποια τσαπερδονιά σκάρωσε πάλι ο γαμπρούλης μου!
  π ρ ώ η ν !
-Ο πρώην!΄Ο,τι πεις.Κι’εσύ τώρα τι έπαθες κι’έχεις αυτά τα μούτρα;
-Βράχηκα βρε μαμά…Δε με βλέπεις; Λούτσα έγινα!
-Α!Καλά!
Σηκώθηκε με δυσκολία και σπρώχνοντας το «πι» της,τράβηξε για την κουζίνα.-«Πάω να σου ζεστάνω είπε..Θα πεινάς..»









Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ


 Κεφ.16


Βγαίνοντας απ΄το ισόγειο διαμέρισμα στο Θησείο,όπου περνούσε τις μέρες της τα τελευταία χρόνια η Αντιγόνη Καρρά,η Αθηνά,ένιωσε να την τυφλώνει το δυνατό λαμπερό,φως του ήλιου που είχε ακόμα δρόμο να κάνει μέχρι τη δύση του.Το ζεστό,Αυγουστιάτικο απόγευμα,τη ξάφνιασε.Μέσα σε ΄κείνο το σκιερό,λιτό σαλονάκι με τις αραδιασμένες ένα γύρω φωτογραφίες προγόνων και απογόνων,τα δαντελένια σεμέν και τις πρασινάδες στο παράθυρο,είχε χάσει την αίσθηση τόπου και χρόνου.Η αφήγηση της ηλικιωμένης γυναίκας και η συζήτηση μαζί της ,την είχε ξεστρατίσει.Την είχε βγάλει απ΄την πραγματικότητα.Την είχε πάει πίσω,σ΄έναν άλλο κόσμο.Της είχε ξυπνήσει μνήμες παιδικές,απροσδιόριστες που ξεπηδώντας σαν σκιές απειλητικές,μέσα απ΄τον καταπιεσμένο,ψυχικό της κόσμο ,έπαιζαν τώρα κρυφτό με το μυαλό της,προκαλώντας την να τις «αναγνωρίσει»,να τις ξεδιαλύνει,να τις φέρει στο φως της μέρας.
Τα λόγια της Αντιγόνης για τον πατέρα της,η προσπάθειά της να του δώσει «άφεση» για την πράξη του, την είχαν συγκλονίσει.-«Δεν μου φάνηκε για εγκληματίας»,της είχε πει-«Για άνθρωπος που είχε ξεπεράσει τα όριά του, μου φάνηκε.»-«Την αγαπούσε-από τότε το πίστευα.Την αγαπούσε.Η αγάπη και το πάθος,φτάνουν καμιά φορά τον άνθρωπο στο έγκλημα,αλλά αυτό δεν τον κάνει γεννημένο φονιά».
Πώς ήταν τόσο σίγουρη,αυτή η γυναίκα ;Τι είχε δει στο πρόσωπο του πατέρα της ,εκείνο το πρωί του φόνου ,που την εκανε να μιλά για κείνον,με τόση κατανόηση,
σχεδόν,με συμπάθεια;
-«Ψάξε να βρεις την άλλη όψη του νομίσματος,Αθηνά…κι΄άσε λίγο χώρο στην καρδούλα σου για συχώρεση,αλλιώς δεν θα μπορέσεις να την πας μπροστά ,τη ζωή σου.» Αυτά ακριβώς,ήταν τα λόγια της.Και κάτι τελευταίο που της το ψιθύρισε
συγκινημένη καθώς αποχαιρετώντας την,έσκυψε να τη φιλήσει.
-Είσαι όμορφη Αθηνά-της μοιάζεις.Ζήσε,κορίτσι μου.Ξετύλιξε το κουβάρι μέχρι το τέλος αφού το θέλεις αλλά μετά,ξαναγύρνα στην αρχή του.Στο θαύμα της ζωής.Σε σένα.Και ζήσε.Δώρο,είναι η ζωή κι΄αυτό το δώρο,το χρωστάς και στους δυό.Να το τιμήσεις.»


Ανηφόρισε τον πεζόδρομο προς την Ακρόπολη.Αισθανόταν βαρειά τα πόδια της.
Διψούσε.Ο λαιμός της ήταν στεγνός.Η μυρωδιά του πεύκου ανακατεμένη με κεί-
νη του αντισηπτικού είχε ποτίσει το δέρμα της,είχε περάσει απ΄τα ρουθούνια της και την έπνιγε.
Κάθισε κάτω απ΄την τέντα μιας καφετέριας και παράγγειλε παγωμένο χυμό.
΄Επρεπε με κάποιο τρόπο να τη ξεπλύνει αυτή τη μυρωδιά,να τη διώξει από μέσα της.
΄Εφερνε και ξανάφερνε στο μυαλό της τα λόγια της ηλικιωμένης γυναίκας.
«΄Ομορφο παλληκάρι….»
«Κι΄η μαμά σου-μια ζωγραφιά….»
Πώς,ένα όμορφο παλληκάρι κι΄ένα κορίτσι «ζωγραφιά»,οδήγησαν τις ζωές τους σε τέτοιο τραγικό τέλος;Πολλά κομμάτια του παζλ,έλειπαν.Αν δεν κατάφερνε να τα βρει και να τα βάλει στη θέση τους,δεν θα είχε ποτέ ολοκληρωμένη την εικόνα.Στα δεκαοκτώ της χρόνια,την είχε ανάγκη αυτή την ολοκληρωμένη εικόνα.
΄Ολοι γύρω της,μέχρι τώρα,είχαν κάνει τα πάντα, για να την προστατέψουν από΄κείνο το δράμα που είχε διαλύσει την οικογένειά της.Και τα είχαν καταφέρει.Υπήρχε όμως ένα γιατί,αναπάντητο.Η «άλλη όψη του νομίσματος» -όπως της είχε επισημάνει η Αντιγόνη.
Η αλήθεια που ήξερε,η αλήθεια που είχε ακούσει απ΄τα στόματα όλων μέχρι τώρα,
η αλήθεια της μ ι ά ς  πλευράς,την άφηνε κομμένη στα δυό.
«Η κόρη του φονιά».
»Η κόρη της σκοτωμένης».
Κάποιος τρόπος θα υπήρχε ,να ενώσει αυτά τα δυο κομμάτια-να τα συμφιλιώσει,να τα κάνει ένα.΄Ισως ,η αλήθεια που δεν ήξερε ακόμα και που έπρεπε να μάθει,να μπορούσε να το καταφέρει.
……
«Τη ξέρεις τη Χαλκιδική Αθηνά;» -την είχε ρωτήσει η Ελένη,τότε,πριν από οκτώ χρόνια.
«Την έχω δει στο χάρτη.Εκεί γεννήθηκα αλλά δεν έχω πάει ποτέ.»
Η Ελένη!Η αδελφή του πατέρα της,ίσως είχε να της πει πράγματα που σε όλους τους
άλλους ήταν άγνωστα.Είχαν μοιραστεί τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια.Οι ζωές τους είχαν πάρει διαφορετικούς δρόμους,αλλά τον είχε δει να μεγαλώνει πλάϊ της,να γίνεται από παιδί έφηβος.Σίγουρα,τον ήξερε καλύτερα απ΄τον καθένα.
Πήρε την απόφαση καταπίνοντας την τελευταία γουλιά απ΄το χυμό  της.
-Θα πάω τώρα! Θα πάω στη Χαλκιδική.Θα μιλήσω με το Νότη,με τη Ματίνα,με τη θεία μου την Ελένη.Θα τη βρω την άκρη.Θα μάθω.Θα τ΄ανοίξω τα στόματα,ακόμα και με το τσιγκέλι,αν χρειαστεί.
Πήρε στο κινητό τον Αντώνη…΄Ηταν έξαλλος.
-Πού είσαι ρε Αθηνά; Απ΄τις πέντε σε ψάχνω.
-Είχα δουλειά.Εσύ,πού είσαι;
-Στο μαγαζί είμαι-πού νάμαι;Τι δουλειά είχες που έπρεπε νάναι κλειστό το κινητό σου;
-Σοβαρή!Τί ώρα τελειώνεις;
-Οκτώμιση.Γιατί;Αποφάσισες να μου διαθέσεις το βράδυ σου,μωράκι μου;
-Λ ί γ η  ώρα απ΄το βράδυ μου Αντώνη…Πρέπει να μιλήσουμε..
-Δεν μ΄αρέσει το ύφος σου..Τί τρέχει;
-Εννιά , στην Πλατεία-στη στάση..μην αργήσεις.
-΄Εγινε.Μόνο,ντύσου άνετα.Με τη μηχανή θάρθω-τ΄αμάξι τόχω δώσει για σέρβις.
-Εντάξει..Τα λέμε στις εννιά.
Κατηφόρισε τη Διονυσίου Αρεοπαγείτου ,για τη στάση του τραμ.
Είχε ν΄αντιμετωπίσει τη Λένια.το Μηνά και τη Θάλεια.Θ΄αντιδρούσαν σ΄αυτό το ταξίδι αλλά δεν την ένοιαζε.Την απόφασή της ,την είχε πάρει.


Βρήκε τη Λένια στην κουζίνα.Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου κέικ μπανάνας,στη μέση του τραπεζιού,της θύμισε ότι πεινούσε τρελλά.
-Να το δοκιμάσω;
-Τι ερώτηση είν΄αυτή!!Να φας όσο τραβάει η ψυχή σου.Για μας τόφτιαξα.
΄Εβαλε σ΄ένα πιατάκι τις δυο πρώτες,αφράτες φέτες και τόσπρωξε προς το μέρος της ανιψιάς της.΄Επειτα,πήρε τον καφέ της και κάθισε απέναντί της.
-Τι μούτρα είν΄αυτά;
-Τι έχουν τα μούτρα μου θεία μου;
-Προβληματισμένη σε βλέπω…
-Είμαι!
-Γιατί παιδί μου;
Δεν της απάντησε αμέσως..Δοκίμασε λίγο απ΄το κέικ στο πιάτο της.΄Επειτα,παίρνοντας μια βαθειά ανάσα ,κοίταξε τη Λένια κατάμματα.
-Ξέρεις πού ήμουν σήμερα;
-Πού να ξέρω κορίτσι μου.Μήπως δίνεις λογαριασμό σε κανένα;
-Πήγα και βρήκα την Αντιγόνη Καρρά,θεία Λένια...Σου λέει τίποτε αυτό το όνομα;
-Αντιγόνη Καρρά είπες;..΄Όχι Αθηνά μου.Θα έπρεπε;
-΄Ηταν η γυναίκα που με πήρε στην αγκαλιά της,εκείνο το πρωί του φόνου.
  Τη θυμάσαι;Γράψανε τότε η εφημερίδες-κι΄εγώ από΄κει τη βρήκα, απ΄τα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής..
Η Λένια,δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την έκπληξη και την ταραχή της..
-Χριστός και Παναγία,παιδί μου.Τί δουλειά έχεις εσύ μ΄αυτή τη γυναίκα;Τι πας και ξεσκαλίζεις βρε κοριτσάκι μου;΄Ετυχε τότε, νάναι μπροστά.Είδε τι έγινε.Σε πήρε αγκαλιά να σε προφυλάξει,να σε καθησυχάσει,όπως θάκανε ο καθένας.Νάναι καλά η γυναίκα,αλλά τι νόημα είχε να πας να τη βρεις,δεν το καταλαβαίνω.Και μάλιστα
χωρίς να συμβουλευτείς εμένα ή το θείο σου…
-Δεν το έκανε ο «καθένας» θεία μου- ε κ ε ί ν η  το έκανε!!
-Και λοιπόν!!-Τα νεύρα της Λένιας,είχαν αρχίσει να τεντώνονται επικίνδυνα.
-Μου μίλησε…Μου είπε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε τότε…Αλλά εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση,ήταν ο τρόπος που μίλησε για τον πατέρα μου…
-Δηλαδή!!
-΄Εχει μια άποψη αυτή η γυναίκα θεία Λένια.Εντελώς διαφορετική  άποψη,
 για τον πατέρα μου,απ΄αυτήν που ακούω όλ΄αυτά τα χρόνια..Είναι μεγάλη γυναίκα,έχει περάσει ένα εγκεφαλικό που την ταλαιπωρεί,δυσκολεύεται ν΄αρθρώσει τα λόγια της αλλά τάχει τετρακόσια.
-Και ποια είναι αυτή η άποψη-μπορώ να μάθω;-Ο τόνος της φωνής της,έκανε την Αθηνά να διστάσει για λίγο.
-Α κ ο ύ ω ,Αθηνά!!
-Η άποψή της λοιπόν είναι,ότι εκείνο το πρωί ο πατέρας μου,έτσι όπως τον είδε, δεν της φάνηκε για εγκληματίας αλλά μάλλον για άνθρωπος χαμένος που είχε περάσει τα όριά του.Μου είπε ακόμα πως από τότε πίστευε πως ο μπαμπάς την αγαπούσε τη μαμά μου κι΄ότι η αγάπη και το πάθος,οδηγούν καμιά φορά  τον άνθρωπο στο έγκλημα αλλά αυτό δεν τον κάνει και «γεννημένο» φονιά..»
Η Λένια,είχε τιναχτεί όρθια.Το πρόσωπό της κατακόκκινο κι΄αλλοιωμένο απ΄το θυμό.Η ανάσα της βαρειά.
-Να μας κάνει τη χάρη αυτή η κυρία,να κοιτάξει το εγκεφαλικό της, και ν΄αφήσει τις
ψυχολογικές αναλύσεις για τους ειδικούς!!.Τί προσπαθεί δηλαδή..να μας βγάλει το Λιόντο θύμα ;΄Ενας φονιάς ήταν!΄Ενας αδίστακτος φονιάς!!
-Αυτό ακούω θεία μου,από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.΄Ότι ο πατέρας μου,ήταν
ένας αδίστακτος φονιάς.Με πονάει αυτό θεία,δεν το καταλαβαίνεις;Με πονάει που είμαι η κόρη ενός φονιά,που σκότωσε την ίδια μου τη μάνα.Γι΄αυτό άρχισα να ψάχνω.
Καταλαβαίνω το θυμό σου,το μίσος σου –αδερφή σου ήταν η μαμά μου αλλά μήπως
υπήρχαν πράγματα που δεν τα ξέρετε ούτε κι΄εσείς;Στο κάτω-κάτω,ένας άνθρωπος δεν παίρνει ένα πιστόλι να σκοτώσει τη γυναίκα του ,έτσι ,στα καλά καθούμενα..
-Τι θέλεις να πεις Αθηνά;΄Ότι μπορεί να έφταιγε και η μητέρα σου;Μόνο αυτό μας έλειπε!!Ντροπή!!
-Μη μου βάζεις στο στόμα λόγια που δεν είπα θεία Λένια.Απλώς ,δεν μπορώ –δεν θέλω να πιστέψω πως ο πατέρας που μ΄έσπειρε ήταν το ανθρωπόμορφο τέρας που όλοι μου περιγράφετε.
Η Λένια ήταν πια εκτός εαυτού.
-Αυτό ακριβώς ήταν ..αυτό ακριβώς.Δεν θα μας τον βγάλει τώρα και άγιο
μια άσχετη που τον είδε μια φορά όλη κι΄όλη-κι΄αυτή με το πιστόλι στο χέρι.
Λυπάμαι που σε πικραίνω παιδί μου,αλλά αυτή είναι η μόνη αλήθεια.
-Αποκλείεται δηλαδή νάχει κάποιο δίκιο αυτή η   γυναίκα,σ΄αυτά που λέει;
-Αποκλείεται,Αθηνά!!Αποκλείεται!!Η Φανή ήταν ένας άγγελος.Απ΄την πρώτη μέρα του γάμου τους,ο πατέρας σου.τη σακάτευε στο ξύλο,χωρίς λόγο.Δεν θυμάμαι να την
είδαμε μια φορά,έστω-απ΄τις σπάνιες που τη βλέπαμε δηλαδή,χωρίς μελανιές απ΄το ξυλοκόπημα..΄Ακου την αγαπούσε..Εμάς ρώτα κι΄όσους ήταν γύρω της κι΄ήξεραν τι γινόταν!!
Δεν ήταν ερώτηση αυτό που βγήκε απ΄τα χείλη της Αθηνάς.Δεν ήταν απορία..Θυμός ήταν!!Θυμός που κόχλαζε στη ψυχή της για πολλά χρόνια,χωρίς κι΄η ίδια να το έχει
συνειδητοποιήσει,μέχρι εκείνη τη στιγμή.Θυμός που ξέσπασε και την έπνιξε με απανωτά κύμματα!Δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει.
-Και γιατί,όλοι εσείς που β λ έ π α τ ε  και ξ έ ρ α τ ε όπως λες,δεν κάνατε κάτι να προλάβετε το κακό;Εγώ,να παραδεχτώ πως ο πατέρας μου ήταν ένα κάθαρμα -
ένας αδίστακτος εγκληματίας.Εσείς..οι συγγενείς,οι φίλοι της που ξέρατε, γιατί
κάνατε πίσω; Γιατί την αφήνατε να υποφέρει στα χέρια του;Γιατί δεν τον σταματήσατε όσο ήταν καιρός;Το μίσος σας για κείνον,δεν κάνει μικρότερη τη δική σας ευθύνη θεία μου.Τόσοι άνθρωποι γύρω της…και κανένας δε στάθηκε δίπλα της..Κανένας δεν τη λυπήθηκε..Κανένας δεν την προστάτεψε..Ακόμα κι΄όταν με πήρε κι΄ήρθαμε σε σας εκείνο το βράδυ,στο ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο μας στείλατε-αυτό το θυμάμαι πολύ καλά-είναι απ΄τα λίγα που θυμάμαι.΄Όπως θυμάμαι και τις αγκαλιές και τα χαμόγελά της στο τρένο.Δεν χαμογελούσε συχνά η μαμά.Εκείνη την  ημέρα όμως,ήταν ευτυχισμένη. Ερχόταν σε σένα και το θείο,κι΄εσείς τη στείλατε στο ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο.Αν μας είχατε κρατήσει στο σπίτι εκείνο το βράδυ,μπορεί να ζούσε ακόμα.Γιατί,θεία μου;Γ ι α τ ί; Αυτό προσπαθώ να καταλάβω..

Η σιωπή της Λένιας έπεσε ανάμεσά τους σαν θάνατος.Κι΄ύστερα,ήρθαν τα δάκρυα.
Τα δάκρυα των τύψεων και των ενοχών.-«Γιατί δεν τολμήσαμε…γιατί φοβηθήκαμε»,
«γιατί δεν θέλαμε να μπλέξουμε»,ήθελε ν΄απαντήσει στο κατηγορώ της ανιψιάς της αλλά γι΄άλλη μια φορά δεν τόλμησε.
Τη σιωπή που είχε αρχίσει να γίνεται αβάσταχτη κι΄αμήχανη,την έσπασε η φωνή
της Αθηνάς:
-Λέω αύριο να ετοιμαστώ και μεθαύριο ν΄ανέβω στο χωριό .Στη Χαλκιδική.Είναι καιρός,να δω από κοντά τον τόπο μου.Να βρεθώ εκεί που έζησε η μαμά.Να ψάξω,να μιλήσω με τους φίλους της…Τόχω ανάγκη θεία.Σε παρακαλώ,πες το εσύ στο θείο Μηνά.Τον παρακαλώ πες του να μην προσπαθήσει να μ΄εμποδίσει.Δεν ωφελεί κανέναν,να μένω εγκλωβισμένη σε μια ζωή που δεν είναι δική μου!!΄Εχω πάρει την απόφασή μου.
Για πρώτη φορά ένιωθε τόσο δυνατή,τόσο σίγουρη γι΄αυτό που ήθελε να κάνει.
Τίποτε και κανένας δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει.
Η Λένια την αισθάνθηκε αυτή τη δύναμη της ανηψιάς της.Την είδε στο αποφασι-
σμένο βλέμα της,την άκουσε στην ένταση της φωνής της κι΄είπε τα μόνα λόγια που κατάφερε ν΄αρθρώσει:
-Πού θα πας μόνη σου Αθηνά μου;Πάρε τουλάχιστον τη Θάλεια μαζί σου…για παρέα
παιδί μου.
-Στη Ματίνα και το Νότη θα πάω.Θα τους τηλεφωνήσω αύριο το πρωί.Και θέλω να πάω μόνη μου…αν δε σε πειράζει…
-Αυτό είναι το ευχαριστώ για όσα κάναμε για σένα…Η φωνή της Λένιας ήταν βραχνή,
αγνώριστη.Σηκώθηκε και βγήκε αργά απ΄την κουζίνα.Ξαναγύρισε σε λίγα λεπτά,πάντα κλαμένη,κι΄ακούμπησε  μπροστά στην Αθηνά δυο αρμαθιές κλειδιά.
-Αυτά είναι του πατρικού σου,είπε.Τα βρήκα τότε,στη τσάντα της μητέρας σου.Τα άλλα είναι της γιαγιάς σου της Κασσιανής.Τα πήρα,όταν ανέβηκα για την κηδεία της.Δικά σου είναι. Πάρτα και κάνε όπως νομίζεις.
Η γυναίκα,ήταν πληγωμένη,πικραμένη,η Αθηνά το κατάλαβε και προσπάθησε να γλυκάνει τη φωνή της.
-Συγνώμη,αν σε στενοχώρησα θεία,πρόλαβε να πει αλλά δεν ήταν βέβαιη πως εκείνη τη άκουσε.Η Λένια είχε ήδη βγει απ΄την κουζίνα.
΄Ερριξε τα κλειδιά στη τσάντα της,πήρε το πιάτο με το υπόλοιπο κέικ και χώθηκε στο
δωμάτιο που μοιραζόταν με τη Θάλεια.Μόλις που θα προλάβαινε τον Αντώνη,πριν ξεκινήσει για το ραντεβού τους.
-Αναβάλλεται τ΄αποψινό.
-΄Αντε πάλι…Γιατί βρε μωρό μου;
-Δεν είμαι στα κέφια μου…κάτι έγινε..Θα σου πω αύριο.


Κυριακή 3 Απριλίου 2011

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ


 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Κεφ.13

Λίγο μετά το χρόνο της Φανούλας,ο παπα-Κυριάκος,πάντρεψε τη Ματίνα με το Νότη
με ελάχιστους συγγενείς και φίλους γύρω τους.΄Ένα μυστήριο,λιτό,διακριτικό,με δάκρυα και χαμόγελα να ραίνουν το νέο ζευγάρι.Η Αριστέα ,υποδέχθηκε τη νύφη της στο σπιτικό της,σαν αληθινή της κόρη..Κι΄όταν ,δέκα μήνες αργότερα η Ματίνα έφερε στον κόσμο τη δική της κόρη,εκείνη στάθηκε πάνω απ΄την κούνια του μωρού και ρώτησε μ΄ένα αινιγματικό χαμόγελο-Πώς θα τη βγάλετε;Ο Νότης κι΄η Ματίνα,συνεννοήθηκαν με τα μάτια…
-Δε θα σε πειράξει ,κορίτσι μου;
-Τι να με πειράξει Νότη μου;Αδερφή μου ήταν κι΄εμένα η Φανούλα.
Η Αριστέα,χαμογέλασε όπως δεν χαμογελούσε συχνά τον τελευταίο καιρό.Φωτίστηκε το πρόσωπό της.
-Πάω να το πω στην Κασσιανή είπε.Και βγήκε απ΄το σπίτι σαν σίφουνας.

***

Τέσσερα χρόνια μετά τη δίκη,μαθεύτηκαν και τα νέα του Λιόντου.Βρέθηκε κοκκαλωμένος στο κελί του. «Υπερβολική δόση»,είπε ο γιατρός των φυλακών,στην Ελένη και τον παπα-Φώτη που είχαν πάει να παραλάβουν το νεκρό.Η Ελένη τον έκλαψε μ΄όσα δάκρυα της είχαν απομείνει.΄Ένα χρόνο πριν είχε θάψει την Αναστασία.Τους έβαλε δίπλα-δίπλα,μάνα και γιο. «Εσείς οι δυό,πάντα τα βρίσκατε-θα τα βρείτε και τώρα»,σκεφτόταν την ώρα της κηδείας.΄Ενιωθε μέσα της μια πίκρα ,για τον αδερφό της που δεν της συχώρεσε ποτέ την αμαρτωλή ζωή της.
-Αμ,κι΄εσύ δεν ήσουν καλύτερος του φώναξε ξεσπώντας, τη στιγμή που άφηνε πάνω στο φρεσκοσκαμένο χώμα το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα-τ΄αγαπημένα της Αναστασίας.Ούτε κι΄η ίδια τον είχε συγχωρήσει ,για την άρνησή του να τη δει έστω και μια φορά όλ΄αυτά τα χρόνια.Για την επιμονή του να τη θεωρεί «μίασμα» ,αυτός, που δε δίστασε να σκοτώσει στη μέση του δρόμου,τη μάνα του παιδιού του.Αυτός,
που ,μπαίνοντας πίσω απ΄τα σίδερα,δεν νοιάστηκε ούτε μια στιγμή,για την τύχη αυτού του παιδιού που είχε καταδικάσει στην ορφάνεια.

Δυο μέρες μετά,κατέβηκε στην Αθήνα και χτύπησε την πόρτα της Λένιας.
-΄Ηρθα να δω την ανιψιά μου..η Ελένη είμαι…του Δημήτρη.
-Ξέρω.
-Ο Δημήτρης πέθανε στη φυλακή.Ναρκωτικά μου είπανε.Προχτές τον κήδεψα.
-Λυπάμαι πολύ,Ελένη μου,αλλά την Αθηνά δεν μπορείς να τη δεις.΄Όχι ακόμα.
Περάσαμε πολλά.Το παιδί βασανίστηκε,Δεν ξέρω τι θυμάται και τι έχει μέσα στη
ψυχούλα του.Είναι νωρίς.΄Ασε να μεγαλώσει λίγο και βλέπουμε.Μην ανοίξουμε καινούργιες πληγές.
-Να μη μάθει για τον πατέρα της;Κόρη του είναι.
-Να μη μάθει Ελένη.Καλύτερα να μη μάθει.΄Αστο γι΄αργότερα όταν θα έχει την κρίση να διαχειριστεί το δράμα που πέρασε,χωρίς να πληγωθεί ξανά.Συχώρεσέ με.Να την προστατέψω θέλω.
-Πόσο είναι τώρα;
-Μπήκε στα δέκα
-Δεν την έφερες ποτέ στο χωριό ...από τότε που…
-΄Όχι,Ελένη μου..κι΄ούτε σκοπεύω να τη φέρω..΄Όχι ακόμα.Οι τάφοι εκεί πάνω,μπορούν να περιμένουν…Σου είπα-είναι νωρίς..
Τη συνόδευσε μέχρι την πόρτα.Πριν προλάβει να την ανοίξει,άκουσε τη φωνή . -«Ποιος ήταν θεία Λένια;»
-Μια φίλη μου αγάπη μου.Φεύγει τώρα.
Η Αθηνά ήρθε και στάθηκε δίπλα της..Κοίταξε την Ελένη με τα μεγάλα καστανά της μάτια.
-Φ ί λ η  σου;Δεν την έχω ξαναδεί!
-΄Ελειπα Αθηνούλα,γι΄αυτό.Και θα ξαναφύγω.Δε μένω στην Αθήνα-μένω μακρυά..
-Πού;
-Στη Χαλκιδική.Τη ξέρεις τη Χαλκιδική Αθηνά;
-Την έχω δει στο χάρτη.Η θεία ,λέει πως εκεί  γεννήθηκα αλλά δεν έχω πάει ποτέ..
-Να πεις στη θεία,να σε φέρει καμιά φορά.Είναι όμορφα.
-Εντάξει!
-Κι΄εσύ είσαι όμορφη Αθηνούλα μου.Πολύ όμορφη..
Με μια κίνηση-αστραπή,η Ελένη,έσκυψε και φίλησε το καστανό ,κοριτσίστικο
κεφαλάκι.Βγαίνοντας στο δρόμο με μάτια που πονούσαν απ΄τα δάκρυα,νόμισε πως ο κόσμος γύρω της είχε αδειάσει.Αισθάνθηκε μόνη-ολομόναχη σε μιαν έρημο που δεν της ήταν άγνωστη.Την είχε διασχίσει αυτή την έρημο παλιότερα και τώρα έπρεπε να
την ξαναπεράσει.Μόνη τότε,μόνη και τώρα!
Την επομένη,πήρε το τρένο για Θεσσαλονίκη.Για το χωριό της.Μόνο εκεί,στο σπίτι
που μεγάλωσε κι΄απαρνήθηκε στα νιάτα της,μόνο εκεί,την άντεχε τη μοναξιά της.