Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ από το βιβλίο Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ-ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008


          


Παολίνα

Μπαίνοντας στο χωλ με χτύπησε η μυρωδιά απ΄το ιμάμ-μπαιλντί .Το αγαπημένο μου.
Η μαμά,τέλεια μαγείρισσα,με το που έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες μελιτζάνες,τις περιποιόταν στην κατσαρόλα της σε εβδομαδιαία βάση. ΄Αρεσαν και στο Γιάννη αλλά κυρίως,άρεσαν στο μπαμπά.Η συνήθεια της είχε μείνει απ΄τα χρόνια του γάμου της.Η αγάπη του άντρα,περνάει απ΄το στομάχι του,της είχαν πει κι΄αφού στον δικό της άρεσαν οι μελιτζάνες ιμάμ, γιατί να του χαλάει το χατήρι; Μια  Πολίτισσα ,φίλη της Βερόνικας,της έδωσε  την αυθεντική πολίτικη συνταγή κι΄η Παολίνα έγινε ξεφτέρι.
Ο μπαμπάς έτρωγε το ιμάμ της μουγκρίζοντας κι΄αυτή ήταν η μεγαλύτερη ικανοποίησή της-ακόμα και στα χρόνια που ακολούθησαν το διαζύγιο.
΄Ακουσα τη φωνή της απ΄την κουζίνα.
-΄Ηρθες Βέρα μου;
-΄Ηρθα μανούλα μου.
-Μπράβο,σε πέντε λεπτά σερβίρω παιδί μου….
Πέταξα τη τσάντα μου στην πολυθρόνα του χωλ και πήγα κατά την κουζίνα.Ρίχνοντας μια ματιά στο σαλόνι,είδα πάνω στον τραπεζάκι το βάζο με τα υπέροχα ροζ τριαντάφυλλα.Τα γενέθλια της μαμάς-πώς το ξέχασα; Τα λουλούδια όμως;Από πού ξεφύτρωσαν τα λουλούδια;
Μπήκα χαμογελαστή,με μια ανάλαφρη διάθεση να την πειράξω και μια ιδέα ενοχής
που ξέχασα να της ευχηθώ το πρωί .
Η μαμά σερβίριζε το ιμάμ της στην πιατέλα με προσοχή,μη στάξει καμιά βάρβαρη ,κόκκινη λαδιά στο κάτασπρο ,κολλαριστό τραπεζομάντηλο.Γύρισε κατά τη μεριά μου τα μάτια της και μου πρότεινε χαμογελώντας το μάγουλό της.
Τη φίλησα  κι΄έκανα να τη αγκαλιάσω απ΄τους γοφούς.
-Σιγά παιδί μου,περίμενε ν΄ακουμπήσω την κατσαρόλα.
Ξανάβαλε την κατσαρόλα στο μάτι κι΄αγκαλιαστήκαμε.
-Βρε μανουλίτσα μου,συγνώμη.Το πρωί έφυγα άρον –άρον και ξέχασα να σου ευχηθώ.Χρόνια σου πολλά ,και να σε χαιρόμαστε.
-Δεν πειράζει αγάπη μου.Εδώ που τα λέμε,καιρός είναι ν΄΄αρχίσω κι΄εγώ να τα ξεχνάω αυτά τα ρημάδια τα γενέθλια.
-Γιατί,παρακαλώ;
-Γιατί παιδί μου οδεύω ολοταχώς προς τα πενήντα…Ε! δεν τρελλαίνομαι κι΄απ΄τη χαρά μου….
Την κοίταξα καθώς προσπαθούσε ν΄ανοίξει το παγωμένο λευκό ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ.
Κούκλα ήταν.Μινιόν αλλά κούκλα.Χωρίς τα μπόλικα ,αφράτα κιλά της Βερόνικας.
΄Ένα κορμάκι ,σχεδόν κοριτσίστικο μέσα στο μπλέ ξεμανίκωτο φόρεμα,με τα καστανά πλούσια μαλλιά κομμένα σχεδόν αγορίστικα και τους μεγάλους κοκκάλινους,μπλέ κρίκους στ΄αυτιά.Δε βαφόταν πολύ.Μόνο λίγο διακριτικό κραγιόν στα χείλη.Τα πελώρια καστανά μάτια της δεν είχαν ανάγκη από φτιασίδι,έλαμπαν από μόνα τους.Συνήθως.Γιατί σήμερα κουβαλούσαν μια περίεργη μελαγχολία που δεν ταίριαζε με το χαμόγελο στα χείλη της.
΄Ετσι μου φάνηκε.
-Εσύ βρε μαμά και στα ογδόντα σου ίδια θάσαι-τσίτα το μ’αγουλο,σαν τη μαμάκα σου.Αλίμονο σε μένα που πήρα απ΄τον άχαρο κι΄άγαρμπο μπαμπάκα μου.Δεν ήταν να μοιάσω κι΄εγώ της Βερόνικας;Πούναι την τώρα που κούκλα με ανέβαζε,κούκλα με κατέβαζε…
-Κούκλα είσαι παιδί μου και πιο κούκλα θα γίνεις ωριμάζοντας.Η γιαγιά σου ήξερε τι έλεγε..Τέλος πάντων….εμένα η ζωή μου πέρασε….τα βλέπω τα χρόνια  μου στον καθρέφτη,Στραβή δεν είμαι…
-Νάτην πάλι η μελαγχολία.Αυτή κάτι έχει σήμερα,σκέφτηκα  και σίγουρα δεν έχει να κάνει με τα χρόνια της .
- Ο Γιάννης;
-Στο δωμάτιό του,διαβάζει.΄Εφαγε νωρίτερα.
Καθήσαμε στο τραπέζι.Μας άρεσε να τρώμε στην κουζίνα όταν είμασταν μεταξύ μας.Η τραπεζαρία ήταν μόνο για τους ξένους και τα οικογενειακά τραπεζώματα.Εδώ νοιώθαμε πιο ζεστά,πιο κοντά και πιο βολικά.
΄Εβαλα κρασί στα ποτήρια μας και σήκωσα το δικό μου.
-΄Αντε μανούλα, στην υγειά σου,εκατόχρονη και πάντα γερή κι΄ευτυχισμένη.
Αρχίσαμε να τρώμε το υπέροχο όπως πάντα ιμάμ και για λίγα λεπτά μείναμε κι΄οι δυο σιωπηλές.Την έβλεπα όμως,κάτι την έτρωγε.
-Α! δε μου είπες ,από ποιον το λουλλουδικό;Κανένας κρυφός θαυμαστής;
Λες και δεν είχα καταλάβει..
Μου απάντησε με τα μάτια καρφωμένα στο πιάτο της.
-Απ΄το μπαμπά σου..΄Ηρθε το πρωί να μου ευχηθεί και μούφερε και τα λεφτά του μήνα.-
-Α,μάλιστα.Και γιατί σούφερε σήμερα τα λεφτά,νωρίς δεν είναι;
-Νωρίς είναι,αλλά μια που θαρχόταν…για να μην ξανάρχεται…
-΄Ετσι σου είπε; Για να μη ξανάρχεται;
-΄Ετσι.-Ε!βρε Βέρα μου,δίκηο έχει ο άνθρωπος,έχει κι΄αυτός τις δουλειές του..
-΄Εφαγε τουλάχιστον το ιμάμ σου;
-Μπα! Ήταν βιαστικός…
Τα μάτια της κολλημένα στο πιάτο.Σαν να μου φάνηκε πως κρατιόταν για να μην κλάψει.Κατάλαβα.Η μελαγχολία της είχε όνομα.Κώστας..Τι πράμα κιάυτό Χριστέ μου μ΄αυτούς τους δυο!Το διαζύγιο-διαζύγιο κι΄ο έρωτας ,έρωτας.Το βλέπαμε κι΄ο Γιάννης κι΄εγώ.Η γιαγιά Βερόνικα που απ΄την αρχή θεώρησε το μπαμπά παρακατιανό κι΄ανάξιο για την Παολίνα της επειδή ήταν δημόσιος υπάλληλος κι΄όχι επιστήμων σαν το φαρμακοποιό παππού μου,ανακάτεψε με την κουτάλα της τη ζωή τους στην κατσαρόλα κι΄ύστερα την έχυσε στο νεροχύτη,ικανοποιημένη που πέρασε το δικό της.Τους χώρισε αλλά δεν τους διέλυσε.Εκείνος δεν σταμάτησε να μας έχει από δίπλα  κι΄εκείνη δεν έπαψε να κρύβει κάτω απ΄το μαξιλάρι της την ελπίδα της επανασύνδεσης.΄Οσο ζούσε η Βερόνικα,τέτοια προοπτική δεν υπήρχε.Ο μπαμπάς ήταν πολύ περήφανος κι΄η μαμά πλήρως υποταγμένη, στην αυταρχική Ναπολιτάνα.
΄Όταν εκείνη πέθανετελικά, είχαν κι΄οι δυο τους συνηθίσει κι΄αποδεχτεί αυτή τη
στενή αλλά στείρα σχέση.Ο μπαμπάς είχε κατά καιρούς διάφορες περιπέτειες που δεν κρατούσαν πολύ κι΄η μαμά που πάντα με κάποιο τρόπο τις μάθαινε, κλείστηκε στο σαλόνι, με το πιάνο και τις μικρές της μαθήτριες  που μαζί με το Γιάννη κι΄εμένα έδιναν κάποιο νόημα στη ζωή της.Περίμενε με ανυπομονησία να τον δει τις δυο-τρεις φορές το μήνα που πότε για το μηνιάτικο,πότε με κάποια άλλη πρόφαση, ερχόταν στο σπίτι και γευόταν τη μαγειρική της,πάντα ζεστός  και πάντα άτολμος.
Εκείνες τις μέρες των επισκέψεών του,τις περίμενε πάντα σαν ερωτευμένο κοριτσόπουλο-κι΄ας μην τ΄ομολογούσε.Φρόντιζε να μην έχει μαθήματα,για να μπορεί να χαρεί τη συντροφιά του.Τρώγαμε όλοι μαζί κι΄ύστερα φροντίζαμε να τους αφήνουμε μόνους.Μιλούσαν,γελούσαν κι΄ αν είμασταν σπίτι και τους ακούγαμε,ελπίζαμε κι΄οι δυο μας πως κάτι θα γινόταν ξαφνικά και θάπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.Τίποτα.Τα δέκα χρόνια και,που είχαν περάσει απ΄το διαζύγιό τους τους είχαν κάνει διστακτικούς,ανασφαλείς φοβιτσιάρηδες.΄Όταν ερχόταν η ώρα να φύγει,ο μπαμπάς μας αποχαιρετούσε μ΄ένα βλέμμα γεμάτο ερωτηματικά κι΄εκεινη
έκλεινε πίσω του την πόρτα φορώντας ξανά τη μάσκα της ανικανοποίητης προσμονής.
Μια δυο φορές είχα προσπαθήσει να φέρω την κουβέντα στο θέμα με τη μαμά.Με απόπαιρνε .
-Ούτε λέξη!Δε σε αφορά.
Σήμερα όμως, κάτι πρέπει να έχει συμβεί σκέφτηκα ,κατεβάζοντας και το δεύτερο ποτήρι Δεμέστιχα.Ο μπαμπάς έφερε τα λεφτά νωρίτερα για να μη ξανάρχεται;Δηλαδή,χρόνια πολλά,πάρε και τα λεφτά σου και τα λέμε τον άλλο μήνα;Δεν κρατήθηκα.
-Δε μου λες βρε μαμά,πού θα πάει αυτή η ιστορία με σένα και το μπαμπά;Αφού το βλέπω,αγαπιέστε.Σας έφερε τούμπα η Βερόνικα και χωρίσατε.Νέοι άνθρωποι είστε ακόμα.Γιατί δεν κάνετε κάτι να διορθώσετε το λάθος;
Τινάχτηκε ,σαν να της έδωσα χαστούκι.
-Ποιο λάθος παιδίμου;Δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται.
-Μαμά,σ΄αγαπάει και τον αγαπάς-μόνο στραβός δεν το βλέπει.
-Βέρα μου,ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια.Τον πονάω και με πονάει.Υπάρχετε κι΄εσείς ,παιδιά του είστε ,θέλει να είναι κοντά σας.
-Γι΄αυτό έρχεται δηλαδή;Για να βλέπει εμάς;Ποιανού τα πουλάς αυτά βρε μαμά;
Ο μπαμπάς μια κουβέντα σου περιμένει ένα σημάδι  και δεν του το δίνεις.Παλιοεγωίστρια!!!
΄Ετριβε με τα δάχτυλα τα ψίχουλα στο τραπέζι κοιτώντας έξω απ΄το παράθυρο της κουζίνας.
-Ούτε κι΄εκείνος!
-Τι,ούτε κι΄εκείνος;
-Πάει,έρχεται,λέξη δε λέει…Της φαντασίας σου είναι αγάπη μου.Δεν τρέχει τίποτα…
-Αυτό είναι δηλαδή; Περιμένετε ο ένας τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα;
Σαν να μη μ΄άκουσε.Γύρισε με κοίταξε με μάτια υγρά και συνέχισε τη σκέψη της.
-…΄Υστερα,αυτός έχει όποια γυναίκα θέλει.Κάθε τόσο ρίχνει κι΄άλλη στο κρεβάτι του.Το ξέρω εγώ.Τι θα κάνω δηλαδή,θα μπω στον ανταγωνισμό μ΄όλες αυτές τις κυρίες για να τον διεκδικήσω μετά από τόσα χρόνια;Αν ήθελε,θα μου τόλεγε.Εγώ μια φορά δεν του το λέω.
-Κρίμα βρε μαμά και σε είχα για έξυπνη.Τον αγαπάς.Και καλά μέχρι τώρα,οι σχέσεις του ήταν περιστασιακές.Δε σκέφτεσαι ότι κάποια απ΄αυτές τις κυρίες που λες μπορεί
κάποια στιγμή να τον φέρει τ΄απάνω κάτω και να πετάξει το πουλάκι;
-Δε με νοιάζει! Ας κάνει ότι θέλει.
Δε μίλησα.Σηκώθηκε σπρώχνοντας την καρέκλα της κι΄άρχισε να μαζεύει τα πιάτα με νευρικές κινήσεις.΄Ηταν θυμωμένη,πεισματωμένη.Περίμενε το σημάδι που δεν ερχόταν.΄Ηταν ικανή να πεθάνει περιμένοντας κι΄εγώ της είχα ξύσει την πληγή που,ας έλεγε ότι ήθελε,την πονούσε και πολύ μάλιστα.
Σηκώθηκα και την αγκάλιασα.
-Συγνώμη,δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω.Μεγάλο κορίτσι είσαι,ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.Πάω να ξαπλώσω λίγο.Αν δεις ότι με παίρνει ο ύπνος,ξύπνα με σε παρακαλώ δε θέλω ν΄αργήσω στο γραφείο.
-Εντάξει..
Στην πόρτα της κουζίνας, άκουσα τη φωνή της.
-Παντρεύεται..
-Τι κάνει;
-Ο πατέρας σου…παντρεύεται…
Γύρισα και την κοίταξα.Τακτοποιούσε τα πιάτα στο νεροχύτη ,με το κεφάλι σκυμένο.
΄Εκλαιγε βουβά.Πήγα κοντά της.Ακούμπησα το κεφάλι μου στην πλάτη της.΄Εκαιγε.
-Αχ βρε μαμά μου,ήρθε εδώ στα γενέθλιά σου με το λουλλουδικό για να σου πει ότι παντρεύεται;Δεν το πιστεύω-πλάκα σου κάνει..
Ρούφηξε τη μύτη της,έκλεισε τη βρύση και σκούπισε τα χέρια της .
-Αμαλία τη λένε.Είναι αρχιτεκτόνισσα-σαραντάρα..Είναι λέει συμπαθητική και καλή.Θα μας αρέσει-έτσι μου είπε.Μόνο που τώρα με το γάμο,δε θα μπορεί να έρχεται όπως ερχόταν –ούτε για να μου φέρνει τα λεφτά.Θ΄ ανοίξει λογαριασμό στ΄όνομά μου και θα τα βάζει εκεί.΄Ετσι μου είπε.
-Μαμά, δε μπορεί,σου κάνει πλάκα.Δε μπορεί να ήρθε έτσι ξαφνικά για να σου πει τέτοια πράματα.Δεν είναι τόσο αναίσθητος ο μπαμπάς.Σου κάνει πλάκα.
-Εμένα δε μου φάνηκε για πλάκα..
Είχε ξανακαθίσει στο τραπέζι με το μέτωπο στις παλάμες της.΄Εκλαιγε ακόμα.
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.Να λοιπόν που η καπάτσα είχε βρεθεί.Αλλά πάλι ,ο
μπαμπάς την αγαπούσε τη μαμά,ήμουν σίγουρη.Πώς μπόρεσε να της το κάνει αυτό χωρίς να εξηγηθεί πρώτα μαζί της;΄Ημουν έξαλλη.
-Δε ξέρω τι λες εσύ.Θα του τηλεφωνήσω να συναντηθούμε και θα του τα ψάλλω έξω απ΄τα δόντια..
-Μην τολμήσεις,ακούς;Μην τολμήσεις!!




Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ"-που όπως φαίνεται 'ανιχνεύει' το δρόμο για το τυπογραφείο!!!


 Από το κεφ.5


Ο Γεράσιμος Αβραμίδης,δεν έμαθε ποτέ,από πού ήρθε η κεραμίδα που τούπεσε στο κεφάλι εκείνο το πρωί της Δευτέρας,με το που κάθισε μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του,στο πολυτελές γραφείο του.Την πρώτη φορά που σήκωσε το τηλέφωνο,άκουσε μια άγνωστη αντρική φωνή-μάλλον σαν παραμορφωμένη του φάνηκε-να τον καλημερίζει.
-Καλημέρα,Μάκη..
-Καλημέρα.Ποιός είναι;
-΄Αστο αυτό,καίει.Φίλος είμαι και δεν σε πήρα για να «καώ»-να σου ανοίξω τα μάτια πήρα…έλα,μ΄ακούς;;
-Ποιος είσαι,ρε;
-Την Πινακωτή θα παίξουμε τώρα ή θα μ΄ακούσεις;
Το πέρασε για φάρσα.
-΄Αει στο διάολο ,πρωί-πρωί Δευτεριάτικα….
Κι΄έκλεισε το τηλέφωνο.Η μέρα του,είχε ήδη στραβώσει.
Τη δεύτερη φορά που χτύπησε το τηλέφωνο,είπε να μην το σηκώσει-μετά σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν ο προϊστάμενος ή κανένας πελάτης.Και το σήκωσε ελπίζοντας να μη ξανακούσει την ίδια αντιπαθητική φωνή.Την ξανάκουσε.
-Πάλι εσύ ρε μαλάκα;
-Κοίτα να δεις,αν δεν θέλεις να ενημερωθείς ,να το κλείσω.Δικό σου είναι το πρόβλημα.
-Για τι πράγμα να ενημερωθώ,ρε χαμένε;
-Η Αλέκα ντε,η γυναίκα σου. Τροφαντή,μπουκιά και συχώριο,φίλε μου!!
-Τί δουλειά έχει η Αλέκα ρε αλήτη;
-Εεε!!Το πάει το γράμμα..Φίλος είμαι,είπα να μη σ΄αφήσω με την τύφλα…στραβάδι.
-΄Αντε,χάσου ρε ηλίθιε.. και ξανάκλεισε το τηλέφωνο…
Είχε ιδρώσει.Η Αλέκα το πάει το γράμμα;;Τι ήταν πάλι αυτό!Δεν πρόλαβε να το αναλύσει στο μυαλό του,ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
-΄Ακου να δεις φιλαράκο..Αν γουστάρεις το κέρατο ,εγώ πάω πάσο αλλά αν δεν γουστάρεις κουδούνια στην κεφάλα σου,απόψε στις εννιά ,μπαράκι τάδε,Γλυφάδα.
Σε χαιρετώ.
΄Εκλεισε το τηλέφωνο ,με χέρι που έτρεμε,καταϊδρωμένος.΄Εχει γούστο.΄Όχι,από-
κλείεται-η Αλέκα;Από πού κι΄ως πού;΄Εκανε να ρίξει την πληροφορία στο καλάθι των αχρήστων και να τη ξεχάσει.Δεν τα κατάφερε.Η Αλέκα ,είχε σουλουπωθεί,είχε πάρει αέρα-μέχρι που κι΄ο ίδιος ξανάρχισε να τη γουστάρει.Είχε αρχίσει τα σούρτα φέρτα με τη Φαίη.Τούχε ρίξει «μαύρο» στο τελευταίο πήδημα-κι΄ήταν κι΄εκείνες οι θεωρίες για φαντασία στον έρωτα,για τον έρωτα που πεθαίνει όταν βαλτώσει…΄Ολα
αυτά μαζί,τι συμπέρασμα βγάζανε;΄Ότι η γυναίκα του «το πάει το γράμμα»;
΄Εγραψε σ΄ένα χαρτί το όνομα του μπαρ και τόχωσε στη τσέπη του.΄Υστερα πήρε
τηλέφωνο στο σπίτι.Νέκρα.Την πήρε στο κινητό.
-Πού γυρίζεις πρωί-πρωί;
-Στο κομμωτήριο είμαι-τι τρέχει;
-Κομμωτήριο Δευτεριάτικα;
-Θα βγω το βράδι κι΄είπα να κάνω ένα φρεσκάρισμα.
-Α!καλά-και πού θα πάς το βράδι νάχουμε καλό ρώτημα;
-Σινεμά με τη Φαίη.Τί θέλεις ρε παιδάκι μου;Ανάκριση μου κάνεις τώρα;
-΄Ετσι πήρα μάνα μου,να δω τι κάνεις.΄Αντε,τα λέμε το μεσημέρι.

-Στον έκανα,τούρμπο,της είχε πει ο Μενέλαος λίγο νωρίτερα.
-Του τηλεφώνησες δηλαδή…
-Μόλις τον έκλεισα…
-Τι είπε βρε Μενέλαε;
-Μ΄έβρισε ,τι να πει.Τρία τηλεφωνήματα έκανα για να τον καταφέρω να μ΄ακούσει.Στο τρίτο ,του κόπηκε η μιλιά.Το βράδι στο μπαρ,θάχουμε σίγουρα επισκέψεις-ετοιμάσου.Το σχέδιο εκτελείται κατά γράμμα.
-Νάσαι καλά Μενέλαε.Εννιά παρά,στο μπαράκι,έτσι;
-ΟΚ

Ο Μάκης ήταν ανάστατος.Δεν τον χώραγε το γραφείο.Ενημέρωσε την κοπέλα στη
Ρεσεψιόν ότι θα λείψει για λίγο και κατέβηκε στο κυλικείο.Παράγγειλε μια μπύρα.Είχε ανάγκη να πιει κάτι-είχε στεγνώσει το στόμα του.΄Ηπιε τη μπύρα σχεδόν μονορρούφι-ο Μάκης κερατάς!!!Δεν μπορούσε να το καταπιεί.Και ποιος ήταν αυτός ο φίλος που ήξερε τα ρεζιλίκια του;Ο Μίλτος;Ο Θανάσης;Ο Κώστας;Ο Αντρέας;Ο καθένας τους μπορούσε νάναι.Πώς θα τους ξανάβλεπε ξέροντας ότι μπορεί να χασκογελάνε πίσω απ΄την πλάτη του;Αν μούχει κάνει τέτοιο χουνέρι,θα τη σκίσω την άτιμη-θα την κόψω φέτες και θα τις στείλω πεσκέσι στη μάνα της.Δεν ήξερε πού να ξεσπάσει την οργή του-τουρχότανε να τα σπάσει όλα εκεί μέσα.Τραπέζια,καρέκλες ,ποτήρια,όλα.Η πρόστυχη!Με τα εκατόν είκοσι κιλά με κυνηγούσε να την πηδήξω,τώρα που φύρανε με φτύνει-κατάλαβες;΄Οσο περνούσε η ώρα,τόσο μια φωνή μέσα του τούλεγε πως όσα του είπε ο καλοθελητής στο τηλέφωνο ήταν αλήθεια.΄Αρχισε να ρίχνει και στον εαυτό του ένα φταίξιμο.Πέντε μήνες την είχε φτυσμένη-λάθος του-αλλά όταν είχε ένα Ολγάκι να πηδά πρωί,μεσημέρι ,βράδι,την Αλέκα θα σκεφτότανε;Τώρα;Τώρα…όπως τάκανες,φάτα Μάκη!
΄Εβγαλε το κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό.
-΄Ελα ,΄Ολγα,θ΄ακυρώσουμε τ΄αποψινό κουκλάρα μου…..Κάτι μούτυχε..πολύ επείγον….΄Ελα βρε μάνα μου,μη μου τα πρήζεις κι΄εσύ…επείγον σου λέω…σταμάτα βρε κούκλα μου,θα τα πούμε αύριο….ε,άει στο διάολο κι΄εσύ! Χοντροκέφαλη!!
Να ηρεμήσει έπρεπε.Πώς να ηρεμήσει;Δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα η Αλέκα.΄Επρεπε να την πιάσει στα πράσα..Πόρνη!Κοίτα σε τι φουρτούνα μ΄έρριξε.
Α,ρε Μάκη μεγάλε…και στόπε…με ΧΧ-large θα στα φορέσω..αλλά εσύ το πέρασες στο ντούκου Μάκη μου.Με τη δεύτερη μπύρα,κάπως χαλάρωσε.Υπομονή μέχρι το βράδυ-το βράδυ θα την κανόνιζε την κυρία-επί τόπου.

Το μεσημέρι στο τραπέζι,μες τα μέλια.Η Αλέκα είχε κουφαθεί τελείως.Τον κοίταζε κι΄απορούσε,πού την εύρισκε τόση ψυχραιμία.Μεγάλη μάρκα ,σκεφτότανε,μεγάλος θεατρίνος.Ετοιμάζεται για τη βραδυνή παράσταση.Πού νάξερε ότι τον περιμένω στη γωνία.






  

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ Κεφ.16-Πώς λες αντίο σ' έναν έρωτα;



Πώς λες αντίο σ’ έναν έρωτα;


Ήταν ακριβώς πεντέμιση,όταν μπήκα στο μικρό καφέ για να συναντήσω το Φίλιππο.Σηκώθηκε να με υποδεχτεί με κείνο το χαμόγελο της εγνωσμένης γοητείας,που κάποτε με σαγήνευε αλλά που ξαφνικά είχε αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα.Δεν μπορούσα να ξέρω τι σκεφτόταν εκείνος,εγώ πάντως,πήγαινα σ’αυτό το ραντεβού διχασμένη,προβληματισμένη κι’ έτοιμη ν’αναπτύξω απέναντί του,όσες τεχνικές άμυνας μπορούσα να διανοηθώ.Τί περίμενε από μένα;Να του δώσω άφεση αμαρτιών και να ξαναπέσω στην αγκαλιά του;Κι’εγώ; Τι περίμενα εγώ απ’αυτή τη συνάντηση;Να πεισθώ από τις όποιες δικαιολογίες,την μεταμέλεια και τα ερωτόλογα
που ήξερα ήδη πως ήταν έτοιμος να μου αραδιάσει;Όχι βέβαια!Η φαντασίωση και η
πραγματικότητα είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα.Και όμως,η φαντασίωση
ήταν η αιτία που βρισκόμουν εδώ αυτή την ώρα.΄Ηθελα να την μετουσιώσω σε πραγματικότητα ή να την κάνω σκόνη κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου και να ξεμπερδεύω;Ιδέαν δεν είχα.Για πάνω από τέσσερα χρόνια,ο Φίλιππος ήταν ο έρωτάς μου.
Ένας έρωτας που μ’έκανε πέρα,τη στιγμή ακριβώς που τον χρειαζόμουν περισσότερο από ποτέ!Αφήνω στην άκρη το κεράτωμα με τη δίμετρη!Όμως,ήταν κι’ένας έρωτας που ακόμα σιγόκαιγε μέσα μου-κι’αν είχα ίχνος εντιμότητας,έπρεπε τώρα να τον βάλω εγώ στην άκρη αφού ένας άλλος έρωτας,με περίμενε στο σπίτι,πιστεύοντας πως είναι ο ένας και μοναδικός μου.Το θέμα ήταν πώς;Πώς λες αντίο σ’έναν έρωτα χωρίς να πονέσεις,χωρίς να διαλυθείς,έστω κι’αν έχεις καβάντζα έναν άλλον,πρόθυμο να σε παρηγορήσει και να καλύψει το κενό στην καρδιά σου;
Καθόμουν απέναντί του με το κορμί τσιτωμένο,με τη λογική σ’επιφυλακή,με τα μάτια μου ν’ανιχνεύουν το πρόσωπό του.Τό ύφος του ήταν πολύ σοβαρό όταν ξεστόμισε την πρώτη λέξη.
-Ομόρφηνες!
Η πρώτη κολακεία,το πρώτο ψέμα!-Ομόρφηνα εγώ;Μαραμμένο μαρούλι με είχε πει
η Λουκία το πρωϊ.
-Πώς ομόρφηνα δηλαδή Φίλιππε;
-Δεν ξέρω πώς να στο πω…κάτι επάνω σου…στο πρόσωπό σου!Λάμπεις!
-Ο έρωτας βλέπεις!
-Ποιος έρωτας-με το Ντίνο;-Γέλασε ειρωνικά.Αισθάνθηκα πως αυτή η συνάντηση δεν επρόκειτο να έχει καλή κατάληξη.
-Με το Ντίνο,Φίλιππε.Γιατί όχι;Εσύ δοκίμασες την τύχη σου με τη Σουζάννα!Ε,εγώ
προτίμησα την παλιά δοκιμασμένη συνταγή.Μόνος σου το είπες-θυμάσαι;Στη Ρόδο, εκείνο το μεσημέρι που μούδωσες τα παπούτσια στο χέρι.Μαγαλώσαμε είχες πει-δεν είμαστε για ερωτικά τερτίπια.Θέλουμε σιγουριά στη ζωή μας.
-Μάλιστα!Και γι’αυτό πήγες κι’άραξες στο παλιό λιμάνι με το ναυάγιο του γάμου σου στο βυθό.Ωραία σιγουριά.
-Πάντως,καλύτερη από τη δικιά σου,κοντά στη Σουζάννα που αποδείχθηκε «φούσκα»!
-Ας αφήσουμε τη Σουζάννα στην άκρη-θα τα πούμε γι’αυτήν αργότερα.Πες μου καλύτερα γιατί μου τηλεφώνησες.
-Αν θυμάσαι,είχε προηγηθεί το δικό σου τηλεφώνημα και μάλιστα σε μια πολύ ακατάλληλη στιγμή.
-Δέχτηκες να με δεις όμως,Μελίνα!
-Βεβαίως!Ήθελα να κλείσω τους λογαριασμούς μαζί σου Φίλιππε.Από κοντά και όχι από το τηλέφωνο.Ζήτησες πρώτος να συναντηθούμε,άρα κάτι έχεις να μου πεις.Σ’ακούω λοιπόν!
Βλέποντάς τον να σωπαίνει,κοίταξα ανυπόμονα το ρολόϊ μου.Είχα αρχίσει να νιώθω δυσάρεστα,άβολα!
-Βιάζεσαι;
-Μάλλον…
-Δεν ξέρω από πού ν’αρχίσω-αλλιώς τη φανταζόμουνα αυτή τη συνάντηση.
-Πώς δηλαδή;
-Ξέρω’γω;Πιο ζεστή,πιο άμεση,πιο συναισθηματική.Τώρα μου θυμίζεις εισαγγελέα
κι’εγώ νιώθω σαν κατηγορούμενος που απολογείται.Δυσκολεύομαι να σου πω αυτά που θέλω.
-Ξεκίνα με το πιο εύκολο Φίλιππε!
Έσβησε νευρικά στο τασάκι το τσιγάρο που κόντευε να του κάψει τα δάχτυλα και σκέπασε με την παλάμη του το χέρι μου.
-Σ’αγαπάω Μελίνα.Ό,τι κι’αν μεσολάβησε,σ’αγαπάω μωρό μου.Η ιστορία με τη Σουζάννα,ήταν ένα μεγάλο λάθος κι’ακόμα πιο μεγάλο λάθος,η εγκυμοσύνη της που
προέκυψε κι’έδωσε άλλη τροπή σε μια επιπόλαιη σχέση!
-Ένα παιδί,δεν είναι ποτέ λάθος Φίλιππε!Στο λέω εγώ που κυνήγησα μάταια ένα παιδί
για χρόνια!
-Εν πάσει περιπτώσει…Και να σκεφτείς πως δεν ήμουν καν σίγουρος πως το παιδί ήταν δικό μου.
-Αυτό που λες,είναι πρόστυχο Φίλιππε.Είναι ανέντιμο.Και είναι άκρως προσβλητικό για τη Σουζάννα.Κοιμόσουνα μ’αυτή τη γυναίκα και ήσουν έτοιμος να την παντρευτείς.Πώς μπορείς να ξεστομίζεις τέτοιες κακοήθειες σε βάρος της;
-Το σκάνδαλο φοβήθηκα Μελίνα.Θα μ’έκανε ρόμπα.Δεν θα είχα μούτρα να εμφανι-
στώ στο γραφείο!Γι’αυτό τον αποφάσισα αυτό το γάμο!
-Τώρα λοιπόν που «ξεφορτώθηκες» και το μωρό και τη Σουζάννα,θέλεις πίσω εμένα!
Αυτό ήθελες να μου πεις;
-Αυτό και πολλά άλλα Μελίνα,αγάπη μου!
-Δεν θέλω να τ’ακούσω Φίλιππε!Δεν έχω καμμιά διάθεση να τ’ακούσω!Εμείς οι δυό τελειώσαμε οριστικά-άλλωστε,είχαμε ήδη τελειώσει προ πολλού.Ήθελα μόνο να βεβαιωθώ!
Η φαντασίωσή μου,είχε γίνει θρύψαλλα! Δειλός,ανέντιμος,αναξιοπρεπής!Ντρεπόμουν και μόνο στη σκέψη πως είχα έρθει σ’αυτό το ραντεβού,έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου την πιθανότητα,ακόμα
και να περάσω εκείνη τη νύχτα στο κρεββάτι του,με ό,τι ήθελε προκύψει!Στα πρόθυρα ν’απατήσω το Ντίνο,αν αυτό μου υπαγόρευε η σεξουαλική μου παρόρμηση.
Σηκώθηκα,πήρα τη τσάντα μου κι’έφυγα σαν κυνηγημένη-αφήνοντάς τον αμήχανο κι’απορημένο από την απόρριψη,όπως είχε κάνει κι’εκείνος λίγους μήνες πριν στη Ρόδο-αλλά χωρίς το φιλί του Ιούδα που μου είχε δώσει εκείνος τότε!
Δεν ξέρω ακόμα πώς λες αντίο σ’έναν έρωτα αλλά εκείνο το απόγευμα,έμαθα πώς λες αντίο σ’έναν α ν ά ξ ι ο έρωτα!
Απλά!Χωρίς λόγια!Με το κεφάλι ψηλά!!

Το τηλεφώνημα του Ντίνου,με πέτυχε στο δρόμο της επιστροφής.
-Τέλειωσα νωρίτερα και γύρισα σπίτι κατ’ευθείαν.Έρχεσαι από δώ;
-Εντάξει αλλά δεν θα μείνω.Δυό νύχτες στη σειρά έξω απ’το σπίτι,θα με σκοτώσει η Λουκία.
-Σε περιμένω μωράκι μου!
Πώς το είχε πει ο Φίλιππος στάζοντας ειρωνία;Το παλιό λιμάνι μου,με το ναυάγιο του γάμου μου στο βυθό!Ίσως και να είχε δίκιο αλλά ήταν και το μόνο λιμάνι που μου είχε απομείνει-προς το παρόν.Δεν είχα αποφασίσει αν θα έδενα για πάντα σ’αυτό το λιμάνι-αλλά το Ντίνο τον αγαπούσα.Εκείνο τον καιρό θα έπαιρνα όρκο γι’αυτό.
Και πες μου τώρα,ποια γυναίκα δεν έχει τις αμφιβολίες της,σχετικά με τον άντρα που
είναι δίπλα της;Είχα κι’εγώ τις δικές μου.Αλλά σε γενικές γραμμές ένιωθα καλά μαζί του.Όσο είχα το κλειδάκι της πολύτιμης ανεξαρτησίας μου κρυμένο στο βάθος της
τσάντας μου,πρόχειρο ανά πάσα στιγμή για να ξεκλειδώσω την πόρτα και να φύγω,δεν είχα πρόβλημα.
Βρήκα το Ντίνο,χαλαρό,ευδιάθετο,να ετοιμάζει καφέ στην κουζίνα.Με υποδέχθηκε
λαύρος!
Ήθελε να με πάει σηκωτή στο κρεββάτι και παραξενεύτηκε όταν εγώ έδειξα απρόθυμη να τον ακολουθήσω.
-Τι τρέχει αγαπούλα μου,συμβαίνει κάτι;
Αποφάσισα ξαφνικά να φανώ ειλικρινής!
-Συναντήθηκα με το Φίλιππο!
-Πότε;-η ερώτηση έσκασε σαν βόμβα!
-Λίγο πριν έρθω!
Έμεινε σιωπηλός-εκνευριστικά σιωπηλός,χωρίς να με κοιτάζει.
-Δεν θα πεις κάτι;
-Το έκανες τελικά,έτσι;Δεν άντεξες να τον αγνοήσεις.Γιατί Μελίνα;
-Γιατί έπρεπε Ντίνο μου.Ήθελα απαντήσεις…εξηγήσεις που μόνο εκείνος μπορούσε να μου τις δώσει.
-Και τις πήρες;
-Με το παραπάνω.Έληξε αυτή η ιστορία,αγάπη μου!Μην ανησυχείς!
-Δεν ανησυχώ Μελίνα.Αέρας μου λείπει.Πνίγομαι!Πρέπει να βγω ν’αναπνεύσω.Εσύ μείνε όσο θέλεις.Μάλλον θ’αργήσω να γυρίσω!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε,αφήνοντάς με μόνη μπροστά στα άδεια φλυτζάνια του καφέ. «Μάλλον θ’αργήσω να γυρίσω».Με άφηνε να βράσω μόνη μου στο ζουμί μου.
Χωρίς να τον ενδιαφέρει πώς θα ένιωθα εγώ.Έτσι όπως τα κατάφερες,κόψε το λαιμό σου και βγάλτα πέρα μου έλεγε εκείνο το «μάλλον θ’αργήσω να γυρίσω»!
Λίγη ώρα αργότερα,σκέφτηκα πως δεν θα είχε νόημα να τον περιμένω.Η βραδιά μας είχε χαλάσει,η κρίση ειλικρίνειας, μου είχε βγει ξυνή κι’ένας περίεργος φόβος είχε αρχίσει να με κυριεύει-μήπως με την ομολογία μου,είχα πει αντίο και στον δεύτερο έρωτά μου,αυτή τη φορά με το κεφάλι κάτω,από το βάρος της «αταξίας» μου.
Τακτοποίησα τα φλυτζάνια στην κουζίνα,έσβυσα την καφετιέρα και πήγα στο μπάνιο να ρίξω λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου που έκαιγε.Στα ραφάκια αραδιασμένα τα
βαζάκια με τις κρέμες μου,η οδοντόβουρτσά μου,η βούρτσα για τα μαλλιά.Ένιωσα μια πικρή γεύση στο στόμα.-«Ηλίθια!Τί έκανες πάλι;Μέχρι να ξανάρθεις σ’αυτό το διαμέρισμα-αν ξανάρθεις ποτέ,οι κρέμες θα έχουνε λήξει.Ποιός άντρας συγχωρεί εύκολα μια γυναίκα που δυσκολεύεται να ξεκόψει από τον πρώην εραστή της;»
Τα άφησα όλα όπως ήταν! Αν επρόκειτο να λήξει η σχέση μου με το Ντίνο,σκασίλα μου αν θα έληγαν και οι κρέμες!
Φεύγοντας από το διαμέρισμα,άφησα ένα μικρό σημείωμα στο μαξιλάρι του.
-«Όταν θα σου περάσει ο θυμός και καταλάβεις πως απλώς σου είπα την αλήθεια
γιατί σ’αγαπάω και δεν θέλω να σε ξεγελώ με ψέμματα,τηλεφώνησέ μου!!Μελίνα».

Για πολλές μέρες,ο Ντίνος δεν ακούστηκε.Ούτε και φάνηκε από το γραφείο ή κι’αν ήρθε,δεν επεδίωξε να με δει.Η Λουκία καθόταν κι’αυτή σε αναμμένα κάρβουνα.
-Τι έγινε αυτός ο χριστιανός;Εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά;Τι τούκαμες;
-Γιατί πρέπει να του έχω κάνει κάτι ε γ ώ,μαμά μου;
-Γιατί σε ξέρω τι κουμάσι είσαι-εγώ σε γέννησα,το ξέχασες;
Η Ροζαλία ήταν η μόνη που έμαθε,τι ακριβώς είχε συμβεί.Μ’έλουσε πατόκορφα!
-Εεεε!!!Εσύ δεν τρώγεσαι Μελίνα μου!Δε φτάνει που έτρεξες να βρεις τον άλλο πίσω
απ’την πλάτη του,πήγες και του τ’αράδιασες όλα,χαρτί και καλαμάρι!Άντρας είναι-τι ήθελες να κάνει να σου πει μπράβο;
-Να εκτιμήσει την ειλικρίνειά μου,περίμενα! Όχι να με παρατήσει και να σηκωθεί να φύγει.Κι’ο Φίλιππος τα ίδια έκανε.Γιατί βρε Ρόζα;Κάθε φορά που μιλάω σ’έναν άντρα με ειλικρίνεια,παίρνει δρόμο.Πάει ο πρώτος,πάει κι’ο δεύτερος!Δεν το καταλαβαίνω!
-Έτσι είναι οι άντρες Μελίνα μου!Όταν πρόκειται για τη γυναίκα που αγαπούνε,ψέμα τους πεις –αλήθεια τους πεις,άμα δεν τους συμφέρει,θέλουν μια κάσα σόδες για να τη χωνέψουν.Θα τη χωνέψει κι’αυτός-πού θα πάει!Μη στενοχωριέσαι.Σ’αγαπάει βρε!!!
-Μακάρι νάναι έτσι Ρόζα μου!
Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά εκείνο το διάστημα.Ένα τηλεφώνημα της Χρυσής για να μου πει πως είχε βάλει μπροστά να σενιάρει το σπίτι στο χωριό,μου θύμισε την υπόσχεση που είχα δώσει στη Νάνσυ.Να γράψω για τα όσα είχαν συμβεί τους προηγούμενους μήνες στη Ρόδο.Αλλά δεν ήμουν έτοιμη ακόμα.Είχα να τακτοποιήσω
πολλά κι’αυτή τη φορά,η προσωπική μου ζωή είχε προτεραιότητα.Την παραμονή των γενεθλίων μου,ήμουν από το πρωί στα μπουρίνια μου.Την πλήρωσε η Βέτα που θέλησε να μάθει ποια μύγα με τσίμπησε κι’είχα αφηνιάσει στα καλά καθούμενα.
-Να κοιτάς τη δουλειά σου Βετούλα-κι’άσε τον κόσμο στην ησυχία του.Η μύγα,είναι δική μου υπόθεση!
Ανήμερα των γενεθλίων μου το πρωί,Η Λουκία,μαζί με τον καφέ και τη γαλατόπιττα της Ρόζας,μου σερβίρισε και την πληροφορία πως από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα,είχα πατήσει τα σαρανταπέντε!
-Και τώρα τι θέλεις μανούλα,να πηδήξω απ’το μπαλκόνι για να το γιορτάσω;
-Να κοιτάξεις να μαζευτείς,να δεις τι θα κάμεις.Ο Ντίνος;Ο Ντίνος!!Καλύτερα απ’το τίποτα.Παντρέψου τον να τελειώνουμε.
-Ο Ντίνος,πέταξε Λουκία!
-Κι’α υ τ ός; Τι τρέχει με σένα κόρη μου;Τον αντροδιώχτη έχεις;
Κι’ όμως!Ο Ντίνος,δεν είχε πετάξει.
Λίγες μέρες αργότερα,ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου,έφτασε στο σπίτι ένα τεράστιο
καλάθι με κατακόκκινα τριαντάφυλλα κι’ένα σημείωμα κλεισμένο σε αρωματισμένο φακελλάκι-καρδούλα.Θα προτιμούσα να μου τα έστελνε στα γενέθλιά μου-κι’ ένα μοναδικό τριαντάφυλλο θα μου έφτανε.Η ζ ω ή ,είναι που θέλει το τριαντάφυλλό της
για ν’αναθαρρήσει όταν είναι διπλωμένη στα δυο από τον πόνο.Ο έρωτας,όταν είναι Ερωτας,είναι τριαντάφυλλο εκατόφυλλο,από μόνος του.
Άνοιξα στα δυο την κόκκινη καρδούλα και διάβασα το σημείωμα.
«Σ’αγαπώ σαν τρελλός!
  Παντρέψου με αύριο
  αν θέλεις να συνεχίσω
  να ζω!
   Ντίνος.»
Αυτό,ήταν η χαριστική βολή στην υποτιθέμενη ανεξαρτησία μου.
Γιατί Λουκία και Ροζαλία,που έτρεξαν να πληροφορηθούν από ποιόν ήταν αυτός ο «κινητός»τριανταφυλλόκηπος,με άρπαξαν απ’τα μούτρα λες κι’ήταν συνεννοημένες!
-Είδες που στάλεγα Μελίνα μου.Ξεθύμανε ο θυμός του και ορίστε!
-Εκείνος μπορεί να ξεθύμανε Ρόζα αλλά εγώ δεν ξεθύμανα για να ξεχάσω τη γαϊδουριά του,μ’ένα κοφίνι τριαντάφυλλα.
Η μάνα μου,προτίμησε την τακτική της κατά μέτωπον επίθεσης!
-Αυτόν τον γλυκό άνθρωπο,αν δεν το παντρευτείς,δε θέλω να σε ξέρω για κόρη μου!!!
-Ξέχασες πως μέχρι πρόσφατα,τον θεωρούσες «κατιμά»!
-Ε,όλοι κάνουμε λάθη!
Το ίδιο βράδυ,η αγκαλιά του Ντίνου,αποδείχθηκε πιο πειστική!Πώς με κατάφερε;
Πριν τελειώσει η εκρηκτική νύχτα της συμφιλίωσης,μου είχε αποσπάσει ένα «ναι»
που το μετάνιωσα την ίδια στιγμή που το είπα αλλά ήταν πια αργά για να το πάρω πίσω.
Γύρισα στο σπίτι,με τ’αυτιά κατευασμένα.Έγώ,η ανεξάρτητη,η απελευθερωμένη,η ήδη μια φορά καμμένη από την «ευτυχία» του γάμου Μελίνα,ήμουν έτοιμη να δρασκελίσω για δεύτερη φορά το κατώφλι του έγγαμου βίου και μάλιστα με τον ίδιο άντρα!
Το πρωί ξύπνησα με το πρόσωπο γεμάτο κόκκινα σημαδάκια και καντήλες και μια τρελλή φαγούρα που μ’έκανε να θέλω να ξεφωνίσω!
-Αναφυλαξία!Διέγνωσε η Λουκία.-Κάτι έφαγες και σε πείραξε!Τί φάγατε χτες το βράδυ στου Ντίνου;
‘Ελα μου ντε!!Τί φάγαμε στου Ντίνoυ;

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ- ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007- Η διάθεση της ημέρας ξαναφέρνει τις μνήμες!


Η γαλήνη πριν την καταιγίδα


Για μερικά χρόνια η ζωή και των τεσσάρων μας κύλησε ήρεμα .Δύσκολα στην αρχή, πιο υποταγμένοι στην πραγματικότητα μετά, αποδεχτήκαμε την απώλεια των γονιών μας.Για ένα μεγάλο διάστημα, οι καλές μέρες μας κράτησαν συντροφιά.Βλέπαμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν,να χαράζουν ένα –ένα το δρόμο τους,να προοδεύουν.
Εξακολουθήσαμε να μαζευόμαστε τις γιορτές  πότ΄εδώ,πότ΄εκεί.Δεν μας έλειψαν οι χαρές αλλά ούτε οι μνήμες.Θυμόμασταν πάντα.Η μαμά κι΄ο μπαμπάς πήραν τη θέση τους στα σπίτια μας .Πρόσωπα οικεία κι΄αγαπημένα που χαμογελούσαν μέσα απ΄τις κορνίζες τους παρηγορώντας μας σε στιγμές δύσκολες και συντροφεύοντας τη χαρά μας σε στιγμές ευτυχισμένες.Γεμίζοντας με νοσταλγία τις καρδιές μας μετά από κάθε γερή,γιορτινή κρασοκατάνυξη,’όταν οι παληές εικόνες παίρνουν χρώμα και τα μάτια βουρκώνουν πιο εύκολα.



Η γυναικοπαρέα της αδερφής μου –μέσα κι΄ εγώ- έκανε στέκι το σπίτι της στον ΄Αλιμο.Προσφερόταν βλέπεις.Η Σοφία,η Καίτη,η άλλη Καίτη,η Μελίνα,η Λίτσα ,η Δέσποινα και η πρώτη μας ξαδέρφη,αδερφή κι΄αυτή,μαζευόμασταν για μπιρίμπα ,πολλές φορές μέχρι πρωϊας.Τρελλό παιχνίδι.Τους χειμώνες στην κουζίνα όπου την καταβρίσκαμε ρουφώντας σαλιγκάρια στα διαλείματα,που τα μαγει-
ρεύαμε εκ περιτροπής,τα καλοκαίρια στο κήπο με βουτιές στην πισίνα και μπάρ-
μπεκιου που το φρόντιζε ο γαμπρός μου,με πολύ μεράκι και μεγάλη ευσυνειδησία.Δεν μας άφησε ποτέ να πεινάσουμε στα ξενύχτια μας.
Οι Μοίρες μας μοίρασαν καλά χαρτιά,σκεφτόμουν καμιά φορά,έτσι απ΄το πουθενά,
βλέποντας τις ζωές μας να κυλούν ήρεμα κι΄ανέφελα.΄Ενοιωθα ασφαλής.΄Ησυχη ότι το κακό,το όποιο κακό,δεν θα μας έβαζε ποτέ για στόχο.Ο θάνατος,οι αρρώστειες,περνούσαν ξυστά δίπλα μας αλλά δε μας άγγιζαν-ήταν για τους άλλους!
Η δική μας οικογένεια ήταν άτρωτη.Συμφορά,δεν θα πατούσε το δικό μας κατώφλι,
έτσι πίστευα.Τί εγωίστρια ,Θεέ μου!
Το συννεφάκι πέρασε αλλά δεν το είδε κανένας.
Ξαφνικά η αδερφή μου άρχισε να παραπονιέται για ένα «γρομπαλάκι» στο στήθος της που την ενοχλούσε.
-Βρε φιλενάδες,πονάει το βυζί μου…
-Κανένας αδένας θάναι.Ξέσφιξε το σουτιέν σου.
-Πιάνω κι΄ένα γρομπαλάκι…
-Πού μωρή τρελλή;Μήπως περιμένεις περίοδο;
Για λίγο καιρό,το πράμα ξεχνιόταν.΄Υστερα πάλι,ξαφνικά,τη βλέπαμε να τρίβει το στήθος της καθώς περίμενε τη σειρά της να σηκώσει χαρτί.
-Γαμώ το ,πάλι πονάω….
΄Όταν άρχισε να παραπονιέται συχνότερα η Σοφία ,η κολλητή της,την συμβούλεψε να πάει στο γιατρό.Πήγε.΄Εκανε μαστογραφία.
-Τίποτα σοβαρό,ήταν η διάγνωση.Συνηθισμένο στις γυναίκες.Θα ξανακάνουμε μαστογραφία σε λίγους μήνες για να έχουμε πιο σαφή εικόνα.
΄Εκανε και τη δεύτερη μαστογραφία.
-΄Ένα ογκίδιο είναι-δεν δείχνει κάτι ανησυχητικό.’ Ελα κάποια στιγμή να το βγάλουμε.
Το συννεφάκι ξαναπέρασε ,αλλά ήταν τόσο καθαρός ο ουρανός που κανείς δεν το πήρε στα σοβαρά.

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ- ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ.



Η πόρτα κλείνει

Αυτές οι χειμωνιάτικες λιακάδες στη Ρόδο,είναι το κάτι άλλο.Θα μου πεις,ο Νοέμβρης δεν είναι κι’η καρδιά του χειμώνα.Όμως,η ατμόσφαιρα εκείνη την ημέρα,
θύμιζε πιο πολύ καλοκαίρι παρά φθινόπωρο.Τόχω που τόχω το πρόβλημα με τη ζέστη,
ήταν και το άγχος της συνάντησης με το Φίλιππο…Άρχισα να ιδρώνω καθώς τον περίμενα στο πεζοδρόμιο.Ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό μου κι’από κει,
στο λαιμό,το στέρνο,την πλάτη μου!Άρχισα να φοβάμαι πως αν αργούσε λίγο ακόμα,
οι υγρές στάμπες θα γίνονταν ενοχλητικά ορατές πάνω στο μακό μου μπλουζάκι.
Δύο λεπτά αργότερα,σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά μου και σκύβοντας,μου άνοιξε την πόρτα με μια καλημέρα και μια συγγνώμη για τη μικρή αργοπορία.
-Τι έπαθες,ζεσταίνεσαι χειμωνιάτικα;-με ρώτησε χαμογελώντας μόλις κάθισα δίπλα του.
-Μα κάνει ζέστη,δεν κάνει;
-Όπως το πάρεις…Έχω χαρτομάντηλα στο ντουλαπάκι!
Ο αέρας που παρ’όλη τη ζέστη έμπαινε δροσερός από τ’ανοιχτό παράθυρο κι’η
θαλασσινή δροσιά στο παραλιακό εστιατόριο που καθίσαμε λίγο αργότερα,με ξανάφεραν στα συγκαλά μου.Τον κοίταξα καθώς έδινε την παραγγελία μας.Ήταν όμορφος άντρας.Απ’τους άντρες που δύσκολα τους προσπερνά αδιάφορα μια γυναίκα.
Αυτό δεν είχα πρόβλημα να του το αναγνωρίσω-και σήμερα με το τζην και το
σκούρο μπλε πουκαμισάκι δεν θύμιζε σε τίποτα το χτεσινοβραδυνό «ευπατρίδη»,που
μου είχε δώσει στα νεύρα.Αναστέναξα με ανακούφιση πίνοντας μια γουλιά από την
παγωμένη μπύρα μου.Τώρα,μάλιστα!Ήμουν έτοιμη να τον αντιμετωπίσω.
-Είσαι καλύτερα τώρα;
-Μια χαρά.
Καθισμένος δίπλα μου,κρατούσε σφιχτά το ελεύθερο χέρι μου και με κοίταζε ήρεμος,
μ’εκείνο το τρυφερό,καστανό βλέμμα που πάντα κατάφερνε να με ηρεμεί κ’εμένα. Πραγματικά ήμουν μια χαρά και θα ήμουν ακόμα καλύτερα αν δεν είχα μπροστά μου μια συζήτηση που ήξερα πως δεν θα του έδινε τις απαντήσεις που περίμενε.
Δεν ήξερα αν μέσα του ήταν εκνευρισμένος,ενοχλημένος ή ακόμα και θυμωμένος.
Πάντως,αν ήταν,κατάφερνε πολύ καλά να το κρύβει.Τόσο καλά που πίστεψα πως άδικα ανησυχούσα.Πως η κουβέντα μας θα ήταν πολύ πιο ανώδυνη απ’όσο φοβόμουν.
Μια μικρή σκηνή διαμαρτυρίας ίσως,για τον τρόπο που φέρθηκα,ένα παράπονο,μια
δική μου,ελαφρώς «δακρύβρεχτη» απολογία και τίποτε περισσότερο.Πάντα είχα τον τρόπο μου μαζί του.Λίγο χάϊδεμα στον τραυματισμένο εγωισμό του,λίγα γλυκά λόγια κι’όλα θα ξαναγίνονταν μέλι-γάλα.
Στο κάτω-κάτω,δεν πήγαινα να διακόψω τη σχέση μας..Λίγο χρόνο θα του ζητούσα
για να ισορροπήσω τον εαυτό μου μετά το διαζύγιο και να σιγουρευτώ για τα αισθήματά μου απέναντί του.Αυτό  ήταν όλο.
Στη διάρκεια του φαγητού,του περιέγραψα το πώς,τελείως απρόοπτα συνάντησα την
παιδική φίλη της μητέρας μου,πώς χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα φιλοξενούμενη στο σπίτι της,τη ζωή και τις σχέσεις των τριών γυναικών σ’αυτό το σπίτι και φυσικά
του ανέφερα το «πρόβλημα» αναπηρίας της Βαλασίας και όσα μου είχε διηγηθεί για τα παιδικά χρόνια,τα δικά της και της Λουκίας και τη μεταξύ τους φιλία.Έδειχνε να με παρακολουθεί μ’ενδιαφέρον και κάποιες στιγμές με φανερή συγκίνηση κι’εγώ
ένιωθα ανακουφισμένη που το «θέμα» συζήτησης με βοηθούσε ν’αποφύγω πιθανές αμήχανες σιωπές.
Την ώρα του καφέ,πήρε εκείνος τη σκυτάλη.Ανακατεύοντάς τον νευρικά στο φλυτζάνι του,στράφηκε και με κοίταξε μ’ένα ύφος που έλεγε καθαρά-«αρκετά μ’αυτά.Τώρα στα δικά μας!»
-Θα μου πεις γιατί το έσκασες;
-Δεν το έσκασα,Φίλιππε!Είχα ανάγκη να ξεφύγω-κυρίως από το Ντίνο που μου είχε
γίνει στενός κορσές μετά την έκδοση του διαζυγίου-το ξέρεις!!Επιπλέον είχα ανάγκη να ηρεμήσω,να σκεφτώ,να ξεκουραστώ λιγάκι!!
-Μόνη σου;
-Πού βρίσκεις το κακό;΄Ολοι οι άνθρωποι νιώθουν κάποια στιγμή την ανάγκη να μείνουν μόνοι τους-ιδιαίτερα μετά από μια δύσκολη περίοδο όπως αυτή που πέρασα
εγώ!...
-Μαζί την περάσαμε Μελίνα-δίπλα σου ήμουν-το ξέχασες;Κι εν πάσει περιπτώσει
γιατί έπρεπε να φύγεις κρυφά;Χωρίς να μου το πεις,χωρίς να μου πεις πού πας,χωρίς να μου αφήσεις ένα τηλέφωνο…Με εντολή στη Λουκία και τη Ρόζα να με κρατήσουν μακρυά!!Ποιός ήμουν Μελίνα-ο  «οποιοσδήποτε»;Ήμουν ή δεν ήμουν ο άνθρωπός σου τα τελευταία τέσσερα χρόνια;
-Και βέβαια ήσουν Φίλιππε!!
-Δε μου το έδειξες κορίτσι μου γλυκό!Αντίθετα,έξη μέρες δεν έκανες τον κόπο να
επικοινωνήσεις μαζί μου-έστω για να με καθησυχάσεις!!Με αγνόησες Μελίνα!
Με αγνόησες,σαν να ήμουν για σένα ένας αδιάφορος,απλός γνωστός που δεν του έπεφτε και λόγος!
-Δεν είναι αλήθεια!Ή,εν πάσει περιπτώσει,δεν το σκέφτηκα έτσι!
-Πώς το σκέφτηκες δηλαδή…ότι για ν’αποφύγουμε τον ένα μαλάκα,αφήνουμε τον άλλο μαλάκα πίσω,ν’ανησυχεί και ν’αναρωτιέται πού πήγε κι’εξαφανίστηκε η γυναίκα που υποτίθεται πως τον αγαπά;Ή μήπως ήθελες να μας αποφύγεις και τους δυό Μελίνα;..Αυτό είναι;
-Θα ήταν έγκλημα,αν συνέβαινε κάτι τέτοιο;Πέρασα δύσκολα τον τελευταίο καιρό.Ήθελα να μείνω μόνη,ανεπηρρέαστη,να χαλαρώσω…να ψαχτώ αν θέλεις
να καταλάβω τι θέλω απ’τη ζωή μου από δω και πέρα.Ύστερα,ήρθα εδώ,μπλέχτηκα σε καταστάσεις που δεν τις φανταζόμουνα.Ανακατεύτηκα με προσωπικά άλλων και
ξέχασα τα δικά μου.Δεν ήταν δικιά μου ιδέα,ούτε το ταξίδι ούτε η Ρόδος!Της Λουκίας ήταν.Ήρθα λοιπόν εδώ κι’έπεσα μούρη με μούρη πάνω στην παλιά της φιλενάδα που της είχε γίνει εμμονή τα τελευταία χρόνια.Παρασύρθηκα…ξεχάστηκα!
Σου ζητώ συγγνώμη-λάθος μου!
Ήθελα να τελειώνω με τις εξηγήσεις.Ένιωθα εντελώς άβολα σ’αυτό το «εδώλιο της κατηγορουμένης»,που με είχε καθίσει!
Με άκουγε αμίλητος,κοιτάζοντας το άδειο πια, φλυτζάνι του καφέ.Από όσα είχα πει,
μόνο μια φράση μου είχε συγκρατήσει και την επανέλαβε με μια ηρεμία που με θορύβησε..
-Τελικά,τι θέλεις απ’τη ζωή σου από δω και πέρα Μελίνα;Πρόλαβες να το σκεφτείς;
-Χρόνο,Φίλιππε!Χρειάζομαι χρόνο,αγάπη μου.
-Χρόνο,για να καταλάβεις τί Μελινάκι;Να καταλάβεις αν μ’αγαπάς,αν θέλεις να είσαι μαζί μου,αν είμαι ο κατάλληλος άντρας για σένα…Τι απ’ όλα αγάπη μου;
-Όλα μαζί Φίλιππε-όλα μαζί!Θέλω πριν πάμε παρακάτω να είμαι απολύτως σίγουρη
ότι δεν κάνω λάθος.Είμαι σαραντατριών-δεν μου επιτρέπονται λάθη!
-Και τέσσερα χρόνια που είμαστε μαζί,τι σκεφτόσουνα Μελίνα,μπορείς να μου πεις;
-Πώς ν’απαλλαγώ απ’το Ντίνο,Φίλιππε!Αυτό κυρίως σκεφτόμουν!Αυτό μ’απασχολούσε πάνω απ’όλα!
-Κατάλαβα!Και στο μεταξύ είχες εμένα! Το κατάλληλο φάρμακο, πάντα πρόχειρο, στο ντουλαπάκι του μπάνιου σου,για τις δύσκολες ώρες!
-Μη μιλάς έτσι σε παρακαλώ!Με προσβάλλεις και με πληγώνεις,Φίλιππε!
Σωπάσαμε κι’οι δυο.
-Και τώρα,τι θέλεις να κάνουμε;-ρώτησε ξαφνικά.
-Δεν ξέρω…Πραγματικά δεν ξέρω.Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα!
Τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά στη δική μου και μ’αγκάλιασε απ’τους ώμους.Η φωνή του ακούστηκε,απαλή κι’ελαφρά προκλητική.Μ’αιφνιδίασε.
-Πάμε στην Αθήνα να παντρευτούμε!Αύριο!
Βρήκα τη δύναμη να γελάσω σιγά.
-Σίγουρα αστειεύεσαι!Δεν έχει ούτε μήνα που βγήκε το διαζύγιό μου!
-Και λοιπόν;
-Σου το είπα ήδη Φίλιππε.Χρειάζομαι χρόνο για να κάνω το επόμενο βήμα μου.
Χρόνο,αγάπη μου.Τί θα σου κοστίσει λίγος χρόνος!
Δεν απάντησε.Όπως με είχε αγκαλιασμένη,έσκυψε κι’αναζήτησε τα χείλη μου.
«Τα κατάφερα!Τον έπεισα!»,σκεφτόμουν όσο γευόμουν το φιλί του.Ένα φιλί
βαθύ,επίμονο,τρυφερό και θυμωμένο μαζί.Με φίλησε όπως ίσως δεν με είχε φιλήσει άλλη φορά.Όταν κατάφερα να πάρω ανάσα και να τον κοιτάξω,συνάντησα ένα βλέμμα που μου ήταν άγνωστο!
-Αυτό το φιλί,για να με θυμάσαι…είπε!
Δυσκολεύτηκα να καταλάβω.
-Τι θα πει αυτό;
-Θα πει πως ως εδώ ήταν Μελίνα,αγάπη μου.Παραιτούμαι!Είσαι σαραντατριών,είπες και δεν θέλεις να κάνεις λάθη.Εγώ κοντεύω τα πενήντα κι επίσης, δεν θέλω να κάνω λάθη.Αν μέσα σε τέσσερα χρόνια δεν μπόρεσες να καταλάβεις τι αισθάνεσαι για μένα και τι νιώθω εγώ για σένα,δεν θα το καταλάβεις ποτέ!Δε θέλω δίπλα μου μια γυναίκα πνιγμένη στις αμφιβολίες!Φεύγω πρώτος για να μη σε φέρω στη δυσχερή θέση ν’αναγκαστείς να μου το πεις εσύ κάποια στιγμή.Σ’αγαπώ και σ’αγαπούσα πραγμα- τικά όλα αυτά τα χρόνια αλλά φάνηκε πως εσύ δεν ένιωθες το ίδιο-ή αν προτιμάς ακριβώς το ίδιο.Κρίμα Μελίνα!!Κρίμα!!Τέσσερα χαμένα χρόνια!Και για τους δυο μας!
-Φίλιππε...σε παρακαλώ,άκουσέ με…
Είχε ήδη σηκωθεί.
-Αν συμφωνείς,πάμε να φύγουμε.Νομίζω πως δεν έχουμε να πούμε τίποτε άλλο!

Τον ακολούθησα στο αυτοκίνητο με μάτια που καίγανε και την καρδιά μου βαρειά σαν πέτρα!Αυτή την εξέλιξη,δεν την ήθελα και ούτε την περίμενα.Πίστευα πως θα έδειχνε γι’άλλη μια φορά,την κατανόηση και την ενδοτικότητα που έδειχνε πάντα απέναντί μου.Είχα παραβλέψει εν γνώσει μου τ’ανθρώπινα συναισθηματικά όρια-και στην περίπτωση του Φίλιππου τα είχα γκρεμίσει!Τα είχα ισοπεδώσει!!
Με άφησε έξω απ’το σπίτι και με φόρτωσε με χαιρετίσματα για όλες.Πρόσεχε τη Λουκία μου είπε!Και τον εαυτό σου-συμπλήρωσε.Ήταν ήρεμος.
-Πότε φεύγεις;-ήταν το μόνο που βρήκα να πω,με τη φωνή να πνίγεται στο λαιμό μου.
-Αύριο,με την πρώτη πρωϊνή!
-Καλό ταξίδι τότε!
-Σ’ευχαριστώ!Θα σε δω στην Αθήνα!
-Θα σου τηλεφωνήσω!!!-του πέταξα την τελευταία στιγμή!
-Μην κάνεις τον κόπο-δεν θα έχει νόημα.Γεια!
Έτσι απλά,η πόρτα έκλεισε,αφήνοντάς με απ’έξω!Δεν έπρεπε να παραπονιέμαι!
Ε γ ώ,τα είχα φέρει τα πράγματα σ’αυτό το σημείο.Εγώ,η ξύπνια,η παρορμητική,η ανεξάρτητη!Κι αυτή η πίκρα που ένιωθα στο στόμα,το τσίμπημα ενοχής στην καρδιά μου,η αίσθηση του «ανεκπλήρωτου» και του «τετελεσμένου» μέσα μου,ήταν σημάδια
που μου έδειχναν πως κάπου δεν είχα μετρήσει σωστά,κάπου έκανα λάθος,κάπου
βιάστηκα και κάπου είχα εκβιάσει ένα τέλος που δεν πρέπει να το ήθελα κατά βάθος, διαφορετικά δεν θα πονούσα τόσο!
Απέφυγα να μπω από την κυρία είσοδο.Προτίμησα να πάω απ’τη μεριά της κουζίνας.
Δεν άντεχα να βρεθώ αντιμέτωπη με τη Λουκία και τη Βαλασία εκείνη την ώρα.Θα καταλάβαιναν βλέποντάς με πως κάτι έτρεχε και δεν είχα καμμιά διάθεση να δώσω αναφορά για το άδοξο τέλος της σχέσης μου με το Φίλιππο.
Βρήκα τη Χρυσή  ν’απολαμβάνει το καφεδάκι και το τσιγάρο της στο μικρό πλακόστρωτο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας.Ούτε κι’αυτή ήταν στα καλά της.Με καλωσόρισε με μισό στόμα.
-Έλα κάθισε…Νωρίς γύρισες…Έλεγα πως θα σας έπαιρνε το βράδυ!
-Μπα!Ο Φίλιππος ήταν κουρασμένος.Ήθελε να πάει να ξεκουραστεί!.Πετάει πολύ
πρωί!
-Τι,φεύγει κι’όλας;
-Φεύγει!Τί να κάτσει να κάνει Χρυσή;Την αποστολή του την εξετέλεσε-έφερε τη Λουκία!Γι’αυτό ήρθε-όχι για μένα!!
Ντράπηκα ,νιώθοντας τα μάτια μου να βουρκώνουν.Η Χρυσή έπιασε τον υπαινιγμό. Κατάλαβε!«Καλά…πάω να σου φέρω καφέ και να μου τα πεις!!»Λίγα λεπτά αργότε-
ρα γύρισε με τον καφέ.Τον ακούμπησε μπροστά μου,πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι
κι’άναψε καινούργιο τσιγάρο.Άναψα κι’εγώ.
-«Τα κορίτσια»; Ρώτησα προσπαθώντας ν’αστειευτώ.
-Τα κορίτσια κοιμούνται.Ξεθεωθήκανε στο φαί,το κρασί και την κουβέντα σήμερα.Δεν πρόκειται να μας ακούσουν.Πες μου τι έγινε-γιατί κάτι έγινε,το βλέπω!
-Τα σκάτωσα Χρυσή!Αυτό έγινε!
-Πώς τα σκάτωσες δηλαδή;Καυγαδίσατε;
-Δεν χρειάστηκε!Μου τά’χωσε χοντρά,μούδωσε τα παπούτσια στο χέρι κι’έκλεισε την πόρτα!
-Ποια πόρτα…δεν καταλαβαίνω Μελίνα μου.
-Τι να σου λέω τώρα,βρε Χρυσή μου!Είναι μεγάλη ιστορία.Έπαθα ό,τι μου άξιζε.
Πήγαινα γυρεύοντας κι’εγώ.Τόσες μέρες τον είχα στην απ’έξω.Τώρα,πρόλαβε κι’έκλεισε εκείνος την πόρτα.Αυτό είναι που έχει σημασία.
-Όχι Μελίνα!Όχι!Μην το λες αυτό!Σημασία δεν έχει ποιος πρόλαβε να κλείσει πρώτος την πόρτα.
Εκείνο που έχει σημασία είναι πως κάθε πόρτα έχει κι’ένα κλειδί που την ανοίγει.
Θα το βρεις και θα την ξανανοίξεις την πόρτα του.Μην το παίρνεις κατάκαρδα.
-Κι’αν δεν το βρω Χρυσή;
-Αν δεν το βρεις…ίσως νάναι και καλύτερα που έκλεισε την πόρτα από μόνος του!
Κι’εγώ χρόνια ολόκληρα ένα κλειδί γύρευα,ν’ανοίξω μια πόρτα!Δεν τα κατάφερα
να το βρω κι’ούτε τόχω σκοπό να το ψάχνω μέχρι να πεθάνω!Σκυλοβαρέθηκα!!
-Έγινε κάτι με τον Καραγεωργίου;Γι’αυτό είσαι στα κάτω σου;
-Φεύγει μεθαύριο Μελίνα.Πάει στην οικογένειά του.Είδες τι ωραία που ακούγεται;
Στην οικογένειά του!!Τί δουλειά έχω εγώ με την οικογένειά του;Να δώσει ο Θεός ν’αντέξει η γυναίκα του και να μη σώσω να τον ξαναδώ μπροστά μου!Νισάφι πια!!
Άντε,έλα ένα τσιγάρο ακόμα και να πάω να τις ξυπνήσω τις κοκώνες.Ώρα τους είναι!
Τη νύχτα θα τη βγάλουνε στο πόδι έτσι που πάνε!
-Να σε ρωτήσω κάτι Χρυσή;
-Τι πράμα;
-Ο γιατρός…ο Βελισσάριος…Είναι ερωτευμένος με τη Ρηνιώ ή κάνω λάθος;
-Πότε πρόλαβες βρε Μελίνα;Πουλιά στον αέρα πιάνεις εσύ.
-Είναι,Χρυσή;
Έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό.
-Και που είναι ποιό το όφελος!Κι’η δικιά μου έχει χάσει τα μυαλά της μαζί του
αλλά δε βγαίνει τίποτα.
-Γιατί αυτό;
-Μελίνα,μου φαίνεται πως δεν έχεις καταλάβει ακόμα τι γίνεται σ’αυτό το σπίτι!
Στη βρακοζώνα της λεγάμενης είμαστε δεμένες κι’οι δυο.Χειροπόδαρα-λες και της χρωστάμε και την ανάσα που παίρνουμε.Πολλά της χρωστάμε αλλά όχι κι’έτσι!Δε μας αφήνει να το ξεχάσουμε μια μέρα!! Κι’εσύ μου λες,η Ρηνιώ κι’ο Σάββας!!Όσο
περνά απ’ το χέρι της,Θεού πρόσωπο δε θα δούνε τα κακόμοιρα τα παιδιά!Άσε,θα στα πω μιαν άλλη φορά να σου σηκωθεί η τρίχα!
-Τα σέβομαι,όσα ξέρω κι όσα δε ξέρω Χρυσή μου.Πίστεψέ με,δεν μ’αρέσει κι’ούτε το συνηθίζω ν’ανακατεύομαι στα προσωπικά των άλλων αλλά αν θέλεις να μ’ακού-
 σεις,φρόντισέ το,το κορίτσι σου.Μην τ’αφήσεις στο έλεος της λεγάμενης όπως λες.
 Πονάει.Υποφέρει κι’ είναι νέο κορίτσι!Αμαρτία!
-Σου μίλησε,ε;
-Μου μίλησε..
΄Εσβησε νευρικά το τσιγάρο της και μπήκε στο σπίτι.
Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι.
Όση ανάλυση αισθημάτων δεν κατάφερα να κάνω τις τελευταίες μέρες,την έκανα
εκείνο το απόγευμα μέσα σε λίγα λεπτά.Γιατί άραγε, το μυαλό του ανθρώπου ξελαμπικάρει συνήθως όταν είναι πια πολύ αργά;Δε θυμάμαι πόση ώρα έκλαψα.Όταν
συνήλθα κάπως,είχα καταλήξει στην πικρή διαπίστωση:
-Τον αγαπούσα…Το Φίλιππο τον αγαπούσα!Κι’είχα καταφέρει να τον τρέψω σε φυγή!
Ήμουν άξια της μοίρας μου!