Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΑΚΟΜΑ ΒΙΒΛΙΟ,¨ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ"!


Ερωτας βαρέων βαρών  8    
 


Η Αλέκα μπήκε στη λουσάτη  VOLVO μ’ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι,σαν να έμπαινε σε αίθουσα εξετάσεων.Είχε να οδηγήσει πάνω από δύο χρόνια..΄Οσο αυξανόταν το βάρος της τόσο της κοβόταν η διάθεση να στριμώχνεται πίσω απ’το τιμόνι ενός αυτοκινήτου.΄Ενιωθε άβολα.Καταλάβαινε πως το σώμα της είχε γίνει τόσο δυσκίνητο που σε μια στιγμή ανάγκης δεν θα μπορούσε να το ελέγξει.Ήδη το είχε δει το έργο μια φορά.Δε χρειαζόταν δεύτερη.
Έτσι,παραιτήθηκε αναγκαστικά από μια δραστηριότητα που τα περασμένα χρόνια ,της έδινε μεγάλη ευχαρίστηση.Λάτρευε την οδήγηση.Όταν τα παιδιά της ήταν ακόμα μικρά,της άρεσε να τα βάζει δίπλα-δίπλα στο πίσω κάθισμα και να ρολάρει στους δρόμους,ήρεμη κι’ευτυχισμένη,να σταματάει στην πρώτη παιδική χαρά που τραβούσε το ενδιαφέρον των μικρών της σατανάδων,ή στην παραλιακή καφετέρια που προτιμούσε,αφού πρόσφερε θέα στη θάλασσα που πάντα τη γοήτευε.Να καμαρώνει το Γιωργάκη και την Αγγελικούλα την ώρα που γλείφανε με αθώα ηδονή το τεράστιο παγωτό χωνάκι,πασαλείβοντας με σάλτσα φράουλα και σοκολάτα τα φρεσκοπλυμένα τους μπλουζάκια.Να βλέπει το ηλιοβασίλεμα και να γλυκαίνει η καρδιά της με την προσμονή της επόμενης μέρας που θα ήταν ακόμα πιο όμορφη από την προηγούμενη.
Ακόμα τότε,ήταν όμορφη η ζωή της.Ο Μάκης,ήταν  ερωτευμένος μαζί της όπως τον πρώτο καιρό του γάμου τους.Δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί μέρα νύχτα.Όλα τα πλακάκια και τα παρκέ του σπιτιού τους,τα είχαν «σφουγγαρίσει» με τον ερωτικό τους ιδρώτα,εκείνα τα υπέροχα χρόνια. Τα παιδιά,ήταν ακόμα κρεμασμένα στη φούστα της ,γλυκά,τρυφερά,γαλίφικα,αγαπησιάρικα σαν τον πατέρα τους.
Δεν ξεκόλλαγαν απ’την αγκαλιά της.Η εικόνα της στον καθρέφτη,εξακολουθούσε να είναι η εικόνα μιας γυναίκας όμορφης,με κάμποσες παραπανίσιες αλλά στητές καμπύλες.΄Υστερα ,με τα χρόνια και χωρίς να το καταλάβει,τα παιδιά μεγάλωσαν κι’από χαδιάρικα ,άρχισαν να γίνονται επικριτικά.
Δεν μπορούσε πια να τους φωνάξει «η μάνα σας είμαι και βγάλτε το σκασμό».Μεγάλωσε  το βάρος της .Μεγάλωσαν και πλαδάρεψαν αφύσικα κι’οι καμπύλες της.Μεγάλωσε αφόρητα και το άγχος της πως κάτι δεν πήγαινε καλά.Της πήρε μια δεκαετία να το συνειδητοποιήσει-κι’όταν αυτό έγινε,συνειδητοποίησε ταυτόχρονα πως το μόνο που δεν είχε μεγαλώσει,ήταν το σεξουαλικό ενδιαφέρον του άντρα της.Αντίθετα,αυτό ήταν το μόνο που είχε πάρει την κάτω βόλτα,μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς.
Στην τελευταία της εξόρμηση με το αυτοκίνητο που προτιμούσε να μη τη θυμάται,γυρίζοντας από το σπίτι της Φαίης,πήγε να στρίψει στο στενό του σπιτιού της.Παίρνοντας τη στροφή,το γόνατό της φράκαρε κάτω απ’το παρμπρίζ,έχασε το φρένο κι’έπεσε μούρη με πόρτα πάνω στ’αυτοκίνητο που ήταν  παρκαρισμένο αριστερά της,έξω απ’το ψιλικατζίδικο της γωνίας.Ο ιδιοκτήτης του που κάτι ψώνιζε εκείνη την ώρα,βγήκε έξαλλος ακούγοντας το σαματά.Την πέτυχε την ώρα που άνοιγε την πόρτα της Volvo,να βγει για να δώσει εξηγήσεις και την ασφάλειά τηςΚοίταξε εξαγριωμένος την δεξιά του πόρτα που είχε διπλώσει στα δύο σαν πίττα από σουβλάκι  και της χύμηξε.
-Πού πας μωρή άσχετη;Στραβομάρα έχεις γιά δε ξέρεις πού πέφτει το φρένο;
 Κοίτα χάλι…μου σακάτεψες τ’αυτοκίνητο, το κέρατό μου!!
-Συγνώμη!..Ηρεμείστε σας παρακαλώ-τώρα θα τηλεφωνήσω στον άντρα μου να κατέβει και θα τα βρούμε…Εδώ κοντά μένω…
-Τι να βρούμε μωρή φώκια!!΄Αντε να οδηγήσεις κανένα τρακτέρ που μου θέλεις και
λιμουζίνα!!
Ο Μάρκος ο ψιλικατζής είχε πεταχτεί κι’αυτός έξω κι’έπαιρνε το μέρος της.
-Μη βρίζετε κύριε,τη ξέρω την κυρία,δεν υπάρχει πρόβλημα.Θα τακτοποιηθούν όλα,μην ανησυχείτε.Συμβαίνουν αυτά..
Τρέμοντας,πήρε τηλέφωνο το Μάκη.Ευτυχώς ήταν σπίτι.Κατέβα σε παρακαλώ στη γωνία…είχα ένα ατύχημα…τράκαρα!
Εκείνος κατέβηκε,είδε τη ξεδοντιασμένη μάσκα της Volvo,τα κρεμασμένα φώτα,τον προφυλακτήρα σαν σίγμα τελικό.Φρίκαρε,αλλά δε μίλησε.΄Ενιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη  για τον άντρα της γι’αυτή του τη σιωπή.Την αγκάλιασε απ’τους ώμους-ανέβα στο σπίτι της είπε,θα τα κανονίσω εγώ με τον κύριο.
Όταν ανέβηκε κι’εκείνος λίγη ώρα αργότερα, του ζήτησε συγνώμη που του ρήμαξε το αυτοκίνητο.
Για τα όσα της έσουρε ο άλλος,κουβέντα.
-Λαμαρίνες είναι μάνα μου,φτιάχνονται.Εσύ νάσαι καλά.Πώς έγινε;
-Μάγκωσε το πόδι μου στο παρμπρίζ και δεν πρόλαβα να πατήσω το φρένο Μάκη μου.-Τα μάτια της ,είχαν βουρκώσει.
Κούνησε το κεφάλι του με νόημα κι’ήταν χειρότερο απ’το να την έβριζε.
Από’κείνη τη μέρα δεν ξανακούμπησε τα χέρια της στο τιμόνι.Ο Μάκης ήταν κάθετος.Δε με νοιάζει για τ’αυτοκίνητο,της είπε.Φοβάμαι μη σκοτωθείς καμιά μέρα.
Εσύ δε μπορείς πια  ούτε να γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω,στην όπισθεν.΄Ασε καλύτερα,νάχω το κεφάλι μου ήσυχο!! Δεν διαμαρτυρήθηκε.
Είχε τρομάξει-και παραιτήθηκε απ’την προσπάθεια να τον μεταπείσει.
Το καταλάβαινε κι’εκείνη.Ούτε τ’αυτοκίνητο δεν τη χωρούσε πια.

Το σφίξιμο στο στομάχι της δεν έλεγε να την παρατήσει.Είχε ν’ανέβει ολόκληρη Κηφισίας μέχρι το Νέο Ψυχικό που έμενε η φιλενάδα της.Πώς θάβγαινε Κηφισίας;
Δυο χρόνια στη «σύνταξη»,είχε ξεχάσει και τους δρόμους.Από τη θέση του συνο-
δηγού,το μόνο που δεν πρόσεχε ήταν η διαδρομή.Πρόσεχε τα μάτια του Μάκη που κολλάγανε πότε δεξιά πότε αριστερά,ανάλογα με τη «θέα» που πρόσφεραν τα διπλανά αυτοκίνητα,πρόσεχε τα χείλη του Μάκη να δει αν χαμογελούσαν στη «θέα» και αν η «θέα» του χαμογελούσε επίσης….Όλα τα πρόσεχε,εκτός από τη διαδρομή.
Κι’άλλωστε,πόσες φορές είχε κάτσει τα τελευταία χρόνια σ’αυτή τη ρημάδα τη θέση;Ελάχιστες!
Ο έρωτας,είναι σαν το κολύμπι και το ποδήλατο,είχε ακούσει.΄Ετσι και το μάθεις μια φορά,δεν το ξεχνάς ποτέ,όσα χρόνια κι’αν περάσουν.Και το οδήγημα-συμπλήρωσε μια φωνή μέσα της.Θα τα καταφέρεις.Το πολύ-πολύ να εισπράξεις και δυο τρία φάσκελα.Σκασίλα σου!
Ρύθμισε το κάθισμα στη θέση που τη βόλευε,έλεγξε τους καθρέφτες ,έβαλε το κλειδί
και ξεκίνησε τη μηχανή.΄Οσο να πεις,εικοσιπέντε κιλά την κάνουν τη διαφορά.
Τα πόδια της,πέρασαν άνετα κάτω απ’το παρμπρίζ κι’άγγιξαν τα πεντάλ.΄Ανετα!
Βγήκε στην Κηφισίας χωρίς να το καταλάβει κι’ανηφόρισε για το Νέο Ψυχικό.
Σε δέκα λεπτά ένιωσε σαν να μην είχε αφήσει ποτέ το τιμόνι από τα χέρια της,Η Vol-
Vo πέταγε-πέταγε και το μυαλό της.Είχε αφήσει ένα μπάχαλο,πίσω στο σπίτι.Ένα
Μάκη,να σέρνεται στην αμφιβολία-τον κεράτωσε ή δεν τον κεράτωσε;Θα του την έλυνε ποτέ την απορία ή θα τον άφηνε με τα ερωτηματικά του;Αυτή τη στιγμή, δεν είχε ιδέα.Περίμενε από κείνον μια απόφαση.Θα έμενε ή θα έφευγε;Κι’αν έμενε,θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους σαν να μην έτρεξε τίποτα;Εκείνη να ξέρει στα σίγουρα πως την κεράτωνε ασύστολα κι’εκείνος να πιστεύει πως τον κεράτωσε το ίδιο ασύστολα;Γιατρεύονται ποτέ αυτές οι πληγές;Σβύνουν;Κι’αν εκείνη στα πενήντα της-λέμε τώρα- ξανάβλεπε το ίδιο έργο,θα είχε το κουράγιο να ξαναπεράσει όσα πέρασε;Και μάλιστα χωρίς το Μενέλαο να της συμπαραστέκεται παίζοντας το γκόμενο.Τί θα τον έκανε το Μενέλαο-θα τον έβαζε στην κατάψυξη να τον έχει καβάντζα για παν ενδεχόμενο;΄Ενιωσε μια πίκρα ν’ανεβαίνει και να της κλείνει το λαιμό.Ένα παράπονο γι’αυτόν τον άντρα-τον άντρα της-που για την καρδιά και το
κορμί του,είχε καταντήσει δολοπλόκα,ψεύτρα κι’απατεώνισσα.Και στερημένη-αυτό πού το πας;
Κοριτσάκι την είχε πάρει.Δεν πρόλαβε ούτε να δουλέψει καλά-καλά.Να μάθει πώς είναι ο κόσμος.Η γυναίκα είναι για το σπίτι,της είχε πει.Για τον άντρα και τα παιδιά της.Την έκλεισε στο σπίτι-όχι πως κι’εκείνη δεν τόθελε-τη φχαριστήθηκε όσο κράτησε η καψούρα του,της αμόλυσε και δυο παιδιά κι’ύστερα,όταν τα «οικιακά» κι’η «τεκνοποιϊα» τη φόρτωσαν με τα αναθεματισμένα οικογενειακά «βάρη» και την
κατάντησαν  βαρέων βαρών,την πέταξε στην άκρη σαν στιμμένη λεμονόκουπα.Αν όταν γύριζε σπίτι, της έλεγε «τ’αποφάσισα ,φεύγω» ,τι θάκανε;Δεν θα έκανε τίποτε,απλούστατα γιατί ο Μάκης δεν θα κούναγε ρούπι.Τον ήξερε κι’ας μην τον είχε γεννήσει…Θα της το’παιζε « άγιος Γεράσιμος» και πίσω από την πλάτη της ,παλιά μου τέχνη κόσκινο.Εκείνη θα το ανεχόταν παριστάνοντας την ανήξερη.Για πόσο; Για όσο τη συνέφερε.Για όσο θα τη βόλευε.αυτή η ανακωχή.
-Κι’αν σε ξαναφέρει στο αμήν Αλεκάκι;Πες πως σπάει ο διάολος το ποδάρι του και σε ξαναρίχνει στην «ανεργία».
-΄Εφυγα! Από την πρώτη μέρα.Κι’ας κόψει το λαιμό του.Εγώ έχω ν’ασχοληθώ με τον εαυτό μου τώρα.Καλή είμαι-μπορώ να γίνω και καλύτερη.Και θα γίνω!!
΄Εχασε το φανάρι της Φαίης αλλά δεν την ένοιαξε.Συνέχισε ν’ανεβαίνει την Κηφισίας.
Το σφίξιμο στο στομάχι είχε από ώρα περάσει.Η πίκρα και το παράπονο,έγιναν γλύκα
Κι’ ανακούφιση.Η μουσική στο ραδιόφωνο της θύμισε το μπαράκι της «συνωμοσίας»  και το Μενέλαο.Γλύκας ήταν.Νάναι καλά ο άνθρωπος!΄Ερριξε μια ματιά στον καθρέφτη και χαμογέλασε στο είδωλό της,τη στιγμή που στο πλατώ του σταθμού έσκαγε το τραγούδι της:
-Γιου αρ μπιούτιφου-ουλ,γιου αρ μπιούτιφου-ουλ-γιου αρ μπιούτιφουλ ιτς τρουουου!!