ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ .ΚΕΦ.11





Περνούσε μια περίοδο της ζωής της ,που δεν ήξερε πώς να τη χαρακτηρίσει.Μεταβατική; Αυτό θα σήμαινε πως έβλεπε μπροστά της την προοπτική για κάτι άλλο.Καλύτερο,χειρότερο;Δεν είχε ιδέα.Στην παρούσα φάση,κουβάρι μπλεγμένο ,ήταν οι προοπικές της.Περίοδο συμβιβασμού,ίσως;΄Όχι,βέβαια,γιατί με τίποτα απ΄όσα της είχαν συμβεί,σε σχέση με το Μάκη λέμε,δεν είχε συμβιβαστεί.Μάλλον,περίοδο αναθεωρήσεων θα την έλεγε γιατί όλα της τα χρόνια,ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα,γυρνούσαν ασταμάτητα στο μυαλό της ,ανακατεύοντας χωρίς έλεος τη ψυχή της.Λάθη-πολλά λάθη.Αν ρωτούσε τη Φαίη: «Ρε Φαίη,πες μου πώς τη βλέπεις τώρα τη ζωή μου,έτσι απ΄την απ΄έξω;»΄Ηταν σίγουρη πως η φιλενάδα της θα της απαντούσε χωρίς σκέψη: «Τέλεια.
΄Εχεις το Μάκη στα πόδια σου,από λύκο αρνάκι,έχεις τα παιδιά σου,μια χαρά δόξα τω θεώ,έχασες και σαράντα κιλά.Τί άλλο θέλεις;»
Εκείνη όμως ήξερε.΄Ολ΄αυτά,ήταν φαινομενικά-μια επιφανειακή εικόνα ηρεμίας.Τα παιδιά,βέβαια,περνούσαν μια αλλοπρόσαλλη εφηβεία όπως τα περισσότερα παιδιά,αλλά χωρίς ουσιαστικά προβλήματα.Στη σχέση της όμως με το Μάκη,κάτι δεν της καθόταν καλά.Δεν της άρεσε αυτή η μετάλλαξή του ,σε αφοσιωμένο,υποταγμέ-
νο,σχεδόν παραιτημένο,σύζυγο.Δεν τον ήθελε έτσι τον άντρα της.Ορμητικό τον ήθελε.Τσαντίλα τον ήθελε.Να χτυπά καμιά φορά και το χέρι στο τραπέζι όπως παλιά
-ένα «γαμώ το κέρατό μου»,όσο να πεις ,της είχε λείψει.΄Ένα σιχτίρισμα,ένα άει στο διάολο!!Να καταλάβει πως είχε πάλι μες το σπίτι αρσενικό-όχι ζόμπι.Ακόμα και στον έρωτα,αυτή είχε πάρει το γενικό πρόσταγμα.
-Πάμε για «χαρούλες » ,Μάκη μου;
-Πάμε Αλέκα μου..-Σαν να της έλεγε,πάμε αφεντικό.
Εκείνη έφταιγε-το ήξερε.Τον είχε αφήσει με την απορία πως μπορεί και να τον είχε κερατώσει.Ποιος άντρας το χωνεύει εύκολα κάτι τέτοιο;΄Εβαζε τη Φαίη,να της στέλνει μηνύματα στο κινητό ,τ΄απογεύματα που ο Μάκης ήταν σπίτι.Τα διάβαζε με το Μάκη καθισμένο δίπλα της στον καναπέ κι΄έβαζε κάτι γελάκια γεμάτα υπονοούμενα,πριν τα σβύσει.Με πλήρη επίγνωση ότι τον πάταγε,στο ευαίσθητο σημείο του.
-Ποιος ήταν;
-Κανένας ,μωρέ,η Φαίη.
-Και γιατί σου στέλνει μήνυμα και δεν σε παίρνει στο σταθερό;
-΄Ετσι μας αρέσει,σε νοιάζει;
Τον ένοιαζε και το ήξερε –έβαζε διάφορα με το νου του.Αυτό ήθελε κι΄εκείνη.Συντηρούσε ακόμα ανάμεσά τους,εκείνη την κόντρα,εκείνη την εκδικητικότητα που της είχε μείνει απ΄την εποχή της ΄Ολγας  και της πεντάμηνης απόρριψής του.Λάθος-μεγάλο λάθος γιατί πόσο ακόμα θα τον είχε άβουλο,του χεριού της.Κάποια στιγμή,ο «σκλάβος» θα επαναστατούσε και το τι θα γινόταν τότε,ούτε που ήθελε να το σκέφτεται.Μήπως ήταν καιρός να του πει ότι,αυτός ήταν κι΄άλλος κανένας;΄Ότι κανένας Μενέλαος δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή της;΄Ότι τον αγαπούσε σαν τρελλή; ΄Ότι ήθελε να ξαναγίνουν ο Μάκης κι΄η Αλέκα
που ήταν πριν,με τα στραβά τους και τα καλά τους;

΄Ένα απόγευμα Κυριακής,την ώρα που ο Μάκης με τα παιδιά χάζευαν στην τηλεόραση,εκείνη,όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της,άνοιξε το σκονισμένο «σεντούκι» της ψυχής της κι΄άδειασε το περιεχόμενό του, πάνω στο καρό κόκκινο-πορτοκαλί πάπλωμα.
΄Εβαλε τη ζωή της κάτω απ΄το μικροσκόπιο.
΄Ηθελε από μικρή,να σπουδάσει και να κάνει καρριέρα.
Αντί γι΄αυτό,γνώρισε το Γεράσιμο Αβραμίδη στα δεκαοχτώ της και τον παντρεύτηκε
στα εικοσιδύο.΄Επεσε με τα μούτρα στον έρωτά του.Δεν κράτησε μια πισινή.΄Ηταν κοινωνική-εκείνος την έκλεισε στο σπίτι-η γυναίκα του Μάκη Αβραμίδη,δεν υπάρχει περίπτωση να δουλέψει,της είχε πει απ΄την αρχή.Το δέχτηκε,στραβή από έρωτα.΄Εζησε όλα της τα έγγαμα χρόνια σ΄ένα κύκλο δέκα ατόμων,που ήταν οι φίλοι του άντρα της με τις γυναίκες τους,με μόνη εξαίρεση τη Φαίη ,που ήταν δική της φίλη.
Η κοινωνική της ζωή,είχε περιοριστεί στη Σαββατιάτικη ταβέρνα,στους καφέδες με τη Φαίη,ένα σινεμά μια στο τόσο και στην Κυριακάτικη βόλτα με τ΄αυτοκίνητο που αφότου μεγάλωσαν τα παιδιά κι΄άρχισαν να έχουν τις δικές τους παρέες,είχε σχεδόν καταργηθεί κι΄αυτή.Εκείνο το «πού να τρέχουμε τώρα οι δυό μας» που της πέταγε βαρυεστημένα ο Μάκης,κάθε φορά που εκείνη την πρότεινε,της έκοβε τη διάθεση να επιμείνει.Πολλά πράγματα στη ζωή της,πριν και μετά το γάμο της,τα είχε αφήσει μισά.Τώρα τάφερνε με πίκρα στο νου της.
Δεν πρόλαβε να μάθει σωστά.ούτε μια ξένη γλώσσα.Δεν πρόλαβε να διαβάσει ούτε ένα βιβλίο,ολόκληρο.΄Αρχιζε κάποιο,κι΄ύστερα το ξεχνούσε κάπου ανάμεσα στα τηγάνια,τις κατσαρόλες,τις πάνες και τα μπιμπερο των παιδιών,που βιάστηκαν νάρθουν μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια του γάμου της.Κάπου ξεχάστηκε,κάπου έχασε το δρόμο,κάπου έπαψε να νιώθει γυναίκα αρωματισμένη κι΄επιθυμητή και μετατράπηκε σε ρομπότ μαγειρικής και οικοκυρικής,περιχυμένο με τ΄αρώματα της φυτίνης, της σάλτσας ντομάτας,του ντιξάν και της χλωρίνης.Ο πλήρης εκφυλισμός της γυναικείας της υπόστασης.Κάπου εκεί,ανάμεσα στη φυτίνη και τη χλωρίνη,όπου εύρισκε ξέμπαρκο κιλό,το μάζευε και τόρριχνε πάνω της,όπως έρριχνε στη τσέπη της φόρμας της τα χαρτομάντηλα που σκούπιζε τη μύτη και τον ιδρώτα της.Την ίδια ώρα που ο Μάκης της, έρριχνε στις εσωτερικές τσέπες του σακκακιού του,τα τηλέφωνα της κάθε ΄Ολγας που τούπεφτε στο δρόμο.
Λάθη,λάθη,λάθη.

Και τι κάνουμε τώρα Αλεκάκι;
Αλλάζουμε προσανατολισμό.
Βρίσκουμε απασχόληση κι΄ενδιαφέροντα-μακρυά απ΄το ψυγείο-έξω απ΄το σπίτι.
Μια δική μου δουλειά,σκέφτηκε.Γιατί όχι;΄Ισως κάτι ,μαζί με τη Φαίη;Κι΄αυτή αργόσχολη είναι.
Λέμε στο Μάκη την αλήθεια,κι΄αποκαθιστούμε τη σχέση-όσο γίνεται.
Κρατάμε ,με νύχια και με δόντια,τα ογδόντα μας κιλά Αλεκάκι.
Πρέπει να σκεφτώ,αποφάσισε.Να οργανωθώ,Χρειάζεται προγραμματισμός.Πάνω απ΄όλα,χρειάζεται να ξεκουραστώ-να χαλαρώσω.

Το ίδιο βράδυ,ξεφούρνισε την ιδέα της στο Μάκη.
-Μάκη μουου ;;
-Πές το..
-Βρε Μάκη μου,μήπως μπορούμε να παρακαλέσουμε τη μαμά σου ναρθεί για καμιά δεκαριά μέρες τον Ιούλιο;
-Δεν πιστεύω στ΄αυτιά μου.Εσύ τη μάνα μου ούτε ζωγραφιστή –τι σ΄έπιασε τώρα;Την πεθύμησες;
-Λέω να πάω διακοπές σε κανένα νησί τον Ιούλιο.Ε! να μη μείνετε μόνοι.
-Μόνη σου δηλαδή;
-Ολομόναχη.
-Καλά,τι κουφό είναι πάλι αυτό-άκου διακοπές μόνη της!!Κανονίζουμε και πάμε μαζί άμα είναι.
-Μόνη μου θέλω να πάω Μάκη.΄Εχω ανάγκη να χαλάρώσω,να σκεφτώ.
-Τι να σκεφτείς βρε Αλέκα; Θα με τρελλάνεις εσύ..Τί να σκεφτείς;
-Εμάς Μάκη μου.Το μέλλον μας.Τη ζωή μας.
-Βρε μάνα μου,έλεος!!Τί έχει δηλαδή η ζωή μας;
-Ιλαρά ,αγάπη μου.Ιλαρά!!

Εκείνο το βράδυ,άργησε να την πάρει ο ύπνος.Με τα μάτια ορθάνοιχτα,καρφωμένα στο ταβάνι,άρχισε νοερά το μαγικό ταξίδι των διακοπών της.Κυκλάδες-εκεί θα πήγαινε.Είχε δει άπειρα ντοκυμαντέρ γα τις Κυκλάδες στην τηλεόραση κι΄άπειρες φορές είχε ευχηθεί,να μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι.Σ΄ένα μαγικό κυκλαδίτικο νησί θα ξανάβρισκε την ηρεμία της.Τον εαυτό της.Θα κολυμπούσε στο καταγάλανο Αιγαίο.Θάβλεπε τον ήλιο ν΄ανατέλλει και να δύει μόνο για κείνη.Θ΄άκουγε το τραγούδι της θάλασσας με το κορμί παραδομένο σε θεία ακινησία,πάνω στη ζεστή άμμο.
Χωρίς το Μάκη δίπλα της να της τη σπάει ,πάνω στο καλύτερο με κείνο το «πείνασα,βάλε μου να φάω».
Χωρίς τη γκρίνια της Αγγελικούλας,για την κόκκινη στέκα των μαλλιών της που δεν την εύρισκε πουθενά γιατί «αρπάζει το χέρι σου ότι βρεις,το χώνεις όπου σούρθει κι΄ύστερα δε θυμάσαι πού τόβαλες.Αμάν,βρε μαμά!!»
Χωρίς τα πρώιμα νευράκια του κανακάρη της που «πάλι ξέχασες να βάλεις το τζην μου στο πλυντήριο;Πού τόχεις το μυαλό σου ,βρε μάνα;»
Δέκα μέρες ολομόναχη σ΄ένα παράδεισο.Να μη βλέπει,να μην ακούει κανέναν.Μόνο την καρδιά της να χτυπά,ελεύθερη,ξαλαφρωμένη.Αυτό χρειαζόταν κι΄αυτό θα έκανε.
Αύριο θα μίλαγε με τη Φαίη για τα σχέδιά της,Για τις διακοπές και το μαγαζί.Δίπλα της ο Μάκης ,αναστέναξε ελαφρά μες΄τον ύπνο του.΄Απλωσε το χέρι της ,τράβηξε τα σκεπάσματα στην πλάτη του.Πέρασε ελαφρά το χέρι της στα μαλλιά του.
«Συγνώμη,που δε σε πήρα μαζί στο ταξίδι μου,απόψε»,του ψιθύρισε νοερά.
΄Υστερα,γύρισε στο πλάι,πέρασε το μπράτσο της στη μέση του κι΄έκλεισε τα μάτια .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου