Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ -ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ-ΕΚΔ.ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ 2010 ΚΕΦ.23


΄Αργησε να τον πάρει ο ύπνος.Οι τελευταίες κουβέντες του με την Αθηνά το προηγούμενο βράδυ,είχαν στοιχειώσει μέσα του.Τον βασάνιζαν..Δώδεκα χρόνια,είναι πολύς καιρός αλλά όχι τόσο πολύς  που να μη θυμάται κανείς –κι΄ο Νότης θυμόταν.
Θυμόταν όλ΄αυτά τα δώδεκα χρόνια και πονούσε.΄Ηταν φορές που πονούσε αβάσταχτα…
-«Μου λείπει-όσο ζω θα μου λείπει»..
-«Το ξέρω,Νότη μου-τόχω καταλάβει!.. Σ΄ευχαριστώ που δεν την ξέχασες.»
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι , με την ανάλαφρη ανάσα της Ματίνας πλάι του,με το σκοτάδι της κάμαρας σύντροφο στην αγρύπνια του,αναλογίστηκε τη ζωή του και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν,όπως είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν.
Να τη ξεχάσει!!Πώς μπορούσε να τη ξεχάσει..που μέσα στην καρδιά του,είχε ακόμα σφηνωμένη,τη σφαίρα που του έστειλε κατάστηθα  εκείνο το πρωί ,όταν γύρισε την πλάτη στην αγάπη που της ομολόγησε. «Τον αγαπώ» του είχε πει.Αγαπούσε το Δημήτρη Λιόντο-όχι εκείνον όπως είχε ελπίσει.Εκείνη η σφαίρα της άρνησής της,δεν σκότωσε την αγάπη του-σκότωσε όμως τη ζωή του..τα όνειρά του.Γύρισε στη μονάδα του ανταριασμένος,απελπισμένος.Μέχρι να γίνει ο γάμος,διατηρούσε μια αμυδρή ελπίδα –πως ίσως η Φανή ν΄άλλαζε γνώμη.Ν΄άφηνε το Λιόντο και να ερχόταν σε κείνον,τώρα που ήξερε πως την αγαπούσε.΄Όταν έμαθε πως ο γάμος έγινε,κατάλαβε πως τίποτε πια δεν υπήρχε  να τον κρατάει ζωντανό.Μαζί με τη Φανούλα,είχε χαθεί και το νόημα της ζωής του.Κλείστηκε στον εαυτό του.Οι γύρω του δεν τον αναγνώριζαν πια.Ακόμα και τις εξόδους του,τις περισσότερες φορές,τις περνούσε στο στρατόπεδο.Μέχρι που απολύθηκε,δεν πάτησε στο χωριό,ούτε για να δει τη μάνα του.Της τηλεφωνούσε μόνο αραιά και πού ,ίσα-ίσα για να της πει πως είναι καλά.Αυτό ήταν όλο.Καμιά αναφορά στη Φανή.Η Αριστέα όμως, «διάβαζε» στα λόγια και τα χρώματα της φωνής του, την απογοήτευσή του.Καταλάβαινε κι΄η ψυχή της μάτωνε. Ζωντανό,τον έκλαιγε το γιο της.
 «Θα τον χάσω» έλεγε στην Κασσιανή που κι΄εκεινής ο καϋμός δεν ήταν μικρότερος. «Εγώ την έχω κιόλας χαμένη Αριστέα μου.Δεν τους προλάβαμε.Αλλιώς τα λογαριάζαμε κι΄αλλιώς μας ήρθαν».
Μετά την απόλυσή του,αμπαρώθηκε στο σπίτι,με τη ψυχή αφυδατωμένη.Το μυαλό σκοτεινιασμένο.΄Έναν ολόκληρο μήνα, δεν τον είδε ανθρώπου μάτι.Δεν άκουσε φωνή ανθρώπου παρά μόνο τα κρυφά κλάματα και τα παρακάλια της μάνας του,να λυπηθεί τα νιάτα του,να συνέλθει και να συνεχίσει τη ζωή του.
΄Όταν άρχισε δειλά-δειλά να βγαίνει στον έξω κόσμο,άλλαξε και στέκι.Δεν ξανα-
πάτησε στου Αργεντίνου.Σύχναζε ο Λιόντος εκεί κι΄ο Νότης ήξερε πως αν τον πετύχαινε μπροστά του, ο ίδιος ο Θεός δεν θα τον γλύτωνε απ΄τα χέρια του.Για χατήρι της Φανούλας,καλύτερα να έμενε μακρυά.Είχε αρχίσει να μαθαίνει και τα μαύρα μαντάτα της,απ΄τη Ματίνα.Τυχαία είχαν συναντηθεί ένα απόγευμα που είχε
κατέβει στην πόλη,κι΄είχαν πιει μαζί ένα καφέ .Τότε πρωτόμαθε για τα βάσανά της αγαπημένης του-απ΄το στόμα της Ματίνας.
«Δεν περνάει καλά Νότη μου..Τη χτυπάει..Τη σακατεύει στο ξύλο ..κι΄είναι και έγκυος.»
Μαύρισε η ψυχή του.
-Και γιατί κάθεται Ματίνα;Γιατί δε σηκώνεται να φύγει;
-Πού να πάει!!Φοβάται..Ούτε στη μάνα της δεν ανοίγεται..Μόνο σ΄εμένα μιλάει..Τον
τρέμει Νότη μου..Εσύ δεν ξέρεις..Ο Λιόντος,είναι ικανός για όλα..»
 Τις νύχτες,τον έπαιρνε το παράπονο.Γι΄αυτό έκανε στην άκρη τη δική του αγάπη;Γι΄αυτό τον αρνήθηκε; Για να πέσει στα χέρια αυτού του «λύκου»;
Με τον καιρό οι καφέδες με τη Ματίνα,έγιναν συνήθεια.΄Ηταν η μόνη που εμπιστευόταν,που μπορούσε να της μιλάει ανοιχτά,να της ανοίγει την καρδιά του
χωρίς να φοβάται μήπως παρεξηγηθεί.Εκείνη τον καταλάβαινε.Δεχόταν τις πικρές εξομολογήσεις του ,σαν να ήταν η μάνα του.Μπροστάτης,δεν ντρεπόταν να κλάψει.Κάποια στιγμή,συνειδητοποίησε πως ακόμα κι΄η σκέψη πως η Φανή υπέφερε λίγα χιλιόμετρα μακρυά του,χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει,του έκανε κακό.Τον έρριχνε πιο βαθειά στην  απελπισία και την πίκρα.Αντέδρασε.Τα μάζεψε και πήγε
στην Αθήνα,στέλνοντας με τη Ματίνα,το τελευταίο μήνυμα αγάπης στη γυναίκα που λάτρευε. «Αν χρειαστεί οτιδήποτε,να με πάρει αμέσως στο τηλέφωνο.»Γράφτηκε σε μια ιδιωτική σχολή για λογιστικά,έτσι για νάχει ν΄ασχολείται με κάτι.Πάνω στο χρόνο,ξαναγύρισε στο χωριό.΄Επιασε δουλειά σ΄ένα λογιστικό γραφείο στην πόλη
και ξανάρχισε τους καφέδες με τη Ματίνα.Η σχέση τους δεν είχε ποτέ ερωτικές αποχρώσεις.Για το Νότη,ήταν η φίλη της Φανής ,άρα και δική του.Ούτε και σκέφτηκε ποτέ να ψάξει αν η νεαρή κοπέλα έκρυβε μέσα της γι΄αυτόν άλλα αισθήματα.Στις γυναίκες,είχε επιτυχία.Η προσωπική του ζωή δεν έπασχε-στο κάτω κάτω,άντρας ήταν..΄Εμενε όμως μακρυά από οποιαδήποτε δέσμευση κι΄άφηνε το χρόνο να τρέχει χωρίς να νοιάζεται΄Ηθελε νάναι ελεύθερος,διαθέσιμος αν κάποια στιγμή η Φανούλα τον καλούσε σε βοήθεια.΄Εξη χρόνια μετά το γάμο της, εκείνος ήλπιζε ακόμα.
Εκείνο το πρωί ,που η Ματίνα του τηλεφώνησε για να του ανακοινώσει την απόδραση της Φανής μαζί με τη μικρή Αθηνά,κάτι έσπασε μέσα του.Ούτε και σ΄αυτή την κρίσιμη στιγμή της ζωής της τον αναζήτησε.Λες και δεν υπήρχε γι΄αυτήν.Η Φανή,εκείνη την ημέρα δε βρέθηκε πουθενά.Ο Λιόντος την έψαχνε σαν τρελός. Συναντήθηκαν με τη Ματίνα,προβληματισμένοι κι΄οι δυο.Πού να είχε πάει;
Το συζήτησαν και συμπέραναν πως  μάλλον στην Λένια θα είχε καταφύγει ,στην
Αθήνα.Αργά το βράδυ,πήρε την απόφαση.Θα πήγαινε κι΄αυτός στην Αθήνα να τη βρεί,να σταθεί κοντά της,πριν την ανακαλύψει ο Δημήτρης..Το πρωί,τακτοποίησε τη δουλειά στο γραφείο  και κατά τις έντεκα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει..Δεν πρόλαβε.΄
΄Ηρθαν τα νέα για το φονικό που τον σκότωσαν για δεύτερη φορά…..Για δεύτερη
φορά,ο Λιόντος ,τον είχε νικήσει.
………..

Μιλούσαν με τη Ματίνα πίνοντας καφέ ένα απόγευμα,λίγους μήνες μετά το θάνατο της Φανής.Η κουβέντα τους,ίδια όπως κάθε φορά,φορτωμένη με πόνο, νοσταλγία
και μνήμες οδυνηρές..Ο Νότης ήταν ακόμα κομματιασμένος απ΄την τραγική απώλεια.
΄Ηταν η Ματίνα που τόλμησε ν΄ανοίξει το θέμα:
-Γιατί δεν κάνεις κάτι Νότη μου,να τον παλέψεις αυτό τον πόνο που έχεις μέσα σου;
Πού θα σε βγάλει όλη αυτή η θλίψη;…Κακό στον εαυτό σου κάνεις.
-Αυτός ο πόνος είναι μεγάλος Ματινάκι..Δεν παλεύεται κορίτσι μου.
-Παλεύεται Νότη..παλεύεται…φτάνει να κάνεις το πρώτο βήμα.Λένε πως ο παλιός ο έρωτας,γιατρεύεται μ΄έναν καινούργιο..Βρες μια κοπέλα ,αγάπησέ την,παντρέψου
την,βάλε τη ζωή σου σε μια σειρά...Η Φανούλα,έφυγε Νότη μου-δε θα γυρίσει πίσω.Πόσο ακόμα θ΄αντέξεις σ΄αυτή τη δυστυχία;
Την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
-Τρελλάθηκες Ματίνα;Τι΄ναι αυτά που λες;΄Εχω εγώ μυαλό,έχω καρδιά να κοιτάξω
γυναίκα;Δε βλέπεις τι γίνεται;Στεγνωμένος είμαι Ματινάκι..όλα μέσα μου πεθαμένα.
Και πες πως εγώ,το παίρνω απόφαση.Ποια γυναίκα θα σταθεί δίπλα μου;Ποια γυναίκα μπορεί να μοιραστεί το βάρος που σηκώνω;Ποια γυναίκα μπορεί να ζήσει μ΄έναν άντρα,ξέροντας πως σ΄όλη του τη ζωή θα υποφέρει με την ανάμνηση μιας άλλης αγάπης;
-Εγώ,Νότη.
Νόμισε πως δεν άκουσε καλά.Γύρισε και την κοίταξε σαστισμένος.
-Τι είπες Ματίνα;
-Εγώ μπορώ,Νότη μου,επανέλαβε απορώντας κι΄η ίδια με την τόλμη της.Μπορώ να μοιραστώ τον πόνο σου γιατί πονάω κι΄εγώ.Μπορώ ν΄αντέξω την ανάμνηση της Φανούλας γιατί κι΄εγώ θα την κουβαλάω μέσα μου, μέχρι να πεθάνω.Την αγαπούσα.
Δεν θα σε ρωτήσω ποτέ γιατί πονάς γιατί θα πονάω κι΄εγώ μαζί σου.Δε θα σε ρωτήσω ποτέ γιατί τη θυμάσαι,γιατί κι΄εγώ θα τη θυμάμαι.΄Όταν κλαις ,θα κλαίω κι΄εγώ μαζί σου γιατί εγώ ξέρω Νότη μου.Ξέρω τι πέρασες και τι περνάς.Σ΄αγαπάω κι΄ας μην τόχεις καταλάβει κι΄επειδή σ΄αγαπάω μπορώ να τ΄αντέξω όλα,Νότη .
΄Ενιωσε κάτι ζεστό να πλημμυρίζει το στήθος του.Σαν ν΄άρχισε να λειώνει εκείνος ο πάγος που πάγωνε την καρδιά του.
΄Εσκυψε,την αγκάλιασε πνιγμένος από συγκίνηση και την κράτησε κοντά του,όπως τότε πάνω απ΄το φέρετρο της Φανής.΄Εγινε η παρηγοριά του κι΄ύστερα η αγάπη του,η γυναίκα του ,η Ματίνα του.Μόνο που η Φανούλα,ήταν πάντα μέσα του.Φευγάτη αλλά πάντα εκεί.Κρυμένη πίσω απ΄την κάθε μέρα,την κάθε νύχτα του.Πάντα εκεί..
Πώς να τη ξεχάσει;
« ΄Οσο ζω ,θα μου λείπει» ,είχε πει στην Αθηνά κι΄ήταν η αλήθεια του-η καθαρή αλήθεια που δεν κατάφερε ποτέ να  κρύψει απ΄τον εαυτό του.

***
Η Αθηνά,έστρωσε το κοριτσίστικο κρεβάτι της Φανής,κι΄άνοιξε το παράθυρο.Η μα-
τιά της,μέσ΄απ΄τα πυκνά κλαδιά της ακακίας,άγγιξε το νυχτερινό ουρανό.Σκούρο
βελούδο,κεντημένο με μυριάδες άστρα που λαμπίριζαν,σαν ολόχρυσα, μικρά  κεντίδια.
΄Εμεινε για λίγα λεπτά,εκεί, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο,μαγεμένη απ΄την απόλυ-
τη γαλήνη της νύχτας.Το φως,στη διπλανή αυλή,άναβε ακόμα.΄Εκλεισε τα παραθυρόφυλλα και πήγε στην κουζίνα.Οι προμήθειες που η προνοητικότητα της Ματίνας,είχε αραδιάσει στο τετράγωνο τραπέζι,λίγη ώρα πριν,την έκανα να χαμογελάσει.΄Όλα τα σκεφτόταν αυτή η γυναίκα.
-Κάτι για να σου βρίσκεται,μήπως και πεινάσεις αργότερα,της είχε πει.Το πρωί,όμως,σε περιμένουμε για τον καφέ.

΄Εφτιαξε ένα ζεστό τσάι και το πήρε μαζί της στο δωμάτιο.Ακουμπισμένη στ΄αφράτα μαξιλάρια,έβγαλε απ΄τη τσάντα της το χοντρό,άγραφο τετράδιο που της είχε δώσει η Φανούλα και το στυλό της-δώρο του Αντώνη.
-Τι το θέλεις,το τετράδιο;-την είχε ρωτήσει,περίεργη η μικρή.
-Για ημερολόγιο,Φανή μου..
-Α!Ξέρω!Θα γράφεις όσα κάνεις κάθε μέρα ,ε;
-Ακριβώς!
-Δεν πιστεύω να μη γράψεις και για μένα;
-Θα το σκεφτώ..

Στην πρώτη σελίδα,έβαλε τ΄όνομά της. «Αθηνά Λιόντου».
΄Όταν γύρισε στη δεύτερη σελίδα,παραιτήθηκε.Της ήταν εντελώς αδύνατο,να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά και να ξεκινήσει να γράφει.΄Οσα είχε νιώσει,όσα είχε πει κι΄είχε ακούσει τις τελευταίες δυό μέρες,ήταν ακόμα νωπά,επώδυνα,μπερδεμένα ,στο μυαλό και τη ψυχή της.Αταξινόμητα. «Αύριο!-αποφάσισε.Το ξεκινάω ,αύριο».
Τακτοποίησε τα μαξιλάρια,έσβυσε το φως δίπλα της κι΄απλώθηκε κάτω απ΄το δροσερό ,φρέσκο σεντόνι που μοσχομύριζε λεβάντα.Της άρεσε,αυτή η αυτονομία της. «Είμαι στο σ π ί τ ι μου! Στο δ ι κ ό μου σπίτι!»Ούτε κατάλαβε, πότε την πήρε ο ύπνος.
Εκείνη τη νύχτα,οι «ταξιδεμένες» ψυχές, της Κασσιανής,του Μανώλη και της Φανής,
γλύστρησαν απ΄τις κορνίζες τους πάνω απ΄το τζάκι και περιδιάβασαν για ώρες τα όνειρά της-πότε σκεπάζοντάς την με τις αέρινες σκιές τους,πότε φιλώντας την με χείλη άϋλα και πότε σιγοψιθυρίζοντας τ΄όνομά της,με γλυκόλογα και καλωσορίσματα.
Το πρωϊ,ανοίγοντας τα μάτια,είδε το φως στο κομοδίνο της αναμένο.Τα όνειρα,δεν τα θυμόταν.Θυμόταν όμως πως πριν κοιμηθεί είχε σβύσει το φως!Η Ματίνα,όταν της τόπε απορημένη,δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται:
-Θα σε πήρε ο ύπνος και δεν πρόλαβες να το σβύσεις.Δε χάλασε ο κόσμος!
-Το έ σ β υ σ α ,Ματίνα-είμαι σίγουρη!
-Μήπως σηκώθηκες τη νύχτα για την ανάγκη σου κι΄όπως ήσουν μισοκοιμισμένη,ξέχασες να το ξανασβύσεις;
-΄Όχι,σου λέω!Ούτε που κουνήθηκα όλη νύχτα!!
-Ε!Και τότε,τι έγινε,βρε Αθηνά μου;Ξανάναψε μόνο του;΄Η τ΄άναψε κανένα φάντασμα;Απ΄ό,τι ξέρω,φαντάσματα δεν έχει το σπίτι!

Ξανάφερε στο νου της,το πρόσωπο της Φανής ,μπλεγμένο στα κλαδιά της ακακίας
κι΄ανατρίχιασε..
-Μπορεί και νάχει,μονολόγησε –τόσο σιγά που η Ματίνα δεν την  άκουσε.
-΄Αντε φάε και πιες το καφεδάκι σου.Δεν είναι να πάτε στην Ελένη σήμερα;
-Θα πάμε…



   


Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ -ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ



Ο Σταύρος στη ζωή μου.

΄Όταν τέθηκε το θέμα του πού θα μέναμε μετά το γάμο,η Ελευθερία είχε έτοιμη την πρόταση.
-Δε ξέρω τι θα κάνετε μετά,αφεντικά είστε αλλά νομίζω πως για τον πρώτο καιρό καλό θα είναι,να μείνετε στο σπίτι μαζί μου.Το παιδί εκεί έχει συνηθίσει μέχρι τώρα
και θαρρώ ,δε θάναι καλό γι΄αυτό να φύγει απότομα από κοντά μου και να βρεθεί σ΄ένα καινούργιο περιβάλλον με τη Βέρα που δεν πρόλαβε καλά-καλά να τη γνωρίσει.
Λέω,να μείνουμε για ένα διάστημα όλοι μαζί,να μη φύγει ξαφνικά απ΄το χώρο του και μετά,βλέπετε τι θα κάνετε.
Συμφωνήσαμε όλοι με τη γνώμη της.Δεν ξέραμε ότι ήδη απ΄το Γεννάρη,η μαμά,με τη βοήθεια του Ραγκιαβή,διαπραγματευόταν ένα διαμέρισμα στην Κηφισίας,λίγο πιο πάνω απ΄την Αγία Τριάδα.Μας το ανακοίνωσε πάνω στη συζήτηση.
-Πάμε και το βλέπετε κι΄αν σας αρέσει,θα πούμε του Θέμη να ετοιμάσει τα συμβόλαια.Θα χρειαστεί κανένα δίμηνο ώσπου να το ετοιμάσουμε,οπότε μένετε αυτό το διάστημα με την Ελευθερία κι΄όταν ετοιμαστεί μετακομίζετε…
Ο Χρήστος ξαφνιάστηκε κι΄η Ελευθερία το ίδιο.
-Τι λες Παολίνα μου,ετοιμάζεσαι ν΄αγοράσεις διαμέρισμα για μας;(Το «μητέρα» η Παολίνα του τόχε ξεκόψει απ΄την αρχή-μου πέφτεις μεγάλος για γιος,του είπε γελώντας,την πρώτη φορά που δοκίμασε να την αποκαλέσει έτσι).
-Χρήστο μου,κόρη παντρεύω –δε θα την προικίσω;Πού το παράξενο;
Πήγαμε λοιπόν και το είδαμε.Στον τέταρτο όροφο,καινούργιο,άνετο,καλοβαλμένο με θέα στη Λεωφόρο.Μας άρεσε.Προχώρα το,είπα στη μαμά.
Το βράδυ,όπως χουζουρεύαμε αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι του Πωλ,μου το πέταξε.
-Ματσωμένη η Παολίνα,έτσι μωρό μου;-Δε μου τάπες αυτά..
-Τι δεν σου είπα Χρήστο μου;
-΄Ότι το φυσάτε το παραδάκι μανάρι μου..
-΄Ό,τι μας άφησε ο μπαμπάς,αγάπη μου-αυτό είν΄όλο..
-Δηλαδή ,να υποθέσω ότι έχεις και δικά σου λεφτά;
-Κάτι έχω κι΄εγώ-το μερίδιό μου δηλαδή..
-Κοίτα ρε,που παίρνω πλούσια γυναίκα και δεν τόξερα…
-Αν τόξερες δηλαδή τι θα έκανες Χρήστο μου;
-΄Ότι κάνω και τώρα μωρό μου..
΄Επεσε πάνω μου σαν πεινασμένος κι΄εκεί,έκλεισε η κουβέντα.


Μια βδομάδα μετά το γάμο μας,ο Χρήστος είχε προγραμματισμένο,επαγγελματικό ταξείδι στο Μιλάνο.΄Ένα δεκαήμερο,μου είπε.Θάρθεις μαζί-ευκαιρία για ένα γρήγορο
Μήνα του μέλιτος.Την ημέρα όσο εγώ θα τρέχω στους προμηθευτές,εσύ θα μπορείς να χαζεύεις τις βιτρίνες και να γυρίζεις στ΄αξιοθέατα.Εγώ τάχω δει τόσες φορές που τάχω σιχαθεί…Θα κάνεις και τα ψώνια σου…Τα βραδάκια όμως,δικά μας μανάρι μου.
-Να πας κόρη μου,πετάχτηκε η Ελευθερία.Δεν είναι σωστό να χωρίσετε δέκα μέρες,ακόμα δεν παντρευτήκατε..
-Κι΄ο Σταύρος μητέρα;
-Ο Σταύρος,θάναι μια χαρά..για δέκα μέρες δεν θα χαλάσει ο κόσμος.
Στενοχωριόμουν που θ΄άφηνα το παιδί.Είχε αρχίσει να δένεται μαζί μου-μήπως με ξεχνούσε μέχρι να γυρίσω;Απ΄την άλλη,η πρόκληση αυτού του ταξιδιού ήταν πολύ μεγάλη για να την αγνοήσω.Φύγαμε μια Δευτέρα πρωί ,τέλη Φλεβάρη,αεροπορικώς.
Το χειρότερο ταξείδι που έκανα στη ζωή μου και βέβαια για Μήνα του μέλιτος,ούτε λόγος να γίνεται.Βρέθηκα σε μια πόλη που δεν την ήξερα.΄Ομορφη αλλά απρόσωπη και παγωμένη.Πέρασα τις μέρες μου ,μόνη,χαζεύοντας άσκοπα στους μεγάλους δρόμους με τις φανταχτερές βιτρίνες ,προσπαθώντας ν΄ανακαλύψω μια ζεστή γωνιά
που θα την έκανα στέκι μου για όσο διάστημα απόμενε.Μάταια.΄Ενιωθα εγκαταλειμμένη στην τύχη μου,σε μια ξένη πόλη.Σκεφτόμουν συνέχεια τη Βερόνικα.Ευτυχώς μου είχε μάθει όσα ιταλικά χρειαζόμουν για να παραγγέλνω αξιοπρεπώς τον καφέ μου και κάτι να τσιμπήσω.Ο Χρήστος, εξαφανισμένος όλη μέρα.Δεν έπαιρνε ούτε τηλέφωνο –για να μην αναγκαστώ να κλειστώ στο ξενοδοχείο
περιμένοντας το τηλεφώνημά του ,έλεγε.Τις νύχτες,η αγκαλιά του ,ήταν πάντα ανοιχτή και πρόθυμη-μια ανάσα παρηγοριάς για ν΄αντιμετωπίσω την επόμενη μοναχική μέρα μου.Το Σαββατοκύριακο που μεσολάβησε,το περάσαμε στο Ξενοδοχείο-ήταν κομμάτια είπε,δεν είχε κουράγιο ούτε να σηκωθεί απ΄το κρεββάτι.
Ωραίος μήνας του μέλιτος!Χίλιες φορές καλύτερα,να είχα μείνει στην Αθήνα.
-Σούχω κάτι μοντέλλα  στα κιβώτια που θα ξετρελλαθείς,μου είπε στο αεροπλάνο της επιστροφής.
-Πού είναι τα κιβώτια;
-΄Ελα βρε μανάρι μου,θα τα στείλουν με φορτωτική-εμείς θα τα φορτωνόμασταν;
Σωστά-μέσα στην τόση μοναξιά είχε αρχίσει να νερουλιάζει και το μυαλό μου.
΄Όταν,γυρίζοντας σπίτι,έσφιξα στην αγκαλιά μου το Σταυρούλη που έτρεξε ξεφωνίζοντας να με υποδεχτεί,ευχαρίστησα το θεό που αυτό το «ανεπανάληπτο» ταξείδι του μέλιτος είχε τελειώσει.
΄Ένα μήνα μετά,λίγο πριν το Πάσχα,μεταφερθήκαμε στο καινούργιο διαμέρισμα.
-Α,εδώ θα μένω εγώ,όταν θάρχομαι να φυλάω το Σταυράκη,δήλωσε η Ελευθερία μόλις είδε το μικρό,φωτεινό δωμάτιο ,ακριβώς δίπλα στο παιδικό.
-Βρε μητέρα,στη σκέψη μου είσαστε-αυτό σκέφτηκα κι΄εγώ μόλις το είδα.Θα σας το φτιάξω,κουκλίστικο,έννοια σας.
Η πεθερά μου ήταν η μοναδική εναλλακτική,για τις φορές που θα θέλαμε να βγούμε βράδυ-ακόμα τότε,υπολόγιζα σε βραδυνές εξόδους,χωρίς τον ξενοδόχο!!Η Παολίνα που είχε ακόμα τις φοβίες της μετά το δυστύχημα,το είχε δηλώσει απ΄την αρχή-«εγώ,μέρα ό΄τι θελήσετε αλλά για βράδυα,ξεχάστε το.»
Ο Σταύρος,είχε αρχίσει να σχηματίζει τις δικές του λεξούλες,που μόνο παρακολουθώντας το βλέμμα του μπορούσα να τις καταλάβω.΄Ηταν ένα χαρούμενο,γελαστό παιδάκι.Καλόβολο,τρυφερό-«δός μου ένα φιλάκι» τούλεγα.
Μ΄αγκάλιαζε τότε απ΄το λαιμό και κόλλαγε με δύναμη το στοματάκι του στο μάγουλό μου,δαγκώνοντάς το-αυτό ήταν το φιλάκι του.Για καιρό,ένιωθα διαρκώς ένα κόμπο στο λαιμό,απ΄το άγχος μου να προλάβω κάθε του ανάγκη,να προλάβω το κλάμα του,να του δώσω αγάπη.Σιγά –σιγά η καρδιά μου ,άρχισε να βρίσκει μόνη της το δρόμο-χωρίς να χρειάζεται να σκεφτώ,να υπολογίσω κινήσεις .΄Αρχισε να με οδηγεί το ένστικτο.΄Όταν ανέβαινε δίπλα μου στον καναπέ κουβαλώντας το βιβλιαράκι του με τις εικόνες για να του διαβάσω, δε χρειαζόταν να σκεφτώ για ν΄απλώσω το χέρι μου και να τ΄αγκαλιάσω .΄Όταν το βράδυ ,την ώρα που το έβαζα στο κρεββατάκι του για ύπνο έσκυβα να το φιλήσω και να σιγουρέψω τα σκεπάσματα γύρω απ΄το κορμάκι του,η γλύκα που ένιωθα μέσα μου,μου τόλεγε:ήταν ο γιος μου.
Δεν τον είχα γεννήσει εγώ αλλά τον ένιωθα κομμάτι απ΄τη σάρκα μου.Σκεφτόμουν συχνά τη Μαρία με τρυφερότητα.΄Εφυγε τόσο νωρίς κι΄έχασε τόσα πολλά.Κάποια στιγμή,στο μέλλον,όταν θα μπορούσε να καταλάβει κάποια πράγματα,θα έβαζα μια φωτογραφία της σε μια γωνιά του δωματίου του και θα τούλεγα πως εκείνη,η Μαρία ήταν η γυναίκα που το διάλεξε για παιδί της κι΄άνοιξε το δρόμο για να φτάσει σε μένα.΄Αλλωστε,κι΄η ταυτότητά του όταν θα μεγάλωνε,αυτό θα έγραφε:του Χρήστου και της Μαρίας..Μια απ΄τις πολλές φορές που έκανα αυτή τη σκέψη,έμεινα ξαφνικά σύξυλη.Ποια ταυτότητα ηλίθια;Απ΄το πρώτο του Ενδεικτικό του Χρήστου και της Μαρίας θα είναι.΄Ο,τι έχεις να πεις,θα το πεις πριν πάει Σχολείο κι΄αρχίσει να διαβάζει μόνος του ,αλλιώς θα βρεθεί ξαφνικά με δυο μαμάδες,που δεν θα ξέρει πώς να τις βολέψει στο μυαλουδάκι του.Θα το συζητούσα με το Χρήστο-είχαμε καιρό..

Οι πρώτοι μήνες της έγγαμης ζωής μου κύλησαν ομαλά.Τίποτε το συναρπαστικό,πέρα απ΄την πραγματικά συναρπαστική παρουσία του παιδιού και τις μικρές εκπλήξεις που μας επεφύλασσε μέρα με τη μέρα.Κόντευε δυόμισυ κι΄είχε αρχίσει ν΄αραδιάζει τις πρώτες του κουβεντούλες.΄Ένα μεσημέρι ,έβαλα στο τραπέζι το πιάτο με το φαγητό του-«έλα στη μαμά να φάμε το φαγάκι μας»του φώναξα,όπως έκανα πάντα.΄Ετρεξε κι΄έπεσε πάνω στα γόνατά μου,ψελλίζοντας «μα-μά».Τρελλά-
θηκα απ΄τη χαρά μου.Ξαναπέστο αγάπη μου,του είπα «μαμά»-«μαμά» επανέλαβε γελώντας.Η αρχή είχε γίνει.
Με το Χρήστο ,δεν είχα πρόβλημα.Μόνο το θέμα της δουλειάς του με είχε ενοχλήσει λιγάκι.Σχεδόν κάθε βράδυ είχε κι΄από μια συνάντηση επαγγελματική,συνήθως κανονισμένη τελευταία στιγμή .Ακόμα κι΄αν ήθελα να πάω μαζί του,πού να ξεσηκώναμε την Ελευθερία δέκα κι΄έντεκα η ώρα νάρθει να φυλάξει το παιδί-έβγαινε μόνος του.Είχα σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να βγαίνεις βράδυ με τον άντρα σου για διασκέδαση.Ερχόταν σχεδόν πάντα ξημερώματα,βρωμοκοπώντας ουίσκυ και καπνό απ΄τα τσιγάρα.Καμιά φορά ,περνούσε και βδομάδα ,χωρίς να μ΄αγγίξει-«κουρασμένος,πτώμα».Δεν πήγαινε ο νους μου στο πονηρό.΄Ημουν πολύ αφελής ακόμα-τον πίστευα.
-Δουλεύεις πολύ Χρήστο μου, του παραπονέθηκα ένα πρωί την ώρα του καφέ.
-Τι να σου κάνω μανάρι μου;Δεν βγάζεις και κανένα φράγκο απ΄την τράπεζα ν΄ανοίξω μια δική μου δουλειά..
-Αφού έχεις τη δουλειά σου…
-Ποια δουλειά,την αποθήκη; ΄Ένα δικό μου μαγαζί χρειάζομαι ,να πουλάω μόνος μου αυτά που κουβαλάω απ΄έξω κι΄όχι να κυνηγώ τους εμπόρους να τ΄αγοράσουν.Αυτά τα πράγματα όμως,χρειάζονται κεφάλαιο κι΄εγώ δεν τόχω-κατάλαβες αγάπη μου;

Η Παολίνα κλώτσησε άγρια.
-Δεν κατάλαβα!΄Εχει μια σπιταρώνα και κάθεται,θέλει να του ανοίξεις και μαγαζί;
-Μαμά μου,το σπίτι δεν του το δώσαμε,δικό μου είναι.Τώρα ,για το μαγαζί ,έχει ένα δίκηο.Πάει –έρχεται και κουβαλάει  και τρέχει πίσω απ΄τους άλλους για να διαθέσει αυτά που φέρνει.Αν έχει ένα δικό του μαγαζί,θα διπλασιάσει τα κέρδη του.Για το καλό θάναι,δεν το καταλαβαίνεις;΄Άλλο να πουλάς χονδρική κι΄άλλο λιανική…
-Τι να σου πω Βέρα μου-αυτό που ακούω δεν μ΄αρέσει-(σάμπως άρεσε σε μένα;Το ποίημα που μούχε μάθει έλεγα).Δεν μ΄αρέσει καθόλου.Πολύ νωρίς άπλωσε το χέρι του.Είναι όμως άντρας σου-εσύ τον ξέρεις καλύτερα.Αν το βλέπεις σωστό,πάρε το
Ραγκιαβή και συνεννοήσου.Ενήλικη είσαι,παντρεμένη γυναίκα είσαι πια-κάνε όπως νομίζεις.
Μέσα σ΄ένα μήνα,άνοιξε το κατάστημα στην Πατησίων.Το γέμισε με το εμπόρευμα που ήδη υπήρχε στην αποθήκη.Ο Χρήστος ήταν ενθουσιασμένος.
-Αγάπη μου ,σε λατρεύω.Αυτό που έκανες για μένα δεν το περίμενα-δε θα τόκανε ούτε η ίδια μου η μάνα.Σ΄ευχαριστώ.
Είχε ξαναγίνει ο Χρήστος που ήξερα,με τις ξαφνικές αγκαλιές και τα φιλιά,με τα «αγάπη» και τα «μωρό μου».Ξαναθυμήθηκε τον παθιασμένο τρόπο που μου έκανε έρωτα.΄Αξιζε τον κόπο-εκείνος ο Χρήστος με τις μπηχτές,τα μούτρα,τα νεύρα και τις συνεχείς βραδυνές εξόδους δεν ήταν ο άντρας που είχα ερωτευτεί.Κρατούσε το μαγαζί με μεγάλη συνέπεια.Οι δουλειές πήγαιναν καλά.΄Εκανε σχέδια για το επόμενο ταξείδι του «θα πάω μια βόλτα στο Λονδίνο» μου πέταξε μια μέρα.΄Εχουν ωραία μόδα εκεί απ΄ότι ακούω.Τί Παρίσι και τι Μιλάνο.Τα εγγλέζικα ρούχα έχουν πέραση τώρα-αυτά ζητάνε οι γυναίκες.Να πάω κι΄εγώ ,δεν το συζητούσα.Δεν θ΄άφηνα το παιδί με κανένα τρόπο-άλλωστε ήταν λίγες μέρες τώρα που δεν ένιωθα στα καλά μου.
Σηκωνόμουν το πρωί κι΄έτρεμαν τα πόδια μου.Ο πονοκέφαλος με θέριζε κάθε τόσο.
Μια αδυναμία που δεν μπορούσα να την εξηγήσω.Ανησύχησα-άρπαξα κανένα κρυολόγημα,καμιά ίωση καλοκαιριάτικα;Η πρώτη μου σκέψη,πήγε στο παιδί.Να μην το κολλήσω.Απέφευγα να το φιλώ όταν το είχα στην αγκαλιά μου.΄Ένα πρωί ,σηκώθηκα και δεν μπορούσα να σταθώ όρθια απ΄τη ζαλάδα.΄Ενιωσα να με λούζει κρύος ιδρώτας.Πήρα τηλέφωνο την Ελευθερία.
-Μητέρα,δεν έρχεστε από δω σας παρακαλώ-δεν νιώθω στα καλά μου.
-Τι έχεις κόρη μου,τι αισθάνεσαι;
-Δεν ξέρω ,μάλλον καμιά ίωση θάναι.
Αχαρνών-Κηφισίας δεν είναι μακρυά.Μισή ωρίτσα της πήρε.
Με το που της άνοιξα την πόρτα με το Σταυράκη πίσω μου,έβαλα τη χούφτα στο στόμα κι΄έτρεξα στο μπάνιο.΄Ισα που πρόλαβα.Εμετός.Τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά απ΄ότι είχα υπολογίσει.
΄Όταν βγήκα,άσπρη κι΄ιδρωμένη,χαμογελούσε με το παιδί στα γόνατά της.
-΄Εκανες εμετό Βέρα μου;Με το καλό να το δεχτούμε κορίτσι μου.
-Τι να δεχτούμε μητέρα;
-Το αδερφάκι του Σταύρου μας.Παιδί περιμένεις κόρη μου-δεν το κατάλαβες;
Παιδί;Τα είχα χαμένα.Ούτε που είχε πάει το μυαλό μου.
Θα πάρω το μικρό στο σπίτι,να μπορέσεις να ξεκουραστείς. Πρωινή ναυτία είναι.
Θα σου φτιάξω ένα τσαγάκι και θα ξαπλώσεις κούκλα μου.Το απόγευμα,αν νιώσεις καλύτερα,έρχεται ο Χρήστος και παίρνει το παιδί,αλλιώς,αύριο.
΄Επεσα στο κρεβάτι κι΄έκλεισα τα μάτια γιατί το δωμάτιο γύριζε.Νόμιζα πως είχα ξαπλώσει πάνω σε στρώμα θαλάσσης,σε μέρα τρικυμίας. Κοιμήθηκα.Ξύπνησα απ΄τη φωνή του Χρήστου.
-Βέρα,μωρό μου; Τι έχεις αγάπη μου ;Πού είναι το παιδί;
Σηκώθηκα με κόπο.΄Ενιωθα κάπως καλύτερα.
-Στη μητέρα σου Χρήστο μου-δεν ένιωθα καλά κι΄ήρθε και το πήρε..
-΄Αρπαξες καμιά ίωση μάλλον.
-Μάλλον.
Το απόγευμα,μόλις ο Χρήστος έφυγε για το μαγαζί,χτύπησα το κουδούνι δίπλα στην πρώτη πινακίδα με τ΄όνομα  γυναικολόγου που βρήκα μπροστά μου.
-Συγχαρητήρια κυρία Μάρκου,μου είπε μετά την εξέταση.Είστε ήδη στον τρίτο μήνα της κύησης.
΄Εφυγα απ΄το ιατρείο του ,με φτερά στα πόδια.Σκεφτόμουνα το Χρήστο και τη χαρά που θα ένιωθε.-Θέλω να κάνω παιδιά μαζί σου,μου είχε πει.Να τα δω να μεγαλώνουν
όσο είμαι ακόμα νέος.
Φρεσκαρίστηκα,έφτιαξα ένα τσάι παγωμένο-τέρμα οι πολλοί καφέδες και το τσιγάρο-και στρώθηκα να τον περιμένω.Πώς θα του τόλεγα;
Αγάπη μου ,είμαι έγκυος- όχι,είναι βαρύγδουπο και συνηθισμένο..
Μωρό μου,σε λίγο θα γίνουμε τρεις ,είχα διαβάσει κάπου-γελοίο,άλλωστε εμείς θα γινόμασταν τέσσερεις,όχι τρεις.
Χρήστο μου,περιμένω παιδί-πολύ λαικό…αποκλείεται.Πρέπει να βρω κάτι πιο πρωτότυπο να του πω.
Αγάπη μου σε λίγους μήνες θα γίνεις πατέρας,μήπως;-πολύ μελοδραματικό.
Πώς θα τόλεγα αν ήμουν ηρωίδα μυθιστορήματος;Λατρεία μου,μέσα μου μεγαλώνει ένα κομμάτι από σένα!!!Α! ρε Βέρα,σημασία έχει το νέο κι΄όχι ο τρόπος που θα το πεις.΄Ασε νάρθει-κι΄ότι σου κατέβει εκείνη την ώρα.
Τηλεφώνησα στην πεθερά μου.Πήγα στο γιατρό της είπα-δίκηο είχατε.΄Εκανε τρελλές χαρές.Το παιδί θα το κρατήσω γι΄απόψε είπε ,αφού καταλάγιασαν οι εκρήξεις χαράς.Μείνετε να τα πείτε με τον άντρα σου κόρη μου.Στο φέρνω αύριο.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ -ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ



Η πρώτη μέρα 2

Η πρώτη μέρα της ζωής της αδερφής μου ήταν μια λαμπερή,ηλιόλουστη αλλά κρύα μέρα του Φλεβάρη.Με τον ερχομό της μου έκανε και το πρώτο της δώρο.Εκείνη τη μέρα δεν πήγα σχολείο.Ο μπαμπάς αποφάσισε ότι έπρεπε να μείνω στο σπίτι και να γιορτάσω με την υπόλοιπη οικογένεια την άφιξη του νέου μέλους της.΄Άλλο που δεν ήθελα..Το αγαπούσα το σχολείο αλλά η γλυκειά αναστάτωση του σπιτιού εκείνο το πρωινό μου άρεσε.Εξάλλου ήθελα να δω και το μωρό.Από την κουζίνα ερχόταν η ευωδιά της κότας που έβραζε στην κατσαρόλα της Ελένης-να φάει η λεχώνα λίγη σουπίτσα να στηλωθεί.Η νονά μου που είχε καταφθάσει πρωί-πρωί για να μας παρασταθεί έστρωνε ήδη το τραπέζι κι΄εμείς μαζεμένοι γύρω απ΄το μπαμπά περιμέναμε τη μεγάλη στιγμή.H Σωρονιάτισσα,αρχοντοκόρη στα νιάτα της νονά μου,ήταν μια γλυκειά γυναίκα,λίγο πάνω απ΄τα πενήντα,παντρεμένη απ΄τα 18 της με το σεβαστό δημοδιδάσκαλο και βιβλιοπώλη νονό μου.Φίλοι καρδιακοί των γονιών μου από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους στο νησί.Δεμένοι με διπλή κουμπαριά με την οικογένεια αποτελούσαν σχεδόν προέκτασή της.Τούς λογαριάζαμε συγγενείς μας-κι΄αυτούς και τα τρία παιδιά τους,δυο κόρες κι΄ένα γιό.Ο νονός ,πάντα λιγομίλητος και αυστηρός αλλά χρυσός άνθρωπος.Αυτός μούμαθε τα πρώτα γράμματα πριν καλά-καλά πάω σχολείο.Η νονά, με τα ελαφρά γκριζαρισμένα μαλλιά της πάντα τυλιγμένα με επιμέλλεια στο πομπάρι που δεν αποχωριζόταν ποτέ,με τους δαντελένιους γιακάδες πάνω στα σκουρόχρωμα συνήθως φουστάνια της,γλυκομίλητη κι΄ευγενική,
αληθινή αρχόντισσα.Αγαπούσε τη μαμά σαν νάταν πραγματική της κόρη.
Τώρα ,απλώνοντας τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα στο τραπέζι,σχολίαζε τον ερχομό της αδερφής μου,ρίχνοντας ματιές γεμάτες περίσκεψη προς τη μεριά του μπαμπά.
-Ε, κουμπάρε,έκαμες και το τέταρτο,καλορίζικο και καλοζώϊτο νάναι,φτάνει σας πιο.
Καλά είναι τα παιδιά αλλά θέλουν και το φαίν΄τους και ρούχα και παπούτσια ,θέλουν και τα γράμματά τους.Πού θα τα προκάμεις κακόμοιρε;
-Καλά νάμαστε κουμπάρα μου κι΄έχει ο θεός.Αυτός που τάστειλε,θα βάλει και το χέρι του.
-Ο θεός τάστειλε κουμπάρε μου,δε λέω,αλλά πέ΄του να σταματήσει να στέλλει γιατί αν κάμει και σου στείλει ΄κόμα κανένα των παθώ΄σου τον τάραχο θα τραβήξεις.Εμείς με τρία  και΄ναστενάξαμε.Εν είσαι δα και κανένας που τάχει μπόλικα,καλλιτέχνης είσαι-σήμερα γελά,αύριο κλαίει.Λάβε τα μέτρα σου.
-Ο μπαμπάς,την άκουγε χαμογελαστός,κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι.Τέτοιες νουθεσίες δεν τις άκουγε για πρώτη φορά .Συνηθισμένος ήταν –και πολύ ευτυχισμένος για να χαλάσει τη ζαχαρένια του μέρα που ήταν.
Η Ελένη όμως που τόση ώρα ανακάτευε τα τζετζερέδια της αμίλητη,ξεσπάθωσε.
-Καλέ κυρά -΄Αννα τι τσαμπουνάς του κυρίου μου τόση ώρα;Εσένα θα ρωτήξει πόσα παιδιά θα κάμει;Μνήστητί μου Κύριε!
-Εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου.Δε σου πέφτει λόγος .Ορίστε μας!Ακόμα ν΄αυγοκόψεις τη σούπα;΄Ατε,τελείωνε.Γλωσσοκοπάνα!!

Καθίσαμε στο τραπέζι η σούπα σερβιρίστηκε καφτή και μυρωδάτη,προσγειώθηκε κι΄η πιατέλλα με το κοτόπουλο στη μέση του τραπεζιού.Αρχίσαμε να τρώμε λίγο ανόρεχτα.Περιμέναμε τα νέα από το μέτωπο.Ακόμα να ξυπνήσει το μωρό;Πότε θα το βλέπαμε επιτέλους;

Το άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας έφραξε απ΄τη μεγαλόσωμη φιγούρα με τη άσπρη ρόμπα,το κόκκινο μαντήλι με τις άσπρες βούλες δεμένο στα σκούρα περμανάντ μαλλιά,πάνω απ΄το βλογιοκομμένο πρόσωπο με τα κατακόκκινα χείλη.

Η Μαρία η μαμμή μπήκε φουριόζα.
-Α,τρώτε;Καλιόρεξη..

΄Απλωσε το χέρι και πήρε απ΄την πιατέλλα μια φέτα κοτόπουλο που την κατάπιε εν ριπή οφθαλμού.
-Παναγιά μου, ξενηστικώθηκα.
Βρε Ελενίτσα,πιάσε να χαρείς ένα ποτηράκι νερό…Α,μπράβο.Και στις χαρές σου.
Τη δροσιά του νάχεις…

- ΄Αντε κοπιάστε ,η μαμά σας περιμένει,
Μπουκάραμε στην κρεβατοκάμαρα σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο-αρκετή υπομονή είχαμε κάνει απ΄το πρωί.Στη μέση του μεγάλου κρεβατιού η μαμά σενιαρισμένη απ΄τα χεράκια της μαμής και γερμένη στα μαξιλάρια ,χαμογελούσε με το μωρό στην αγκαλιά.Τα δυο αγόρια,σαλτάρανε στο κρεβάτι να το δουν από κοντά.Η νονά,
έφτυνε την αδερφή μου σταυρώνοντάς την στον αέρα .Η Ελένη παίρνοντας αγκαλιά το μικρό μου αδερφό έσκυψε να δει κι΄αυτή το μωρό-κι΄έβαλε φωνή μεγάλη:
-Μάνα μάνα μάνα!Καλέ κυρία, αυτή έχει τον αδερφοδιώχτη-πάει τελείωσες,άλλο παιδί δεν κάνεις.
-Τι λες μωρή Ελένη,έσκουξε η μαμή παίζοντας αλαφιασμένη τα μάτια της απ΄τη μαμά στο μπαμπά.-Ω! που να φας τη γλώσσα σου ,γρουσούζα!!
-Ξέρω εγώ τι λέω!΄Εχει τον αδερφοδιώχτη-να!να! κι΄έδειξε με νόημα την κόκκινη δαχτυλιά στο κούτελο του μωρού.


Αυτή την κόκκινη δαχτυλιά την κουβαλούσε η αδερφούλα μου μέχρι που πήγε στο δημοτικό.Μετά ως δια μαγείας εξαφανίστηκε.Μόνο όταν συγχιζόταν ή ζοριζόταν στα κατοπινά χρόνια ο αδερφοδιώχτης έκανε ξανά την εμφάνισή του για λίγο-μετά πάλι χανόταν.Δεν ξέρω αν ήταν η βαθειά γνώση της Ελένης για τα «σημάδια» ,οι νουθεσίες της νονάς  που πιάσανε τόπο ή κάποια κομπίνα της μαμάς μου που είχε ελαφρώς μπουχτίσει να βαϊλίζει μωρά-δυο σε δεκατρείς μήνες,αλλά άλλο αδερφάκι δεν έφερε ο πελαργός.Η αδερφή μου ήταν η τελευταία της σειράς.


Θυμάμαι αυτό που μας έλεγε πάντα η καθηγήτρια της γυμναστικής στο Γυμνάσιο όταν στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς ετοιμαζόμασταν για τις γυμναστικές επιδείξεις με τους απαραίτητους δημοτικούς χορούς.
-Η πρώτη κι΄η τελευταία κρατάνε κλειστό τον κύκλο-και γι΄αυτές τις θέσεις διάλεγε πάντα τις καλύτερες.


΄Ετσι κι΄εμείς:η πρώτη κι΄η τελευταία βάλαμε στη μέση τα δυο αγόρια.Οι τέσσερεις μας κρατήσαμε τον κύκλο του χορού της ζωής μας κλειστό και «καλογραμμένο» κι΄έτσι πορευτήκαμε μέχρι την αποφράδα μέρα που ο κύκλος έσπασε.Η τελευταία έφυγε πρώτη.Δεν ήταν η σειρά της αλλά σ΄αυτό τον κόσμο σειρά δεν υπάρχει.Η μοίρα είναι που ορίζει και πράττει κατά τα κέφια της.Η μοίρα κι ο Θεός.



Εκείνη την όμορφη μέρα του Φλεβάρη όταν όλοι έφυγαν απ΄το δωμάτιο της μαμάς μετά την πρώτη γνωριμία με το μωρό,πλησίασα με τη σειρά μου στο κρεβάτι.Στην αγκαλιά της μαμάς η αδερφούλα μου χουρχούριζε σαν καλοταϊσμένο γατάκι.΄Ένα ροδαλό πλασματάκι-μικρότερο απ΄την κούκλα που πριν χρόνια μου είχε φέρει ο μπαμπάς από ένα ταξίδι του στην Ιταλία.Μ΄ένα κατάξανθο χνούδι στο κεφαλάκι,με τα ματάκια κλειστά και τις μικρές γροθιές σφιγμένες απολάμβανε την αγκαλιά της μαμάς τυλιγμένο στις κάτασπρες φασκιές.Αυτή την αγκαλιά εγώ τα τελευταία χρόνια την είχα κάπως στερηθεί εξ αιτίας των απανωτών αφίξεων.Πρώτα ο ένας αδερφός μου μετά ο άλλος  και τώρα η νεοφερμένη.Είχε καιρό να μείνει άδεια κι΄εγώ ήμουν πια μεγάλη για χαϊδολογήματα-μια αγκαλίτσα στα γρήγορα άντε και κανένα φιλάκι όταν η μαμά ήταν στις πολύ καλές της.Ζήλεψα λιγάκι.Φαίνεται πως κάτι στο ύφος μου έκανε τη μαμά να καταλάβει-άπλωσε το ελεύθερο χέρι της και με τράβηξε κοντά της.

-΄Ελα αγάπη μου ,έλα κάθησε κοντά μου.
Πέρασε το χέρι γύρω απ΄τους ώμους μου μ΄έσφιξε τρυφερά και με φίλησε.
Ακούμπησα το κεφάλι στο στήθος της ,πάνω απ τη μεταξωτή ροζ νυχτικιά της που μύριζε κολώνια λεμόνι κι΄ακούμπησα απαλά το χέρι μου στο ξανθό,χνουδωτό κε-
φαλάκι της αδερφής μου.
-Για πες μου,σ΄αρέσει το μωρό μας;
-Μ΄αρέσει καλέ μαμά αλλά γιατί κοιμάται συνέχεια;Ούτε τα μάτια της ανοίγει ούτε κλαίει-γιατί;
-Ε, κουράστηκε κι΄αυτή-ξέρεις τι ζόρι τράβηξε για να βγει στον κόσμο;Κάνε υπομονή κοριτσάκι μου-θα βαρεθείς να την ακούς να κλαίει.Περίμενε να πεινάσει και θα δεις….


Η μαμά μου είχε δίκηο.Απ΄το ίδιο κι΄όλας βράδυ το κλάμα της αδερφής μου συνόδευε τις μέρες και τις νύχτες μου,Πρίμο-σεγόντο με το κλάμα του μικρού μου αδερφού που θέλεις εκ συμπαθείας,θέλεις γιατί κάπου ένοιωθε πως του κλέβανε τα προνόμια θεωρούσε υποχρέωσή του κάθε που τσίριζε το μωρό να βάζει και κείνος τα κλάματα.’ Ετσι ξεκίνησαν αυτά τα δυο κι΄έτσι συνέχισαν.Με δεκατρείς μήνες διαφορά,ξανθά και γαλανά ,λες και βγήκαν απ΄το ίδιο καλούπι,μοιάζανε με δίδυμα καθώς μεγάλωναν.Πότε μ΄αγάπες και λουλούδια πότε με τσιρίδες και κλωτσοπατινάδες-όταν άρχιζαν οι αψιμαχίες η μαμά κι΄εμείς οι άλλοι τρομάζαμε να τους χωρίσουμε.Τζώρες και φωνακλάδες κι΄οι δυο αλλά στις φωτογραφίες χεράκι-χεράκι κι΄ο ένας να κοιτάει την άλλη-μια ζωή..


Η ζωή συνέχισε να κυλάει ανάμεσα σε μωρουδίστικα κλάματα ,μπουγάδες καθημερινές στο πλυσταριό,μυρωδιά από πράσινο σαπούνι και πάνες απλωμένες στα σκοινιά της αυλής σαν πανιά ιστιοφόρου.Η Ελένη να τρέχει και να μη φτάνει με τα μαγειρέματα και τα ταϊσματα κι΄η κυρά-Ανθή-μακρυνή ξαδέρφη του μπαμπά που έσπευσε για βοήθεια  στη θέση της Τσαμπίκας να μπαινοβγαίνει απ΄το πλυσταριό στην κουζίνα κατεβάζοντας ατελείωτα ποτήρια νερό με ζάχαρη για ν΄αντέξει την κούραση της μπουγάδας.Μ΄αυτά και μ΄αυτά πέρασε ένας χρόνος και γιορτάσαμε τα πρώτα γενέθλια της αδερφής μου.Με καρυδόπιτα και κρέμα βουτύρου-σπεσιαλιτέ της
μαμάς  για τέτοιες περιστάσεις.Εγώ χτύπησα τα έντεκα κι΄η μικρή μου αδερφή έγινε
το καινούργιο μου παιχνίδι,το καμάρι και η πρώτη μου πραγματική ευθύνη.Τον πρώτο μου αδερφό,το Μανώλη,δεν τον σήκωσα στη αγκαλιά μου μωρό.’Εγώ ήμουν πολύ μικρή,μόλις πέντε χρονών κι΄εκείνος πολύ βαρύς-πέντε κιλά βγήκε ο αθεόφοβος.
Με το δεύτερο,το Γιωργάκη,τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα.΄Ημουν πια σχεδόν εννιά κι΄εκείνος ένα λεπτεπίλεπτο ξανθό μωρουδάκι.Το πρώτο ξανθό,γαλανομμάτικο μωρό στην οικογένεια.Η πρώτη μου αδυναμία.΄Υστερα ήρθε η αδερφούλα μου.΄Όταν η μαμά μου την πρωτόβαλε στην αγκαλιά τυλιγμένη στους άσπρους χασέδες,είχε όσο να πεις και μια ανησυχία.
-Πρόσεχε μη σου πέσει!-
-Μη φοβάσαι καλέ μαμά,την κρατάω.
Από κει κι΄έπειτα μ΄εμπιστευόταν όλο και περισσότερο.΄Οσο η μικρή μεγάλωνε,τόσο πιο πολύ μου άρεσε ν΄ασχολούμε μαζί της.΄Εγινε η ζωντανή κουκλίτσα μου.Στο κεφαλάκι του Γιωργάκη δεν μπορούσα να δένω χρωματιστές κορδελίτσες,στο δικό της μπορούσα.Χτένιζα αλογοουρά τα ξανθά,μεταξωτά μαλλάκια της και να δεις που της άρεσε…καθόταν εκεί με τις ώρες να την πασπατεύω,αδιαμαρτύρητα,πετώντας τα μωρουδίστικα γελάκια της ευχαριστημένη μέχρι που η μαμά αγρίευε.
-Φτάνει πια παιδί μου,θα της μαδήσεις το κεφάλι…
Δεν της το μάδησα.Απλώς της πέρασα το παιδικό μου απωθημένο για την αλογοουρά .
Εγώ,με τα λίγα ,λεπτά μαλλιά μου δεν κατάφερα ποτέ να τη χαρώ.Εκείνη την υιοθέτησε.Πότε δεμένη ψηλά,πότε χαμηλά ,η αλογοουρά έγινε το αγαπημένο της χτένισμα.





ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ -ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007


ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ -ΕΚΔ.ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ 2010


ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ 1η παρουσίαση -Βιβλιοπωλείο ad libitum.


ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ -ΕΚΔ.ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ 2010


Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ -ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008


ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ -ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007

http://www.youtube.com/watch?v=n4LWLL5WLsA