Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


Ξαφνικά ,στην Ερμού


Τρεις Δεκεμβρίου,εικοσιδύο μέρες πριν τα ΧριστούγενναΣε δεκαπέντε μέρες,η μαμά θα γύριζε σπίτι.Στη διάρκεια του μήνα που έλειπε,τα νέα απ΄το τηλέφωνο ήταν όλο και πιο αισιόδοξα.Το χρώμα της φωνής της και το ύφος της,θύμιζαν όλο και περισσότερο την παλιά Παολίνα.Είχα στολίσει το δωμάτιό της για να την υποδεχτούμε-όπως είχα στολίσει κι΄όλο το σπίτι.Δεν θα την άφηνα με κανένα τρόπο,να μπει γυρίζοντας στο βαρύ κλίμα μιας πρόσφατης,οδυνηρής απώλειας.Είχα αντικαταστήσει τις κουρτίνες στη μπαλκονόπορτα κι΄είχα αγοράσει καινούργιο κουβρ-λι.Μια φωτογραφία της με το μπαμπά στόλιζε το τζάμι της τουαλέττας της.Μια φωτογραφία,απ΄αυτές που εμφάνισα,όταν λίγο πριν έρθει σπίτι απ΄το νοσοκομείο,βρήκα τα τέσσερα φιλμς μέσα στη τσάντα της.Είχα αποφασίσει ν΄ανοίξω τις βαλίτσες τους εκείνη την  ημέρα.΄Εβγαλα και κρέμασα στις ντουλάπες τα ρούχα που είχαν πάρει στο ταξείδι,ακόμα ποτισμένα απ΄τη μυρωδιά τους.Βρήκα τα κουτιά
και τις σακκούλες με τα δώρα που προορίζονταν για μας.Ανοίγοντας τη μεγάλη τσάντα της για να συγκεντρώσω τα χαρτιά τους που όπως μου είχαν πει απ΄τη γραμματεία του νοσοκομείου τα είχαν βάλει όλα σ΄αυτή τη τσάντα,έπεσα πάνω στο πορτοφόλι του μπαμπά και στα τέσσερα φιλμς.Τα έδωσα να τα εμφανίσουν στο γειτονικό φωτογραφείο.Πήρα τις φωτογραφίες όταν πια η μαμά είχε γυρίσει σπίτι.Δεν της τις έδωσα τότε και μου έκανε εντύπωση πως ούτε κι΄εκείνη τις αναζήτησε.Τί να της έδινα να δει;Τις ευτυχισμένες μέρες που δεν πρόλαβε να χαρεί; Τις είδα εγώ.
Η Παολίνα στην κουπαστή του πλοίου με το χέρι αντήλιο.
Η Παολίνα κι΄ο Κώστας κάτω απ΄το μπαλκόνι της Ιουλιέττας στη Βερόνα.
Κάτω απ΄τα πλατάνια της Φλωρεντίας.
Μπροστά στο Κολοσσαίο και τη Φοντάνα ντι  Τρέβι στη Ρώμη.
Στους δυο Πύργους της Μπολώνια.
Ο μπαμπάς να υψώνει το ποτήρι του στην υγειά της κι΄η μαμά να του απαντά με αστείες γκριμάτσες…..ο πρώτος και  τελευταίος μήνας της καινούργιας τους ζωής,αποτυπωμένος σε λίγα κομμάτια γιαλιστερό ,χρωματιστό χαρτί.Καταχώνιασα τις φωτογραφίες σ΄ένα απ΄τα συρτάρια μου και τις άφησα γι΄αργότερα ,όταν θα είχε όπως ήλπιζα την ψυχική αντοχή,να τις δει χωρίς να καταρρεύσει.΄Ισως τώρα είναι καιρός ,σκεφτόμουν,τώρα που ο πόνος θάχει κάπως καταλαγιάσει.

Κατηφόριζα την Ερμού αργά με τις σακκούλες των δώρων στο χέρι.Πρωινό με χλιαρή λιακάδα και γιορταστική ατμόσφαιρα.Τ΄αυτοκίνητα ,ουρά ατέλειωτη ανηφόριζαν αγκομαχώντας προς το Σύνταγμα.Τη στιγμή που κοντοστάθηκα για να περάσω ανάμεσά τους στο απέναντι πεζοδρόμιο,ένιωσα ένα χέρι στο μπάτσο μου..
-Βέρα!
-Χρήστο! Καλημέρα,με τρόμαξες…
-Φαίνεται πως η θεά Τύχη δεν θέλει να μας αφήσει να χαθούμε…Πώς είσαι –είσαι καλά;
-΄Οσο καλά μπορεί νάμαι με ότι συνέβη Χρήστο.
-Η μητέρα σου;Ελπίζω να έχει συνέλθει κι΄αυτή.
-Αρκετά..στην Κέρκυρα είναι,στους θείους  μου-την περιμένω για τις Γιορτές.
Ο κόσμος που ανεβοκατέβαινε στο πεζοδρόμιο,μας έσπρωχνε κάθε τόσο πότε δεξιά,πότε αριστερά.Εξακολουθούσε να κρατά το μπράτσο μου,προσπαθώντας να με στηρίξει.Με κοίταξε χαμογελαστός(σου έλειψε Βέρα,παραδέξου το).
-Τι λες,πάμε να καθίσουμε κάπου για ένα καφέ;Εδώ δεν μπορούμε να σταθούμε-θα μας ρίξουν βορά στ΄αυτοκίνητα σε λίγο.
Γέλασα.-Πάμε..
Πέρασε το μπράτσο του κάτω απ΄το δικό μου και κλείνοντας τα δάχτυλά μου στο χέρι του με παρέσυρε προς τη Μητροπόλεως.
-Κρυώνεις;με ρώτησε.Τα δάχτυλά σου είναι παγωμένα-θάπρεπε να φοράς γάντια.
-Ε, δεν κάνει και τόσο κρύο,εξάλλου τα γάντια τα σιχαίνομαι.Αυτό το βάλε βγάλε
και η απώλεια της αφής μ΄εκνευρίζουν.
΄Εσφιξε τα δάχτυλά μου ελαφρά σαν να συμφωνούσε.
-Μέσα ή έξω;
-Μέσα καλύτερα.
Καθίσαμε σ΄ένα τραπεζάκι κοντά στη τζαμαρία.Παραγγείλαμε τους καφέδες.΄εβγαλα το παλτό μου και τ΄ακούμπησα στην πλάτη της καρέκλας.
-Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε;
-Απ΄την κηδεία του πατέρα μου απάντησα-και θέλω να σ΄ευχαριστήσω Χρήστο.Εκτίμησα πραγματικά την παρουσία σου…
΄Ημουν τραγμένη.Η αίσθηση του κορμιού του να κινείται κολλημένο στο δικό μου όπως περπατούσαμε προηγουμένως,μου είχε ξαναφέρει εκείνα τα ρίγη που μ΄αναστάτωναν,όχι πολύ καιρό πριν.
-‘ Όχι Βέρα,δεν εννοώ αυτό.Εννοώ πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε, να μιλήσουμε,ν΄αγγίξουμε ο ένας τον άλλο.
-Πάνω από τρεις μήνες.
-Εμένα αγάπη μου,μου φάνηκαν αιώνες..
(Αγάπη μου! Με είχε πει αγάπη του)
-΄Εγιναν πολλά Χρήστο σ΄αυτό το διάστημα.Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τι έφταιξε με μας…
-Καταλαβαίνω ,έχεις δίκηο-φταίω κι΄εγώ ..έβαλα τον εγωισμό μου πάνω απ΄τα αισθήματά μου…
Ο σερβιτόρος έφερε τους καφέδες και τους ακούμπησε στο τραπεζάκι.
-…κι΄εξαφανίστηκα.΄Όταν σε αναζήτησα είχες ήδη φύγει απ΄τη δουλειά- και με όσα συνέβαιναν,ένοιωθα ότι ο τελευταίος που θα σου έλειπε,ήμουν εγώ.Είχα άδικο;
Τι με ρωτούσε;Αν μου έλειψε;Αν τον ήθελα στη ζωή μου;Αν τον αγαπούσα;Αυτό με ρωτούσε;Ε ναι,λοιπόν!Και μου έλειψε και τον ήθελα και τον αγαπούσα.Εγώ δεν θάφηνα τον εγωισμό να μας καταντήσει σαν την Παολίνα και τον Κώστα που επί δέκα ολόκληρα  χρόνια κυνηγούσαν τη σκιά τους.
-΄Αδικο είχες Χρήστο.Εγώ,μετά από ΄κείνο το τελευταίο βράδυ,περίμενα τηλεφώνημά σου-το περίμενα για πολύ καιρό.Δεν μου τηλεφώνησες όμως.Δε φάνηκες ούτε απ΄το γραφείο.Πίστεψα ότι σε είχα προσβάλει εκείνο το βράδυ-ότι δεν ήθελες να με ξαναδείς.΄Υστερα ήρθαν τα γεγονότα που ήδη ξέρεις-ανέτρεψαν τη ζωή μου.΄Εβαλα ότι ένοιωθα για σένα στην άκρη-παραιτήθηκα…
Το χέρι του είχε πάλι κλειστεί γύρω απ΄το δικό μου σαν μέγγενη.΄Ενιωθα τη ζεστασιά του να περνά απ΄τα δάχτυλά του στο δικό μου κορμί.Τον αγαπούσα τελικά αυτό τον άντρα.Τόσο καιρό πάλευα ν΄απαλλαγώ απ΄τη σκέψη του και νόμιζα πως τά είχα καταφέρει.΄Εκανα λάθος.Ας ήταν χήρος-δε φοβόμουν τα φαντάσματα εγώ.Ας με περνούσε είκοσι χρόνια.΄Ημουν νέα και αρκετά όμορφη για να τον κρατήσω κοντά μου μια ζωή.Ερωτεύτηκα άντρα πολύ μεγαλύτερο-και λοιπόν;Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ήμουν.
-Δηλαδή ,μ΄αγαπάς λιγάκι;Χαμογέλασε παίρνοντας και τα δυο μου χέρια στα δικά του.
-Δεν ξέρω αν αυτό που αισθάνομαι είναι αγάπη,αν είναι όμως,τότε ναι,σ΄αγαπώ.
-Κι΄αν δεν συναντιόμασταν σήμερα τυχαία;
-Συναντηθήκαμε όμως-αυτό έχει σημασία.
-Αυτό που έχει σημασία μωρό μου είναι ότι θα σου τηλεφωνούσα ούτως ή άλλως.
Δεν σκόπευα ν΄αφήσω τη χρονιά να βγει χωρίς να παίξω το τελευταίο μου χαρτί μ΄εσένα.
-Το λες αλήθεια;
Σοβαρεύτηκε.
- ΄Ακουσε Βέρα,η αλήθεια είναι πως όλο αυτό τον καιρό, δεν έφυγες ούτε στιγμή απ΄το μυαλό μου.΄Ηξερα πολύ καλά τι ένιωθα.Σε είδα την πρώτη φορά και είπα μέσα μου « αυτή η γυναίκα είναι για σένα-κέρδισέ την».Αυτό προσπάθησα να κάνω αλλά βιάστηκα και σε τρόμαξα.Δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος.Σε θέλω δική μου αλλά θα προχωρήσουμε όπως θέλεις εσύ,αγαπούλα μου.Ξέρεις κάποια πραγματα για μένα-ξέρεις ότι πριν ένα χρόνο έχασα τη γυναίκα μου.Την αγαπούσα Βέρα αλλά αυτό το κομμάτι της ζωής μου έκλεισε.Θέλω να ξεκινήσω το επόμενο μαζί σου.Θέλω να γίνεις γυναίκα μου.Σου μιλάω όσο πιο καθαρά μπορώ κοριτσάκι μου.Σ΄αγαπώ και σε θέλω.Σκέψου το-αλλά σκέψου επίσης ότι πάτησα τα σαρανταένα.Μη μ΄αφήσεις να περιμένω πολύ.
΄Εσκυψε προς το μέρος μου κι΄άγγιξε ελαφρά τα χείλη μου με τα δικά του.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελλή.Το πρόσωπό μου καιγόταν.Γυναίκα του!!
Αυτός ο άντρας που μέχρι σήμερα το πρωί τον κρατούσα εξόριστο απ΄την καρδιά μου,αυτός ο άντρας που είχα αποφασίσει πως δε με νοιάζει κι΄αν δεν τον ξαναδώ,ήθελε να γίνω γυναίκα του.Κι΄εγώ; Εγώ καθόμουν εκεί,δίπλα του στο τραπεζάκι του καφενείου,παραδομένη σε μια γοητεία που δεν πίστευα πως θα μπορούσε ν΄ασκήσει πάνω μου,τρομαγμένη απ΄το πάθος που ξαφνικά ανακάλυπτα μέσα μου,τρελλαμένη από την προοπτική να έχω αυτό τον άντρα δικό μου ,όλο δικό μου.΄Όλα στη ζωή μου,εναλλάσσονταν με απίστευτη ταχύτητα.Η πρώτη μας,απογοητευτική προσέγγιση,μετά ο ευτυχισμένος μήνας του γάμου των γονιών μου,το δυστύχημα και τώρα αυτό-το όνειρο που άρχιζε .Θα το κυνηγούσα αυτό το όνειρο.Δεν θα το άφηνα να γλυστρήσει απ΄τα χέρια μου.
-Το βράδυ θα περάσω να σε πάρω.΄Εχουμε πολλά να πούμε αγάπη μου.Θα σου τηλεφωνήσω το απόγευμα.Θα σε πήγαινα σπίτι αλλά έχω ένα ραντεβού εδώ κοντά που δεν μπορώ ν΄αναβάλω.
-΄Εχω κι΄εγώ μερικά ψώνια ακόμα.Μετά θα πάρω ταξί.
Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο,μ΄έκλεισε στην αγκαλιά του κι΄ακούμπησε το μάγουλό του στο δικό μου.
-Σε ξαναβρήκα κοριτσάκι μου.Δε θέλω να σε ξαναχάσω-δε θα σ΄αφήσω να μου ξαναφύγεις-ποτέ!Στ΄ορκίζομαι!
-Θα περιμένω τηλεφώνημα.
-Να προσέχεις αγάπη μου.
Στάθηκα και τον κοίταζα να κατηφορίζει τη Μητροπόλεως.Δυο φορές γύρισε και μούγνεψε με το χέρι.Γελαστός,ανάλαφρος,όπως τη μέρα που τον πρωτοείδα στο γραφείο.Χαμογέλασα χωρίς να το θέλω.Στο ταξί της επιστροφής,όλα μοιάζανε αλλιώτικά.Τα φωτάκια των δέντρων στις βιτρίνες,τα στολίδια,οι άνθρωποι πολύχρωμες ,βιαστικές φιγούρες στα πεζοδρόμια.΄Όλα σαν βγαλμένα από παραμύθι.
Το δικό μου Χριστουγεννιάτικο παραμύθι.

-