Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ-ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ 2012 ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ.











Κουβέντες του μαντρότοιχου


-Αν μ’αξιώσει ο θεός και ξαναπάω ποτέ στη Ρόδο,το πρώτο που θα κάμω είναι να ψάξω να βρω τη Βαλασία.Αν ζει βέβαια γιατί Μελίνα μου πάνε κοντά εξήντα χρόνια  
πούχω να πατήσω στο νησί,κι’ήταν και κάνα πεντάρι χρόνια μεγαλύτερή μου.Δες τα δικά  μου χάλια στα εβδομήντα μου και βάλε με το νού σου.Αν τήνε κράτησε ζωντα-  
νή ο θεός,χούφταλο θάναι κι’αυτή σαν κι’εμένα.Αααχ!πώς κατάντησα έτσι Παναγίτσα  μου!
Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός σε κάθε κουβέντα με τη μάνα μου,κάθε φορά που η  αγιάτρευτη νοσταλγία της την έστελνε πίσω στα παιδικά της χρόνια.
«Αν μ’αξιώσει ο Θεός…»
-Αμάν βρε μαμά!Μου το ξανάπες αυτό χίλιες φορές…φτάνει πια!΄Εχω βαρεθεί να
 τ’ακούω,της πέταξα ένα βράδυ όπως ήταν πεσμένη μπρούμυτα στον καναπέ
κι’εγώ της έτριβα το ραγισμένο της γοφό με θεραπευτική κρέμα ενώ εκείνη έκανε για πολλοστή  φορά βουτιά με το κεφάλι στα λιμνάζοντα ύδατα των παιδικών της αναμνήσεων.
-Α!ναι;Δεν το θυμόμουν βρε κόρη μου.
-Καλά,μαζί με την οστεοπόρωση σε βάρεσε τώρα και το Αλτσχάιμερ κυρία Λουκία;
-Μακάρι νάταν το Αλτσχάιμερ καμάρι μου.Δε θα θυμόμουν τίποτα κι’ούτε γάτα ούτε ζημιά.Είναι που δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.Αυτό είναι που με σακατεύει.

Είχε έναν αλλιώτικο τόνο η φωνή της εκείνο το βράδυ.Κάτι σαν παράπονο,σαν πίκρα
και σαν παράκληση,να την ακούσω και να μοιραστώ τα όσα ήθελε να βγάλει από μέ- σα της.Ποιος ξέρει τι κλωθογύριζε στο μυαλό της όλη μέρα! Η ανημπόρια κι η απρα-  ξία κάνουν τον άνθρωπο ευάλωτο σε κάθε λογής συναισθηματική επίθεση κι η μάνα
 μου τον τελευταίο καιρό ήταν και ανήμπορη και άπρακτη.Εγώ πάλι,φορτωμένη τα προσωπικά μου προβλήματα και τις έγνοιες της δουλειάς,είναι αλήθεια πως την είχα παραμελήσει.Παρέα ζητούσε,άνθρωπο να μιλήσει.Εκείνο το βράδυ πιο πολύ από κά- θε άλλη φορά.Αποφάσισα να της κάνω τη χάρη.
-΄Ελα λέγε,της είπα.Κάτι έχεις εσύ σήμερα.Τί έγινε;
-Απ’το πρωί,μπαρκάρισα σ’ένα βαπόρι κι αρμενίζω,Μελίνα μου..
-Σώπα!Και για πού νάχουμε καλό ρώτημα;
-Πού αλλού παιδί μου…για το νησί!Όλη μέρα σκεφτόμουνα πως μπορεί να τα τινάξω
καμιάν ώρα και να μην προλάβω να το ξαναδώ.Άργησα κόρη μου.Πολύ άργησα.Να δεις που ούτε τη Βαλασία θα προλάβω να ξαναδώ!
-Άντε πάλι!Τι εμμονή είναι κι αυτή με τη Βαλασία;Άλλον κανένα δεν έχεις στη Ρόδο να θυμάσαι βρε μάνα;
-Πώς δεν έχω…Και συμμαθήτριες…και συμμαθητές και γειτονόπουλα κι απ’όλα!
Πώς δεν έχω!Η Βαλασία όμως…Η Βαλασίτσα ήταν η συντροφούλα μου,η φιληνάδα μου…η μοναδική μου φιληνάδα γιατί η γιαγιά σου δεν ήτανε γυναίκα!Κέρβερος ήτανε.Το χέρι της μονίμως στην ανάταση τόχε.Έτσι και τολμούσα να περάσω το κατώφλι της οξώπορτας,η απαλάμη της άνοιγε γούβα όπου προσγειωνόταν -μια στα πισινά μου,μια στις πλάτες.
-Σούρριχνε και στο κεφάλι;Γι’αυτό ξεκούτιανες απ’τα εβδομήντα σου;
Δεν κατάλαβε το αστείο.Έτσι όπως είχε ξαπλώσει αναπαυτικά στον καναπέ ανακου- φισμένη προσωρινά από τον πόνο,με κοίταξε μ’ένα βλέμμα επιτιμητικό.
«Ντροπή σου,έλεγε εκείνο το βλέμμα.Ντροπή σου και που το σκέφτηκες!»
-Όχι στο κεφάλι,στο κεφάλι ποτέ!Αυτό τουλάχιστον το πρόσεχε.Ο παππούς σου,τον πιο πολύ καιρό έλειπε σε δουλειές.Πότε στο ένα νησί πότε στο άλλο και πότε για μήνες ολόκληρους,στην Αθήνα.Αυστηρός μ’όλη την αδυναμία που μού’χε!
Είχε παραδώσει στη γιαγιά σου το καμουτσίκι με την εντολή να περιφρουρεί την τάξη και να επιβάλλει την πειθαρχία κατά την κρίση της,στο θηλυκό σατανά που είχανε για κόρη-την αφεντιά μου.
Εκείνη πάλι,με το φόβο μη και της πάρω τον αέρα είχε καταντήσει βασιλικότερη του βασιλέως που λένε!Αδέρφια δεν μούδωκε ο Θεός,μοναχοκόρη με είχε,κι όλη της την παιδαγωγική δεινότητα την εξαντλούσε σε μένα.Διαβάσματα το χειμώνα,σταυροβε-
λονιά κι’ ανεβατό,το καλοκαίρι,έτσι για να μαθαίνω κι από νοικοκυροσύνη!Άκουγα τα ξεφωνητά των παιδιών που παίζανε στη γειτονική αλάνα και μαράζωνε η ψυχή μου.Για μένα η αλάνα ήτανε απαγορευμένη ζώνη.Τί να κάμω κι εγώ;
Δυο στρέμματα χωράφι είχε το σπίτι μας γύρω-γύρω.Τόφερνα δυο βόλτες και ξέδινα.
Αν ήμουν και στα κέφια μου μάζευα στην ποδιά μου και τ’αυγουλάκια που γεννούσαν οι κοτούλες μας στις γωνιές,κάτω απ’τις φραγκοσυκιές και τις μολόχες.
-Κι η Βαλασία πού κολλάει καλέ μαμά;Τόση αγάπη πια της είχες που την τραβολο- γάς στο νου σου τόσα χρόνια;
-Εσύ δε ξέρεις…Του ποδαριού φιλίες κάνετε σήμερα.Τότε ήταν άλλα χρόνια,
Μελίνα μου.Οι φιλίες δένανε τότε και στους μικρούς και στους μεγάλους,σαν το
 γλυκό του κουταλιού,μυρωδάτες,γλυκές,σοροπιαστές,όχι σαν τώρα που σήμερα
 σ’έχω φίλο,αύριο μήτε που σε ξέρω!
-Μάλιστα κυρία Λουκία!..Και λοιπόν;
-Λοιπόν,απ’τη μεριά του χωραφιού μας που έβλεπε στο σπίτι της,ήταν ένας ψηλός
μαντρότοιχος.Απ’την πίσω μεριά του,πυκνές καλαμιές.Το σπίτι ίσα που φαινόταν στο
βάθος,ένα διόροφο βαμμένο κόκκινο,με άσπρα στολίσματα στα παράθυρα και  γύρω-γύρω κάτι πανύψηλες χουρμαδιές.
-Φοίνικες δηλαδή…
-Χουρμαδιές τις λέγαμε εμείς τότε.Κάθε απόγεμα λοιπόν που έβγαινα στο χωράφι
να βολτάρω,η Βαλασία με περίμενε πίσω απ’το μαντρότοιχο.Ψηλός πρέπει νάτανε κι’απ’τη μεριά της γιατί μόνο το πρόσωπό της έβλεπα,σαν κομμένο κεφάλι ανάμεσα στα καλάμια,ακουμπισμένο πάνω στις χτισμένες πέτρες.Να σκεφτείς ότι για να τη φτάσω,πάταγα πάνω στην κοτρώνα που με χίλια ζόρια είχα κουβαλήσει επί τούτου κοντά στο μαντρότοιχο.Μόνο τις βροχερές χειμωνιάτικες μέρες το χάναμε αυτό το ραντεβού.
Καθόμασταν που λες εκεί,φάτσα με φάτσα,με τον τοίχο ανάμεσά μας και τα λέγαμε με τις ώρες!
-Τι λέγατε δηλαδή:
-Ό,τι μας κατέβαινε.Για τ’αγόρια,για τους ηθοποιούς του κινηματογράφου που τους είχε αραδιασμένους σ’ένα τετράδιο που πότε-πότε,άμα κόλλαγε τίποτα καινούργιες φωτογραφίες τόφερνε μαζί της και μου τόδειχνε με περηφάνεια…για το σχολείο… Εκείνη δεν πήγαινε σχολείο.Την είχανε κόψει οι δικοί της απ’το δημοτικό.Για να βοηθά λέει τη μάνα της που ήταν άρρωστη.
΄Ηξερε όμως ένα σωρό πράματα.Εκείνη μου είπε πρώτη φορά πως στα κορίτσια,άμα μεγαλώσουνε λίγο τους έρχεται η περίοδος. «Πόσο είσαι;»,με ρώτησε ένα απόγεμα. «Έκλεισα τα δέκα».«Ε! όπου νάναι θα σούρθουνε τα ρούχα σου.Εμένα μου ήρθανε πριν τρία χρόνια».«Και τι είναι αυτά τα ρούχα;» τη ρώτησα. «Γαίμα!μου λέει,γαίμα
 αλλά μην τρομάξεις,δεν είναι τίποτα κακό»!Τί να μην τρομάξω που απ’την ημέρα που μου τόπε,κάθε φορά που κατέβαζα το βρακί μου να κάμω την ανάγκη μου μ’έλουζε κρύος ιδρώτας,μπας και το δω πασαλειμένο με τίποτα αίματα!Έλα καμιά μέρα στο σπίτι της έλεγα,να δεις και τη μαμά μου.Θα της πω να μας κάμει και σπανακόπιτες.Τις κάνει πολύ νόστιμες.Όχι,μου απαντούσε.Δεν μ’αφήνει η μάνα μου
να βγω απ’ το σπίτι.΄Εχουμε πολλές δουλειές.
-Θέλεις να μου πεις δηλαδή,πως δε βρισκόσασταν ποτέ από κοντά;
-Ποτέ σου λέω!
-Φιλία να σου πετύχει δηλαδή! Μ’ένα μαντρότοιχο ανάμεσά σας!Ας γελάσω!
-Καθόλου να μη γελάσεις Μελίνα μου γιατί εκείνο το κουβεντολόϊμα πάνω απ’το
μαντρότοιχο ήταν όλη μας η χαρά τότε,όλο μας το ξέδωμα,και για κείνη και για μένα.
-Για να τη θυμάσαι ακόμα έτσι θα ήταν!Και λοιπόν;
-Τρία χρόνια και κάτι κράτησε αυτό το σούξου-μούξου,κάθε απόγεμα,εκτός απ’τις Κυριακές που η γιαγιά σου μ’έπαιρνε και πηγαίναμε πότε κανένα σινεμά απογευματινή,πότε απ’το πρωί σε καμιά φιληνάδα της.Αυτό βέβαια όσο έλειπε ο παππούς σου γιατί αν ήταν εκείνος στο σπίτι,το Κυριακάτικο οικογενειακό πρόγραμμα προέβλεπε «παγωτό στο Ακταίον» αν ήταν καλοκαίρι, «γλυκό στο Ακταίον» αν ήταν χειμώνας.Στα μισά του τέταρτου χρόνου,με το που τελείωσε το σχολείο φύγαμε ξαφνικά και άρον-άρον κι’απ’το σπίτι κι’απ’το νησί.To σπίτι μας που τόχαμε με το ενοικιοστάσιο, το έβγαλε ο δήμαρχος στον πλειστηριασμό κι ο παππούς σου τόχασε μέσ’απ’τα χέρια του.Στην έχω πει την ιστορία με την κομπίνα του δημάρχου!Την παραμονή που θα φεύγαμε,πήγα ν’ αποχαιρετήσω τη Βαλασίτσα. Πέρασε το χέρι της πάνω απ’το μαντρότοιχο και μούδωκε ένα δαχτυλίδι.Σαν ασημένιο…με μια μεγάλη πέτρα-τεράστια-σαν μπριλλάντι.Τσίγγος και γυαλί είτανε αλλά εγώ έτσι το είδα τότε.Πάρτο να με θυμάσαι,μου είπε.
-Εσύ;τη ρώτησα.
-Εγώ έχω πολλά τέτοια.
Το κοτσάρισα που λες στο δάχτυλό μου με καμάρι και θαύμασα εκστατική τις χί-
λιες χρωματιστές φωτίτσες που πέταγε η γιάλινη πέτρα στο φως του απογεματινού ήλιου.Ενθουσιάστηκε κι η Βαλασία!
-Μωρή Λουκία,τι ωραία που σου πάει!
Φιληθήκαμε πάνω απ’το μαντρότοιχο.Καλό ταξίδι μου είπε.Εγώ πια δε θα σε ξαναδώ Λουκία μου…
-Πού το ξέρεις μωρή Βαλασία;
-Το ξέρω!
Είχε δίκιο.Από τότε δεν τη ξανάδα.Έτσι που φύγαμε σαν κυνηγημένοι,το μίσησα το νησί.Ούτε να ξανακούσω ούτε να ξαναπατήσω!Χαθήκαμε και με τη Βαλασίτσα!

Σταμάτησε και γέλασε,σαν να θυμήθηκε κάτι πολύ αστείο.
-Εκείνο το απόγεμα,όταν γύρισα στο σπίτι κι’έδειξα στη γιαγιά σου το δαχτυλίδι,σηκώθηκαν όρθιες οι τρίχες της κεφαλής της.
-Πού το βρήκες αυτό το πράμα; με ρώτησε μ’εκείνο το ύφος που μ’έκανε να νομίζω πως θα κατουρηθώ.
-Η Βαλασία μου τόδωκε!Ψεύτικο είναι καλέ…Τί φωνάζεις;
-Βγάλτο γρήγορα.Αυτά τα πράματα δεν είναι να τα φορά μικρό κοριτσάκι.Βγάλτο!
΄Ετσι και το δει ο πατέρας σου αλίμονό μας και των δυονώ!
-Δεν το βγάζω!
-Βγάλτο είπα Λουκία!
-Δεν το βγάζω!Εμένα μ’αρέσει!
Θυμάμαι,έβραζε στη γκαζιέρα νερό για μακαρόνια.Πήρε το χέρι μου,τραβώντας το με τέτοια δύναμη που νόμιζα πως θα μου ξεριζώσει την αμασχάλη.Σήκωσε το καπά-
κι της κατσαρόλας και φέρνοντάς το πάνω απ’το ζεματιστό νερό,«βγάλτο γρήγορα
είπε,ειδεμή στο βουτάω μέσα!»Αλήθεια σου λέω Μελινάκι μου,εκείνη τη φορά πραγματικά κόντεψα να κατουρηθώ.
-Άμα το βγάλω θα μ’αφήσεις να το βάλω στο κουτί με τα πράματά μου;
-Θα σ’αφήσω αλλά να μην το ξαναδώ μπροστά μου.Κι’άλλη φορά να μην παίρνεις πράματα από ξένους!
-Η Βαλασία δεν είναι ξένη!Φιληνάδα μου είναι!
-Κόψε τη γλώσσα σου!
Ακόμα πρέπει να τόχω εκείνο το δαχτυλίδι.Κάπου θα σέρνεται…Αχ!αν μ’αξιώσει ο Θεός!..

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ -ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ 2012 ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ.


Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι  14



Άλλος άντρας,δεν υπάρχει;

Η Ρηνούλα,με το χεράκι της προστατευμένο στο χέρι του Σάββα,σκούπιζε κάθε τόσο με ένα ταλαιπωρημένο χαρτομάντηλο τα μάτια της.Από την ώρα που μπήκε και ξέσπασε στην αγκαλιά της Λουκίας,δεν είχε σταματήσει να κλαίει.Την έβλεπα να κάνει αγωνιώδη προσπάθεια να σταματήσει τους λυγμούς που την έπνιγαν και δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο να φανταστώ τι ένιωθε μέσα του αυτό το δύστυχο κοριτσάκι για να βγάζει τέτοιο παράπονο,τέτοιο καημό!
-Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό το πράγμα στη μαμά μου κυρία Μελίνα;Πώς μπόρεσε;
Εμείς πιστεύαμε πως της χρωστούσαμε τις ζωές μας και κάναμε ό,τι  μπορούσαμε
για να της το ξεπληρώσουμε με την αγάπη μας,την έγνοια μας για κείνη,την υπομονή μας…γιατί μη νομίζετε πως η ζωή μας κοντά της ήταν και τόσο εύκολη.Τα έχουμε μιλήσει και τα ξέρετε.Σίγουρα τα μιλήσατε και με τη μαμά μου.Γεμάτη καταπίεση,
υποχωρήσεις,καμιά φορά και ταπείνωση ήταν!Αλλά πιστεύαμε πως της χρωστούσαμε τα πάντα.Ήξερα πως είχε εμποδίσει τη μαμά μου να ξαναφτιάξει τη ζωή της όπως εμπόδιζε και κάθε πιθανότητα να φτιάξω κι’έγώ τη δική μου.Πού να φανταστούμε ότι είχε γίνει η αιτία της δυστυχίας μας.Η μαμά μου να στερηθεί τον άνθρωπο που αγάπησε από κοριτσάκι κι’εγώ να στερηθώ τον πατέρα μου!Αυτή τον σκότωσε κυρία Μελίνα,α υ τ ή!!!Όχι ο παππούς μου!Μας άφησε και τις δυο ορφανές για όλη μας τη ζωή,μόνο και μόνο για να μας έχει του χεριού της.Πώς άντεξε,πώς τόλμησε
να κάνει τέτοιο πράμα και να το κρατάει μυστικό τόσα χρόνια!Πώς το άντεξε η καρδιά της;
Αισθάνθηκα την ανάγκη να παρέμβω για να σταματήσω,έστω για λίγο,αυτό τον πόνο ψυχής που ξεχείλιζε από τα χείλη του κοριτσιού.
-Τι έγινε με τη μητέρα σου Ρηνιώ μου;Πώς το πήρε;
-Πώς να το πάρει…Στην κουζίνα ήταν όταν της έδωσα το πακέτο.Μαγείρευε…Μόλις διάβασε το σημείωμα που της γράψατε,πήγε να χάσει τον κόσμο.Έχε το νου σου στη φωτιά,μου είπε,βάλε της Βαλασίας να φάει κι’ανέβα που σε θέλω.
Μου πήρε καμιά ώρα μέχρι ν’ανέβω.Όταν μπήκα στο δωμάτιό της,τρόμαξα να τη γνωρίσω.Πρησμένη στο κλάμα,ένα ράκος!Είχε δυο βαλίτσες ακουμπισμένες στο κρεβάτι και τις γέμιζε όπως-όπως με ό,τι εύρισκε μπροστά της.
Τρελλάθηκα!Τί έγινε μαμά μου,τη ρώτησα,τι χάλια είν’αυτά;Πάρε αμέσως το Σάββα,μου είπε.Πες του νάρθει όσο πιο γρήγορα μπορεί.Φεύγουμε κόρη μου.Εδώ μέσα,παραμονεύει ο θάνατός μας.Μη με ρωτήσεις τίποτα τώρα,μου λέει.Πάρε το Σάββα νάρθει,μπορεί δεν μπορεί,πες του νάρθει!.Θα σου τα πω στο δρόμο.

Σταμάτησε για λίγο κι’ύστερα,παίρνοντας μια βαθειά ανάσα,ξανάπιασε το κλάμα.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω κυρία Μελίνα!Να έρθει ο πατέρας μου στο σπίτι κι’εκείνη,αντί να χαρεί,να τον διώξει άρον-άρον…το καταλαβαίνετε;Αντί να το πει στη μάνα μου,να φωνάξει το παππού μου,να κάνει τι κυρία Μελίνα;Να καταστρέψει τη ζωή μας όπως την κατάστρεψε;
-Ρηνούλα μου,έχω την εντύπωση πως η Βαλασία δεν φανταζόταν τότε την κατάληξη που θα είχε αυτή η ιστορία.Μάλλον,φώναξε τον παππού σου για να τρομάξει τον πατέρα σου…να τον απομακρύνει,άλλο αν εκείνος το τράβηξε στα άκρα!Αν διάβα-σες το ημερολόγιό της θα το κατάλαβες,κορίτσι μου.
-Το διάβασα!Κι’εκείνο που κατάλαβα είναι πως ακόμα κι’όταν αποκαλύφθηκε ο φόνος,η καρδιά της δε μαλάκωσε!Και το ημερολόγιο που της πέταξε στα μούτρα η μαμά την ώρα που φεύγαμε…ούτε αυτό την ένοιαξε!!«Στον αγύριστο να πάτε κι’οι δυό,αχάριστες!Δε φτάνει που σας γλύτωσα απ’ τις πομπές σας,μου γυρεύετε και τα ρέστα»!Αυτά ξεφώνιζε πίσω απ’ την πλάτη μας,μέχρι που βγήκαμε και κλείσαμε την πόρτα πίσω μας.Να,εδώ είναι ο Σάββας,μάρτυράς μου αν λέω ψέμματα!
Προσωπικά,δεν χρειαζόμουν τη μαρτυρία του Σάββα για να πειστώ πως ναι,έτσι είχαν τα πράγματα!Μπορούσα να μαντέψω το λυσσασμένο θυμό που θα κυρίευσε
τη Βαλασία,βλέποντας τις δύο «ομήρους» της, να την εγκαταλείπουν κυνηγημένες από ένα άρρωστο παρελθόν,που μ’όλη την εξυπνάδα της δεν είχε προνοήσει να το εξαφανίσει εντελώς.Εκείνη η τελευταία σελίδα στο κρυμμένο ημερολόγιο,ήταν το μοιραίο «λάθος» της.
 Αργά το βράδυ,ο Ντίνος προσφέρθηκε να πάει το νεαρό ζευγάρι στο πατρικό του Σάββα,με το αυτοκίνητο!Μετά θα πάω κατ’ευθείαν σπίτι,να σας αφήσω να τα πείτε οι τρεις σας.Η Ρόζα μάλλον εδώ θ’αράξει απόψε,ε,Ρόζα;
-Πού να τρέχω τέτοια ώρα κύριε Ντίνο μου!Εδω,στον καναπέ θα στρώσω.Να πιω τον καφέ μου το πρωί με τα κορίτσια μου.Τόσο καιρό είχα να τα δω!
Την ώρα που τους συνόδευα στο ασανσέρ,η Ρηνιώ γύρισε σε μένα:
-Κυρία Μελίνα,σας θερμοπαρακαλώ,τηλεφωνήστε στη μαμά μου το πρωί!Είναι μόνη της εκεί στο χωριό.Μόνο τον αδερφό της έχει αλλά και μ’αυτόν δεν τα πάει και τόσο
καλά.Φοβάμαι!Όταν μας έδιωξε με το Σάββα προχτές το βράδυ,ήταν σαν χαμένη…
Φευγάτε’σεις μας είπε κι’εγώ θα δω τι θα κάνω!Τρέμω κυρία Μελίνα μου,μην κάνει
καμιά κουτουράδα!
-Πολλές φορές την έχω πάρει Ρηνιώ μου αλλά έχει το κινητό της κλειστό!Κι’εγώ ανησύχησα αλλά…
-Πάρτε την, κυρία Μελίνα.Μόνο εσείς μπορείτε να της πείτε δυο λόγια,να την ησυχάσετε…Θα της τηλεφωνήσω εγώ απόψε και θα της πω ότι θα την πάρετε…
αυτή τη φορά θα το σηκώσει,είμαι σίγουρη.
-Εντάξει κορίτσι μου,θα της τηλεφωνήσω,αύριο το πρωί.
-Έχω το λόγο σας;
-Τον έχεις Ρηνιώ μου!

Πονάει ο έρωτας λένε…αλλά ποιος έρωτας!Ο παλιός ή ο καινούριος;Ποιον λες παλιό,ποιον καινούριο;Γιατί για μένα και οι δυό μου έρωτες, ήταν και παλιοί και καινούριοι.Πονούσα εκείνη τη νύχτα ,χωρίς να μπορώ να καταλάβω για ποιον, από τους δύο άντρες της ζωής μου έμενα ξάγρυπνη.Πονούσε η καρδιά μου,το μυαλό μου,το σώμα μου που το ένιωθα παγωμένο κάτω από το ζεστό μου πάπλωμα!Πονούσα και για μένα την ίδια που είχα βρεθεί ξαφνικά μεταξύ δύο πυρών,χωρίς να μπορώ να προβλέψω από ποια κατεύθυνση θα ερχόταν η σφαίρα που θα με τραυμάτιζε,μπορεί και να με σκότωνε.
Τα πρόσωπα του Ντίνου και του Φίλιππου,σκυμμένα πάνω μου όλη τη νύχτα,μου ζητούσαν επιτακτικά μιαν απάντηση. «Εμένα ή αυτόν;Λέγε!»Κανέναν από τους δυό σας ήθελα να φωνάξω.Αφήστε με ήσυχη κι’οι δυό σας!Κι’οι δύο με προδώσατε και τώρα με διεκδικείτε απ’την αρχή!Γιατί θα πρέπει υποχρεωτικά να διαλέξω έναν από τους δυό σας;Άλλος άντρας δεν υπάρχει:Που να μην είναι ο Ντίνος,να μην είναι ο Φίλιππος!Να είναι ένας άλλος έρωτας!Με άλλο όνομα,άλλο πρόσωπο.Να γίνει ο πρωταγωνιστής ενός ονείρου που θα το έχω πλέξει με το βελονάκι και το μεταξωτό νήμα της Βαλασίας Σερδάρη!Πού είναι ένας τέτοιος άντρας;Κι’ αν κάπου κρύβεται…θα βγει ποτέ από την κρυψώνα του,πριν αναγκαστώ να πιάσω το χαρτί και το μολύβι της λογικής;
Ξύπνησα από τη μυρωδιά του καφέ που ερχόταν από την κουζίνα.Η Ρόζα με τη Λουκία,ρουφούσαν ήδη την πρώτη μυρωδάτη κούπα τους.
-Τι χάλια είν’αυτά κόρη μου:Σαν μαραμένο μαρούλι είναι η μούρη σου!Στο πόδι την έβγαλες τη νύχτα;
-Άλλη μια λέξη Λουκία,και θα πάω να ξαναχωθώ κάτω απ’τα σκεπάσματα!
-Έλα βρε!Μην αρπάζεσαι!Άσε  μάνα σου να λέει!Περάσαμε κι’εμείς αυτά τα ντέρτια!
-Ποια ντέρτια Ροζαλία;Πού ξέρεις εσύ αν έχω ντέρτια και τι σόι ντέρτια είναι;
-Για το Φίλιππο λέω,μου τάπε μανούλα σου!Σου τηλεφώνησε,λέει!
Τις κοίταξα και τις δυο με μια διάθεση ν’αρπάξω την καφετιέρα και να τις περιλούσω με το ζεματιστό καφέ!Γέμισα το φλυτζάνι μου και βγήκα από την κουζίνα.Η ώρα ήταν ήδη εννιά.Προλάβαινα να κάνω ένα ντους και να πάω στο γραφείο στην ώρα μου.Αρκετά είχε κρατήσει το σκασιαρχείο.
Βγαίνοντας άκουσα πίσω μου τη φωνή της Λουκίας.
-Να πάρω τη Βαλασία να δω πώς είναι;
-Αν θέλεις να σου κόψω το χέρι…!!!
Η Βέτα,με υποδέχτηκε ελαφρώς μουτρωμένη.
-Επιτέλους!!αποφάσισες να δουλέψεις,ή απλώς ήρθες να μας κάνεις επίσκεψη φιλοφροσύνης;Άντε,γιατί έχω πνιγεί στους φακέλλους!
Παρ’όλ’αυτά,μου έφερε καφέ κι’ανέλαβε να μ’ενημερώσει για όσα συνέβησαν στο περιοδικό,στη διάρκεια της απουσίας μου.
-Η δίμετρη παραιτήθηκε!
-Έλα!Γιατί!
-Ε, μετά από την αποβολή και τη ματαίωση του γάμου,δεν τη σήκωνε το κλίμα.Ούτε να μας αποχαιρετήσει δεν έκανε τον κόπο!
Προσποιήθηκα την ανήξερη,ποια αποβολή και ποια ματαίωση;
-Α! Δεν τάμαθες;Νόμιζα πως επικοινώνησες με το Φίλιππο!
-Πώς σου κατέβηκε αυτό;
-Ξαλαφρωμένο και ορεξάτο τον βλέπω και σκέφτηκα μήπως τα ξαναβρήκατε οι δυό σας.
-Ρε Βέτα,δεν το ξέρεις πως είμαι πάλι με το Ντίνο;Το ξέρεις!
-Έεε, καλά τώρα!Ξαναζεσταμένο φαί!
-Γιατί φιλενάδα,το φαί του Φίλιππου δηλαδή,τι είναι; Φρεσκομαγειρεμένο;
-Τέλος πάντων!Ορίστε,δες και μόνη σου,σούρχεται.
Ο παλιός Φίλιππος!Ο τρυφερός Φίλιππος!Με το μουδιασμένο ύφος του άντρα που έχει χεσμένη τη φωλιά του!Κι’εμένα η καρδιά μου,γιατί έτρεχε πάλι κατοστάρι μπροστά σ’αυτό τον άντρα;Χριστέ μου,σε τι έχω φταίξει για να διαλύομαι σαν τη ζάχαρη στο νερό κάτω από το βλέμμα του;
-Ισχύει το αποψινό ραντεβού μας;Ελπίζω να μην άλλαξες γνώμη!
-Δεν άλλαξα!
-Στις οκτώ θα είμαι κάτω από το σπίτι σου.Θα σου χτυπήσω αναπάντητη να κατέβεις,έτσι;
-Εντάξει άσε με τώρα σε παρακαλώ.Πρέπει να δω τη Νάνσυ.

Η Νάνσυ,με κοίταζε με μια έκφραση απορίας,ανάμεικτης με οίκτο!
-Πώς τα κατάφερες κι’αντί να ξεμπλέξεις το κουβάρι,το έμπλεξες περισσότερο,δεν θα το καταλάβω ποτέ,Μελίνα!Σ’ακούω που μιλάς τόση ώρα και το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι κατάφερες να παγιδευτείς ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.Εγώ σ’έστειλα διακοπές για να γλυτώσεις από το κυνηγητό του Ντίνου,να ηρεμήσεις,να ξαναβρείς τον εαυτό σου κι’εσύ πήγε και μπλέχτηκες με τα προβλήμα-
τα και τις ίντριγκες μιας οικογένειας που σου ήταν εντελώς ξένη.Εντάξει παιδική φιλενάδα της μαμάς σου…ε σ ύ τι δουλειά είχες ν’ανακατευτείς και να πάρεις όλο αυτό το βάρος απάνω σου;
-Βρέθηκα μπλεγμένη,χωρίς να το καταλάβω βρε Νάνσυ μου.Αφού σου εξηγώ!Δυο ταλαίπωρες γυναίκες που με είδανε σαν βοήθεια εξ ουρανού.Τί να έκανα δηλαδή,να τις αγνοούσα;Εσύ θα μπορούσες;Γυναίκες είμαστε βρε Νάνσυ!
-Ωραία!Κι’αφού χώθηκες μέχρι τα μπούνια σε κείνη τη μαυρίλα,γυρίζεις και τι κάνεις;Μαλλιά κουβάρια και τη δική σου ζωή.Είσαι πάλι με το Ντίνο,δεν είσαι;Το
ραντεβού και τα πίτσι-πίτσι με το Φίλιππο,τι τα θέλεις κούκλα μου;Σαν αδερφή σου σου μιλάω!Μελίνα!!Δεν είσαι κανένα κοριτσάκι!Αποφάσισε τι θέλεις,επιτέλους.
Έτσι που πας,ξέμπαρκη θα βρεθείς στο τέλος,στο λέω!
-Κι’εγώ αυτό φοβάμαι Νάνσυ.Δεν είμαι καλά!Ανεμοδούρα είμαι!Δε ξέρω τι μου γίνεται.Πότε θέλω τον έναν,πότε θέλω τον άλλο.Πότε τους θέλω και τους δυο,πότε δεν θέλω κανέναν απ’τους δύο!Κάτι δεν πάει καλά μέσα στο κεφάλι μου!Μήπως να πάω σε κανένα ψυχίατρο;
Σηκώθηκε γελώντας,ήρθε κοντά μου και μ’αγκάλιασε.
-Την καλύτερη δουλειά θα κάνεις!Άντε τώρα στα συμβόλαιά σου,αρκετά το κωλοβάρεσες!
Γύρω στις έντεκα,αποφάσισα να πάρω στο τηλέφωνο τη Χρυσή!Απάντησε με το πρώτο και ομολογώ πως ένιωσα μιαν ανακούφιση,με το ζεστό τρόπο που μου μίλησε.
Φοβόμουν πως ίσως κάπου να ήταν θυμωμένη μαζί μου.Της είχα ανοίξει τα μάτια στην αλήθεια αλλά από την άλλη της είχα αναστατώσει τη ζωή,τη δική της και της Ρηνιώς.
-Πώς είσαι Χρυσή μου;Είσαι καλά;
-Πώς να είμαι καλά Μελίνα μου!Ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω από το σοκ!
Τι ήταν κι’αυτό που με βρήκε Παναγιά μου!!Μου τράνταξε τα σωθικά η παλιογυναίκα!!
-Έχεις κανέναν κοντά σου κορίτσι μου;
-Ολομόναχη είμαι Μελίνα μου!Ολομόναχη όπως ήμουν σ’όλη μου τη ζωή!
-Ο Καραγεωργίου;Πότε θάρθει;
-Δε θάρθει.Του τηλεφώνησα να μην έρθει.Η φωνή της είχε αρχίσει ν’ακούγεται ελαφρά υστερική.Κανέναν δε θέλω,ούτε να βλέπω ούτε ν’ακούω,κανέναν.Έτσι μούρχεται να κλειδώσω πόρτες και παράθυρα,να περιχυθώ με πετρέλαιο και να βάλω φωτιά,να γίνουν όλα στάχτη κι’εγώ μαζί!Στάχτη Μελίνα όπως μούκανε και τη ζωή μου στάχτη αυτή η δαιμονισμένη.
Είχα κατατρομάξει!
-Χρυσή μου,γλυκιά μου Χρυσή,κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ.Πάρε κάτι να ηρεμήσεις απόψε.Αύριο το μεσημέρι θα είμαι κοντά σου.Θα τα πούμε Χρυσή μου,
οι δυο μας.Κάνε υπομονή σε παρακαλώ,μέχρι αύριο το μεσημέρι.
-Αλήθεια το λες Μελίνα μου;Θάρθεις;Δόξα τω Θεώ!Μόνο σ’εσένα μπορώ να μιλήσω.Μόνο εσύ θα με καταλάβεις Μελίνα μου!
Με τα τελευταία της λόγια,ξέσπασε σε κλάματα!Μάτωσε η καρδιά μου.
-Θα σου τηλεφωνήσω και αργότερα Χρυσή μου κι’αύριο το μεσημέρι θα είμαστε μαζί.Μη στενοχωριέσαι,μου το υπόσχεσαι;
-Ο Θεός να σ’έχει καλά Μελίνα μου.Σ’ευχαριστώ!Θα σε περιμένω!
Γυρίζοντας σπίτι από το γραφείο,έκλεισα το εισιτήριο για Ρόδο και ακύρωσα το βραδυνό ραντεβού με το Φίλιππο.Τα λέμε όταν γυρίσω του είπα.Δεν του άρεσε αλλά έδειξε να κατανοεί την αναγκαιότητα του ταξιδιού μου.
Αργότερα,στην αγκαλιά του Ντίνου που αρνιόταν να καταλάβει γιατί έπρεπε να κάνω αυτό το ταξίδι και κυρίως γιατί έπρεπε να το κάνω μόνη,βρέθηκα πάλι μοιρασμένη,να δίνω πόντους στο Φίλιππο για την κατανόηση που είχε δείξει σε σχέση με την απόφασή μου.