Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΛΙΓΗ ΤΥΧΗ ΝΑΧΑ!!!!


Από τον κύκλο των ραδιοφωνικών μου εκπομπών
ΠΑΡΤΕ ΜΕ ΣΤΑ ΣΟΒΑΡΑ (Ράδιο ΑΛΦΑ 96,5)
Το κείμενο της εκπομπής
που βγήκε ζωντανά στον αέρα
στις 29 Ιουνίου 1990.

**

Λίγη Τύχη νάχα!!!

Αγοράζετε λαχεία; Μη μου πείτε όχι!!Μη μου πείτε όχι!! Γιατί ακόμα κι’ αν δεν είστε
απ’ τους εκ πεποιθήσεως κυνηγούς της τύχης,κάποια στιγμή, όλο και θάχετε βρεθεί μ’ ένα λαχειάκι στο χέρι-θέλεις Εθνικό,θέλεις Λαϊκό,θέλεις Ειδικό Κρατικό-Πρωτο-
χρονιάτικο-όλοι μας, ακόμα κι’ οι πιο «καλοβολεμένοι» οικονομικά,νιώθουμε κάποτε την ανάγκη,ν΄ανοίξουμε σ’ αυτή τη μυστήρια θεά,την Τύχη,ένα παραθυράκι. ΄Ετσι,
για ν’ ανιχνεύσουμε τις προθέσεις της ή εκ περιεργείας-ή σε μια στιγμή απελπισίας ,
όταν όλες οι ελπίδες μας έχουν εκπνεύσει.
Μερικές φορές,αρκετά συχνά θα έλεγα,τα προβλήματα μοιάζουν άλυτα!Η εποχή του «νάναι καλά τα χεράκια μου»είναι πια, ένα γλυκό,μακρυνό παρελθόν.Σήμερα,και με
τέσσερα χέρια να δουλεύεις,προβλήματα δεν λύνεις. Μεγάλα προβλήματα εννοώ και μεγάλες ανάγκες γιατί,εδώ που τα λέμε,γιατί ζούμε;΄Ισα-ίσα για να πληρώνουμε το νοίκι μας στην ώρα του και να βρίσκουμε ένα πιάτο φαί στο τραπέζι μας; Αυτό,λέγε-
ται ζωή με το ζόρι-όχι ζωή με ζήτα κεφαλαίο.
΄Ανθρωποι είμαστε. Κι’ αφού ζούμε καδουλεύουμε σ’ ένα κράτος δικαίου όπως βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε,θέλουμε και το κάτι παραπάνω μας.
Δεν ζητάμε βίλλα τριόροφη στην Πολιτεία, αλλά ένα διαμερισματάκι ν΄απλώσουμε αξιοπρεπώς τη ζωούλα μας, να μην το ζητήσουμε;
Δεν ζητάμε κότερο,ν’ αρμενίζουμε τα πετρελαιόπηκτα ελληνικά πέλαγα, αλλά δεκα-
πέντε μερούλες οικογενειακές διακοπές σε κάποια –πετρελαιόπληκτη,έστω- ελληνική παραλία,να μην τις ζητήσουμε;
Δεν απαιτούμε Χιούστον του Τέξας και Χέρφηλντ άμα λάχει να πάθουμε απ΄την καρδούλα μας αλλά το δικαίωμα να διάγουμε βίον ήρεμο,πολιτισμένο και απρό-
σκοπτο ώστε να μην πάθουμε απ΄την καρδιά μας πριν την ώρα μας…-αυτό το δικαίω-
μα, να μην το διεκδικήσουμε;

Όλ’ αυτά λοιπόν που τα λέμε περιληπτικά «ποιότητα ζωής» ή αν θέλουμε να κυριολεκτούμε,δικαίωμα αναπνοής, φαίνονται νάναι σήμερα άπιαστα πουλιά!
Αν περιμένουμε να τα πιάσουμε με τα δικά μας χέρια που μας τα έχουν ακρωτηριάσει ελαφρώς και δεν φτάνουν πέρα απ’ όσα μας έχουν ήδη σερβιρισμένα στο δίσκο,
χαιρέτα μου τον πλάτανο!!
Όσο και να τ’ απλώσουμε…μέχρι το δίσκο! Πέρα απ’ το δίσκο,τίποτε για μας.
Πιο πέρα απ’ το δίσκο και τα επ’ αυτού σκόρπια ανθυπο-υπολείμματα δίκην ψιχίων από αριστοκρατικό τραπέζι,το χάος,το κενό, η έλλειψη,συχνά η στέρηση.
Και το χειρότερο η απουσία και της ελάχιστης ελπίδας για φως.
Οπότε, τί μας μένει;Ένα λαχείο!

Απ’ την άλλη μεριά,αν περιμένουμε απ’ τα χέρια των «άλλων»,να μας φτιάξουν,να μας βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής,να μας λύσουν τα προβλήματα….
Σωθήκαμε!
Κούνια που μας κούναγε!
Ζήτω που καήκαμε!
Φέξε μου και γλύστρισα!
Ζήσε Μάη μου και Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά!!
Αυτοί οι «άλλοι»,χέρια έχουνε βεβαίως.Και γνώση έχουνε και επίγνωση έχουνε.
Διάθεση δεν έχουνε και πρεμούρα δεν έχουνε γιατί αυτοί συνήθως έχουν,όσα εμείς δεν έχουμε! Τι έχουμε λοιπόν να περιμένουμε από δαύτους; Θα μου πείτε,τι έχουμε
να περιμένουμε κι’ απ’το λαχείο! Λαχείο είναι και τρέχα γύρευε!
Ναι!Μόνο που το λαχείο,όταν δεν στα δίνει,και συνήθως δεν στα δίνει,δεν στα δίνει
από ατυχία!Παραξενιά της Τύχης. Οι «άλλοι» δεν στα δίνουν εκ προθέσεως ή γιατί δεν περισσεύουν από τις δικές τους  «ανάγκες»!
Κάπου βέβαια και το λαχείο και οι «άλλοι»,έχουν κάτι κοινό στην τακτική. ΚΑΙ το
Λαχείο ΚΑΙ οι «άλλοι»,όταν τα δίνουν,τα δίνουν συνήθως σ’ αυτούς που ήδη τα έχουν-΄Εχουν όπως και μια διαφορά.
Στο λαχείο,σπανίως αλλά συμβαίνει,κάπου σπάει ο διάολος το ποδάρι του και τα
παίρνει καμιά φορά και κάποιος που δεν τάχει. Κάτι που με τους «άλλους» ,δεν συμβαίνει ποτέ!
Οπότε,πού καταλήγουμε; Πάλι στο λαχείο!

Αν θες να δεις,λένε,πόσο φτωχός είναι ένας λαός,μέτρα πόσα λαχεία αγοράζει!
Δεν ξέρω αν και πόσα ακριβώς λαχεία αγοράζουν οι ΄Ελληνες,εμείς πάντως,στο γραφείο που εργάζομαι τα πρωϊνά,αγοράζουμε όλοι ανεξαιρέτως. Από τους εργο-
δότες και τους προϊστάμενους,μέχρι τους υφιστάμενους και το παιδί για τις εξωτε-
ρικές δουλειές!
Κάθε φορά που ο «μόνιμος» λαχειοπώλης μας,ένας γλυκύτατος γεράκος κάνει την εμφάνισή του,όλοι επί ποδός! Περνάει πάντα Τετάρτη-οπότε εμείς ξέρουμε ήδη απ’ την Τρίτη πως σε μια ακόμα κλήρωση,η θεά Τύχη,μας μούντζωσε μεγαλοπρεπώς δια μίαν εισέτι φορά –πλην όμως, απλώνουμε  πρόθυμα και ανυπόμονα χέρια,σε τσά-
ντες ,τσέπες και πορτοφόλια για ν’ ανασύρουμε το αντίτιμο αγοράς,μιας ακόμα ελπί-
δας, αμφίβολης κι’ εβδομαδιαίας διαρκείας!
Καμιά φορά, κάποιος απ’ όλους,ψιλοτσαντισμένος απ’ τη συνεχή γκαντεμιά,το παίζει
βαρύ πεπόνι.
-Λαχείο;-ρωτά ο γεράκος…
-Πάρτα από μπροστά μου και μη με ξαναρωτήσεις μπάρμπα-συνεννοηθήκαμε; Δε με θέλει,δεν το βλέπεις;Ε,δε με θέλει εκείνη,δεν τη θέλω κι’ εγώ.Τύχη και πράσινα άλογα!
-Καλά…καλά..,λέει ο γεράκος σαν το Μητροπάνο στο «Χιονάνθρωπο»…και μόλις κάνει να φύγει..
-΄Αντε, δώσε ένα να τελειώνουμε! Για σένα το κάνω μπάρμπα,όχι για μένα-να το ξέρεις.

Αγοράζω λοιπόν κι΄εγώ ανελλιπώς, λαχεία.΄Ετσι κι’ αλλιώς οι «κλειστοί» χώροι
με καταπιέζουν.Μ’ αρέσει ακόμα και μεσ’ το καταχείμωνο νάχω ένα παράθυρο ανοιχτό.
Αγοράζω λοιπόν Εθνικό- ένα γραμματιάκι.
Αγοράζω Λαϊκό- ένα γραμματιάκι επίσης.
Πρωτοχρονιάτικα-καμιά δεκαριά κάθε χρόνο.Και φ υ σ ι κ ά,φυσικά παίζω ΠΡΟΠΟ!
Ακούω λοιπόν όλ’ αυτά τα χρόνια που «παίζω»,κάτι πενηνταριές,κατοσταριές εκατομμύρια να σκάνε σαν χρυσή βροχή στα κεφάλια των ευνοουμένων της τύχης
και μένω με το στόμα ορθάνοιχτο. Κατά’δω μεριά,μόνο κάτι ψιλοκατοστάρικα,εκατόδραχμα δηλαδή. Από λήγοντες. Αυτό που με τρελλαίνει κυριολεκτικά,είναι ότι η τύχη σπάει και την πλάκα της σε βάρος μου. Όλο από
κοντά με πάει…όλο και μ’ ακουμπάει. Πότε-πότε,μου ρίχνει περνώντας και μια ξεγυρισμένη σπρωξιά,μετά πετάει κι’ ένα «με συγχωρείτε,παραπάτησα,γι’ αλλού πήγαινα»…-και δρόμο!
Την περασμένη Τετάρτη το μεσημεράκι λοιπόν, μπαίνει στο γραφείο ο γεράκος,ο λαχειοπώλης. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο μου,με τα χέρια ψηλά! Δεν ήξερα αν ήταν από ενθουσιασμό ή απόγνωση!!
-Τι έγινε, του λέω.Κερδίσαμε;
-Παρά έναν αριθμό,μου λέει.
-Δηλαδή;;;;;;;
ΕΘΝΙΚΟ,παρακαλώ! 156472 βγήκε στο εκατομμύριο! Εγώ, 156470.Τρία χιλιαρι-
κάκια στο άρτιο! Τύχη να σου πετύχει!!!

Πριν από κάτι μήνες λοιπόν,ένα Σάββατο πρωί κατά τις εννέα,μόλις είχα σηκωθεί κι’ έπινα το καφεδάκι μου,χτυπάει το τηλέφωνο. Νωρίς-νωρίς αρχίσαμε σκέφτηκα.
-….Παρακαλώ!- άκρα σιγή.
-…Παρακαλώ!Ποιός είναι;
- Τι’ναι κειιιιιιιιιιιιιι;;
Αχά,παιδική φωνούλα-κοριτσίστικη μου ακούστηκε.
-Εσύ,τι ζητάς;
-Δε σσσσέρωω!
-Σε ποιον θέλεις να μιλήσεις κούκλα μου;
-Σε κανέεενα! (πλάκα είχε)….πώς σε λέεενεεε;
-Εμένα με λένε Σέβη-εσένα;
-Ββαββάρρα!!
-Α! Βαρβάρα,ε; Τι αριθμό πήρες Βαρβαρούλα;
-Δε σσσσέρωω!
-Πόσων χρονών είσαι κούκλα μου;
-Δε σσσσέρωω!!
Ήμουν έτοιμη να της στείλω ένα τηλεφωνικό φιλάκι και να κλείσω αλλά με πρόλαβε
μια γυναικεία,λαχανιασμένη  φωνή απ΄την άλλη άκρη:
-Ποιος είναι Βαρβάρα;..Παρακαλώ;;
-Γειά σας!
-Ορίστε,ποιον θέλετε;
-Εγώ κανέναν-εσείς με πήρατε!
-Αχχχ!!Η μικρή! Αχ, κυρία μου,να με συγχωρείτε! Βαρβάρααα!!!Θα σε σκοτώσω!
Αχ, δεν ξέρετε τι μου κάνει με το τηλέφωνο- μεγάλο πρόβλημα!
-Θάθελε να πάρει κανένα συγγενή κι’ έκανε λάθος!Δεν πειράζει!
-Καλέ,ποιον να πάρει;Αυτή ούτε τους αριθμούς δεν ξέρει!Παίζει!Παίζει κι’ ενοχλεί τον κόσμο.Τριών χρονών δεν είναι ακόμα!
-Συγγνώμη,κυρία μου. Θέλετε να πείτε ότι παίρνει νούμερα στην τύχη,χωρίς να ξέρει ποιο είναι το καθένα;
-Τι σας λέω τόσην ώρα κυρία μου!Μόλις κάνω πως γυρίζω το κεφάλι μου,αυτή κατ’ ευθείαν στο τηλέφωνο!Τρέλλα έχει με δαύτο.Αχ,δεν ξέρετε τι μου κάνει!Μέχρι Καρπενήσι μούχει βγάλει!!

Δηλαδή!…..Η Βαρβαρούλα έβαλε το δαχτυλάκι της  στο καντράν εκείνο το
πρωί του Σαββάτου κι’ άρχισε να γυρνάει αριθμούς,χωρίς νάχει ιδέα, πού είναι το πέντε ή το τρία ,ας πούμε!Θα μπορούσε να είχε πάρει από ένα μέχρι και δέκα νούμερα –λέμε τώρα….και πήρε επτά! Κι΄αυτά τα επτά,στη σειρά, ο αριθμός του τηλεφώνου μου!Μέσα απ’ όλο το τηλεφωνικό δίκτυο Αθηνών,περιχώρων κι’ επαρχίας- για να μην πω και της Υφηλίου! Δεν είναι η τύχη μου νάχει το δαχτυλάκι της Βαρβαρούλας στην επόμενη κλήρωση του όποιου λαχείου κουβαλάω στη τσάντα μου;
-Δεν μου λέτε μαντάμ, μου τη «δανείζετε» τη Βαρβαρούλα για μια-δυο ωρίτσες αύριο-μεθαύριο;
Γέλασε.
-Γιατί;
-Α, έτσι!Να την πάω μια βόλτα…να της πάρω μια ωραία κούκλα…να την κεράσω ένα παγωτό…να μου διαλέξει και κανένα λαχείο!!!
Ξεκαρδίστηκε! Νόμιζε πως αστειευόμουν-κι’ εγώ ντράπηκα να της πω ,πως μιλούσα σοβαρά!!Σοβαρώτατα!!!
-Να σας ζήσει κυρία μου,αρκέστηκα να πω,δώστε της φιλάκια !
Κι’ έκλεισα το τηλέφωνο.
Σ. Τ.

Υ.Γ.
Το περιστατικό με το τηλεφώνημα της Βαρβαρούλας, είναι πραγματικό.Μου συνέβη ένα Σάββατο πρωί του 1989, γι’ αυτό και το συμπεριέλαβα στην εκπομπή μου!!Από τότε,η Τύχη, δεν μου «ξανατηλεφώνησε»!!!



Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΝΑ ΗΜΟΥΝ,ΛΕΕΙ.....

Να ήμουν λέει δώδεκα χρονών...
σαν τότε...και νάναι καλοκαίρι!
Ναρχόταν η φωνή της,δυνατή για ν' ακουστεί
στο πάνω πάτωμα,
να με ξυπνήσει,
αφήνοντας στη μέση το πρωϊνό τραγούδι της:
-Κατέβα,μεσημέριασε!!
Να σκύβει και να με φιλά
κι' εγώ να βγάζω με το δάχτυλο
την πέτσα απ' το φλυτζάνι με το γάλα που άχνιζε,
φρεσκοβρασμένο!
Να ήμουν λέει,στα δεκάξη!!
Εγώ να σκέφτομαι τ' αγόρι απ' το Αρρένων
που με περίμενε να σκάσω απ' τη γωνιά
καβάλα στο ποδήλατό του
κι' εκείνη να "ωρύεται"
που ακόμα δεν τα σκούπησα τα πιάτα!!!
Στα είκοσι,να με ξεπροβοδίζει
με κείνο το βουβό παράπονο στα μάτια!
Κι' εγώ να φεύγω,
πρώτη φορά ν' αφήνω τη φωλιά της
για να πετάξω-με φτερά δικά μου!!!
Ερχόταν η σκιά της πίσω μου!
Πότε γελώντας,πότε κλαίγοντας
με τα δικά μου τα καμώματα,
συντρόφεψε τα βήματά μου...
μέχρι που έφυγε!.....


Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012



ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ.

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΑΓΓΕΛΕΤΟ!
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

« Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να

περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης…» Marcel Proust, A la recherche du temps perdu.

Για μια ακόμη φορά η Σέβη Τηλιακού βουτά την μαντλέν της σε ένα φλιτζάνι ζεστό μυρωδάτο τσάι βρασμένο στην σταχτόμαυρη επιφάνεια μιας στόφας της αμέσως μεταπολεμικής Ρόδου, για να βγουν από αυτό, με αόρατο όχημα τις καταγραμμένες αλλά καθεύδουσες στην λήθη αισθήσεις των παιδικών και εφηβικών της χρόνων βίοι και πολιτείες, δύσκολοι Καλβινικοί έρωτες που ακροβατούν σε χαλαρό σχοινί μέχρι αυτό να τεντωθεί αναπάντεχα για να προκαλέσει την ανατροπή, ανθρώπινες σχέσεις εξουσίας σε μινιμαλιστικό μεσογειακό φόντο που φέρνει στον νού αόριστα τον Λόρκα αλλά εδράζεται στο ανεξίτηλο της προσωπικής εμπειρίας που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το συλλογική μακρά πεπαλαιωμένη πρακτική που συμβατικά αποκαλούμε «παράδοση».

Το μυθιστόρημα ξεκάθαρα και αναπότρεπτα γυναικείο. Όχι θηλυκό, γυναικείο, με κεφαλαία τα γράμματα. Η μητριαρχία στα Δωδεκάνησα είναι καθεστώς, θεσμός, modus vivendi. Οφείλεις να την (από)δεχθείς αν δεν θέλεις να αποβληθείς. Η Βαλασία – Μπερνάρντα Άλμπα δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί το βελονάκι με το οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα, έστω και με την παραβατική της συμπεριφορά στην ανάγκη της για άσκηση εξουσίας πάνω στους άλλους. Μικροί ή μεγάλοι σκελετοί, ακόμη και επιφανειακά ασήμαντα λείψανα κρύβονται στα ράφια κάθε βαθειά μητριαρχικού ερμαριού.

Μα και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας κρύβει μια μικρή Βαλασία – πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Το νήμα της εξουσίας γύρω από τον άντρα πλέκεται με επιδέξιες, ακόμη και όταν είναι ασυνείδητες ή έστω υποσυνείδητες κινήσεις, μιας και το βελονάκι «δουλεύει» σχεδόν μόνο του. Υπάρχει όμως ένα λαμπρό αντίβαρο τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην

πραγματικότητα της θεσμικής μητριαρχίας. Η εξουσία δεν ευνουχίζει για να επιβληθεί πλαγίως. Δεν ακρωτηριάζει την αρσενική altera pars.

Μέσα στην διήγηση της Σέβης παρεισφρέουν και αυτοβιογραφικά στοιχεία, που την κάνουν πειστικά και αφήγηση. Το σκηνικό με τις λιτές, σχεδόν στιγμιαίες αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα του Ροδίτικου χωροχρόνου δεν διακινδυνεύει ούτε στιγμή να ολισθήσει σε φολκλορικά ή εθιμο-γραφικά παραπτώματα και περιορίζεται στον ρόλο της ανάδειξης των χαρακτήρων και των δρώμενων.

Διήγηση χειμαρρώδης αλλά και δωρική, πειστική, χωρίς εξεζητημένες καλλιέπειες και λογοτεχνικές φιοριτούρες, που όμως διευθύνει το χορόδραμα των χαρακτήρων με σημειολογικές αρετές που χαρακτηρίζουν τα αποσπάσματα του ερωτικού λόγου των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών της μυθιστορίας. Ερωτικός λόγος λεκτικός και συμπεριφορικός για τους εξοικειωμένους με τον Roland Barthes.

Και τέλος η κάθαρση. Το τέλος – Κάθαρση. Ο χαμένος χρόνος επαν-ευρίσκεται, επανα-προσδιορίζεται και επανα-διατυπώνεται από την Σέβη. Όχι μόνον ο χαμένος χρόνος των ηρωίδων της, αλλά και της ίδιας μέσω αυτών.
Like ·

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΑΓΓΕΛΕΤΟ-ΔΙΚΗΓΟΡΟ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ.



















ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ-ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ


ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ-ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ EΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ 2Ο12









Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι!
Η περίληψη!

Μελίνα,Βαλασία,Λουκία,Χρυσή,Ρηνιώ!
Η Γυναίκα!Πολύμορφη,πολυδιάστατη,απρόβλεπτη!
Οι ζωές τους,ξεκινώντας από διαφορετικές,χρονικές αφετηρίες,συναντιούνται σ’ ένα
«κρίσιμο» σταυροδρόμι,στην ειδυλλιακή Ρόδο.
Παρελθόν,παρόν και μέλλον,μέσα από βασανιστικούς,αδιέξοδους έρωτες,παλιές,σημαδιακές μνήμες και ένοχα φυλακισμένα μυστικά,υφαίνουν γύρω τους,ένα ασφυκτικό δίχτυ που θα τις εγκλωβίσει,σε απρόβλεπτες,δραματικές καταστάσεις,
Ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάζονται.
Ανατροπές που ταράζουν, τα φαινομενικά ήρεμα νερά.
Φωνές από ένα ταραγμένο χθες που επανέρχονται για να επιβεβαιώσουν πως ο χρόνος και η ζωή,συμπλέκονται μοιραία,σε μια αέναη,κοινή πορεία.
Μέσα από μια καταιγίδα συναισθημάτων και διλημμάτων,η Μελίνα, θα καταλήξει τελικά,στη διαπίστωση που θα σημάνει και την δική της,προσωπική «απελευθέρωση».
-«Η δική σου ζωή,δεν έχει καμμιά αξία,αν οι γύρω σου,δεν έχουν ζωή.Ποτέ,δεν θα νιώσεις ελεύθερη,όσο αφήνεις στη φυλακή τους,αυτούς που μπορείς να ελευθερώσεις».