Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ ΚΕΦ.1





Φλεβάρης του ΄96  -Η απόδραση

΄Εβρεχε ασταμάτητα όλη τη νύχτα.΄Άλλη μια νύχτα εφιαλτικής αγρύπνιας που την περνούσε με τα μάτια βυθισμένα στο απόλυτο σκοτάδι του δωματίου.Με όλες τις αισθήσεις της τεντωμένες όπως τ΄αγρίμι που οσμίζεται κίνδυνο..Με το αναφυλητό,γαντζωμένο εκεί,στο μέσα του λαιμού,να της κόβει το δρόμο της αναπνοής.΄Ακουγε τη βρoχή να πέφτει με μανία στα κεραμίδια της μικρής μονοκατοικίας,λες κι΄ήθελε να τα τρυπήσει,να τα σπάσει, να τα διαλύσει..
΄Ενιωθε το θόρυβο σαν σφυριές στο κεφάλι της.Kαι το κεφάλι της, πονούσε-πονούσε αφόρητα.΄Ολο της το σώμα πονούσε.Τα καινούρια χτυπήματα πάνω στα παλιά,που δεν προλάβαιναν να γιατρευτούν,το έκαναν να μοιάζει ολόκληρο μια πληγή.΄Εφερε το χέρι στο μάγουλό της.Ο μόλωπας, λίγο πιο κάτω απ΄τον αριστερό της κρόταφο,γέμισε την παλάμη της,καυτός ,μαλακός κι΄υγρός απ΄τον ιδρώτα της αγωνίας και τα δάκρυά της-σαν ένα κομμάτι απ΄το μυαλό της νάχε χυθεί ,έτοιμο να κατρακυλήσει στο μαξιλάρι της.Δεν τολμούσε να κουνηθεί.Και να ήθελε,δεν μπορούσε .
Ο σουβλερός πόνος,εκεί,χαμηλά στο υπογάστριο,τη διαπερνούσε κάθε τόσο ,σαν κάποιος νάθελε να της ξερριζώσει με μαχαίρι τα σωθικά.Κάτι είχε σπάσει μέσα της,το ένιωθε.Ευτυχώς,η αιμορραγία της πρώτης ώρας που την είχε κατατρομάξει,είχε σταματήσει.Αν συνεχιζόταν,ή αν ξανάρχιζε,τί θάκανε θεέ μου;Θάμενε εκεί να πεθάνει,πάνω στο ματωμένο της στρώμα,αβοήθητη γιατί ούτε στην αστυνομία θα τολμούσε να τηλεφωνήσει ούτε στο νοσοκομείο.Η κοινωνική αξιοπρέπεια του άντρα που ήταν άντρας της,τ΄απαγόρευε ρητά και τα δύο.
-΄Ότι γίνεται μές το σπίτι μου,δεν αφορά κανέναν-τ΄ακούς;Δε γουστάρω μπάτσους και γιατρουδάκια μες τα πόδια μου.΄Αν χρειάζεσαι βοήθεια,φώναξε τη μάνα μου να σε βολέψει αλλιώς ,κάτσε στ΄αυγά σου και βγάλε το σκασμό.Τί κάνω εγώ με τη γυναίκα μου,δεν είναι δουλειά κανενός-το κατάλαβες;Δεν  θα στο ξαναπώ!!

Στα εικοσιτρία της χρόνια,ένιωθε πως είχε κιόλας γεράσει.Κοίταζε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και δεν τ΄αναγνώριζε πια.Πού είχαν χαθεί, εκείνη η κοριτσίστικη αθωότητα,εκείνο το λαμπερό βλέμμα,εκείνα τα όνειρα που ζωγράφιζαν τα χρώματα της ανατολής  στα μάγουλά της;Ο καθημερινός βιασμός ψυχής και σώματος, την είχε λυγίσει.Είχε εκμηδενίσει τις αντιστάσεις της.΄Εξη χρόνια τώρα,έψαχνε τον εαυτό της,
στα χαλάσματα της ζωής της.Της  ζωής που λίγα χρόνια πριν την καλημέριζε και την καληνύχτιζε με ζαχαρένια χαμόγελα και που τώρα της έδειχνε τα δόντια της-όλο και πιο απειλητικά .Παγιδευμένη ένιωθε,με το φόβο να τη σφίγγει ασφυκτικά,στην αγκαλιά του,σαν ανεπιθύμητος, μισητός εραστής.
Η βροχή ,έπεφτε πάντα με μανία στα κεραμίδια.Σφυριές στο κεφάλι της.Και το κεφάλι της πονούσε.Πονούσε αφόρητα.

Το θηρίο,κοιμόταν δίπλα της,βαριανασαίνοντας,χορτασμένο από βία και αίμα,κουρασμένο απ΄τη μανιασμένη πάλη με το σακατεμένο κορμί της
-Αν δεν λιγοθυμούσα,θα με είχε σκοτώσει-σκέφτηκε πανικόβλητη.
Αυτός ήταν ο μεγάλος της τρόμος,κάθε φορά που άρχιζε το μαρτύριο.΄Ότι κάποια στιγμή θα την άφηνε στον τόπο.΄Ότι κάποια μέρα ή νύχτα,η ψυχή της θάβγαινε ,ξερριζωμένη βάναυσα απ΄το φονικό του χέρι και θα πάγωνε πεταμένη, εκεί,δίπλα στο άψυχό της σώμα  ,πάνω στα κρύα  πλακάκια της κουζίνας της.Το κοριτσάκι της σκεφτόταν –πάνω απ΄τον εαυτό της.Το αγγελούδι της ,που αν κάτι συνέβαινε σε κείνη,θάμενε μόνο κι΄ανυπεράσπιστο, στη μανία του.Δεν υπήρχε κανείς,να τη βοηθήσει-το ήξερε.Οι δικοί της είχαν καταλάβει..σίγουρα  νοιάζονταν αλλά με το θηρίο δεν τολμούσαν να τα βάλουν.
-Εσύ φαγώθηκες να τον πάρεις.Τώρα ,ό,τι έγινε-έγινε..΄Αντρας σου είναι..Πήγαινε με τα νερά του και κοίτα να μην τον ερεθίζεις!
Οι δικοί του,έκαναν πως δεν έβλεπαν τις πιο πολλές φορές.Κι΄όταν αναγκάζονταν να δουν,της έρριχναν όλο το φταίξιμο.
-Δε μπορεί.Κάτι θα τούκανες.Δεν είναι τρελλός ο άνθρωπός μας ,να σε σπάει στο ξύλο στα καλά καθούμενα..Κι΄όμως ,ή τ α ν  τρελλός.Αρρωστημένο μυαλό κι΄αρρωστημένη ψυχή κουβαλούσε.
΄Εξη χρόνια κοντά του,είχε πάει κι΄είχε γυρίσει απ΄τον άλλο κόσμο χίλιες φορές.Ούτε που μπορούσε να  θυμηθεί,πόσες μέρες και νύχτες σύρθηκε στο πάτωμα, σκουπίζοντας με τα γυμνά της χέρια τα αίματα απ΄το πρόσωπό της ,με το παιδί να σπαράζει γραπωμένο απ΄τη φούστα της κι΄εκείνον να ωρύεται λυσσασμένος.-«Κάν΄το να σκάσει,το μούλικο!».Μετρούσε τις πληγές της κάθε φορά και κάθε φορά πάγωνε απ΄τον ίδιο  φόβο που την παρέλυε:-«Θα με σκοτώσει.Μια μέρα ,θα με σκοτώσει..Φύγω ή μείνω,έλεος δεν υπάρχει για μένα» Κι΄έμενε.΄Εξη χρόνια τώρα!!Να τρέμει κάθε που άκουγε την πόρτα ν΄ανοίγει.Κάθε που άκουγε το βήμα του να πλησιάζει.Κάθε που άνοιγε το στόμα της να πει μια κουβέντα.Κάθε που σήκωνε τα μάτια του να την κοιτάξει μ΄εκείνο το βλέμα που ακόμα δεν είχε μάθει να το μεταφράζει σωστά.΄Ετρεμε τον έρωτά του,όπως έτρεμε και το θυμό του.Κι΄απ΄τα δυο,κομματιασμένη έβγαινε-σακατεμένη..Πού να το ξέρει,τι έκρυβε μέσα του,την ημέρα που του είπε το πρώτο «έλα».΄Όταν άρχισε να υποψιάζεται,ήταν πια αργά-δεν μπορούσε να κάνει πίσω…Δεκαεφτά χρονών τον παντρεύτηκε.Εκείνος ,τριανταδύο. Παράτησε το σχολείο για να πάει στην εκκλησία ,κρεμασμένη στο μπράτσο του.Το μυστικό της, δεν το είχε πει σε κανέναν-ούτε σ΄εκείνον.Φοβήθηκε.΄Ηταν έγκυος,στον πρώτο μήνα κι΄έτρεμε την οργή του πατέρα της.Η κόρη του γκαστρώθηκε πριν βάλει στεφάνι;;Πόρνη!!Αν ξέφευγε του Δημήτρη καμιά κουβέντα,ο γέρος της θα τη σκότωνε,πριν προλάβει να φορέσει το νυφικό.Γι΄αυτό δε μίλησε.Τον ερωτεύτηκε-είπε σε όλους.΄Η αυτόν ή κανέναν.Κι΄ως ένα βαθμό,έλεγε την αλήθεια.Μετά από ΄κείνη την πρώτη φορά,που με τη βία  είχε ολοκληρώσει την κατάκτησή της,ο Δημήτρης είχε γλυκάνει,είχε ημερέψει κι΄εκείνη είχε αρχίσει να πιστεύει πως
αυτό το ανατρίχιασμα του κορμιού της κάθε φορά που την πλησίαζε,μπορεί και  νάταν έρωτας,τελικά. ΄Όταν του είπε το νέο για το παιδί που περίμενε, δυό μέρες μετά το γάμο,εκείνος άνοιξε την πόρτα κι΄έφυγε αμίλητος χωρίς να της ρίξει δεύτερη ματιά.΄Όταν γύρισε,ώρες αργότερα με την ανάσα του να βρωμοκοπά οινόπνευμα ,οι καλοθελητές είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους.
-Τι μας λες τώρα ,ρε φίλε,τη στεφανώθηκες γκαστρωμένη και δεν τόξερες;Σου την έφερε αδερφάκι μου!!
Την άρπαξε απ΄το λαιμό και την κόλλησε στον τοίχο,με μάτια που έσταζαν αίμα.
Οι βαρειές,πρόστυχες κουβέντες που βγήκαν απ΄το στόμα του,την τρόμαξαν,της έκοψαν τη φωνή.
΄Αλλα περίμενε η Φανή.Μια έκρηξη χαράς περίμενε για το «ευχάριστο» νέο  όταν του το ψιθύρισε στ΄αφτί,κουρνιασμένη στην αγκαλιά του..Αντί γι΄αυτό,βρέθηκε αντιμέτωπη με το παράλογο ξέσπασμα της οργής του και τη χυδαία  κι΄άδικη περιφρόνησή του,για κείνη και για το «ξένο σπόρο»,που τάχα,πήγαινε να του
 φορτώσει.Δεν προσπάθησε καν να τον πείσει για την αθωότητά της.Δεν θάχε και νόημα ..Ο άντρας της ,μ΄όλα όσα της καταμαρτυρούσε ,ήξερε..΄Ηταν σίγουρη..
΄Ηξερε πως άλλος δεν την  είχε αγγίξει ,πριν απ΄αυτόν.Δεκαεφτά χρονών ήταν όταν τον γνώρισε..Εκείνος της πήρε την  παρθενιά.Δικό του ήταν το παιδί.Στο βάθος το ήξερε κι΄ο ίδιος .Μόνο που από κείνη την ημέρα ήταν το «μούλικο»-κι΄έγινε  το άλλοθι, για τη βαρβαρότητά του ,στα χρόνια που ακολούθησαν.Εκείνη την ημέρα,έπεσε και το πρώτο ξύλο.Αλύπητο ,ανελέητο.Φοβήθηκε πως θ΄αποβάλει.΄Όταν προχώρησε η εγκυμοσύνη της,δεν τόλμησε να πάει στο γιατρό.Η πεθερά της,είχε  λουφάξει.Σιγοντάριζε το γιο της που δε γούσταρε τα σούρτα-φέρτα στα γιατρουδάκια.΄Εβλεπε τα κατορθώματά του πάνω στη νύφη της κι έτρεμε μην εκτεθεί ο κανακάρης της.«Οι παλιές,γεννούσανε μονάχες τους στα χωράφια με τη τσάπα στα χέρια.Δεν τρέχανε στους γιατρούς κάθε λίγο και λιγάκι.Τί να τον κάμεις το γιατρό από τώρα;Μια χαρά θάσαι.Πας όταν έρθει η ώρα να λευτερωθείς.»Τη μάνα της,τη μπούκωνε με ψέματα,κάθε φορά που τη ρωτούσε ανήσυχη.-«Ακόμα να πας στο γιατρό;» -«  Πήγα.΄Όλα καλά μάνα.» Πώς να πήγαινε,με τα πλευρά και τα πόδια μονίμως μελανιασμένα-τι θα τούδειχνε του γιατρού,τι θα του έλεγε; Κλείστηκε στο σπίτι και περίμενε την ώρα της γέννας,σαν το θανατοποινίτη που περιμένει την ώρα της εκτέλεσης.΄Εβλεπε την κοιλιά της να φουσκώνει μήνα με το μήνα  κι΄αρρώσταινε με τη σκέψη πως μπορεί να μεγάλωνε μέσα της  ένα μισερό , χτυπημένο πλάσμα.Μέχρι να γεννηθεί το παιδί και να σιγουρευτεί πως ήταν γερό,της βγήκε η ψυχή.Η Αθηνούλα της.Η κόρη της.Δώρο Θεού στη δυστυχία της.Την αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει άνθρωπο μέχρι εκείνη τη στιγμή.Παρηγοριά και χαρά της ζωής της.Και μάρτυρας της κόλασης που ζούσε.
Θυμόταν ακόμα το γεμάτο συμπόνοια βλέμμα του γιατρού ,όταν πήγε να τη δει,μετά τη γέννα.Στάθηκε μπροστά στην κουνια του μωρού και την κοίταξε κατάμματα: «Τυχερό ήταν»,της είπε. «Τυχερή κι΄εσύ.Να προσέχεις,τώρα που θα πας στο σπίτι σου.» Είχε δει κι΄είχε καταλάβει…

Απ΄το διπλανό δωμάτιο,άκουσε το κλάμα της.΄Ένα τρομαγμένο πουλάκι που μοιραζόταν το δικό της εφιάλτη.Αυτό είχε καταντήσει το παιδί της κι΄εκείνη δεν έκανε τίποτα για να το γλυτώσει.Μάνα άστοργη,δεν ήταν.΄Ατολμη ήταν,ανήμπορη ν΄αντιδράσει κι΄η ενοχή την πότιζε μέχρι το κόκκαλο γι΄αυτή της την ανημπόρια.
΄Ενιωσε τον άντρα δίπλα της, ν΄αλλάζει πλευρό.
-Σήκω και κάν΄το να σκάσει,το μούλικο-διέταξε.
Σηκώθηκε με κόπο και πιάνοντας τα κάγκελα του κρεβατιού,σύρθηκε κατά το δωμάτιο της μικρής.Στον ύπνο της έκλαιγε.Κάθισε δίπλα της και τη σκέπασε με το κορμί της,φίλησε με τα πονεμένα της χείλη, το παιδικό προσωπάκι.΄Υστερα άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας,δίπλα στο  κρεβατάκι του παιδιού.Ξεκόλλησε προσεκτικά κι΄ανασήκωσε την πλαστική,λουλουδάτη ταπετσαρία στον πάτο του
συρταριού.
Αναστέναξε μ΄ανακούφιση.Τα χρήματα,ήταν εκεί.Δυο χρόνια τα μάζευε λίγα-λίγα αυτά τα δεκαπέντε χιλιάρικα.Η λύτρωσή της,η διαφυγή της.΄Αρχισε αυτή τη
μυστική αποταμίευση σωτηρίας όταν κατάλαβε πως η απόδραση , ήταν ο μόνος δρόμος που της απόμενε.Η απόδραση που δεν ήταν σίγουρη πως θα την αποφάσιζε ποτέ.Το συρτάρι της παιδικής σιφονιέρας πάντως,αποδείχτηκε ασφαλής κρυψώνα.Ο Δημήτρης,δεν πατούσε το πόδι του στο παιδικό δωμάτιο.Κι΄ούτε του είχε δώσει ποτέ δικαίωμα να υποπτευθεί,πως κάτι ετοίμαζε στο μυαλό της.Παραδομένη στα χέρια του την ένιωθε.Υποταγμένη στις διαθέσεις και τις ορέξεις του.Δεν ανησυχούσε.

.Σκέπασε το παιδί,άναψε το μικρό πορτατίφ ,τ΄ακούμπησε στο πάτωμα και παλεύοντας να μην ουρλιάξει απ΄τον πόνο,γύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε.
Η βροχή έπεφτε ακόμα μανιασμένη στα κεραμίδια.Δίπλα της,ο κοιμισμένος άντρας,γύρισε προς το μέρος της κι΄έρριξε βαρύ το μπράτσο του πάνω στην κοιλιά της.΄Εσφιξε τα δόντια,να μη φωνάξει.΄Εμεινε ακίνητη,μαρμαρωμένη
κρατώντας την αναπνοή της. «Χριστέ μου,πότε θα τελειώσει αυτή η νύχτα;»΄Εκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε σ΄έναν ύπνο σαν θάνατο,με το μπράτσο του πάνω στο σώμα της,σαν βαρειά,σιδερένια αμπάρα μιας φυλακής-της φυλακής της.


΄Εξη και μισή,χτύπησε το ξυπνητήρι-όπως κάθε μέρα.Τινάχτηκε απ΄τον ύπνο κι΄έμεινε για δευτερόλεπτα,να κοιτάζει με μάτια ακίνητα,το ροζ φωτιστικό στο ταβάνι.
΄Υστερα,ένιωσε το χέρι του στον ώμο της.
-Σήκω.΄Αντε να φτιάξεις καφέ…
Πάλεψε να φορέσει τη ρόμπα της.Το σπίτι ήταν κρύο ,παγωμένο κι΄έκανε το πληγιασμένο κορμί της να πονά πιο πολύ.Πριν μπει στην κουζίνα,έριξε μια ματιά στο δωμάτιο της μικρής.Κοιμόταν ακόμα.Τράβηξε κι΄έκλεισε την πόρτα.Κοίταξε το ρολόι πάνω απ΄το ψυγείο.Επτά παρά είκοσι.Στις δέκα,είχε λεωφορείο για Θεσσαλονίκη.Ο άντρας της,θάφευγε για τη δουλειά στις επτάμιση.Προλάβαινε να ετοιμάσει το παιδί –να ετοιμαστεί κι΄εκείνη.Είχε πάρει την απόφασή της,τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια της.Η αντοχή της,είχε εξαντληθεί.Φοβόταν αλλά δεν θάμενε ,να καλωσορίσει μοιρολατρικά ,τη μέρα του θανάτου της απ΄το χέρι του.Θάφευγε.Σήμερα.Στις δέκα.Κι΄ο Θεός βοηθός.

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ ΚΕΦ.2






΄Όπως περίμενε τον καφέ να φουσκώσει,άκουσε πίσω της τα βήματά του κι΄ένιωσε την ανάσα του στο σβέρκο της. «Χριστέ μου,όχι πάλι».. Το σώμα της έγινε σκληρό,σαν πέτρα..Εκείνος,κόλλησε  πάνω της ,αγκάλιασε σφιχτά τη μέση της και σαν να είχε μόλις ξυπνήσει ύστερα από μια παθιασμένη ερωτική νύχτα,φύσηξε την επιθυμία του καυτή,στις ρίζες των μαλιών της,κάνοντάς την ν΄ανατριχιάσει. Περνώντας το χέρι του απ΄το άνοιγμα της ρόμπας της, χάιδεψε το στήθος της κι΄ύστερα τόσφιξε δυνατά,απαιτητικά..Της ξέφυγε μια πνιγμένη κραυγή πόνου.
Η κραυγή της,τον ξάφνιασε..
-Τι έγινε ρε Φανούλα;Ούτε να σ΄αγγίξουμε δεν μπορούμε;
Την πήρανε τα κλάματα.
-Τί…,πονάς;
΄Εγνεψε «ναι» με το κεφάλι.
-Για να σε δω…
Τη γύρισε προς το μέρος του.-Θα χυθεί ο καφές,του ψιθύρισε.
΄Απλωσε το χέρι του ,έβγαλε το μπρίκι απ΄τη φωτιά κι΄έσβυσε το γκαζάκι.΄Υστερα,την έπιασε απ΄το σαγόνι και της γύρισε το πρόσωπο στο πλάϊ.Ζούληξε με τις άκρες των δακτύλων του το πρησμένο της μάγουλο.Εκείνη τραβήχτηκε απότομα-σαν να τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.
-Πονάς κι΄αλλού;
Δίστασε..Τα λόγια βγήκαν με δυσκολία απ΄τα χείλη της.
-…Πονάω..εδώ κάτω..
-Πού;Για να δω…
Την ανάγκασε να σηκώσει το νυχτικό της μέχρι τη μέση.΄Απλωσε  και της τράβηξε τo
εσώρρουχο μέχρι τους μηρούς.Ο λεκιασμένος με ξεραμένο αίμα χαρτοβάμβακας,έπε- σε στο πάτωμα.Στην κοιλιά,χαμηλά,είδε την τεράστια μελανιά που εκείνη βιάστηκε να ξανακρύψει .
Η φωνή του,γλύκανε απότομα..
-Τί είναι αυτό-κλωτσιά;Σε κλώτσησα ρε Φανούλα;Κοίτα να δεις!Ούτε που το θυμάμαι ,ο ηλίθιος!Συγνώμη,βρε κορίτσι μου!Συγνώμη μωρό μου..
΄Ενιωσε ένα σύγκρυο να οργώνει την πλάτη της .
Τη μισούσε,τη σιχαινόταν αυτή τη « συγνώμη» του. ΄Εφτανε στ΄αυτιά της σαν
ειρωνία,σαν κοροϊδία.΄Ιδια κι΄απαράλλαχτη,κάθε φορά.Πιό πολύ κι΄απ΄τα χτυπήματα
στο σώμα της,την πονούσε αυτό το υποκριτικό «συγνώμη» που της πέταγε μετά από κάθε βίαιο ξέσπασμά του,σαν κόκκαλο παρηγοριάς σε δαρμένο σκυλί..
΄Εμεινε σιωπηλή,χωρίς να τολμήσει να τον κοιτάξει.Ξαναβάζοντας το μπρίκι στη φωτιά για ν΄αποτελειώσει τον καφέ,τον άκουσε να προσπαθεί ν΄απολογηθεί,όπως
έκανε πάντα.Με τα ίδια λόγια που η Φανή τα είχε σχεδόν αποστηθίσει.Και πάντα με την ίδια απειλή για επίλογο.
-Σούκανα ζημιά,ε;Ρε Φανή,πόσες φορές θα στο πω;Μη με τσαντίζεις ρε μάνα μου-αφού με ξέρεις.΄Όταν τσαντίζομαι,δεν ελέγχω τα νεύρα μου.Σου λέω,κάτσε ήσυχη στ΄αυγά σου..εσύ τίποτα!Κάθε μέρα κι΄ένα φασούλι μου βγάζεις..Τί ήταν πάλι αυτό το χτεσινό….Μιμήθηκε τη φωνή της: «Θέλω να πάω δυο μέρες να δω τη μάνα μου»!
Αυτά θ΄αρχίσουμε τώρα;Διήμερες εκδρομές στο χωριό της μάνας σου;Κι΄εγώ εδώ μόνος μου να τρώω τα λυσσακά μου;Στο είπα ή δεν στο είπα;Στη μάνα σου δεν πας.΄Αμα θέλει να σε δει,νάρθει εκείνη-αλλά πού!!Δεν κοτάει-φοβάται.Λες κι΄είμαι ο μπαμπούλας.Εδώ που τα λέμε,καλά κάνει και με φοβάται-τη βλέπω την παλιόγρια και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.Ξέρω πολύ καλά πώς με στολίζει πίσω απ΄την πλάτη μου.Καλά θα κάνεις,να με φοβάσαι κι΄εσύ Φανούλα και κοίτα να συμμαζέψεις τα μυαλά σου γιατί είδες τι γίνεται άμα με φέρνεις στα άκρα.Καμιά μέρα θάχουμε άσχημα ξεμπερδέματα-στο λέω-και δε θα φταίω εγώ…το ξερό σου το κεφάλι θα φταίει...Φέρε τον καφέ τώρα-θ΄αργήσω στη δουλειά.-Η φωνή του,είχε πάρει ξανά εκείνο τον ξερό,επιτακτικό τόνο που την ανάγκαζε να σκύβει πάντα το κεφάλι, από φόβο για τα χειρότερα.
Τον άκουγε αμίλητη.Του πήγε τον καφέ αμίλητη.Τελευταία φορά που τον άφηνε να τη φοβερίζει.΄Όταν θα γύριζε το απόγευμα,εκείνη κι΄η Αθηνούλα δεν θα ήταν στο σπίτι.Φαντάστηκε την αντίδρασή του και τρόμαξε.Μέσα της όμως είχε αρχίσει ν΄απλώνεται μια πρωτόγνωρη γαλήνη που μαλάκωνε τον πόνο στο κορμί της.Η νεκρωμένη από χρόνια ελπίδα, ξαναζωντάνευε δειλά-δειλά.Θα τα κατάφερνε.Θα γλύτωνε.Θα γλύτωνε και τ΄αγγελούδι της απ΄αυτή την κόλαση.
Αφουγκράστηκε τα βήματά του,καθώς εκείνος,πήγαινε προς το χωλ.Τον άκουσε να ξεκλειδώνει την πόρτα.
-Φεύγω-της φώναξε καθώς έβγαινε-θα τα πούμε το βράδυ.Και κοίταξε,βάλε καμιά
 κομπρέσσα στο μάγουλό σου.Σε βλέπει άνθρωπος και φρικάρει!!
Ξανακοίταξε το ρολόϊ πάνω απ΄το ψυγείο.Κόντευαν οκτώ.Με την απόφαση της  απόδρασης αμετάκλητη μέσα της,πήγε μέχρι το υπνοδωμάτιο,έστρωσε βιαστικά το κρεβάτι ,συμμάζεψε τα σκόρπια ρούχα και ξαναμπαίνοντας στην κουζίνα έρριξε
ακόμα μια φευγαλέα ματιά στο ρολόϊ.Οκτώ και πέντε.
Ετοίμασε το γάλα του παιδιού και δυο σάντουιτς για την καθεμιά τους-για το δρόμο.΄Υστερα ξύπνησε την κόρη της και της έδωσε το γάλα-πιες το όλο της είπε και κάνε γρήγορα αγάπη μου.
Την έντυσε,ντύθηκε κι΄εκείνη.
Το παιδί,έτριβε αγουροξυπνημένο τα ματάκια του..
-Πού θα πάμε μανούλα;
-Ταξίδι καρδούλα  μου.
-Πού μαμά;
-Στην Αθήνα-στη θεία Λένια.
-Ο μπαμπάς;
-Ο μπαμπάς θα μείνει εδώ,Αθηνά μου.΄Εχει δουλειές.
΄Ερριξε σ΄ένα μικρό σακκίδιο δυο ρουχαλάκια του παιδιού και δυο δικά της,μαζί με τα λίγα απαραίτητα.Τη βαλίτσα την είχε αποκλείσει.Με τη βαλίτσα στο χέρι,όποιος την έβλεπε θα καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά –ότι το έσκαγε.Μικρή κοινωνία,κλειστή.΄Ολοι ήξεραν,κανείς δεν μιλούσε αλλά πολλοί θα ήταν πρόθυμοι να την καρφώσουν.Ο άντρας της είχε τους δικούς του ανθρώπους.΄Επρεπε να προλάβει να φύγει όσο πιο μακρυά μπορούσε,πριν ο Δημήτρης πάρει είδηση τι γίνεται και τρέξει ξοπίσω της.Σιγούρεψε τα χρήματα στη τσάντα της .Λίγα ήταν αλλά της έδιναν μια μικρή σιγουριά.΄Επειτα, στην Αθήνα πήγαινε.Στη Λένια,την αδερφή της.Δεν πή-
γαινε σε ξένους…
 Κούμπωσε μέχρι το λαιμό το μπουφάν του παιδιού,του φόρεσε την κουκούλα,έδεσε γύρω απ΄το κεφάλι της ένα μαντήλι,έτσι που να κρύβει το πληγωμένο της μάγουλο και στάθηκε μπροστά στην πόρτα.΄Εριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι.Αυτό το σπίτι που δεν κατάφερε ποτέ,να το νιώσει δικό της.Δεν λυπόταν για τίποτε απ΄όσα άφηνε πίσω.΄Ανοιξε την πόρτα χωρίς δισταγμό,βγήκε με το παιδί και την έκλεισε πίσω της.
΄Εβρεχε ακόμα-κι΄ούτε που θα σταμάταγε.Βαρύς ο ουρανός,μαύρος,απειλητικός
αγριεμένος.Πρώτη φορά,ένιωθε τη βροχή σύμμαχό της.Λίγους θα συναντούσε,λίγοι θα την πρόσεχαν.Πέρασε το σακκίδιο στον ώμο της,άνοιξε την ομπρέλα,πήρε την κόρη της απ΄το χέρι και βγήκε στο δρόμο.
Σχεδόν άδειο το λεωφορείο.Λίγοι,σκόρπιοι επιβάτες,φορτωμένοι με τις καθημερινές έγνοιες τους.Κανείς δε γύρισε να την κοιτάξει.΄Εκρυψε όσο μπορούσε το πρόσωπό της με το μαντήλι.Κάθησε τη μικρή στο διπλανό κάθισμα και της έβαλε στο χέρι το ένα σάντουιτς.Εκείνη δεν πεινούσε.Το στομάχι της είχε γίνει μια σφιγμένη γροθιά.
-Πώς θα πάμε στην Αθήνα μαμά,με το λεωφορείο;
-Με το τραίνο μωρό μου.
-Σε πόση ώρα θα φτάσουμε στο τραίνο;
-Σε καμιά ώρα ,αγάπη μου.
-Νυστάζω.


Διέσχισε την αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού ,σχεδόν τρέχοντας,τραβώντας απ΄το χέρι το παιδί που πάσχιζε να τη φτάσει.Χώθηκε στο πρώτο βαγόνι που σταμάτησε μπροστά της και κάθισε στις τελευταίες θέσεις ,μακρυά απ΄τους άλλους επιβάτες.Λίγοι άνθρωποι κι΄εδώ. ΄Αγνωστοι..Δυο τρία βλέμματα έπεσαν τυχαία πάνω της.Αδιάφορα-περαστικά.Μια νέα γυναίκα που ταξιδεύει μ΄ένα μισοκοιμισμένο κοριτσάκι στην αγκαλιά.Συνηθισμένο!!Μόλις το τρένο βγήκε απ΄το σταθμό,ένιωσε ασφαλής.Από δω και πέρα,κάθε χιλιόμετρο,την έφερνε πιο κοντά στην ελευθερία.Στη λύτρωση.Η Χαλκιδική,το χωριό της ,η μάνα κι΄ο πατέρας της,έμεναν πίσω μαζί με τα χρόνια της αθωότητας,τα χρόνια του μαρτυρίου,το δασάκι και την παραλία των ονείρων της.΄Εσφιξε τη μικρή στην αγκαλιά της κι΄ύστερα την απόθεσε στο διπλανό ,μαλακό κάθισμα.Η Αθήνα ήταν ακόμα αρκετά μακρυά.΄Εμεινε να κοιτάει για λίγη ώρα τα τοπία που εναλλάσσονταν μπροστά στα μάτια της. Το πράσινο της στεριάς και το γαλάζιο του Θερμαϊκού.
 Υστερα,ακούμπησε το κεφάλι στην πλάτη του καθίσματος,και πήρε στο χέρι της
το ζεστό χεράκι του κοιμισμένου κοριτσιού.Τα μάτια της κλείσανε,χωρίς να το καταλάβει.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ΦΕΓΓΑΡΟΜΙΛΗΜΑΤΑ!

Στην άμμο γύφτισσα ,ξαπλώνει η νύχτα
φιλιά γλυκόπιοτα για καληνύχτα
αγάπη μάγισσα,το νου μου παίρνει
με πάει-με φέρνει!

Φεγγαρομιλήματα
των άστρων τα συστήματα
στα μάτια σου βουλιάζουνε
σου μοιάζουνε

Φεγγαρομιλήματα
του πόθου τα σκιρτήματα
στο σώμα σου φωλιάζουνε
σου μοιάζουνε!

Πάνω στα κύμματα λούζεται η νύχτα
μπράτσα μετάξια μου,γύρω μου ρίχτα
ξενύχτης έρωτας ,πάνω μου γέρνει
με πάει -με φέρνει!
σ.τ.

Με ξέχασες - Κανελλίδου Αλέκα

Μπαλάντα για ένα παιδί - Πασχάλης

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΑΚΟΜΑ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ"



΄Ερωτας βαρέων βαρών   10     


Πήρε το δρόμο του γυρισμού, με τη ψυχή της στην κατηγορία φτερού.΄Ο,τι τη βάραινε πριν από λίγες ώρες ακόμα,είχε πετάξει μακρυά.Εκείνη η άγνωστή της γυναίκα,η κυρία Ευγενία, είχε καταφέρει να της κάνει μια γερή ένεση αυτοπεποίθησης.
Την είχε αντιμετωπίσει σαν γυναίκα ,με τις ανησυχίες και τις ευαισθησίες της κι΄όχι σαν υπόδικη που έπρεπε ν΄απολογηθεί γιατί αφέθηκε να πάρει κιλά,που τώρα έπρεπε να τ΄αφορίσει για να δικαιωθεί στα μάτια των τρίτων.Τί δουλειά είχαν οι τρίτοι με το σώμα της;Σε ποιανού την πλάτη τα φόρτωνε τα κιλά της,ώστε νάχει ο καθένας το δικαίωμα να της υπαγορεύει πώς και πόσα έπρεπε να χάσει για νάναι ικανοποιημένος;
Σε κανενός.Δικό της πρόβλημα ήταν κι΄εκείνη θ΄αποφάσιζε πόσα και πώς θα τάχανε..Της άρεσε η άποψη της κυρίας Ευγενίας.Σνομπάρισε το φαί ,της είχε πει.Αυτό ακριβώς θα έκανε.Σκεφτόταν την  πρώτη βραδυά που θα βρισκόταν με την παρέα γύρω από ένα τραπέζι και θα τους έκραζε όλους και όλες αφ΄υψηλού. «Χριστός και Παναγία!Πώς τα τρώτε αυτά τα πράματα…με το κιλό τα κατεβάζετε τα λιπίδια και τα τριγλυκερίδια,βρε παιδιά!»Κοίταξε το ρολόι της.
Κόντευαν οκτώ.Δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι από τώρα.Δεν είχε καμμιά όρεξη να δει τα μούτρα του Μάκη και να ξαναρχίσει τη μεσημεριάτικη συζήτηση.Αν δεν ήταν τα παιδιά στη μέση,ίσως δεν θα γύριζε και καθόλου –θα πέρναγε τη βραδυά στη Φαίη  και θα τον άφηνε να τσιτσιρίζεται όλη νύχτα βουτηγμένος στις καφτές αμφιβολίες του.΄Όμως δεν ήθελε να κάνει τα παιδιά της μέρος του προβλήματος.Επομένως,θα γύριζε-αλλά όχι ακόμα.Στο ύψος του Νέου Ψυχικού,έστριψε για το σπίτι της Φαίης.
Εκεί θα ήταν η φιλενάδα της,ήταν σίγουρη.Τις Τρίτες,η Φαίη είχε πάντα σοβαρή απασχόληση.Νύχια-χέρια, πόδια-αποτρίχωση,μάσκες ομορφιάς κι΄όλα τα σχετικά.
Τις Τρίτες,ακόμα κι΄ο Νίκος,ο μεγάλος της έρωτας,δεν έπαιρνε άδεια εισόδου στο διαμέρισμα.Τί ανάγκη έχει αυτή,σκέφτηκε.Τρία διαμερίσματα νοικιάζει κι΄ένα που κάθεται,τέσσερα.Νάναι καλά η κληρονομιά του μπαμπάκα της.Τυχερή κοπέλα.
Και κουκλάρα-να πούμε και του στραβού το δίκιο.Μπόι μέτριο αλλά κορμί πρώτο.
΄Εχει και το Νίκο που την πολιορκεί τρία χρόνια τώρα με την πρόταση γάμου στο χέρι.Η Φαίη ούτε ν΄ακούσει για γάμο.Ελεύθερη και ωραία.΄Εμαθε απ΄τη φιλενάδα της τις κακοτοπιές και φυλαγόταν-έλεγε.Την είχαν κάνει αυτή την κουβέντα πριν από κανένα μήνα..
-Βρε Φαίη μου,χτύπησες τα τριάντα επτά.Πότε θα παντρευτείς τελικά;Παντρέψου τον βρε παιδάκι μου να ησυχάσει κι΄αυτός-να προλάβεις να κάνεις και κανένα μωρό…
-Εγώ μωρό.!!Δε θάσαι με τα καλά σου.Πέφτω εγώ σε τέτοια λούμπα;Για να καταντή-
σω εκατό κιλά σαν κι΄εσένα,Αλέκα μου;Να μου λείπει το βύσσινο.
-Μπράβο ,ρε Φαίη ,ωραία ιδέα έχεις για μένα-κι΄εγώ σε νόμιζα φίλη μου…
-Φίλη σου ε ί μ α ι-μαζόχα δεν είμαι.΄Ασε το Νίκο ήσυχο ,καλά κάθεται εκεί που είναι..
΄Αλλωστε,έχω να προσέχω κι΄εσένα.Ποιά θα σε φροντίζει εσένα,βρε βούρλο αν κάνω πως παντρεύομαι κι΄αραδιάσω κάνα δυο κουτσούβελλα;Θα μου υποτροπιάσεις και δεν θα μπορώ να τρέχω να σε μαζεύω..
Γελάσανε κι΄οι δυο τότε κι΄εκεί σταμάτησε η κουβέντα.

Της άνοιξε εξαγριωμένη,με το τηλέφωνο στο χέρι.Πάτησε τις φωνές.
-Πού γύριζες βρε αναίσθητη τόσες ώρες;Λίγο ακόμα και θ΄άρχιζα να τηλεφωνώ στα Νοσοκομεία,παλιογαϊδούρα!!
-Ωραίο καλωσόρισμα!΄Ένα γειά…ένα φιλάκι,δεν έχει σήμερα;
-Τι φιλάκι μωρή τρελλή;΄Ένα φούσκο μούρχεται να σου αστράψω..που μας έκανες άνω κάτω,πανάθεμά σε,μας κοψοχόλιασες!!
-Ποιους κοψοχόλιασα δηλαδή ρε Φαίη;
-Εμένα ,το Μάκη..θέλεις κι΄άλλους;Μ΄έχει πάρει ίσαμε πέντε φορές,ο φουκαράς.΄Εφυγε απ΄τις τέσσερεις και μισή για νάρθει σε σένα, μου λέει-δεν έφτασε ακόμα;
Και ξανά σε λίγο-δεν ήρθε ακόμα; Κι΄άντε πάλι σε λιγάκι-ακόμα δεν ήρθε;
Πήγα να τρελλαθώ ρε Αλέκα,είχες κλειστό και το κινητό σου…λέω κάπου έφαγε τα μούτρα της ,δε μπορεί-τι είναι Παγκράτι-Νέο Ψυχικό..άντε τρία τέταρτα..άντε μια ώρα.Τέσσερεις ώρες βρε αθεόφοβη-πού γυρνοβόλαγες,μου λες;;
-Δίκηο έχεις Φαίη μου,έπρεπε να σε πάρω τηλέφωνο-δεν το σκέφτηκα.Συγνώμη ρε Φαίη..έγιναν σημεία και τέρατα το μεσημέρι με το Μάκη.΄Ηθελα να ξεφύγω λίγο.
Για σένα ξεκίνησα,στο Κεφαλάρι βρέθηκα..Τώρα,με το κινητό,δεν ξέρω τι έγινε ..κανένα πλήκτρο θα πατήθηκε μέσα στη τσάντα μου και κλείδωσε.Ούτε που το πήρα είδηση.Συγνώμη βρε φιλενάδα,βάλε καφεδάκι κι΄έχω να σου πω πολλά.
-Πρώτα να πάρουμε το Μάκη-έχει φρικάρει ο άνθρωπος..
-Για το αυτοκίνητο ανησυχεί Φαίη μου-όχι για μένα..Μη ψαρώνεις!!
-΄Ελα βρε Αλέκα, μη γίνεσαι τόσο κυνική πια…
-Βρε άκου που σου λέω..΄Ασε να πάρει εκείνος.Βάλε καφέ.

Η Φαίη την άκουγε  με προσοχή,απλώνοντας προσεκτικά ,την υδατική κρέμα στα μάγουλά της.
΄Εβαλε τα γέλια:
-Μωρέ μπράβο μαγκιά η γιαγιά!!Εδώ που τα λέμε Αλέκα μου,μια χαρά τα λέει.Αντί να βλέπεις την τούρλα μακαρονάδα και να λές «τι χάνω»,να τη βλέπεις και να λες
«τί γλυτώνω».Φτου σου σατανά,να της λες,ύπαγε οπίσω μου.»
-Με δουλεύεις ρε Φαίη;
-Καθόλου Αλεκάκι μου.Μιά ιδέα είναι και το φαί.Φαί είναι το ογκρατέν, με τρία δάχτυλα μπεσαμέλ,φαί και η μπριζόλα με το μπρόκολο.Φτύνεις το ένα,απολαμβάνεις το άλλο.Κι΄εγώ αυτό κάνω κι΄όχι τώρα,από παλιά-το ξέρεις.
-Τι ανάγκη έχεις εσύ ρε Φαίη;Μια ζωή,σαν μακαρόνι είσαι.
-Κι΄εσύ έτσι ήσουν κούκλα μου ,μέχρι που ξαμόλυσες τα παιδιά.Γι΄αυτό σου λέω..τί τους θέλω εγώ τους γάμους και τα κουτσούβελα-μια χαρά δεν είμαι κι΄έτσι;
-΄Ελα ρε Φαίη,όλες οι μανούλες δεν φορτώνονται εκατόν είκοσι κιλά επειδή γεννάνε ένα-δυο παιδάκια..Τάθελα και τάπαθα.Αλλά φταίει κι΄ο Μάκης-δεν φταίει;΄Όταν τη γυναίκα σου τη στριμώχνεις και την υποτιμάς αντί να την υποστηρίξεις ,όταν έχεις μάτια για όλα τα θηλυκά του κόσμου εκτός από κείνη,τί να σου κάνει κι΄αυτή;Πέφτει με τα μούτρα στο ψυγείο,να γιατρέψει το μαρασμό και το ψυχοπλάκωμα……Το τηλέφωνο!!Χτυπάει παιδί μου,δεν τ΄ακούς;

Η Φαίη σήκωσε το τηλέφωνο,κλείνοντάς της το μάτι,καθώς άκουγε τη φωνή απ΄ τ΄ακουστικό:
-΄Ελα Μάκη μου…ναι,ναι,εδώ, εδώ είναι…ναι,σου λέω μια χαρά…έλα,στη δίνω!
-΄Ελα -επιτέλους!!….Ρε Αλέκα; ΄Ετσι κάνει ο κόσμος;Παίρνεις τ΄αυτοκίνητο και φεύγεις,εξαφανίζεσαι,κλείνεις και το κινητό-πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη γαμώ το μου.Το κινητό γιατί τόκλεισες;
-Απ΄το τηλέφωνο θα τα λέμε τώρα ρε Μάκη;΄Ασε νάρθω σπίτι και θα τα πούμε..
-Παίρνω ταξί κι΄έρχομαι να σε πάρω…
-Δεν θάρθεις πουθενά Γεράσιμε!Το δρόμο τον ξέρω-άντε γειά σου!

Γ ε ρ ά σ ι μ ε;;;Ούτε στο πρώτο τους ραντεβού δεν τον είχε πει Γεράσιμο-απ΄την πρώτη στιγμή,Μάκη μου τον ανέβαζε ,Μάκη μου τον κατέβαζε.Τώρα έγινε ξαφνικά Γεράσιμος;Απ΄την εποχή του πατέρα του, του συχωρεμένου, είχε ν΄ακούσει το βαφτιστικό του.Μόνο εκείνος τον φώναζε Γεράσιμο σε πείσμα της μάνας του που απ΄τη μέρα που γεννήθηκε τον ονομάτισε Μάκη.Το έτρεμε το βαφτιστικό του,το μισούσε-ιδιαίτερα όταν ο πατέρας του είχε τις κακές του..
-Γεράσιμε,δεκάρια θα μου φέρεις αλλιώς μαύρο φίδι που σ΄έφαγε.
-Γεράσιμε,στο δωμάτιό σου γρήγορα και δεν θα βγεις ,αν δε σε φωνάξω!Κωλόπαιδο!
-Γεράσιμε μη μου βγάζεις γλώσσα ,θα σου κόψω τα πόδια απ΄τα γόνατα.
-Γεράσιμε,δέκα η ώρα θάσαι σπίτι αλλιώς θα βγάλω τη λωρίδα!!
-Δεν θάρθεις πουθενά Γεράσιμε,του είπε δευτερόλεπτα πριν η Αλέκα.
Ανατρίχιασε.Σαν νάκουγε τη φωνή του συχωρεμένου  απ΄τον τάφο!!
Ακόμα μπαρουτιασμένη είναι,σκέφτηκε πανικόβλητος..Θα φτύσω αίμα ,μέχρι να τη ξαναφέρω στα νερά μου.Είχε όμως απόλυτη εμπιστοσύνη στη γοητεία του.Εδώ ,έρριχνε τις γκόμενες σαν τα ζαλισμένα κοτόπουλα-στην Αλέκα θα κόλλαγε;
Αργά ή γρήγορα θα της περάσει,παρηγόρησε τον εαυτό του.Το πιθανό κέρατο,δεν το συζητούσε-μπούρδες!Στο τσακ το πρόλαβε χτες-το πρόλαβε πάντως.΄Ηταν σίγουρος.
Πήρε απ΄το ψυγείο μια μπύρα και στρώθηκε στην τηλεόραση να την περιμένει.
***
Τρεις μήνες μετά την καθαρή εξήγηση εκείνης της Τρίτης,ανάμεσα στην Αλέκα και το Μάκη,η ζωή στο σπιτικό της οικογένειας Αβραμίδη είχε ξαναβρεί τους κανονικούς της ρυθμούς.Η Αλέκα είχε καταφέρει να κατεβάσει τα κιλά της στα ογδόντα –κι΄εκεί θα έμενε,το είχε αποφασίσει.Ο χειμώνας είχε πλακώσει για τα καλά,τα παιδιά,συνέχιζαν το σχολείο τους,η Αγγελικούλα είχε βάλει μέσα κοιλιά και παϊδάκια,λόγω ψύχους κι΄ο Γιωργάκης χτύπησε την πρώτη του «επίσημη» γκόμενα που τους την έφερε μια μέρα και στο σπίτι να τη γνωρίσουν,προς μεγάλη ικανοποίηση του Μάκη που έβλεπε με περηφάνεια τον κανακάρη του να βαδίζει στ΄αχνάρια του.΄Ολο κομπλιμέντα κι΄αστειάκια με τη μικρή,κάθε φορά που εκείνη ερχόταν σινάμενη –κουνάμενη .Τη μια «θα διαβάσουμε με το Γιώργο κύριε Μάκη»,την άλλη «θα δούμε DVD με το Γιωργάκη,κυρία Αλέκα»,κλεινόντουσαν στο δωμάτιο και το τι έκαναν οι δυο τους εκεί μέσα,ο Θεός κι΄η ψυχή τους.
-Μάκη ,μίλα του γιού σου,μη μας βρει καμιά συμφορά καμιά ώρα.
-΄Εννοια σου,έχει μυαλό αυτός-ξέρει.
-Ξεράδια του-αν έχει το μυαλό το δικό σου,σωθήκαμε!!
Του είχε πάρει τον αέρα-αυτό ήταν!Του την έβγαινε με κόκκινο από κείνη την ιστορία με την ΄Ολγα κι΄αυτός δεν τολμούσε ούτε να βρίσει.΄Ασε που τον είχε ταράξει στο πήδημα.΄Όλα τα χρωστούμενα μαζί με τα τρέχοντα,του τάπαιρνε μαζε
μένα.΄Όχι πως δε γούσταρε,γούσταρε και πολύ μάλιστα .Μόνο που κινδύνευε να πάθει υπερκόπωση.Σκληρό το μεροκάματο !!Απ΄την άλλη ,δείλιαζε να της πει όχι
όταν του όρμαγε σαν πεινασμένη λύκαινα.Δε φοβόταν τη φαλτσέτα…φοβόταν τους «άλλους» τρόπους που τώρα ήξερε πως διέθετε η γυναίκα του,αν ήθελε να τον ευνουχίσει.Το χειρότερο ήταν ,πως μια με τη δουλειά,μια με τα παιδιά μια με την Αλέκα ,μονίμως σε κάθετη εφόρμηση,δεν τούμενε ούτε καιρός ,ούτε κέφι να κοιτάξει παραδίπλα για κάτι,καινούργιο,φρέσκο.Δε βαρυέσαι,σκεφτόταν,κάποτε ο άντρας πρέπει να σοβαρεύεται και να συμμαζεύεται.Παντρεμένος άνθρωπος με δυο μεγάλα παιδιά είμαι-ως πότε θα παριστάνω τον εραστή-νισάφι!!Αρκέστηκε λοιπόν να το παίζει γλυκός,προοδευτικός  κι΄ωραίος μπαμπάς,στα μάτια της γκομενίτσας του γιού του.
΄Ολο αυτό το έμπα-έβγα όμως  της Λίλας στο δωμάτιο του αδερφού της,έκανε μια
μέρα την Αγγελικούλα να τα πάρει στο κρανίο.Συχνά-πυκνά,η «συμμαθήτρια» έπαιρ- νε θέση ακόμα και στο τραπέζι τους τις ώρες του φαγητού,με την ανοχή της Αλέκας που προτιμούσε νάχει το γιόκα της στριμωγμένο στο δωμάτιό του παρά να γυροφέρνει στα μπαράκια και να συναναστρέφεται κάθε καρυδιάς καρύδι.Η μικρή λοιπόν,έριξε τη μπόμπα της ,σε μια προσπάθεια να προλειάνει και το έδαφος των δικών της μελλοντικών δραστηριοτήτων.
-΄Ηθελα νάξερα τι θα βρεις να πεις,άμα σου φέρω κι΄εγώ κανένα γκόμενο στο σπίτι-
πέταξε ένα βράδυ στη μάνα της.
-Εσύ κοίτα πρώτα να μάθεις ν΄αλλάζεις βρακί μόνη σου κι΄ύστερα ,βλέπουμε και για το γκόμενο.
-Δε φοράω βρακί,στρινγκ φοράω!!!
Αυτό πάλι πώς της είχε ξεφύγει;
***
Στη διάρκεια των τριών αυτών μηνών,τα τηλεφωνήματα του Μενέλαου ερχόντουσαν
επίμονα κι΄ανελλιπώς τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα.Πότε ευγενικά και τρυφερά,πότε πιεστικά πότε κι΄ελαφρώς θυμωμένα γιατί εκείνο το «και πάλι..βλέπουμε» που του είχε πετάξει το βράδυ του παρ΄ολίγον Τρωϊκού Πολέμου,δεν είχε καταφέρει ακόμα να το εκταμιεύσει.
-Βρε Μενέλαέ μου,προσπάθησε να τον καλοπιάσει μια μέρα.Εγώ σου είπα πως ήθελα να τα βρω με τον άντρα μου,έτσι;Ε! Τα βρήκα ,τι να κάνω τώρα …μπορώ να τον κερατώσω στα καλά καθούμενα;΄Ασε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα,και βλέπουμε.
-Δηλαδή,εγώ θα μείνω στην απ΄έξω μέχρι να γεράσω ,ρε Αλέκα;
-Γιατί το λες αυτό βρε Μενέλαε;
-Γιατί Αλέκα μου,και να στα φορέσει ,εσύ χαμπάρι δεν θα πάρεις.Μετά απ΄το καψόνι που του κάναμε ,θα φυλάγεται .Κορόϊδο είναι ;
-Δε ξέρω τι είναι εκείνος Μενέλαε,εγώ πάντως δεν είμαι πια κορόϊδο.΄Εχω τα μάτια μου δεκατέσσερα.Ξέρω τι σου λέω.Γι΄αυτό βρες καμιά γυναικούλα να βολευτείς-σου αξίζει η καλύτερη.Εγώ,δεν είμαι διαθέσιμη αγόρι μου.΄Εχω άλλα στο νου μου τώρα.
Φιλάκια και να μη χανόμαστε,έτσι;
Χαθήκανε.Δηλαδή,χάθηκε ο Μενέλαος.Δεν ξαναπήρε.Τα νέα του της τα είπε η Φαίη.
-Ξέρεις,παντρεύτηκε ο Μενέλαος-τον κακομοίρη,είχε χοντρό κόλλημα μαζί σου.
-Καλή η κοπέλλα;
-Μάλαμα..
-Μπράβο να ζήσουνε.
΄Ενας θαυμαστής μείον αλλά δεν την  ένοιαζε.Αν έπεφτε ποτέ ξανά στην ανάγκη να ψάξει για θαυμαστές,δεν θα δυσκολευόταν  καθόλου.Τώρα το ήξερε.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ-ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ *Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ!




Το αγοροκόριτσο του Παραγιού

Η Φανερωμένη Παραγιού,μπήκε στη ζωή των γονιών της,όταν δεν την περίμεναν πια.Τους φανερώθηκε σαν από θαύμα όταν είχαν πάψει να ελπίζουν σ'ένα δεύτερο παιδί.Μετά την πρώτη,τη Λένια,που έτσι κι΄αλλιώς ήρθε καθυστερημένη,η Κασσιανή κι΄ο Μανώλης,έπεσαν με τα μούτρα στο κυνήγι μιας δεύτερης εγκυμοσύνης.-«΄Οσο προλαβαίνουμε,γυναίκα»,της έλεγε,κάνοντας τον καϋμό του ,καλαμπούρι..Πέντε χρόνια το πάλευαν…Αποτέλεσμα μηδέν!΄Ωσπου μια μέρα, όταν εκείνη είχε περάσει  πια τα σαράντα,συνειδητοποίησε έντρομη,πως είχε δυό μήνες να δει περίοδο.Μαράθηκε η φουκαριάρα..
-Κάηκα!εξομολογήθηκε απελπισμένη στην Αριστέα.Μου κόπηκαν τα «ρούχα» μου.
-Πότε;
-Πάνε δυό μήνες -ξαφνικά.Πώς θα το πω του Μανώλη;Μεγάλη πίκρα θα πάρει..
-Αυτό το πράμα, δε γίνεται έτσι απότομα Κασσιανή μου.Παίρνει καιρό κι΄από λίγο-λίγο!Μήπως έπιασες παιδί και δεν το ξέρεις;Ακόμα νέα είσαι και γερή.δόξα τω θεώ.
Δεν τόλμησε να το πιστέψει τότε,αλλά όταν τα σημάδια έγιναν πια χειροπιαστά κι΄ολοφάνερα,έκλαψε από χαρά κι΄αγαλλίαση.
-Παναγιά μου Φανερωμένη,στη χάρη σου θα το βαφτίσω αν είναι κορίτσι.-Κι΄η Παναγιά,καλοδέχτηκε το τάμα και της έστειλε τη Φανερωμένη-τη Φανούλα.
Μέχρι τα δέκα της,η Φανούλα ήταν ένα ήσυχο,υπάκουο κοριτσάκι,λίγο φοβισμένο..λίγο δειλό.Φοβόταν,τις καταιγίδες με τις αστραπές και τις βροντές ,τα σαμιαμίδια , διάφανα σαν από γιαλί που μπαινόβγαιναν στο σπίτι απ΄τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα και τα ποντίκια που καμιά φορά τάβλεπε στο χωράφι τους και το δρόμο,σκοτωμένα και μισοφαγωμένα απ΄τις αλητόγατες της γειτονιάς.Απ΄τα δέκα κι΄ύστερα,σήκωσε μπαϊράκι.
Είχε και το Νότη αβανταδόρο.Τρία χρόνια μεγαλύτερος.Τον θυμόταν δίπλα της,από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο.Αδερφός ,προστάτης και  συχνά,συνένοχος στις σκανταλιές.Ο Νότης την έμαθε να σκαρφαλώνει στα δέντρα σαν αίλουρος,να καβαλάει το ποδήλατό του σαν αλάνι,να βουτά με το κεφάλι απ΄τον
πέτρινο μώλο και ν΄αψηφά τα κύμματα στις καλοκαιρινές φουσκοθαλασσιές, σαν τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου.Την έμαθε νάχει μάτια κι΄αυτιά ανοιχτά στον κόσμο,
 να ζητά το δίκιο της από δικούς και ξένους όταν πίστευε πως της το κλέβανε και να βγάζει θαρρετά γλώσσα στην Κασσιανή και τον Μανώλη, όταν ένιωθε ζορισμένη. Επαναστάτρια απ΄τα δεκατρία της.Καπνούς έβγαζε απ΄τα ρουθούνια ,φρούμαζε σαν άτι αφηνιασμένο όταν θύμωνε.Μύγα στο σπαθί της δε σήκωνε.Το αγοροκόριτσο του Παραγιού-αυτό ήταν για τους συχωριανούς της. «Δεν έδωσε γιο στον Παραγιό ο Θεός,τούδωσε τη Φανή»,σχολιάζανε χαριτολογώντας και την καμαρώνανε στα κρυφά.Στα δεκαεφτά της,ήταν η ΄Αρτεμις κι΄η Αφροδίτη μαζί αλλά δεν πρόλαβε να ωριμάσει,να ζήσει τα νιάτα της,να κάνει πράξη τα σχέδιά της για το μέλλον.Στα δεκαεφτά, την πέτυχε και το «κακό συναπάντημα».Ξεγελάστηκε.Το πέρασε για πρωτόβγαλτο έρωτα ,ανάλαφρο,κοριτσίστικο σκίρτημα της καρδούλας της κι΄απο-
δείχτηκε η καταδίκη της.Πριν το καταλάβει καλά-καλά,βρέθηκε απ΄την αγκαλιά της Κασσιανής στην  καλοστημένη παγίδα του Δημήτρη Λιόντου.
Απ΄την τρυφεράδα του Νότη,στη βαρβαρότητα ενός άντρα που αν δεν είχε εκμεταλλευτεί βάναυσα την απειρία και την ευπιστία της,δεν θα είχε γίνει ποτέ άντρας της.Υποτάχτηκε στην κακή της μοίρα,από ανάγκη κι΄από φόβο για την κοινωνκή κατακραυγή, πλήρωσε το λάθος της με αίμα κι΄έξη χαμένα,κλεμμένα,
κατακρεουργημένα χρόνια απ΄τη ζωή της,αλλά η «επαναστάτρια»της εφηβείας της,δεν είχε πεθάνει μέσα της.Λαγοκοιμόταν λουφάζοντας.Μια μέρα ξύπνησε μετρώντας τις αντοχές της,με πρόσωπο αγανακτισμένο,με μάτια που έψαχναν τον ορίζοντα για μια χαραμάδα φως του ήλιου,με καρδιά ραγισμένη αλλά ακόμα ζωντανή και ψυχή γρανίτη.΄Εσπασε τα δεσμά της φυλακής της,έθαψε βαθειά, κοινωνικά «πρέπει»,  προκαταλήψεις κι΄εξαναγκασμούς που την είχαν καταδικάσει σε συναισθηματική νεκροφάνεια και βγήκε,μουδιασμένη ακόμα αλλά αποφασισμένη και με μυαλό καθαρό,στο δρόμο για την ελευθερία.
Τώρα, ήταν πάλι η Φανερωμένη Παραγιού.Τη Φανερωμένη Λιόντου,την είχε κλειδώσει πίσω,στη μικρή μονοκατοικία με τα κεραμίδια.



Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΑ "ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΟΥ"

ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ




Έλα,μια βόλτα στη ζωή μου
να σε πάω
τις Συμπληγάδες που περνάω 
να περάσεις
να δεις τον κόσμο απ'τις γωνιές
που τον κοιτάω
με της ψυχής μου το παράπονο
να κλάψεις


Έλα,μια βόλτα στη ζωή μου 
να σε πάω
να δεις τον κήπο που φυτεύω
τα όνειρά μου
στα χαρακώματα να μπεις
που πολεμάω
και να κρατήσεις αγκαλιά
την ερημιά μου.


Έλα μαζί μου
με τα πάθη μου να πάθεις
να δεις ποιός είμαι
να μ'αγγίξεις,να με μάθεις
κι'ύστερα πες πως μ'αγαπάς
να το πιστέψω...
κι'ύστερα πες πως μ'αγαπάς
να σε πιστέψω!



Σ.Τ.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΑΚΟΜΑ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ" ΚΕΦ.1




Εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής πριν δυο μήνες,θα της μείνει αξέχαστο μέχρι να κλείσει τα μάτια της.Άκου τώρα!Έφαγε χοντρή «πόρτα» μέσα στο ίδιο της το σπίτι από τον ίδιο της τον άντρα!Τέτοια «πόρτα» που δάκρυσαν μάτια και μάτωσαν ρουθούνια-τρόπος του λέγειν!Όχι πως δεν το περίμενε-χρόνια τώρα το έβλεπε να έρχεται..και το έτρεμε.Απλά,έτρεφε μια ουτοπική ελπίδα πως θα κατάφερνε να το προλάβει.Στα τριανταοκτώ της και μετά από δεκάξη χρόνια γάμου είχε καταφέρει-ένας θεός και το αδηφάγο στόμα της ξέρουν πώς-ν’αυξήσει το βάρος που είχε τη μέρα που παντρεύτηκε,εικοσιδύο χρονών συλφίδα,στο εκατό τοις εκατό.Τα σκάρτα
εξήντα κιλά που ζύγιζε όταν ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας ,έγιναν εβδομήντα πέντε μετά την πρώτη γέννα,κόλλησαν πάνω της σαν βδέλλες κι’υποδέχτηκαν τα επόμενα είκοσι που ήρθαν για να μείνουν κι’αυτά μετά τη δεύτερη γέννα.Από κει και ύστερα την πήρε η κατηφόρα,όσο το βάρος της έπαιρνε την ανηφόρα.Τη ζυγαριά την είχε κόψει από φιλενάδα εδώ και καιρό.Εντάξει πάχυνα,σκεφτόταν αλλά θ’αδυνατίσω.Σήμερα αύριο,θ’αρχίσω δίαιτα.Δεν την άρχισε ποτέ.Ένα βράδυ Σαββατιάτικης εξόδου,την ώρα που πήγε να κουμπώσει το μαύρο σατέν παντελόνι που είχε να το φορέσει κάτι μήνες,το κουμπί της μέσης έδωσε ένα πήδο και βρέθηκε στο πάτωμα.Έσκυψε να το πιάσει κι’άκουσε τρομοκρατημένη το κρακ-κρακ της ραφής που σκιζόταν για ν’αφήσει ελεύθερο το χώρο που διεκδικούσε πεισματικά ο πισινός της.Εκεί,έχασε τη ψυχραιμία της .Έτρεξε λαχανιασμένη στη ζυγαριά.Ανεβο-
κατέβηκε τρεις φορές μέχρι να βεβαιωθεί ότι το νούμερο που έβλεπε,δεν το έβλεπε λάθος.Εκατόν είκοσι έδειχνε η σκύλλα.Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία δέκα χρόνια,πότε από δω,πότε από κει,της χτυπούσαν κάτι καμπανάκια.΄Εκανε πως δεν τα άκουγε.
-Ρε μάνα,έτσι που χόντρυνες,θα σε φωνάξουν όπου νάναι στο Χόλλυγουντ να παίξεις την Όρκα-της πέταξε μια μέρα ο γιος της όπως την έβλεπε χυμένη στον καναπέ να τσακίζει ένα κομμάτι ραβανί.Αγρίεψε.Ορίστε τώρα.Ένα σκατό δεκαπέντε χρονών να κριτικάρει τη μάνα του!!
-΄Ακου να σου πω ξερόλα μου,ένα μαντράχαλο και μια κοκλάνα έβγαλα από μέσα μου-τι περίμενες δηλαδή να μείνω η στέκα που είμουνα;
-Άσε ρε μάνα.Εμείς τα κιλά μας τα πήραμε μαζί την ώρα που βγήκαμε.Δικά σου είναι αυτά που κουβαλάς .Σταμάτα να τρως.Δεν ακούς τι λένε οι γιατροί για τους υπέρβαρους στην τηλεόραση;Θ’ανεβάσεις καμιά πίεση,θα πάθεις καμιά-πώς τη λένε κι’όλας να δεις-στεφανιαία νόσο,μάλιστα-και θα σε χάσουμε ρε μάνα!!Κάνε κράτει.
Ορίστε μας,το σκατό έγινε τώρα και γιατρός!!Η κόρη της πάλι που απ’τα δεκατρία
άλλη δουλειά δεν είχε παρά να νοιάζεται για το μέλλον της,ντρεπόταν να κυκλοφορεί μαζί της.
-Άσε,καλέ μαμά,θα σε βλέπουν και θα λένε πως άμα μεγαλώσω θα γίνω σαν κι’εσένα.Έτσι λένε στην τηλεόραση.Οι άντρες βλέπουν την πεθερά και ξέρουν πώς θα γίνει κι’η κόρη.Δε θα βρω άντρα να παντρευτώ-αυτό θέλεις;
Αμάν αυτή η τηλεόραση.Αυτή την είχε πάρει στο λαιμό της.Τη μπέρδευε πανάθεμά την.Απ’τη μια «στους άντρες αρέσουν οι μπαμπάτσικες,ακόμα και οι χοντρές έχουν τους θαυμαστές τους.Οι άντρες θέλουν πιασίματα στη γυναίκα-δε γουστάρουν τις κοκκαλιάρες».Απ’την άλλη,άκουγε σε κάτι μεσημεριάτικες εκπομπές ότι ο τάδε χώρισε τη γυναίκα του γιατί πάχυνε πολύ μετά το γάμο.Ο δείνα ,δεν τη χώρισε τη γυναίκα του που πάχυνε,την κράτησε γιατί τον βόλευε στα οικιακά αλλά άλλαζε τις γκόμενες σαν τα πουκάμισα.Ο τρίτος από τότε που πάχυνε η γυναίκα του,την έβλεπε και πάθαινε σεξουαλική αναστολή-ούτε να την φτύσει!Δεν ήξερε τί να πιστέψει πια..Τόσο τρομερό ήταν που πάχυνε;Η πρώτη για η τελευταία ήταν;Οι φιλενάδες κι’οι γυναίκες των φίλων του άντρα της,είχαν όλες κι’από μια συμβουλή.
-Κόψε το πολύ φαί.Ψωμιά,σάλτσες,πατάτες,ζυμαρικά κάνε τα στην άκρη.
-Μη ξεσκίζεσαι όταν κάθεσαι να φας.Να τρως πολλές φορές την ημέρα από λίγο.
-Τρώγε όσο θέλεις-αλλά δυο μέρες τη βδομάδα πίνε μόνο νερό..
-Γυμναστική παιδί μου,άσκηση-χωρίς άσκηση δεν θα κάνεις τίποτε.
Της πέταγαν και κάτι τρελλά:
-Να πας να σου βάλουν στο στομάχι δακτύλιο.
-Να πας να σου βάλουν μπαλονάκι.
-Να πας να στο δέσουν.
-Να πας να στο μικρύνουν.
Από την τηλεόραση τ’άκουγαν και της τα ξεφούρνιζαν,όπως τ’άκουγε κι’εκείνη κι’ανατρίχιαζε.Πανικός την έπιανε.
Αυτά,από όσες υποτίθεται πως την αγαπούσαν.
Οι «άλλες» πάλι,το έβλεπαν αλλιώς.
-Έλα μωρέ,δίαιτες και μαλακίες.Θα χαλάσεις τη ψυχολογία σου.Καλύτερα χοντρή και χαρούμενη παρά αδύνατη και στερημένη.
-Εντάξει,κάνε δίαιτα αλλά εξήντα κιλά δε τα ρίχνεις εύκολα-πρέπει να έχεις θέληση.Έχεις;
Φαίνεται πως δεν είχε γιατί η άποψη που τη βόλευε μέχρι πρόσφατα ήταν αυτή της
κολλητής της,της Φαίης.
-Ρε βλάκα,τι βασανίζεσαι;Πάχυνες..και λοιπόν;Οι άντρες μπορεί να μην το παραδέχονται αλλά τις γουστάρουν τις χοντρούλες.Ξέρεις πόσες λιπόσαρκες καλλονές έχουν φάει κέρατο από χοντρές;Οι χοντρές σου λέει,τους ανάβουν.Γουστάρουν να κουτουπώνονται μέσα σε μπούτια και στήθεια πληθωρικά-τους θυμίζουν την κοιλιά της μάνας τους.Ο Μάκης τι σου λέει;Τον έχεις ρωτήσει ποτέ ανοιχτά;
Δεν τον είχε ρωτήσει αλλά τα σήματα που έπαιρνε κατά καιρούς δεν της ήταν και τόσο ευχάριστα.Τον πρώτο καιρό έκανε πως δεν έβλεπε τη συσσώρευση των κιλών στο αντικείμενο του πόθου του.Σιγά-σιγά όσο η κατάσταση διαιωνιζόταν,άρχισε τις μπηχτές.
-Ρε Αλέκα,παραπάχυνες ρε γαμώ το.Κάνε καμιά δίαιτα να χάσεις κανένα κιλό.Μούρχεται καμιά φορά να σε «πάρω» στο όρθιο και τρέμω μη μου πέσει η μέση ρε Αλεκάκι.
Ένα βράδυ όπως πήγαιναν για τα «προκαταρκτικά»,της έκανε την καρδιά περιβόλι.
-Ρε Αλέκα σε θυμάμαι πώς ήσουν όταν παντρευτήκαμε και μου έρχεται να βάλω τα κλάματα.Πεθύμησα να πηδήξω αδύνατη γυναίκα ρε μάνα μου..Τις βλέπω να κυκλοφορούν με τα παϊδάκια και τις κοιλίτσες έξω και μου τρέχουν τα σάλια σαν το σκύλο που βλέπει το κόκκαλο από μακρυά.Καμιά ώρα θα χυμήξω σ’όποια βρω μπροστά μου,κι’ότι γίνει έγινε!!
Αυτό την πόνεσε-την πλήγωσε.Αλλά πιο πολύ την πλήγωσε το άλλο.
Της το πέταξε στη διάρκεια μιας νυχτερινής τους προσπάθειας «συνεύρεσης».
Του βγήκε σαν παράπονο,με μια μικρή δόση αγανάκτησης.
-Ή θ’αδυνατίσεις ή ξέχνα το πήδημα.΄Ετσι που κατάντησες στο κυνήγι του θησαυρού ξαμολιέμαι κάθε φορά για να βρω το μέλι Αλέκα μου..΄Αντε πια!Πάρτο απόφαση και ράψε το ρημάδι το στόμα σου.Φτάνω σε φάση στόχευσης και χάνω το στόχο ρε γαμώ το μου!
-Μήπως νάρθω από πάνω Μάκη μου;πρότεινε με μισό στόμα.
-Αντε να το δοκιμάσουμε κι’έτσι.Ανέβα-με το μαλακό έτσι;Μη με κάνεις χαλκομανία!!
Στην αρχή κάτι πήγε να γίνει.Στα τρία λεπτά τα γόνατά της πάθανε αγκύλωση.Έπεσε στο πλάϊ αποκαμωμένη,απογοητευμένη.Σκεπάστηκε άρον-άρον με το σεντόνι και βάλθηκε να κλαίει.Την αγκάλιασε-τρυφερός ήταν ο κακομοίρης.Έλα μωρέ της είπε,
μη στενοχωριέσαι,στο χέρι σου είναι να φτιάξουν τα πράματα-θα σου πληρώσω εγώ να πας σε γυμναστήριο-έλα τοφαλάκι μου κοιμήσου τώρα!Αυτό το τοφαλάκι,ήταν η χαριστική βολή.
-Δεν πάω σε γυμναστήριο του είπε-ντρέπομαι.Μόνη μου θ’αδυνατίσω-θα δεις.
Άρχισε δίαιτα από την άλλη μέρα;Όχι βέβαια.Ήθελε αλλά δεν μπορούσε.Παντελής έλλειψη αποφασιστικότητας.Το παραδεχόταν.Όποτε πλησίαζε το ψυγείο κατ’εντολήν του στομαχιού της του έρριχνε μια γερή κλωτσιά-αλλά το άνοιγε και του έδινε να καταλάβει.
Από αύριο όμως;;Δίαιτα!Ναι,καλά!Ο Μάκης,είχε αρχίσει να χάνει το ερωτικό ενδιαφέρον του.Τον κυνηγούσε στις γωνιές του σπιτιού..Λούης ο Μάκης.Τα ψυχολογικά της άνθισαν σαν τα άνθη του κακού.Την κατάτρωγαν-από μέσα.Απ’έξω,εκεί..στα εκατόν είκοσι.
Μόνη της παρηγοριά,ο Στάθης ο κρεοπώλης.Γειτονάκι ,μεσοτοιχία με το «προικώον» της,την ήξερε από κοριτσάκι.Τώρα, σαραντάρης κι΄αυτός ,ανύπαντρος και «ανταγωνιστής» του Παβαρόττι,τράβαγε τις κορόνες του κόβοντας τις μοσχαρίσιες γάλακτος και τους κιμάδες.Μόλις την έβλεπε να μπαίνει στο κρεοπωλείο,παράταγε ό,τι έκανε και είχε δεν είχε πελάτη,έβαζε τα δυο του χέρια καπάκι στην καρδιά,έπαιρνε κι΄εκείνο το θεατρινίστικο ύφος του και της την αμόλαγε την κοτσάνα:
-Αμάν Αλέκα μου..Μή μπαίνεις στο απότομο στο μαγαζί,θα με στείλεις από καρδιά καμιά μέρα.Αμάν παιδί μου!!
΄Εκανε πως τσαντιζόταν:Δεν παρατάς τη σαχλαμάρα να κόψεις κανένα κιμά βρε Στάθη;Δυο φορές έτσι;
Της άρεσε όμως.Να κι΄ένας άντρας που με γουστάρει και χοντρή.Και «ξανακοι-μόταν» στα κιλά της.
 Μέχρι εκείνο το «αξέχαστο» απόγευμα της Παρασκευής,πριν δυο μήνες.Μόλις είχε ρίξει στο φούρνο το πυρέξ με την τυρόπιττα.Πάλαιψε με τον εαυτό της μέχρι ν΄αποφασίσει να τη φτιάξει.
-Για την πάρτη σου θα τη φτιάξεις-της φώναζε ο εαυτός της.
-Για τα παιδιά και το Μάκη θα τη φτιάξω-του απαντούσε.
-Σου ζήτησε κανείς τυρόπιττα;Εσύ τη λιγουρεύτηκες.Λιμάρα!
-Βρε,άει παράτα με.Εγώ θα τη φτιάξω κι΄όποιος θέλει τρώει!
Την έφτιαξε λοιπόν,την έχωσε στο φούρνο και στρώθηκε στον καναπέ ν΄απολαύσει το αγαπημένο της πρόγραμμα.
Ο «μαχαραγιάς» συνέχιζε τη μεσημεριανή του κούρα επιδερμίδας στην κρεβατοκάμαρα.Παρασκευή βράδυ ήταν καθιερωμένο-έβγαινε με τους φίλους του
για μπαράκι,ποτά και τέτοια.Σάββατο βράδυ έβγαιναν συν γυναιξί για ταβέρνα-χλαπάκιασμα δηλαδή.Λες και τόκανε επίτηδες ο αφιλότιμος!!Εκείνη,να βλέπει τις πιατέλες νάρχονται στο τραπέζι ,να πέφτει πάνω τους ανίκανη να κρατηθεί κι΄όλοι γύρω της να μετρούν τις μπουκιές της ,χασκογελώντας χαιρέκακα…Μια δόση τον άκουσε να βγαίνει και να τραβά κατά το μπάνιο.Πάλι θα μου χαλάσει την ησυχία ,σκέφτηκε,πάνω που κάθισα.Δεν πέρασαν πέντε λεπτά,άκουσε τη φωνή του.
-Αλέκααα!!
΄Εκανε την κουφή.
-Ρε Αλέκααα!!
-΄Ελα,τι θέλεις.
-Φέρε βρε κορίτσι μου μια καθαρή πετσέτα,αυτή βρωμάει και ζέχνει-σκούπισε κανείς τα πόδια του;
-Πού να ξέρω,το γιο σου ρώτα –αυτός τα κάνει κάτι τέτοια.
Του πήγε την πετσέτα και ξαναστρώθηκε στον καναπέ.
«Οι σχέσεις μέσα στο γάμο»,ήταν το θέμα της εκπομπής.Αυτοί οι ψυχολόγοι όλα τα ξέρουν-έξω απ΄το χορό.΄Αντε να δω ποιος θα πείσει το Μάκη πως δε χάλασε ο κόσμος αν έβαλα μερικά κιλά παραπάνω.Η τυρόπιττα στο φούρνο άρχισε να μοσχοβολά-το στόμα της άρχισε να σαλιώνει.Ξανάκουσε τη φωνή του.
-Ρε Αλέκα,δεν έχεις κανένα ψαλιδάκι που να κόβει;Αυτό που βρήκα μασάει,δεν κόβει-θα μου μασήσει και τα δάχτυλα μαζί με τα νύχια  που να πάρει ο διάολος.
Του πήγε και το ψαλιδάκι και ξαναστρώθηκε.
«Τα βασικά ζητούμενα στις σχέσεις των συζύγων,πέρα απ΄τον έρωτα, είναι η κατανόηση και ο σεβασμός της προσωπικότητας του άλλου» έλεγε η ψυχολόγος.
Μάλιστα!!΄Όταν ο άλλος σε αποκαλεί τόφαλο σούχει χεσμένη την προσωπικότητα από χέρι.΄Ακουσε το νερό να τρέχει-ντουσάκι ο κύριος.Δεύτερο σε μια μέρα.Το νερό που έτρεχε στο μπάνιο,της θύμισε τη φυσική της ανάγκη.Πήγε έξω απ΄την πόρτα.
-Μάκη αργείς;
-Γιατί,με περιμένει κανείς;
-Κατουριέμαι..
-Ε! και τι μου το λές,πήγαινε στο  βεσέ….
-Βρε Μάκη μου,ούτε να στρίψω δεν μπορώ εκεί μέσα…θα σφηνώσω!!
-Καλά άντε,έλα…Θα τραβήξω την κουρτίνα.
΄Ακου θα τραβήξει την κουρτίνα…
Μπήκε στο μπάνιο έκανε τα τσίσα της διακριτικά,κι΄ύστερα κάτι της ήρθε.Σηκώθηκε και τράβηξε απότομα την κουρτίνα.΄Αδωνις! Ο Ερμής του Πραξιτέλους πασαλειμένος με αρωματικό αφρόλουτρο.Ο άτιμος!’ Ολοι σχεδόν οι άντρες πάνω απ΄τα σαράντα κάτι έχουν..Μα,μια ψιλοχαλάρωση,μα μια σαμπρέλα γύρω απ΄τη μέση..αυτός τίποτα!Χάθηκε μια σαμπρελίτσα,μια αρχή φαλάκρας;Νάχει κι΄αυτή κάτι να του χτυπάει στα δύσκολα;΄Αψογος-και ορεκτικός και σεξουαλικός κι΄απ΄όλα.΄Ενιωσε το σώμα της να καίγεται,να φουντώνει.Γυάλισε το μάτι της.Στο κάτω-κάτω άντρας της ήταν-δεν ήταν; ΄Απλωσε το χέρι και τον «βούτηξε».Δεν το περίμενε-ξαφνιάστηκε.
-Μη ρε,γαμώ το..ρε Αλέκα τι κάνεις εκεί,τρελλάθηκες;
-Νάρθω κι΄εγώ;
΄Ηταν έτοιμη να καβαλήσει τη μπανιέρα.
-Πού νάρθεις ρε συ;Είσαι με τα καλά σου;
-΄Εεελα βρε Μάκηηη;
-Βγες έξω ρε παλαβιάρα και κλείσε την πόρτα..΄Αντε ,μη σε διαολοστείλω Παρασκευιάτικα!!-Και της τράβηξε βίαια το χέρι-της τράβηξε και την κουρτίνα κατάμουτρα.Χοντρή πόρτα.Αξέχαστη θα της μείνει.Γύρισε στο σαλόνι σαν πυροβολημένη κι΄άπλωσε τα εκατόν είκοσι κιλά της στον καναπέ.
Εκείνος απ΄το μπάνιο ένιωσε αυτό που εκείνη μέσα στην απελπισία της δεν πήρε είδηση.
-Καίγεται τίποτα;Ντουμάνιασε ο τόπος!!
Η τυρόπιττα!΄Ετρεξε στο φούρνο-κάρβουνο μέχρι τη μέση.΄Αει στο διάολο κι΄εσύ-
καλύτερα!
΄Εσβυσε το φούρνο,άνοιξε τις μπαλκονόπορτες και πήγε κατ΄ευθείαν στο κρεβάτι.΄Επεσε μπρούμητα και πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι του με τη μυρωδιά του
ιδρώτα του.
Τάβαλε με τον εαυτό της,θυμωμένη για πρώτη φορά.
Ηλίθια, μαλακισμένη,άλλες παρακαλάνε νάχουν τέτοιον άντρα,κι΄εσύ τον έχεις κι΄όπου νάναι θα τον χάσεις,γιατί δεν μπορείς να ελέγξεις τα σαγόνια σου.Βλάκα!!
Κοιλιόδουλη-να ,τι είσαι.Μια χοντρέλω που δεν μπορεί να πάρει μια απόφαση.Δίαιτα λέμε να κάνεις,δεν λέμε να πεθάνεις της πείνας.Πές το μωρή ξεμυαλισμένη:Αύριο αρχίζω δίαιτα.Πές το!!
-Αύριο αρχίζω δίαιτα

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑΣ! * Ένα "αχτένιστο" παιδικό παραμύθι!


μικρής Νεροσταγόνας 1


Η μικρή λαμπερή Νεροσταγόνα ξύπνησε ένα πρωί,μέσα στο ευρύχωρο αλλά σκοτεινό της σπίτι ,κάτω απ΄την επιφάνεια της γης και πήρε την απόφαση που από καιρό κλωθογύριζε στο μυαλό της.΄Επρεπε να κάνει αυτό το ταξίδι που ονειρευόταν απ΄τη στιγμή που γεννήθηκε.΄Επρεπε να πάρει τον ανήφορο,να σκαρφαλώσει ανάμεσα στα βράχια και τα χώματα που ήταν το ταβάνι του σπιτιού της,να βρει μια χαραμάδα για να περάσει και να βγει στο φως.Είχε ακούσει για το φως-δεν θυμόταν από πού-αλλά είχε ακούσει για τον ήλιο,που ζεσταίνει τα ζωάκια και τους ανθρώπους και κάνει τα δέντρα να πρασινίζουν και τα χρωματιστά λουλούδια ν΄ανθίζουν,είχε ακούσει για τη βροχή,για το άσπρο χιόνι,για τις λίμνες και τα ποτάμια που όπως της έλεγε η μαμά-Νεροσταγόνα ,ήταν κοντινοί συγγενείς της.Είχε ακούσει αλλά δεν είχε δει ποτέ,τίποτε απ΄όλ΄αυτά.Πώς ήταν οι άνθρωποι ,τα ζώα,τα χρώματα των λουλλουδιών και των δέντρων;Πώς ήταν το άσπρο του χιονιού το χειμώνα;Να !αυτά ήταν που ήθελε να δει και να μάθει.Είχε μεγάλη περιέργεια και δεν θα ήταν ποτέ ευτυχισμένη αν δεν τα έβλεπε όλα,από κοντά.
Σήμερα λοιπόν,ήταν η μέρα που θα ξεκινούσε το ταξίδι της.Το είχε αποφασίσει.
Σηκώθηκε ,πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να μη ξυπνήσει τις αδερφούλες της,τις Νεροσταγονίτσες και τη μαμά –Νεροσταγόνα που κοιμόντουσαν ακόμα και τράβηξε για τη μικρή στενή τρυπούλα ,που ήταν η πόρτα του υπόγειου σπιτιού της.
Εκεί,στάθηκε,κοίταξε το σκοτεινό ταβάνι και αναστέναξε απογοητευμένη.Αυτό δεν το είχε σκεφτεί.Η τρυπόπορτα ήταν πολύ ψηλά.Πώς θάφτανε ως εκεί πάνω;Έστιψε το μυαλουδάκι της για κάμποση ώρα και τελικά ,βρήκε τη λύση.΄Επρεπε να ξυπνήσει τις αδερφούλες της τις Νεροσταγονίτσες.Αν αυτές την  έσπρωχναν προς τα πάνω όλες μαζί,θα μπορούσε να φτάσει στην τρυπόπορτα και να βγει επιτέλους στο φως.
Γλύστρησε κοντά τους και ψιθυριστά ,για να μη ξυπνήσει τη μαμά-Νεροσταγόνα ,τις σκούντηξε μιά-μια για να τους πει το σχέδιό της.
-΄Ει! Κορίτσια,ξυπνείστε,χρειάζομαι τη βοήθειά σας.
Οι Νεροσταγονίτσες ξύπνησαν ,τρίβοντας τα ματάκια τους κι΄άρχισαν τα χασμουρητά και τα παράπονα.
-Τι ,έπαθες αδερφούλα;Γιατί μας ξυπνάς πρωί-πρωί;Νυστάζουμε,θέλουμε να κοιμηθούμε λίγο ακόμα..
-Ακούστε,αδερφούλες μου..Αποφάσισα να κάνω εκείνο το ταξίδι που σας έλεγα.Θυμάστε;
Βαρέθηκα εδώ μέσα στα σκοτεινά.Θέλω να βγω στο φως-να δω τι υπάρχει πάνω απ΄το ταβάνι του σπιτιού μας αλλά μόνη μου,δεν μπορώ να φτάσω την τρυπόπορτα.Είναι πολύ ψηλά.
-Κι΄εμείς πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε;
-Αν με σπρώξετε ψηλά,με δύναμη ,όλες μαζί,νομίζω πως θα καταφέρω να τη φτάσω.Μη μου πείτε όχι αδερφούλες μου,σας παρακαλώ!Κάντε μου αυτή τη χάρη…
-Και τι θα πούμε στη μαμά όταν δει ότι λείπεις;Θα στενοχωρηθεί,θα νευριάσει και θα βρούμε το μπελά μας,όλες μαζί!!
-Πέστε της ότι πάω να δω το φως και να βρω την τύχη μου.
-Το ξέρεις όμως πως άμα βγεις απ΄το σπίτι μας ,μπορεί να χάσεις το δρόμο και να μην τα καταφέρεις να ξαναγυρίσεις;
-Το ξέρω,το ξέρω αλλά δεν με νοιάζει..μεγάλωσα πια-δεν μπορώ να μένω κλεισμένη εδώ μέσα αιώνια!..Λοιπόν;Θα με βοηθήσετε;
-Αφού το θέλεις τόσο πολύ,θα σε βοηθήσουμε αδερφούλα.
Σηκώθηκαν όλες μαζί και στάθηκαν κάτω απ΄την τρυπόπορτα.Πήραν στα χέρια τη μικρή Νεροσταγόνα και ένα-δύο-τρία χοοοπ!!έδωσαν ένα σάλτο και την  τίναξαν ψηλά.
Είχαν πάρει όμως τόσο μεγάλη φόρα,που μαζί με τη μικρή Νεροσταγόνα,πέρασαν απ΄την τρυπόπορτα και κάμποσες απ΄τις Νεροσταγονίτσες.Ξαφνικά,βρέθηκαν όλες μαζί πεσμένες πάνω στο πράσινο μαλακό χορτάρι κι΄άρχισαν να κατρακυλάνε στην πλαγιά του βουνού.Στην αρχή τρόμαξαν λίγο.Τα ματάκια τους θάμπωσαν απ΄το δυνατό χρυσαφί φως του ήλιου.Νά,λοιπόν,πώς είναι το φως,είδατε;τους είπε η μικρή Νεροσταγόνα.Είναι αυτό που μας βοηθά να βλέπουμε  όσα υπάρχουν γύρω
μας.
-Είδαμε,είδαμε ,φώναξαν όλες μαζί οι Νεροσταγονίτσες,ενθουσιασμένες.Είναι πολύ ωραίο το φως..και τόσο ζεστό!!Τί καλά ,που περάσαμε κι΄εμείς απ΄την τρυπόπορτα..Τώρα, θα ταξιδέψουμε παρεούλα,αδερφούλα!
  ΄Ετρεχαν με μεγάλη ταχύτητα,αγκαλιασμένες, στην κατηφόρα ανάμεσα στα πράσινα χόρτα  τους θάμνους και τις πέτρες  ,χωρίς να μπορούν να σταματήσουν.Σε λίγο,δεν φοβόντουσαν πια,είχαν συνηθίσει.Τους άρεσε αυτή η τρεχάλα στην πλαγιά του βουνού.Διασκέδαζαν με τη ψυχή τους,κυνηγώντας η μια την άλλη,με χαρούμενα ξεφωνητά.΄Ένα χελιδονάκι,στάθηκε ξαφνικά δίπλα τους και τις κοίταξε με περιέργεια.
Αυτή την τρελλή παρέα,δεν την είχε ξανασυνατήσει όσο καιρό πετούσε σ΄αυτά τα μέρη.
-Ποιες είστε΄σεις; Τις ρώτησε με τη ψιλή φωνούλα του.
-Είμαστε οι Νεροσταγόνες ,του απάντησαν όλες μαζί και πάμε ταξίδι.Εσύ,ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ένα πουλάκι!!Χελιδόνι με λένε..Μόλις γύρισα απ΄το δικό μου ταξίδι.Τώρα,πάω στη φωλιά μου.
-Δηλαδή ταξιδεύεις συχνά;
-Βέβαια!Φεύγω κάθε αρχή του χειμώνα πριν πιάσουν τα κρύα και γυρίζω πάλι την άνοιξη!Δεν το αντέχω το κρύο..Μπρρρρ!!!
-Δηλαδή τώρα είναι άνοιξη;ρώτησε η μικρή Νεροσταγόνα.
-Ασφαλώς,γι΄αυτό είναι όλα γύρω,καταπράσινα,δροσερά και μυρωδάτα!!
-Και πώς είπες ότι σε λένε;;
-Χελιδόνι!!
-Να πας στο καλό χελιδόνι!!
΄Ετσι,η μικρή Νεροσταγόνα κι΄οι αδερφούλες της,έμαθαν πώς είναι τα πουλιά και η άνοιξη..
Λίγο πιο κάτω, ήρθε και στάθηκε πάνω απ΄τα κεφάλια τους ένα γκρίζο σύννεφο
που έκρυψε για λίγο το φως του ήλιου.
-Ποιές είστ΄εσείς;τις ρώτησε.
-Είμαστε οι Νεροσταγόνες και πάμε ταξίδι.Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι το γκρίζο σύννεφο.΄Εχω μαζί μου τις Βροχοστάλες και πάμε την ανοιξιάτικη βροχούλα, στο διπλανό χωριό.Αλλά μια και σας συναντήσαμε,θα τις στείλω να σας κρατήσουν συντροφιά!΄Ετσι που ταξιδεύετε μονάχες,μπορεί και να χαθείτε-περιμένετε..Το σύννεφο,άνοιξε την αγκαλιά του,κι΄άφησε τις Βροχο-
στάλες να πέσουν πάνω στις Νεροσταγόνες.΄Ηταν τόσες πολλές,που η μικρή Νεροσταγόνα έχασε τις αδερφούλες της.
΄Ετσι, γνώρισε και τη βροχή.΄Ηταν πολύ ευχαριστημένη για την καινούρια γνωριμία,αλλά οι αδερφούλες της; Πού ήταν οι αδερφούλες της;
-Κορίτσια,κορίτσια!!φώναξε-πού είστε,δεν σας βλέπω,χαθήκαμε.
Δεν πήρε απάντηση-ποιος ξέρει που να βρίσκονταν τώρα οι Νεροσταγονίτσες.Ανακατεύτηκαν με τις Βροχοστάλες,σκέφτηκε,κι΄άντε τώρα να τις βρεις.΄Ετσι,αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι χωρίς τις αδερφές της,παρέα με τις καινούργιες της φιλενάδες.
Ξαφνικά, άκουσε χαρούμενα ξεφωνητά.
-Α! το δάσος-να το δάσος!!
-Τι είναι πάλι το δάσος; ρώτησε ξαφνιασμένη,τις Βροχοστάλες.
-Να,είναι αυτό το μέρος που βλέπεις,με τα πολλά δέντρα!!..Από΄κει θα περάσουμε..
΄Ετσι,η μικρή Νεροσταγόνα,γνώρισε το δάσος και τα δέντρα.
΄Όπως προχωρούσαν μέσα στο δάσος,ένα παράξενο πλάσμα στάθηκε από πάνω τους και τις κοίταζε με κάτι μεγάλα μαύρα μάτια
-Α! ένα ρυάκι ,είπε φωναχτά..Από πού ξεφύτρωσε;Δεν τόχω ξαναδεί στη γειτονιά..
-Γειά σου ελαφάκι,φώναξαν χαρούμενα οι Βροχοστάλες.Πάμε ταξίδι! Πρόσεξε–μη μας πιεις σε παρακαλούμε,θέλουμε να φτάσουμε στον ποταμό.΄Εχουμε μαζί μας και μια Νεροσταγόνα,που δεν έχει ξαναδεί ζωάκι σαν κι΄εσένα.Πες της καλημέρα.
-Καλημέρα Νεροσταγόνα.
-Καλημέρα και σε σένα.Έχασα τις αδερφούλες μου τις Νεροσταγονίτσες.Μήπως τις είδες;
-Ναι,ναι!! Τις είδα πριν από λίγη ώρα…
-ΑΧ!!Δεν πιστεύω να τις ήπιες;;
-΄Όχι ,,όχι…τις άφησα να περάσουν-πάνε κατά το ποτάμι.
΄Ετσι η μικρή Νεροσταγόνα,γνώρισε το ελαφάκι κι΄έμαθε  πώς είναι τα ζωάκια.Είχε γνωρίσει τόσα πράγματα,το ταξίδι της ήταν υπέροχο και θα ήταν πραγματικά,πολύ ευτυχισμένη αν είχε μαζί και τις αδερφές της.
-Μην ανησυχείς,της είπε η Βροχοστάλα που ταξίδευε δίπλα της.Θα τις συναντήσουμε πιο κάτω.
-Τελικά,είχα δίκηο,σκέφτηκε,που ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι.Τί όμορφος που είναι ο κόσμος ,πάνω απ΄το ταβάνι του σπιτιού μου..Η μαμά ,θ΄ανησυχήσει λίγο όταν δει πως λείπουμε,αλλά είμαι σίγουρη πως κι΄εγώ κι΄οι αδερφές μου,θα βρούμε τρόπο να γυρίσουμε σπίτι.Τώρα όμως,θα το διασκεδάσω.Βιαζόταν να φτάσει στον ποταμό.΄Ηθελε να γνωρίσει αυτόν τον κοντινό συγγενή της .Η μαμά-Νεροσταγόνα,της είχε πει τόσα πράγματα γι΄αυτόν.΄Ηθελε επίσης να γνωρίσει κι΄έναν άνθρωπο-άνθρωπο δεν είχε δει ακόμα..
-Θα δεις και άνθρωπο της είπε η Βροχοστάλα δίπλα της.Οι άνθρωποι συνηθίζουν να μαζεύονται κοντά στα ποτάμια..τ΄αγαπάνε πολύ!
-Μπα! Και τι κάνουν εκεί;
-Ψαρεύουν,κολυμπάνε,κάνουν μικρά ταξίδια με βάρκες…είναι ωραία-θα δεις!
Η σοφή Βροχοστάλα,είχε ταξιδέψει πολύ,ήξερε τόσα πράγματα που η μικρή Νεροσταγόνα δεν φανταζόταν καν.Αποφάσισε ότι μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη και περίμενε με ανυπομονησία να δει τα θαυμαστά που της περιέγραφε.
Είχαν περάσει πολλές ώρες απ΄τη στιγμή που έφυγε απ΄το υπόγειο σπίτι της μαζί με τις αδερφές της και σιγά –σιγά,το χρυσαφί δυνατό φως άρχισε να λιγοστεύει και να γίνεται πιο σκούρο.΄Αρχισε να μη βλέπει πια γύρω της τόσο καθαρά. Φοβήθηκε λιγο!
-Τι συμβαίνει;ρώτησε τη Βροχοστάλα
-Βραδιάζει,της απάντησε εκείνη.Νυχτώνει.Σκοτεινιάζει. Αλλά μην τρομάζεις!Αύριο πάλι θα δούμε το χρυσαφί φως.
-Α! Έτσι γίνεται;
-Βέβαια.Σε λίγο θα έρθει η νύχτα.Οι άνθρωποι,τα ζωάκια και τα πουλιά,θα πάνε στα σπίτια τους για να κοιμηθούνε-να ξεκουραστούνε!!
-Κι΄εμείς; Πού θα κοιμηθούμε εμείς;
-Πουθενά!Εμείς δεν σταματάμε ποτέ-ταξιδεύουμε συνέχεια.Δεν κοιμόμαστε καθόλου.
-Κι΄αν κουραστούμε;
-Εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ!
-Δεν κουραζόμαστε ποτέ,είπες;
-΄Όχι βέβαια,γιατί σπρώχνουμε και στηρίζουμε η μια την άλλη-κι΄όλες μαζί είμαστε το νερό.Τώρα πια,δεν είμαστε οι Νεροσταγόνες κι΄οι Βροχοστάλες.Είμαστε έ ν α! Είμαστε το νερό.Δεν τόχεις καταλάβει;
-Το νερό είπες;;
-Ναι! ΄Ετσι μας λένε οι άνθρωποι.Από δω και πέρα λοιπόν,καλή μου Νεροσταγόνα,
έχουμε την ίδια μοίρα και μαζί θα κάνουμε το ταξίδι,μέχρι τον ποταμό κι΄ακόμα πιο πέρα.
-Πού,πιο πέρα;
-Μέχρι τη θάλασσα χαζονεροσταγονίτσα-μέχρι τη θάλασσα!΄Εχεις δει ποτέ τη θάλασσα;
-Ποτέ!!
-΄Ε! Σ΄αυτό το ταξίδι θα τη δεις.

Η νύχτα έπεσε και το δάσος σκοτείνιασε.΄Όμως,εκεί ψηλά κάτι έβλεπε η μικρή Νεροσταγόνα,που της έκανε τρομερή εντύπωση.Κάτι,φωτεινό,λαμπερό και γελαστό.
-Τι είναι αυτό εκεί ψηλά; Ρώτησε τη φιλενάδα της τη Βροχοστάλα.
-Α! αυτό είναι το φεγγαράκι.Φιλαράκι μας είναι.Καλό παιδί!Θα μας κρατήσει συν τροφιά για να βλέπουμε πού πηγαίνουμε,μέχρι να ξαναβγεί το φως!!
Κυλούσαν,κυλούσαν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα κι η Νεροσταγόνα,δεν ήταν πια τόσο στενοχωρημένη.Είχε χαθεί με τις αδερφούλες της αλλά τώρα  ανήκε σε μια καινούργια οικογένεια-το νερό.Η Βροχοστάλα,ήταν σίγουρη πως οι Νεροσταγονίτσες ήταν καλά και πως είχαν κι΄αυτές καλή παρέα.
-Κάποια στιγμή μπορεί να τις συναντήσουμε ,της είπε,στον ποταμό ή στη θάλασσα.Μην ανησυχείς.
΄Ετσι η μικρή Νεροσταγόνα  έπαψε να στενοχωριέται κι΄άρχισε να κοιτάζει γύρω της
για να δει όσα περισσότερα μπορούσε.Σιγά –σιγά η νύχτα άρχισε να γίνεται μέρα και
σε λίγο ξημέρωσε.Ο ήλιος σκαρφάλωσε πάλι ψηλά στον ουρανό και το δυνατό,χρυσαφί φως του,αγκάλιασε όλο τον κόσμο γύρω της.Ξαφνικά ,είδε μπροστά της μια μεγάλη γαλανοπράσινη λωρίδα,που έφτανε πέρα από κεί που μπορούσε να δει.Πριν προλάβει ν΄αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έβλεπε,άκουσε τις Βροχοστάλες που κυλούσαν γύρω της να ξεφωνίζουν..
-Α!! Τι καλά,τι καλά,φτάσαμε στο ποτάμι.Νάτο,νάτο –το ποτάμι!!
Αυτός λοιπόν ήταν ο κοντινός της συγγενής που έλεγε η μαμά-Νεροσταγόνα.Αυτός ήταν ο ποταμός!!Τί μεγάλος που ήταν και τι ωραίο χρώμα που είχε.Εκεί λοιπόν θα πήγαινε και το δικό τους νερό,να ενωθεί με τον ποταμό και να ταξιδέψει μαζί του.
-Σ΄αρέσει;τη ρώτησε η φίλη της η Βροχοστάλα.
-Πάρα πολύ.Τί ωραίος που είναι..
-Ναι είναι πολύ ωραίος…και ευτυχώς δεν είναι άρρωστος.
-Άρρωστος;Αρρωσταίνει κι΄ο ποταμός;
-Δυστυχώς !Και ξέρεις γιατί;Γιατί μερικοί άνθρωποι,είναι πολύ κακοί με τα ποτάμια.
-Εσύ μου είπες πως οι άνθρωποι τ΄αγαπάνε τα ποτάμια.
-Οι περισσότεροι.΄Όχι όμως όλοι.Είναι και μερικοί που είναι απρόσεχτοι.Ρίχνουν μέσα στα νερά τους,άλλα νερά, βρώμικα ,γεμάτα δηλητήρια λογής-λογής που βγαίνουν απ΄τα εργοστάσια,ρίχνουν σκουπίδια,πεθαμένα ζωάκια-ότι φανταστείς ρίχνουν.Και τα ποτάμια αρρωσταίνουν και δεν είναι πια ευτυχισμένα,ούτε όμορφα.
-Και πώς κατάλαβες καλή μου Βροχοστάλα ότι αυτός ο ποταμός που θα μας πάρει μαζί του δεν είναι άρρωστος;
-Πρώτα-πρώτα, από το χρώμα του.Αν ήταν άρρωστος,θα είχε άσχημο χρώμα ,καφετί,μπορεί και κόκκινωπό.Αυτός ,βλέπεις; Είναι γαλανοπράσινος.
΄Υστερα,κοίταξε πάνω στο νερό…ταξιδεύουν βαρκούλες με ανθρώπους που πετάνε πετονιές και ψαρεύουν.
-Αυτοί είναι οι άνθρωποι;
-Αυτοί.Κοίταξε τώρα απ΄τη μια μεριά του κι΄απ΄την άλλη…βλέπεις τα ζωάκια που πίνουν νερό;Βλέπεις τα παιδάκια που κολυμπάνε και παίζουν;
-Τι είναι τα παιδάκια;
-Οι μικροί άνθρωποι-οι άνθρωποι,πριν γίνουν μεγάλοι.΄Όλα αυτά λοιπόν μικρή μου Νεροσταγόνα,δείχνουν ότι αυτός ο ποταμός που θα μας πάρει μαζί του,είναι ένας ευτυχισμένος,υγιής ποταμός.Θα κάνουμε ωραίο ταξίδι.Θα δεις!!
Η μικρή Νεροσταγόνα,δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει.Αυτά που έβλεπε ή τις γνώσεις της φιλενάδας της.Σκεφτόταν χαρούμενη,πόσα θα είχε να διηγηθεί στη μαμά-Νεροσταγόνα και τις Νεροσταγονίτσες που είχαν μείνει στο σπίτι αν ποτέ κατάφερνε να γυρίσει κοντά τους.Και θα γύριζε…Μόλις τέλειωνε αυτό το ταξίδι,μόλις αντίκρυζε και γνώριζε και τη θάλασσα, αυτός θα ήταν πια ο στόχος  της-να γυρίσει σπίτι.


 

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΑΚΟΜΑ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ" ΚΕΦ.3


3               2


Η ώρα εντεκάμιση ξέβγαλε τη Φαίη μέχρι το ασανσέρ κι΄ύστερα άνοιξε την τηλεόραση με το φυλλάδιο των οργάνων γυμναστικής στο χέρι.΄Επεσε πάνω στους δυο τρελλοαμερικάνους πλαστικούς που πετσόκοβαν από εικοσάρες μέχρι αιωνόβιες
και τις έκαναν « καινούργιες» απ΄την κορφή μέχρι τα νύχια-με το αζημίωτο βέβαια.
Να! αυτούς χρειαζόταν.Nάχε το χρήμα- που λέει ο λόγος τώρα,να πάει και να τους πει:
Πώς με «κόβετε»;Μπόλικη; Ε!πετάχτε τα τρία τέταρτα κι΄αφήστε μου το ένα.Θα γλύτωνε μια και καλή απ΄τα «παραπανίσια» και δε θάχε να ξύνει το κεφαλάκι της πώς και ποιά δίαιτα ν΄αρχίσει.Αλλά βλέπεις, ο Μάκης δεν είναι  Ωνάσης κι΄εδώ δεν είναι Αμερική ,είναι Παγκράτι.-Αύριο αρχίζω δίαιτα ,προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της-μακάρι να λυσσάξω στην πείνα,,πίσω δεν κάνω!!
΄Αρχισε να καταστρώνει πλάνο κινήσεων.Αύριο ,ήταν Σάββατο.΄Επρεπε να βρει τρόπο ν΄αποφύγει τη βραδυνή ταβέρνα ,χωρίς ν΄αναγκαστεί να ομολογήσει τις προθέσεις της και να υποστεί τα ειρωνικά σχόλια,του Μάκη πρώτ΄απ΄όλα και των εξυπνάκηδων φίλων του και των φιλενάδων της.Αυτό το «αρχίζω δίαιτα» ,είχαν βαρεθεί να τ΄ακούνε και να μην το βλέπουν.Κατέβασε μια ιδέα-καλή της φάνηκε.
Την τακτοποίησε με προσοχή στο μυαλό της και πήγε στο κρεβάτι.Ούτε τα παιδιά άκουσε που μπήκαν κατά τη μία,ούτε το Μάκη που γύρισε απ΄την Παρασκευιάτικη κραιπάλη του σχεδόν ξημερώματα.
Το πρωϊ,σηκώθηκε πρώτη.΄Εφτιαξε έναν ελληνικό σκέτο που με το που κατέβασε την πρώτη γουλιά,της ανέβηκε το στομάχι στο λαιμό.Θέμα συνήθειας ήταν-θα συνήθιζε.
Μασούλησε μια φρυγανιά σικάλεως απ΄αυτές που αγόραζε μόνο για να δίνει άλλοθι στον εαυτό της ,ότι πρόσεχε τη διατροφή της.Το στομάχι της διαμαρτυρόταν έντονα-από χτες βράδυ το είχε αφήσει αδειανό.Σκάσε,του φώναξε νοερά –σκάσε κι΄άσε με ήσυχη-κι΄ έπιασε να ετοιμάζει το πρωϊνό για τους άλλους.Ο Μάκης,μπήκε πρώτος στην κουζίνα.Τούβαλε μπροστά του το πιάτο με τ΄αυγά με μπέϊκον που της είχαν τσακίσει τα νεύρα όσο τα ετοίμαζε και κάθισε απέναντί του ν΄αποτελειώσει τον καφέ της.
-Εσύ; Τη ρώτησε με μπουκωμένο το στόμα.
-Δεν έχω όρεξη-τα χάλια μου έχω.-Τα μούτρα μέχρι το πάτωμα.-
-Γιατί τι έχεις;αρώστησες στα καλά καθούμενα;
-Ε, δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος ν΄αρρωστήσει Μάκη μου.Πονάει το κεφάλι μου,έχω σύγκρυα,με καίει κι΄ο λαιμός μου-χάλια σου λέω.Με το ζόρι
σηκώθηκα.
-Καμιά ίωση ε;Κοίτα να συνέλθεις μέχρι το βράδυ γιατί δεν θέλω να κρεμάσω την παρέα.
-Πήγαινε μόνος σου αγάπη μου.Εγώ δεν έρχομαι .
-Καλά,άσε νάρθει το βράδυ και θα δούμε…Τι θα φάμε για μεσημέρι;Δε φτιάχνεις καμιά μακαρονάδα..έτσι με μπόλικο κιμά και τυράκι…ωραία θάναι!!
΄Αει σιχτίρ,δαίμονα-βαλτός είσαι;
-Να φτιάξω για σας Μάκη μου-εγώ θα φάω ρύζι με γιαούρτι.
-Σώπα βρε παιδί μου!!!Τί ιός είν΄αυτός που σούκοψε και την όρεξη..εσύ του θανατά νάσαι,το φαί δεν το κόβεις.Να του πούμε να εγκατασταθεί μόνιμα στον οργανισμό σου-μπορεί να καταφέρει να σε φυράνει..ε; τι λες;
-Παράτα μας βρε Μάκη,όρεξη έχεις πρωϊ-πρωϊ.Ο άλλος πεθαίνει κι΄εσύ την πλάκα σου..
-Ναι,τώρα πάω να σου παραγγείλω στεφάνι-κι΄έβαλε τα γέλιαΠάω για καφέ.Περαστικά.Κι΄έφυγε.
Την είχε κάνει ,βαπόρι.Παρακάλα βρε αλητάμπουρα να μη πάρω είδηση ότι ξενοπηδάς.Δε σου λέω τίποτα!!Θα σε σουβλίσω σαν τον Αθανάσιο Διάκο.Μαλάκα.!  Ε,μαλάκα!!
Από΄κει κι΄ύστερα η απόφασή της άρχισε να υλοποιείται,με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της Φαίης.Νάναι καλά η γυναίκα.Την πήγε στο γιατρό.΄Ενας γιατρός,να τον πιεις στο ποτήρι-μονορούφι.Την κοίταξε μ΄ένα βλέμμα περίεργο,από πάνω ως κάτω.-Απορώ μ΄εσάς ,της είπε.Νέα γυναίκα,πώς αφήσατε τον εαυτό σας να φτάσει σ΄αυτό το σημείο!!.Της ήρθε να τον χαστουκίσει-ήταν και να τον πιεις στο ποτήρι…ντράπηκε.Τον άρπαξε απ΄τα μούτρα.-Αυτά θα λέμε τώρα γιατρέ μου;΄Ηρθα-δεν ήρθα;;.΄Ασε το σεμινάριο και πιάσε τα μηχανάκια σου να δούμε πού βρισκόμαστε.;Την τύλιξε στα καλώδια,τη γύρισε ανάσκελα,τη γύρισε μπρούμητα,τη γύρισε στο πλάϊ.-Από καρδιά πάμε καλά,της είπε.Πίεση φυσιολογική.Αλλά πριν ξεκινήσετε γυμναστική,αρχίστε τη δίαιτα που θα σας δώσω ,να δούμε με τι ρυθμό θα χάσετε τα πρώτα κιλά..΄Ολο αυτό το πάχος που είναι πια αδρανής ιστός μετά από τόσα χρόνια ,θα δυσκολευτούμε να το απομακρύνουμε,να το ξέρετε.Ποιοί θα δυσκολευτούμε δηλαδή γιατρέ μου-μαζί θα πούμε το ψωμί-ψωμάκι;-ήθελε να του φωνάξει.Δεν το φώναξε.Πήρε κι΄ένα κατάλογο που της έδωσε για αρχή.Τι έπρεπε ν΄αποφεύγει ,τι να τρώει πήρε και τη Φαίη απ΄το μπράτσο και γυρίσανε σπίτι της.
-Κοίταξε κακομοίρα μου να την κρατήσεις αυτή τη δίαιτα.Μην τυχόν και κάνεις πίσω;
-Αστειεύεσαι;;Εδώ,βράχος.Υπέρ διαίτης και κατά κιλών θα πέσω.Είπα θ΄αδυνατίσω και θ΄αδυνατίσω ο κόσμος νάρθει τ΄απάνω κάτω.

Η πρώτη βδομάδα της δίαιτας ήταν μαρτυρική.Η πείνα τη θέριζε.Με ζαρζαβατικό ,φετούλες τσιγαρόχαρτα από στεγνό κρέας και ψάρι  και δυο γιαούρτια την ημέρα,δεν γεμίζει ένα σώμα εκατόν είκοσι κιλών το στομάχι του.Η ζυγαριά της ,της έκανε γυμνάσια εξ αιτίας του χρόνιου παραγκωνισμού της και την τάραζε στα σκωτσέζικα ντους.Μισό κιλό κάτω το πρωϊ,μισό κιλό πάνω το βράδυ.΄Ασε που στο σπίτι,την πήρανε είδηση ότι ξεκίνησε δίαιτα κι΄άρχισε το δούλεμα.Μπαίνει ένα μεσημέρι ο Μάκης και τη τσακώνει με το καροτομάρουλλο στην γαβάθα.
΄Εβαλε τις φωνές ο αλήτης.
-Παιδιά,παιδιά,ο Μπάνγκς Μπάνυ στο σαλόνι μας.
Τρέξανε τα παιδιά,πήρανε το μέρος της.-Βρε,μπαμπά,άσε τη μαμά ήσυχη-τόσο καιρό της λέμε να κάνει δίαιτα..Τώρα που την άρχισε της κάνεις πλάκα;
-Α! την άρχισε;;Για πόσο;
Η μικρή,η Αγγελικούλα έκατσε δίπλα της και την αγκάλιασε.-Μην τον ακούς καλέ μαμά..εγώ μαζί σου είμαι.Τί γλυκό παιδί κι΄αυτή την είχε παρεξηγήσει…
Ο γιος της ,ο Γιωργάκης της,δήλωσε τη συμπαράστασή του ανοιχτά.-Μάνα,μην ακούς κανένα..Τη δουλειά σου εσύ κι΄άμα θέλεις συμπαράσταση,φώναξέ με να φάμε το μαρούλλι παρέα.
Ξαφνικά,ένα πρωί,έγινε το θαύμα.Η ζυγαριά έπαψε να της κρατά μούτρα κι΄έδειξε δυο κιλά κάτω.Τρελλάθηκε,δεν πίστευε στα μάτια της.Αν είχε ντουντούκα,θάβγαινε να το φωνάξει απ΄το μπαλκόνι.Μετά από ώριμη σκέψη,είπε τα χαρμόσυνα νέα μόνο στη Φαίη-στους άλλους κουβέντα.Φοβήθηκε.Μην πάει κάτι στραβά κι΄εκτεθεί.Την τέταρτη βδομάδα,τα μείον κιλά,έγιναν πέντε.Καλά πάμε της είπε ο γιατρός.Συνεχίστε έτσι.Είχε πάψει πια να πεινάει αφόρητα και να της τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που σερβίριζε το φαί στους άλλους.΄Αρχισε και τη γυμναστικούλα της σιγά-σιγά –χωρίς όργανα ακόμα.-Θα σας πω εγώ,της είπε ο Αβάσογλου.Τί καλός άνθρωπος!!Χαιρόταν κάθε φορά,λες κι΄έχανε τα κιλά εκείνος.Ούτε που της περνούσε απ΄το μυαλό ότι έπαιζαν κάποιο ρόλο σ΄αυτή τη χαρά και τα διακοσια που τούσκαγε σε κάθε εβδομαδιαία επίσκεψη.Ο «δαίμονας»,ο άντρας της, προσπάθησε κάποιες φορές να την παρασύρει ,να τη βγάλει απ΄τα νερά της.-Φάε ,βρε Αλέκα κι΄εσύ μια φορά μαζί μας.Να κάτσουμε μια φορά στο τραπέζι σαν οικογένεια.Βαρέθηκα να σε βλέπω με τον κεσέ το γιαούρτι στο χέρι.Φάε και μια μπουκιά της προκοπής-μια φορά-έστω!
Τι θα γίνει με μια φορά-θα χαλάσεις τη δίαιτά σου;Δεν έχεις την περιέργεια να δοκιμάσεις τι σκατά μας μαγειρεύεις και τρώμε;
-Τη δίαιτά μου Μάκη μου δεν τη χαλάω που να σκάσεις.Τί έγινε ρε Μάκη; Εσύ τρωγόσουνα ν΄αδυνατίσω και ν΄αδυνατίσω,τώρα άλλαξες γνώμη;Ξαναερωτεύτηκες τα κιλά μου Μάκη μου;Και πού τέτοια τύχη δηλαδή-άσε με τώρα κι΄ακούνε και τα παιδιά…
Στα μισά του δεύτερου μήνα,ενάμισυ μήνα μετά την «πόρτα»,είχε κατέβει στα εκατόν δέκα.Μια δυο φορές είχε προσπαθήσει να στριμώξει το Μάκη και να τον ρίξει στο κρεβάτι.Αντιδρούσε.
-Τι νομίζεις δηλαδή ρε Αλεκάκι ότι με δέκα κιλά λιγότερα έγινες Η θεογκόμενα;Και να σου πω και κάτι;Προσωρινά είναι αυτά τα πράματα.Μπορεί να χάσεις άλλα δέκα και μετά με την πρώτη κουτσουκέλλα,θα τα΄ανεβάσεις στα εκατόν τριάντα.Δε βλέπεις τι γίνεται με τους χοντρούς γύρω σου;;΄Ολοι αδυνατίζουν,το παίζουν μοντέλα για κάνα δίμηνο,  αρχίζουν να δίνουν συμβουλές αδυνατίσματος και σωστής διατροφής ,πλακώνονται στις μπαρούφες,πως τάχα μου άλλαξε η ζωή τους,βρήκαν λέει τον εαυτό τους,ανακαλυψαν το σώμα τους,κι΄άλλες τέτοιες κοτσάνες και ξαφνικά τους βλέπεις πιο χοντρούς από πριν.Γι΄αυτό σου λέω..έχασες δέκα κιλά…σιγά τον πολυέλαιο.
-Και τι θα γίνει βρε Μάκη μου.΄Ετσι θα τη βγάζω εγώ;Νηστεία στο φαί,νηστεία και στο κρεβάτι ρε γαμώ το;΄Εχεις βρει πουθενά και τρως καλύτερα δηλαδή;Να το ξέρω,να βρω κι΄εγώ κανένα να με «βολεύει».Δεν τη μπορώ άλλο αυτή τη ξεραϊλα.Γυναίκα είμαι-έχω κι΄εγώ τις ανάγκες μου.
-Ε σ ύ!Θα πας με άλλον!!.Πού θα τον βρεις βρε Αλέκα;
-Αυτό είναι το πρόβλημά σου;Βρωμάει ο τόπος Μάκη μου από άντρες!!
-Σε τι νούμερο θα τον βρεις μάνα μου-στο ΧΧlarge;
-Μάκη!!,Θα στα φορέσω –κι΄όταν στα φορέσω,θα στα φορέσω στο ΧΧlarge,νάσαι σίγουρος.
-Καλά,πάρε με και στο κινητό να μ΄ενημερώσεις.
Τον έβλεπε πολύ άνετο.΄Αλλα χρόνια αν τούκανε κουβέντα γι΄άλλον άντρα,θάσκιζε τα ρούχα του.Τώρα της έκανε και πλάκα.Του πεταμού την είχε δηλαδή.Ούτε τη γούσταρε πια,ούτε την υπολόγιζε,ούτε τη φοβόταν.
-Αλλού πάει και το δίνει,είπε στη Φαίη.Τώρα σιγουρεύτηκα.
-Από τι σιγουρεύτηκες δηλαδή;
-Τούπα ότι θα τον κερατώσω έτσι που μ΄έχει ρίξει στην αγαμία,και μόνο καλή τύχη που δεν μου ευχήθηκε.
-Και τι κάθεσαι ρε μαλάκα;
-Τι να κάνω ρε Φαίη,να ρίξω φέιγ-βολάν «ζητείται γκόμενος»;Χέσε το στεφάνι μου.΄Ετσι που κατάντησε για χέσιμο είναι αλλά δε θα βγω και στους δρόμους προς άγραν επιβήτορα!!
-Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις κορίτσι μου.Και μη φοβάσαι από μένα..Τάφος!
Της είπε.
Τελευταία,τα κιλά φεύγανε από πάνω της με ταχύτητα φωτός.Τα ρούχα της ήταν πια ξένα πάνω της.Την τελευταία Παρασκευή του δεύτερου μήνα,πήρε την πιστωτική της αποφασισμένη να τη ξετινάξει και κατέβηκε στο Κέντρο για ψώνια.Τρία νούμερα πιο κάτω.Της ήρθε να φωνάξει απ΄τη χαρά της.Θα σου δείξω εγώ Μάκη άχρηστε.Με το που γύρισε το μεσημέρι,τον άρπαξε απ΄τα μούτρα.
-Αύριο,θάρθω κι΄εγώ στην ταβέρνα.Πεθύμησα την παρέα.Θα φάω τη ψητή μπριζολίτσα μου και μια σαλάτα-μια χαρά θάμαι.Να πω και καμιά κουβέντα με τα κορίτσια.
-Ποια ταβέρνα ρε Αλέκα-την ταβέρνα την έχουμε κόψει εδώ και κάτι βδομάδες.Δεν ξέρω αν πηγαίνουν κάποια απ΄τα παιδιά,εγώ πάντως δεν πάω.Μόνος μου θα πήγαινα;
-Και πού πας Μάκη μου τα Σάββατα που ξεπορτίζεις.
-΄Ε!!κανένα μπαράκι…για ποτό δηλαδή..με το Μίλτο.Κανένα σινεμαδάκι…
-Σινεμαδάκι μόνος σου,αγάπη μου;
-Με το Μίλτο.
-Με το Μίλτο Μάκη μου;Και γιατί δε μου τόλεγες ευλογημένο παιδί;Την ταβέρνα την έκοψα λόγω δίαιτας αλλά για σινεμαδάκι δε θάλεγα όχι..Την κοίταξε μουδιασμένος…-Δεν πήγε το μυαλό μου βρε Αλέκα..΄Ηθελε να του φωνάξει «πάρε το κουτόχορτο και ρίχτο σ΄άλλο παχνί-εγώ δε μασάω» αλλά προτίμησε να μη συνεχίσει την κουβέντα..Το Σάββατο άρχισε να ντύνεται πρώτη.Μαύρο παντελονάκι φιρμάτο,Μαύρη πουκαμίσα με σκαφτό τοπάκι από μέσα.Μαλλί ψηλά και στο αχτένιστο,μακρύ σκουλαρίκι,βαψιματάκι προσεγμένο-άψογο μέχρι την τελευταία
πινελιά,ψεκάστηκε από πάνω ως κάτω με το καινούργιο της Ντόνα Κάραν-νάναι καλά η πωλήτρια που της το σύστησε, «μεθυστικό» της είπε,»θα με θυμηθείτε» και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη-πρώτη φορά χωρίς να ντρέπεται.Γυναίκα ένα κι΄εβδομήντα ήταν,όμορφο προσωπάκι είχε.Τώρα που τα προγούλια είχαν σχεδόν εξαφανιστεί «έδειξε» και το πρόσωπο.Το καινούργιο συνολάκι την έκανε να φαίνεται η μισή σχεδόν.Και πάντως,άλλο εκατόν είκοσι κιλά και άλλο σκάρτα εκατό που ήταν τώρα.
Μπήκε στο σαλόνι θριαμβευτικά.Ο «μαχαραγιάς» ήταν ακόμα στο μπάνιο.Θα σε περιμένω να βγεις παλληκάρι μου.Απόψε θα σου «σκάψω το λάκκο»,πηδηχταρά μου.
Ο «πηδηχταράς»,βγήκε καμιά φορά κι΄έμεινε στήλη άλατος.
-Ρε Αλεκάκι,εσύ είσαι;Είπα κι΄εγώ,ποια γκόμενα μπουκάρισε στο σπίτι μου ξαφνικά.Τί ομορφιές είν΄αυτές;Εσύ αδυνάτισες ρε μάνα μου-η μισή έμεινες..Πω,πω!!
Ούτε που το πήρα είδηση.
(ούτε που με κοίταζες ηλίθιε,πώς να το πάρεις είδηση;)
Κάτσε να πάρω το Μίλτο ν΄ακυρώσω.Να βγούμε οι δυό μας.
-Μη σκοτώνεσαι Μάκη μου-έχω κανονίσει με τη Φαίη.Θα πάμε για ποτό.
-Μόνες σας;
-Μόνες μας.
-Θάρθω κι΄εγώ..
-Δε χρειάζεται Μάκη μου-δέρνουμε και μόνες μας τους «βαρβάρους» άμα χρειαστεί.
 ΄Αντε,γειά σου αγάπη μου και καλά να περάσεις.
Του γύρισε την πλάτη και βγήκε.Κάτω,την περίμενε η Φαίη με το αυτοκίνητο.Μπήκε αεράτη και γύρισε στον τύπο που καθόταν στο πίσω κάθισμα.Η Φαίη έκανε τις συστάσεις.Ο Μενέλαος που σούλεγα,γλύκας-θα μας βοηθήσει.Φιλαράκι πρώτο.
Γύρισε να τον δει καλύτερα.Κούκλος-Παναγιά μου,κούκλος.
-Γειά σου Μενέλαε,χαίρομαι που σε γνωρίζω κι΄ευχαριστώ που βοηθάς.Νάσαι καλά!
-Γειά σου Αλέκα μου,στις διαταγές σου.
‘ Ηπιανε τα ποτά τους,τα μιλήσανε οι τρεις μαζί,γελάσανε,το μαγαζί είχε κι΄ωραίο DJ.
Τόσα χρόνια, είχε ξεχάσει πως υπήρχε κι΄αυτού του είδους η διασκέδαση.Καταστρώσανε το σχέδιο και κλείσανε ραντεβού,Μενέλαος και Αλέκα,στο ίδιο μέρος τη μεθεπόμενη.
Ο Μενέλαος,ανέλαβε να κάνει και το τηλεφώνημα.
Γύρισε στο σπίτι και βρήκε το Μάκη με τις πυτζάμες.Σ΄αναμμένα κάρβουνα.
-Πώς περάσατε;
-Θαύμα.Εσύ; Δε βγήκες;
-Βγήκα αλλά βαρέθηκα και γύρισα νωρίς.
-Α!Καλά..εγώ πάω για ύπνο..
-΄Ερχομαι κι΄εγώ..Τυχερή!!Στις καλές μου με βρίσκεις…απόψε θα σε «ποτίσω» μάνα μου.Απ΄την ώρα που έφυγες,αυτό έχω στο νου μου.
-Τέσσερεις «μαργαρίτες» ποτίστηκα Μάκη-δε θέλω άλλο πότισμα,κλείνουν τα μάτια μου.
Η επιθυμία μέσα της μια φούντωση,μια φλόγα!Κράτα χαρακτήρα της φώναζε ο δεύτερος εαυτός της.Αν ανοίξεις τα πόδια τώρα,τόχασες το παιχνίδι-μαζέψου.
Χώθηκε δίπλα της κι΄άρχισε τα «μπασίματα».Τούσπρωξε πρώτα το ένα χέρι κι΄ύστερα το άλλο.
΄Ενας Θεός ξέρει,πού βρήκε τη δύναμη.
-Μάκη!!Θέλω να κοιμηθώ σου λέω-άσε με ήσυχη επιτέλους!
-Ρε Αλεκάκι;;;;
-Καληνύχτα.
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.Δεν θυμόταν ποιος τόπε,αλλά όποιος κι΄αν τόπε ,είχε δίκηο.
Και πού νάξερες αγοράκι μου τι σε περιμένει μεθαύριο.Μ΄αυτή τη γλυκειά σκέψη,την πήρε ο ύπνος.