Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑΣ! * Ένα "αχτένιστο" παιδικό παραμύθι!


μικρής Νεροσταγόνας 1


Η μικρή λαμπερή Νεροσταγόνα ξύπνησε ένα πρωί,μέσα στο ευρύχωρο αλλά σκοτεινό της σπίτι ,κάτω απ΄την επιφάνεια της γης και πήρε την απόφαση που από καιρό κλωθογύριζε στο μυαλό της.΄Επρεπε να κάνει αυτό το ταξίδι που ονειρευόταν απ΄τη στιγμή που γεννήθηκε.΄Επρεπε να πάρει τον ανήφορο,να σκαρφαλώσει ανάμεσα στα βράχια και τα χώματα που ήταν το ταβάνι του σπιτιού της,να βρει μια χαραμάδα για να περάσει και να βγει στο φως.Είχε ακούσει για το φως-δεν θυμόταν από πού-αλλά είχε ακούσει για τον ήλιο,που ζεσταίνει τα ζωάκια και τους ανθρώπους και κάνει τα δέντρα να πρασινίζουν και τα χρωματιστά λουλούδια ν΄ανθίζουν,είχε ακούσει για τη βροχή,για το άσπρο χιόνι,για τις λίμνες και τα ποτάμια που όπως της έλεγε η μαμά-Νεροσταγόνα ,ήταν κοντινοί συγγενείς της.Είχε ακούσει αλλά δεν είχε δει ποτέ,τίποτε απ΄όλ΄αυτά.Πώς ήταν οι άνθρωποι ,τα ζώα,τα χρώματα των λουλλουδιών και των δέντρων;Πώς ήταν το άσπρο του χιονιού το χειμώνα;Να !αυτά ήταν που ήθελε να δει και να μάθει.Είχε μεγάλη περιέργεια και δεν θα ήταν ποτέ ευτυχισμένη αν δεν τα έβλεπε όλα,από κοντά.
Σήμερα λοιπόν,ήταν η μέρα που θα ξεκινούσε το ταξίδι της.Το είχε αποφασίσει.
Σηκώθηκε ,πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να μη ξυπνήσει τις αδερφούλες της,τις Νεροσταγονίτσες και τη μαμά –Νεροσταγόνα που κοιμόντουσαν ακόμα και τράβηξε για τη μικρή στενή τρυπούλα ,που ήταν η πόρτα του υπόγειου σπιτιού της.
Εκεί,στάθηκε,κοίταξε το σκοτεινό ταβάνι και αναστέναξε απογοητευμένη.Αυτό δεν το είχε σκεφτεί.Η τρυπόπορτα ήταν πολύ ψηλά.Πώς θάφτανε ως εκεί πάνω;Έστιψε το μυαλουδάκι της για κάμποση ώρα και τελικά ,βρήκε τη λύση.΄Επρεπε να ξυπνήσει τις αδερφούλες της τις Νεροσταγονίτσες.Αν αυτές την  έσπρωχναν προς τα πάνω όλες μαζί,θα μπορούσε να φτάσει στην τρυπόπορτα και να βγει επιτέλους στο φως.
Γλύστρησε κοντά τους και ψιθυριστά ,για να μη ξυπνήσει τη μαμά-Νεροσταγόνα ,τις σκούντηξε μιά-μια για να τους πει το σχέδιό της.
-΄Ει! Κορίτσια,ξυπνείστε,χρειάζομαι τη βοήθειά σας.
Οι Νεροσταγονίτσες ξύπνησαν ,τρίβοντας τα ματάκια τους κι΄άρχισαν τα χασμουρητά και τα παράπονα.
-Τι ,έπαθες αδερφούλα;Γιατί μας ξυπνάς πρωί-πρωί;Νυστάζουμε,θέλουμε να κοιμηθούμε λίγο ακόμα..
-Ακούστε,αδερφούλες μου..Αποφάσισα να κάνω εκείνο το ταξίδι που σας έλεγα.Θυμάστε;
Βαρέθηκα εδώ μέσα στα σκοτεινά.Θέλω να βγω στο φως-να δω τι υπάρχει πάνω απ΄το ταβάνι του σπιτιού μας αλλά μόνη μου,δεν μπορώ να φτάσω την τρυπόπορτα.Είναι πολύ ψηλά.
-Κι΄εμείς πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε;
-Αν με σπρώξετε ψηλά,με δύναμη ,όλες μαζί,νομίζω πως θα καταφέρω να τη φτάσω.Μη μου πείτε όχι αδερφούλες μου,σας παρακαλώ!Κάντε μου αυτή τη χάρη…
-Και τι θα πούμε στη μαμά όταν δει ότι λείπεις;Θα στενοχωρηθεί,θα νευριάσει και θα βρούμε το μπελά μας,όλες μαζί!!
-Πέστε της ότι πάω να δω το φως και να βρω την τύχη μου.
-Το ξέρεις όμως πως άμα βγεις απ΄το σπίτι μας ,μπορεί να χάσεις το δρόμο και να μην τα καταφέρεις να ξαναγυρίσεις;
-Το ξέρω,το ξέρω αλλά δεν με νοιάζει..μεγάλωσα πια-δεν μπορώ να μένω κλεισμένη εδώ μέσα αιώνια!..Λοιπόν;Θα με βοηθήσετε;
-Αφού το θέλεις τόσο πολύ,θα σε βοηθήσουμε αδερφούλα.
Σηκώθηκαν όλες μαζί και στάθηκαν κάτω απ΄την τρυπόπορτα.Πήραν στα χέρια τη μικρή Νεροσταγόνα και ένα-δύο-τρία χοοοπ!!έδωσαν ένα σάλτο και την  τίναξαν ψηλά.
Είχαν πάρει όμως τόσο μεγάλη φόρα,που μαζί με τη μικρή Νεροσταγόνα,πέρασαν απ΄την τρυπόπορτα και κάμποσες απ΄τις Νεροσταγονίτσες.Ξαφνικά,βρέθηκαν όλες μαζί πεσμένες πάνω στο πράσινο μαλακό χορτάρι κι΄άρχισαν να κατρακυλάνε στην πλαγιά του βουνού.Στην αρχή τρόμαξαν λίγο.Τα ματάκια τους θάμπωσαν απ΄το δυνατό χρυσαφί φως του ήλιου.Νά,λοιπόν,πώς είναι το φως,είδατε;τους είπε η μικρή Νεροσταγόνα.Είναι αυτό που μας βοηθά να βλέπουμε  όσα υπάρχουν γύρω
μας.
-Είδαμε,είδαμε ,φώναξαν όλες μαζί οι Νεροσταγονίτσες,ενθουσιασμένες.Είναι πολύ ωραίο το φως..και τόσο ζεστό!!Τί καλά ,που περάσαμε κι΄εμείς απ΄την τρυπόπορτα..Τώρα, θα ταξιδέψουμε παρεούλα,αδερφούλα!
  ΄Ετρεχαν με μεγάλη ταχύτητα,αγκαλιασμένες, στην κατηφόρα ανάμεσα στα πράσινα χόρτα  τους θάμνους και τις πέτρες  ,χωρίς να μπορούν να σταματήσουν.Σε λίγο,δεν φοβόντουσαν πια,είχαν συνηθίσει.Τους άρεσε αυτή η τρεχάλα στην πλαγιά του βουνού.Διασκέδαζαν με τη ψυχή τους,κυνηγώντας η μια την άλλη,με χαρούμενα ξεφωνητά.΄Ένα χελιδονάκι,στάθηκε ξαφνικά δίπλα τους και τις κοίταξε με περιέργεια.
Αυτή την τρελλή παρέα,δεν την είχε ξανασυνατήσει όσο καιρό πετούσε σ΄αυτά τα μέρη.
-Ποιες είστε΄σεις; Τις ρώτησε με τη ψιλή φωνούλα του.
-Είμαστε οι Νεροσταγόνες ,του απάντησαν όλες μαζί και πάμε ταξίδι.Εσύ,ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ένα πουλάκι!!Χελιδόνι με λένε..Μόλις γύρισα απ΄το δικό μου ταξίδι.Τώρα,πάω στη φωλιά μου.
-Δηλαδή ταξιδεύεις συχνά;
-Βέβαια!Φεύγω κάθε αρχή του χειμώνα πριν πιάσουν τα κρύα και γυρίζω πάλι την άνοιξη!Δεν το αντέχω το κρύο..Μπρρρρ!!!
-Δηλαδή τώρα είναι άνοιξη;ρώτησε η μικρή Νεροσταγόνα.
-Ασφαλώς,γι΄αυτό είναι όλα γύρω,καταπράσινα,δροσερά και μυρωδάτα!!
-Και πώς είπες ότι σε λένε;;
-Χελιδόνι!!
-Να πας στο καλό χελιδόνι!!
΄Ετσι,η μικρή Νεροσταγόνα κι΄οι αδερφούλες της,έμαθαν πώς είναι τα πουλιά και η άνοιξη..
Λίγο πιο κάτω, ήρθε και στάθηκε πάνω απ΄τα κεφάλια τους ένα γκρίζο σύννεφο
που έκρυψε για λίγο το φως του ήλιου.
-Ποιές είστ΄εσείς;τις ρώτησε.
-Είμαστε οι Νεροσταγόνες και πάμε ταξίδι.Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι το γκρίζο σύννεφο.΄Εχω μαζί μου τις Βροχοστάλες και πάμε την ανοιξιάτικη βροχούλα, στο διπλανό χωριό.Αλλά μια και σας συναντήσαμε,θα τις στείλω να σας κρατήσουν συντροφιά!΄Ετσι που ταξιδεύετε μονάχες,μπορεί και να χαθείτε-περιμένετε..Το σύννεφο,άνοιξε την αγκαλιά του,κι΄άφησε τις Βροχο-
στάλες να πέσουν πάνω στις Νεροσταγόνες.΄Ηταν τόσες πολλές,που η μικρή Νεροσταγόνα έχασε τις αδερφούλες της.
΄Ετσι, γνώρισε και τη βροχή.΄Ηταν πολύ ευχαριστημένη για την καινούρια γνωριμία,αλλά οι αδερφούλες της; Πού ήταν οι αδερφούλες της;
-Κορίτσια,κορίτσια!!φώναξε-πού είστε,δεν σας βλέπω,χαθήκαμε.
Δεν πήρε απάντηση-ποιος ξέρει που να βρίσκονταν τώρα οι Νεροσταγονίτσες.Ανακατεύτηκαν με τις Βροχοστάλες,σκέφτηκε,κι΄άντε τώρα να τις βρεις.΄Ετσι,αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι χωρίς τις αδερφές της,παρέα με τις καινούργιες της φιλενάδες.
Ξαφνικά, άκουσε χαρούμενα ξεφωνητά.
-Α! το δάσος-να το δάσος!!
-Τι είναι πάλι το δάσος; ρώτησε ξαφνιασμένη,τις Βροχοστάλες.
-Να,είναι αυτό το μέρος που βλέπεις,με τα πολλά δέντρα!!..Από΄κει θα περάσουμε..
΄Ετσι,η μικρή Νεροσταγόνα,γνώρισε το δάσος και τα δέντρα.
΄Όπως προχωρούσαν μέσα στο δάσος,ένα παράξενο πλάσμα στάθηκε από πάνω τους και τις κοίταζε με κάτι μεγάλα μαύρα μάτια
-Α! ένα ρυάκι ,είπε φωναχτά..Από πού ξεφύτρωσε;Δεν τόχω ξαναδεί στη γειτονιά..
-Γειά σου ελαφάκι,φώναξαν χαρούμενα οι Βροχοστάλες.Πάμε ταξίδι! Πρόσεξε–μη μας πιεις σε παρακαλούμε,θέλουμε να φτάσουμε στον ποταμό.΄Εχουμε μαζί μας και μια Νεροσταγόνα,που δεν έχει ξαναδεί ζωάκι σαν κι΄εσένα.Πες της καλημέρα.
-Καλημέρα Νεροσταγόνα.
-Καλημέρα και σε σένα.Έχασα τις αδερφούλες μου τις Νεροσταγονίτσες.Μήπως τις είδες;
-Ναι,ναι!! Τις είδα πριν από λίγη ώρα…
-ΑΧ!!Δεν πιστεύω να τις ήπιες;;
-΄Όχι ,,όχι…τις άφησα να περάσουν-πάνε κατά το ποτάμι.
΄Ετσι η μικρή Νεροσταγόνα,γνώρισε το ελαφάκι κι΄έμαθε  πώς είναι τα ζωάκια.Είχε γνωρίσει τόσα πράγματα,το ταξίδι της ήταν υπέροχο και θα ήταν πραγματικά,πολύ ευτυχισμένη αν είχε μαζί και τις αδερφές της.
-Μην ανησυχείς,της είπε η Βροχοστάλα που ταξίδευε δίπλα της.Θα τις συναντήσουμε πιο κάτω.
-Τελικά,είχα δίκηο,σκέφτηκε,που ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι.Τί όμορφος που είναι ο κόσμος ,πάνω απ΄το ταβάνι του σπιτιού μου..Η μαμά ,θ΄ανησυχήσει λίγο όταν δει πως λείπουμε,αλλά είμαι σίγουρη πως κι΄εγώ κι΄οι αδερφές μου,θα βρούμε τρόπο να γυρίσουμε σπίτι.Τώρα όμως,θα το διασκεδάσω.Βιαζόταν να φτάσει στον ποταμό.΄Ηθελε να γνωρίσει αυτόν τον κοντινό συγγενή της .Η μαμά-Νεροσταγόνα,της είχε πει τόσα πράγματα γι΄αυτόν.΄Ηθελε επίσης να γνωρίσει κι΄έναν άνθρωπο-άνθρωπο δεν είχε δει ακόμα..
-Θα δεις και άνθρωπο της είπε η Βροχοστάλα δίπλα της.Οι άνθρωποι συνηθίζουν να μαζεύονται κοντά στα ποτάμια..τ΄αγαπάνε πολύ!
-Μπα! Και τι κάνουν εκεί;
-Ψαρεύουν,κολυμπάνε,κάνουν μικρά ταξίδια με βάρκες…είναι ωραία-θα δεις!
Η σοφή Βροχοστάλα,είχε ταξιδέψει πολύ,ήξερε τόσα πράγματα που η μικρή Νεροσταγόνα δεν φανταζόταν καν.Αποφάσισε ότι μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη και περίμενε με ανυπομονησία να δει τα θαυμαστά που της περιέγραφε.
Είχαν περάσει πολλές ώρες απ΄τη στιγμή που έφυγε απ΄το υπόγειο σπίτι της μαζί με τις αδερφές της και σιγά –σιγά,το χρυσαφί δυνατό φως άρχισε να λιγοστεύει και να γίνεται πιο σκούρο.΄Αρχισε να μη βλέπει πια γύρω της τόσο καθαρά. Φοβήθηκε λιγο!
-Τι συμβαίνει;ρώτησε τη Βροχοστάλα
-Βραδιάζει,της απάντησε εκείνη.Νυχτώνει.Σκοτεινιάζει. Αλλά μην τρομάζεις!Αύριο πάλι θα δούμε το χρυσαφί φως.
-Α! Έτσι γίνεται;
-Βέβαια.Σε λίγο θα έρθει η νύχτα.Οι άνθρωποι,τα ζωάκια και τα πουλιά,θα πάνε στα σπίτια τους για να κοιμηθούνε-να ξεκουραστούνε!!
-Κι΄εμείς; Πού θα κοιμηθούμε εμείς;
-Πουθενά!Εμείς δεν σταματάμε ποτέ-ταξιδεύουμε συνέχεια.Δεν κοιμόμαστε καθόλου.
-Κι΄αν κουραστούμε;
-Εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ!
-Δεν κουραζόμαστε ποτέ,είπες;
-΄Όχι βέβαια,γιατί σπρώχνουμε και στηρίζουμε η μια την άλλη-κι΄όλες μαζί είμαστε το νερό.Τώρα πια,δεν είμαστε οι Νεροσταγόνες κι΄οι Βροχοστάλες.Είμαστε έ ν α! Είμαστε το νερό.Δεν τόχεις καταλάβει;
-Το νερό είπες;;
-Ναι! ΄Ετσι μας λένε οι άνθρωποι.Από δω και πέρα λοιπόν,καλή μου Νεροσταγόνα,
έχουμε την ίδια μοίρα και μαζί θα κάνουμε το ταξίδι,μέχρι τον ποταμό κι΄ακόμα πιο πέρα.
-Πού,πιο πέρα;
-Μέχρι τη θάλασσα χαζονεροσταγονίτσα-μέχρι τη θάλασσα!΄Εχεις δει ποτέ τη θάλασσα;
-Ποτέ!!
-΄Ε! Σ΄αυτό το ταξίδι θα τη δεις.

Η νύχτα έπεσε και το δάσος σκοτείνιασε.΄Όμως,εκεί ψηλά κάτι έβλεπε η μικρή Νεροσταγόνα,που της έκανε τρομερή εντύπωση.Κάτι,φωτεινό,λαμπερό και γελαστό.
-Τι είναι αυτό εκεί ψηλά; Ρώτησε τη φιλενάδα της τη Βροχοστάλα.
-Α! αυτό είναι το φεγγαράκι.Φιλαράκι μας είναι.Καλό παιδί!Θα μας κρατήσει συν τροφιά για να βλέπουμε πού πηγαίνουμε,μέχρι να ξαναβγεί το φως!!
Κυλούσαν,κυλούσαν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα κι η Νεροσταγόνα,δεν ήταν πια τόσο στενοχωρημένη.Είχε χαθεί με τις αδερφούλες της αλλά τώρα  ανήκε σε μια καινούργια οικογένεια-το νερό.Η Βροχοστάλα,ήταν σίγουρη πως οι Νεροσταγονίτσες ήταν καλά και πως είχαν κι΄αυτές καλή παρέα.
-Κάποια στιγμή μπορεί να τις συναντήσουμε ,της είπε,στον ποταμό ή στη θάλασσα.Μην ανησυχείς.
΄Ετσι η μικρή Νεροσταγόνα  έπαψε να στενοχωριέται κι΄άρχισε να κοιτάζει γύρω της
για να δει όσα περισσότερα μπορούσε.Σιγά –σιγά η νύχτα άρχισε να γίνεται μέρα και
σε λίγο ξημέρωσε.Ο ήλιος σκαρφάλωσε πάλι ψηλά στον ουρανό και το δυνατό,χρυσαφί φως του,αγκάλιασε όλο τον κόσμο γύρω της.Ξαφνικά ,είδε μπροστά της μια μεγάλη γαλανοπράσινη λωρίδα,που έφτανε πέρα από κεί που μπορούσε να δει.Πριν προλάβει ν΄αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έβλεπε,άκουσε τις Βροχοστάλες που κυλούσαν γύρω της να ξεφωνίζουν..
-Α!! Τι καλά,τι καλά,φτάσαμε στο ποτάμι.Νάτο,νάτο –το ποτάμι!!
Αυτός λοιπόν ήταν ο κοντινός της συγγενής που έλεγε η μαμά-Νεροσταγόνα.Αυτός ήταν ο ποταμός!!Τί μεγάλος που ήταν και τι ωραίο χρώμα που είχε.Εκεί λοιπόν θα πήγαινε και το δικό τους νερό,να ενωθεί με τον ποταμό και να ταξιδέψει μαζί του.
-Σ΄αρέσει;τη ρώτησε η φίλη της η Βροχοστάλα.
-Πάρα πολύ.Τί ωραίος που είναι..
-Ναι είναι πολύ ωραίος…και ευτυχώς δεν είναι άρρωστος.
-Άρρωστος;Αρρωσταίνει κι΄ο ποταμός;
-Δυστυχώς !Και ξέρεις γιατί;Γιατί μερικοί άνθρωποι,είναι πολύ κακοί με τα ποτάμια.
-Εσύ μου είπες πως οι άνθρωποι τ΄αγαπάνε τα ποτάμια.
-Οι περισσότεροι.΄Όχι όμως όλοι.Είναι και μερικοί που είναι απρόσεχτοι.Ρίχνουν μέσα στα νερά τους,άλλα νερά, βρώμικα ,γεμάτα δηλητήρια λογής-λογής που βγαίνουν απ΄τα εργοστάσια,ρίχνουν σκουπίδια,πεθαμένα ζωάκια-ότι φανταστείς ρίχνουν.Και τα ποτάμια αρρωσταίνουν και δεν είναι πια ευτυχισμένα,ούτε όμορφα.
-Και πώς κατάλαβες καλή μου Βροχοστάλα ότι αυτός ο ποταμός που θα μας πάρει μαζί του δεν είναι άρρωστος;
-Πρώτα-πρώτα, από το χρώμα του.Αν ήταν άρρωστος,θα είχε άσχημο χρώμα ,καφετί,μπορεί και κόκκινωπό.Αυτός ,βλέπεις; Είναι γαλανοπράσινος.
΄Υστερα,κοίταξε πάνω στο νερό…ταξιδεύουν βαρκούλες με ανθρώπους που πετάνε πετονιές και ψαρεύουν.
-Αυτοί είναι οι άνθρωποι;
-Αυτοί.Κοίταξε τώρα απ΄τη μια μεριά του κι΄απ΄την άλλη…βλέπεις τα ζωάκια που πίνουν νερό;Βλέπεις τα παιδάκια που κολυμπάνε και παίζουν;
-Τι είναι τα παιδάκια;
-Οι μικροί άνθρωποι-οι άνθρωποι,πριν γίνουν μεγάλοι.΄Όλα αυτά λοιπόν μικρή μου Νεροσταγόνα,δείχνουν ότι αυτός ο ποταμός που θα μας πάρει μαζί του,είναι ένας ευτυχισμένος,υγιής ποταμός.Θα κάνουμε ωραίο ταξίδι.Θα δεις!!
Η μικρή Νεροσταγόνα,δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει.Αυτά που έβλεπε ή τις γνώσεις της φιλενάδας της.Σκεφτόταν χαρούμενη,πόσα θα είχε να διηγηθεί στη μαμά-Νεροσταγόνα και τις Νεροσταγονίτσες που είχαν μείνει στο σπίτι αν ποτέ κατάφερνε να γυρίσει κοντά τους.Και θα γύριζε…Μόλις τέλειωνε αυτό το ταξίδι,μόλις αντίκρυζε και γνώριζε και τη θάλασσα, αυτός θα ήταν πια ο στόχος  της-να γυρίσει σπίτι.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου