Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


Η Ελένη θυμάται..      Κεφ.24

Μπήκαν στ΄αυτοκίνητο ,οι δυό τους.Ο Νότης κι΄η Αθηνά.Η Ματίνα προτίμησε να μείνει σπίτι για να ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό-τα πολυδιαφημισμένα απ΄την προηγούμενη μέρα,γεμιστά της κι΄η Φανούλα,περίμενε τις δυο κολλητές της,για την
τελευταία πρωϊνή βόλτα των διακοπών.Από Δευτέρα,ξανάρχιζε το σχολείο.
-Θάρθεις στον αγιασμό;-είχε ρωτήσει την Αθηνά την ώρα του πρωϊνού.
-Και βέβαια θάρθω.Θάρθω να σε καμαρώσω,ζουζούνι μου!
-Ακόμα εδώ θα είσαι δηλαδή..
-΄Ετσι λέω!

Περάσανε ξανά, την παραλιακή με τα φοινικόδεντρα.Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω,ο Νότης έστριψε αριστερά,στη στενή κατηφορική άσφαλτο.Το χωριό του Λιόντου,φά-
νηκε σε λίγο,αγκαλιασμένο απ΄την πλούσια βλάστηση της μικρής χερσόνησος.
Πέρασαν την τετράγωνη ,περιποιημένη πλατεία με τα μαγαζιά και τις απαραίτητες καφετέριες.
Η Αθηνά,σιωπηλή  από ώρα,γύρισε ξαφνικά στο Νότη.
-Δε θυμάμαι τίποτα!!Δεν είναι περίεργο;Πέντε χρονών ήμουν-δεν έπρεπε να θυμάμαι κ ά τ ι;
-΄Ο,τι δε θέλει να θυμάται το μυαλό,το θάβει Αθηνά μου..το καταχωνιάζει. -σχολίασε  εκείνος..΄Επειτα,άλλαξαν πολλά από τότε.Κάποτε εδώ ήταν ερημιά.Τώρα,ειδικά τα Σαββατοκύριακα,γίνεται χαμός.Η παραλία γέμισε φαγάδικα κι΄ο κόσμος,πατείς με πατώ σε!
Δυό στενά πιο κάτω,σταμάτησε και τράβηξε το χειρόφρενο.
-Φτάσαμε…Να το σπίτι!

Το σπιτάκι –η προίκα της Αναστασίας!Αυτό που προοριζόταν να στεγάσει έναν ευτυχισμένο γάμο κι΄αντί γι΄αυτό ,είχε στεγάσει μια μίζερη ζωή πνιγμένη στην  απογοήτευση και την παρακμή.
Παλιό,παραμελημένο,στεκόταν εκεί,σαν φτωχός συγγενής, ανάμεσα στις καινουργιοχτισμένες κατοικίες,που είχαν γεμίσει το στενό.Τέσσερα παράθυρα στην πρόσοψη και η κυρία είσοδος.΄Όλα κατάκλειστα.Μόνο η μικρή,χωμάτινη αυλή,με τη ξεβαμμένη ξύλινη περίφραξη,έμοιαζε ζωντανή, με κείνα τα χίλια-μύρια πολύχρωμα λουλούδια, φυτεμένα σ΄αμέτρητες ασβεστωμένες γλάστρες.
Χτύπησαν το κουδούνι πολλές φορές .Χτύπησε κι΄ο Νότης το μικρό τζαμάκι της πόρτας ,με τη βέρα του.Νέκρα.
-Λες να λείπει,βρε Νότη μου;
-Αστεία λες Αθηνούλα;Πού να λείπει τέτοια ώρα;Η θειά σου,μόνο για να πάει στον εσπερινό ξεμυτάει.Πίσω θάναι και δεν ακούει.
΄Εκαναν το γύρο του μικρού σπιτιού κι΄είδαν τη μαυροφορεμένη γυναίκα που σκάλι-
ζε σκυμένη,το μικρό ακριανό μποστάνι με τις ντοματιές.
-Ελένη!!Πού είσαι μωρέ Ελένηηη!!
Στο άκουσμα της φωνής,η γυναίκα τινάχτηκε ξαφνιασμένη και πέταξε τη τσάπα καταγής.Κοίταξε κατά τη μεριά τους κι΄έκανε μερικά,διστακτικά βήματα .΄Υστερα,
σκέπασε με τις παλάμες τα μάγουλά της κι΄έμεινε ακίνητη ,σαν να μην πίστευε στα μάτια της.
-Αθηνά!!,ξεφώνισε.-Αθηνά μου! Αθηνούλα μου!!

Θυμόταν ακόμα καθαρά,τη φιγούρα και το πρόσωπο της νέας γυναίκας που πριν
οκτώ χρόνια,λίγο πριν βγει απ΄την πόρτα του σπιτιού τους στην Καλλιθέα ,την
είχε ρωτήσει:
-«Την ξέρεις τη Χαλκιδική Αθηνά;»
-«Την έχω δει στο χάρτη.Εκεί γεννήθηκα αλλά δεν έχω πάει ποτέ!»
-«Να πεις στη θεία σου να σε φέρει καμιά φορά-είναι όμορφα!»
΄Υστερα, της έδωσε εκείνο το βιαστικό φιλί στα μαλλιά.
Η γυναίκα που τώρα καθόταν απέναντί της ,δεν είχε καμιά ομοιότητα με ΄κείνη την εικόνα.
Τα λαμπερά,καστανά μαλλιά,είχαν δώσει τη θέση τους σε γκρίζες τούφες, στους κροτάφους και πάνω απ΄το μέτωπο.Το λιγνό κορμί,ανύπαρκτο,κάτω απ΄το φαρδύ,μαύρο παντελόνι και το μαύρο,αντρικό πουκάμισο.Το πρόσωπο,χλωμό,
αβαφτο,άχρωμο-σκαμένο απ΄τις στενοχώριες,όχι απ΄την ηλικία,σκέφτηκε η Αθηνά
γιατί αν μετρούσε σωστά,η Ελένη δεν έπρεπε νάναι πολύ πάνω απ΄τα πενήντα.
Η «ελευθερίων ηθών»,Ελένη!
Η αμαρτωλή Ελένη!
Η Ελένη της απωλείας!
-«Πάει να ξεπλύνει τις αμαρτίες της»,είχε πει η Ματίνα.
Προσπάθησε να τη φανταστεί,πόρνη φανταχτερή, σε κείνα τα χρόνια της «αμαρτίας».Δεν τα κατάφερε.Η Ελένη της μετανοίας που έβλεπε τώρα μπροστά της
ήταν η ίδια η εικόνα της παραίτησης και της εγκατάλειψης.
΄Ενιωσε μια ξαφνική τρυφερότητα να την πλυμμηρίζει γι΄αυτή τη γυναίκα,την αδερφή του πατέρα της,που γερνούσε μόνη και παραγκωνισμένη ,περιφρονη-
μένη απ΄τους «αναμάρτητους»,αυτού του κόσμου.Πήρε το χέρι της στο δικό της.
-Θεία μου,ήρθα πρώτα-πρώτα γιατί ήθελα να σε δω-και γιατί θέλω να μιλήσουμε.΄Εχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυό..

Ο Νότης κοίταξε το ρολόι του. Είναι έντεκα,είπε.Πάω μέχρι του Χάρη να δω κανένα φίλο,να τα πείτε κι΄εσείς με την ησυχία σας.Πάρε με στο κινητό να μου πεις τι ώρα νάρθω-εντάξει Αθηνά  μου;Κι΄εσύ βρε Ελένη-γιατί χάθηκες;Είναι κι΄άνθρωποι που σε νοιάζονται-το σκέφτηκες ποτέ;Τέλος πάντων…Θα τα πούμε όταν γυρίσω.
Η Ελένη ,σηκώθηκε αμίλητη να τον ξεπροβοδίσει κι΄έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Ύστερα,έγειρε κι΄αγκάλιασε την ανιψιά της,αφήνοντας το παράπονο μιας ζωής,να ξεχειλίσει απ΄τα μάτια της.

***

Απ΄την εποχή του Θανασάκη του Τζόβενου ,είχε ν΄ανοίξει την καρδιά της σε άνθρωπο.Μετά από΄κείνη τη νύχτα στην Περαία που την πήρε υπό την προστασία του,άρχισε να τον νιώθει δικό της άνθρωπο.Μέσα στην απελπισία και τη ντροπή της,
είχε φτάσει να σκέφτεται ακόμα και την αυτοκτονία,εκείνες τις ώρες.Ο Θανασάκης,
την πήρε κοντά του,τη φρόντισε,την προστάτεψε και μ΄όλο που την έρριξε πιο βαθειά,
στα βρώμικα δανεικά κρεβάτια,απ΄ό,τι ο μορφονιός που τη ξεμυάλισε και την πήρε στο λαιμό του,της φέρθηκε σαν «κύριος» απ΄την αρχή.Ποτέ δεν της αρνήθηκε χάρη,ποτέ δεν σήκωσε χέρι απάνω της,ποτέ δεν άκουσε απ΄το στόμα του βρισιά.Της είχε μια αδυναμία που δεν την έκρυβε.Κι΄η Ελένη του εμπιστεύτηκε τα σώψυχά της.
Χαρτί και καλαμάρι του τάχε ιστορήσει όλα.Δεν κώλωσε πουθενά.Κι΄ο Τζόβενος,αυτή την εμπιστοσύνη που του έδειξε,την σεβάστηκε.Κι΄όταν έγινε η ιστορία με τον αδερφό της…θέλω να φύγω του είπε.. .Να πας στο καλό,της απάντησε-ούτε φοβέρες ούτε τίποτα…και τα λεφτά της στο χέρι!!Σκέφτηκε τότε,πως καμιά φορά,κι΄οι άνθρωποι του πεζοδρομίου,έχουνε μπέσα!
Τώρα,μπροστά στην Αθηνά,είχε δεθεί η γλώσσα της.Δεν ήξερε πώς ν΄αρχίσει.
Μετρούσε μέσα της-πόσα να πει,πόσα να κρύψει απ΄αυτό το νέο κορίτσι,που
τη ρωτούσε,με τα χείλη,με τα μάτια-με όλο του το είναι.
-Τι θέλεις να μάθεις μάτια μου;Τι βάσανο τυραννά την καρδούλα σου;
-Για τον πατέρα μου πες μου,θεία.Γι΄αυτόν θέλω να μάθω.Ποιος ήταν,πώς ήταν..΄Ο,τι
ξέρεις πες μου..
Τι να της πρωτοπεί;
«Πες πως ξομολογιέσαι Ελένη»,είπε μέσα της. «΄Οσα δεν ξομολογήθηκες τότε ,κάτω απ΄το πετραχήλι του Παπα-Φώτη,πες τα τώρα,στην ανιψιά σου.Πες τα,να λυτρωθείς και να τη λυτρώσεις».

-Θα σου πω,Αθηνά μου..θα σου πω…΄Οσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου,έμαθα πολλά-κι΄ένα να ξέρεις κορίτσι μου.΄Αγραφο χαρτί έρχεται στη γη ο άνθρωπος. Κι΄η
ζωή ,συνεννογιέται με τη μοίρα κι΄ύστερα,παίρνει αυτό το χαρτί και γράφει πάνω του όσα φυλάει στο σακκούλι της για τον καθένα μας.Φυλάει καλά,γράφει καλά.Φυλάει άσκημα,γεμίζει το χαρτί μ΄ασκήμια.
Η ζωή είναι που παίρνει μαλακό πηλό. την  καρδιά τ΄ανθρώπου και την κάνει πέτρα,καμιά φορά.Πέτρα ασήκωτη!
Ο Δημήτρης μας,ήταν καλός.Κι΄εγώ-καλή ήμουνα.Αλλά ζήσαμε χρόνια δύσκολα,,Αθηνά μου.Βασανισμένα χρόνια.Πικραμένα χρόνια.Μες τη γκρίνια,τους καυγάδες και τη μιζέρια.Μ΄όλο το χωριό να μας δαχτυλοδείχνει.Η μάνα μας να πασχίζει να τα φέρει βόλτα ,ο πατέρας μας να γυρίζει κάθε βράδυ τύφλα στο μεθύσι,να σπάει ό,τι έβρισκε μπροστά του κι΄εμείς να τρέχουμε να κρυφτούμε…Να μη βλέπουμε..να μην ακούμε.΄Ετσι μεγαλώσαμε.Μες το φόβο.Φτώχεια και καταφρόνια,κόρη μου.Με τη μάνα μας μες το μαύρο κλάμα και τις βρισιές του πατέρα μας στ΄αυτιά μας,ακόμα και στον ύπνο μας.Εγώ,τόχα πάρει απόφαση.Μόλις τελειώσω το σχολείο έλεγα,θα τα μαζέψω ,να φύγω.Δεν την άντεχα άλλο αυτή τη ζωή.Ο πατέρας σου ,σαν αγόρι,νοιαζότανε πιο πολύ για τη μάνα μας,που την έβλεπε να περνά μαύρη ζωή.Τον έπνιγαν η οργή κι΄η αδικία...Στα δεκατέσσερα ήταν όταν μούπε μια μέρα: «΄Ετσι μούρχεται να πέσω απάνω του κανένα βράδυ και να τον κομματιάσω,τον κερατά-κι΄ας είναι πατέρας μου!»΄Υστερα ,λίγο πριν τελειώσω το σχολείο ο γέρος μας πέθανε.Γλυτώσαμε,θα μου πεις-έτσι τουλάχιστον είπε η μάνα,τότε..
Μόνο που ο Δημήτρης,δεν πρόφτασε να ξεθυμάνει το θυμό του.΄Εμεινε μέσα του
και τον έτρωγε,σαν την κακιά αρρώστεια..΄Υστερα,έφυγα κι΄εγώ όπως έφυγα και τον
άφησα μονάχο του,με τη ρετσινιά στο κούτελο.Η πουτάνα που τονε  ντρόπιασε ήμουν μέχρι που πέθανε στη φυλακή.Ποτέ δε με συχώρεσε.Ας είναι καλά εκεί που είναι..

-Η μητέρα μου,τι τούφταιξε Ελένη;Εικοσιτριών χρόνων κοριτσάκι!Τι τούφταιξα εγώ και μ΄ορφάνεψε απ΄τα πέντε μου;Τα διπλά της χρόνια είχε.΄Ωριμος άντρας.Δεν ήξερε τον εαυτό του;Αν είχε σκοπό να τη σταυρώσει,γιατί την κυνήγησε,γιατί την παντρεύτηκε Ελένη;
-Τη συχωρεμένη ,δεν τη γνώρισα ποτέ ,κόρη μου.΄Όταν εγώ ξεπόρτισα,εκείνη,μπορεί νάταν κι΄αγέννητη.΄Όταν πια γύρισα ,μετά το κακό που έγινε,τα στόματα ,είχαν
ανοίξει κι΄έλεγαν πολλά-κι΄ό,τι θα σου πω,απ΄τα στόματα των άλλων τ΄άκουσα.
Η Φανή,ήταν όμορφο κορίτσι Αθηνά μου.Νεράϊδα!΄Ετσι λέγανε όλοι!Πολλοί την ήθελαν κι΄απ΄το χωριό της κι΄απ΄το δικό μας.Γι΄αυτό την κυνήγησε μ΄όποιο τρόπο μπορούσε.Δεν ξέρω αν την αγάπησε και πόσο,αλλά ήταν η δικαίωσή του.Αυτός,ο «ένα τίποτα» όπως τον είχαν απ΄τα νιάτα του,ο καταφρονεμένος, ο φτωχός,ο γιος του
μπεκρούλιακα του Παντελή,πήγε στην Αθήνα,έγινε «κάποιος» κι΄ύστερα ήρθε και πήρε ,εκείνη που ήθελαν όλοι.
Το βραβείο του ήταν η μανούλα σου.Η εκδίκησή του ήταν.Αυτό καταλαβαίνω εγώ.
Και που τη χτύπαγε…άλλον ήθελε νάχει μπροστά του..αλλουνού τα χρωστούμενα πλήρωνε η μαμά σου..αλλά ο θυμός τον τυφλώνει τον άνθρωπο Αθηνά μου.Του θολώνει το μυαλό.Του καίει τη λογική.΄Όταν η Φανή σε πήρε και φύγατε,τον ξανάριξε στο γκρεμό.Τον ντρόπιασε.΄Όπως τον είχα ντροπιάσει κι΄εγώ..
΄Ετσι το είδε-είμαι σίγουρη.Πήρε το πιστόλι κι΄έβγαλε τ΄άχτι του,για όλους και για όλα.
-Πάνω στη μάνα μου…
-Τις πιο πολλές φορές Αθηνά μου,οι αθώοι είναι που πληρώνουν σ΄αυτή τη ζωή..
Εγώ,όλ΄αυτά τα χρόνια,προσπάθησα να μπω στη ψυχή του –να τον καταλάβω.
Και πες πως σ΄ένα βαθμό,τον κατάλαβα.Να τον συχωρέσω όμως,δε μπόρεσα.Ούτε
κι΄εκείνος συχώρεσε ποτέ τον εαυτό του.Αλλιώς δε θάχε πέσει στα ναρκωτικά μέσα στη φυλακή-δε θάχε πεθάνει.Νέος ήταν.Θα ζούσε και θα βασίλευε,περιμένοντας να περάσουν τα χρόνια και να βγει,να συνεχίσει τη ζωή του.Οι τύψεις τον σκότωσαν Αθηνούλα μου.Οι τύψεις κι΄οι ενοχές.
-Εγώ θεία,ούτε να τον καταλάβω μπορώ ,ούτε να τον συχωρέσω.΄Ισως αργότερα.
Αλλά αυτή τη στιγμή με όσα μου είπες κι΄εσύ,ούτε και να τον λυπηθώ μπορώ.Ψάχνω δυο μήνες τώρα,να του βρω μια δικαιολογία.΄Εκανα ένα ολόκληρο ταξίδι ως εδώ μήπως και του δώσω ένα ελαφρυντικό. .Ν΄αποδείξω πως δεν ήταν ο εγκληματίας που μούλεγαν όλοι-να βρω λίγη ανθρωπιά,μέσα στην απανθρωπιά της πράξης του.Να γλυκάνω την πίκρα που νιώθω,από μικρό παιδάκι.Τελικά α υ τ ό ς ήταν.΄Ενας φονιάς!Ο φονιάς της μάνας μου.Πολλοί περνάνε δύσκολα χρόνια.Πολλοί άνθρωποι γύρω μας ,ζουν όλη τους τη ζωή, με το θυμό να βράζει μέσα τους.Δεν σκοτώνουν όλοι.΄Ετσι δεν είναι;Ο άνθρωπος δεν είναι θηρίο.Κι΄όταν γ ί ν ε τ α ι  θηρίο,παύει νάναι άνθρωπος..
-Ο Θεός,τον έχει συχωρέσει Αθηνά  μου…
-Ο Θεός,είναι ο Θεός ,θεία .Εγώ είμαι η κ ό ρ η  του Λιόντου..Μ΄αυτό θα ζήσω.Εδώ τελείωσα..Δεν θέλω να μάθω τίποτ΄άλλο!
-Είσαι νέα,Αθηνά μου..
Τα νιάτα είναι πάντα σκληρά κορίτσι μου.Κάποτε,θα μαλακώσει η καρδιά σου..
θα μερέψει κι΄ο δικός σου θυμός.Μέχρι τότε.κοίταξε τη ζωή σου και μη γυρίζεις πίσω.
Πέρασαν πολλά χρόνια.Ξεχάστηκε αυτή η ιστορία-ξέχασέ την κι΄εσύ.Μην τη βάζεις
θηλειά στο λαιμό σου,Αθηνούλα μου!
-Αυτό θα κάνω!

Κόντευε μεσημέρι.Ο Νότης θα περίμενε το τηλεφώνημά της,αλλά η κουβέντα με την Ελένη,δεν είχε τελειώσει ακόμα.
-Πας καθόλου απ΄το σπίτι;
-΄Όταν πέθανε και πήγα να τον παραλάβω,μαζί με τα πράγματά του,μου δώσανε κι΄ένα μάτσο κλειδιά.Του σπιτιού και τα δεύτερα του αυτοκινήτου.Το αυτοκίνητο το πήγε η αστυνομία απ΄την αρχή σε μια μάντρα κι΄ύστερα,ο δικηγόρος του με εξουσιοδότηση,το πούλησε και πλήρωσε κάποια χρέη νομίζω..Εφορίες και τέτοια.
Απ΄όταν έφυγε λοιπόν και μετά,άρχισα να πηγαίνω αραιά και που στο σπίτι.Πάνω από τέσσερα χρόνια είχε μείνει κλειστό.Βλέπεις κλειδιά δεν είχα τότε κι΄ο πατέρας σου, δε δέχτηκε να με δει ούτε μια φορά..Μια χαρά είναι το σπίτι.Δεν πείραξα τίποτα.΄Όλα είναι όπως τ΄άφησε η μανούλα σου το πρωί που φύγατε.Θα πας
από κει Αθηνά μου;
-Θα πάω,οπωσδήποτε.΄Όχι σήμερα αλλά θα πάω.Θα έρθουμε να σε πάρουμε ,να πάμε μαζί,αν θέλεις.Αλήθεια,γιατί δεν πας να μείνεις εκεί θεία;Είναι πιο καινούργιο,πιο μεγάλο..Εδώ,το σπίτι είναι τόσων χρόνων…
-Δεν κουνάω από δω τώρα πια.Παλιό είναι,αλλά είναι το σπίτι μου.Εδώ γεννήθηκα,εδώ μεγάλωσα,εδώ θα πεθάνω.Εδώ μέσα ,έχω μαζί μου τους «δικούς» μου.
Πού να φύγω να πάω.!
-Τότε πριν φύγω,θα πω του Νότη να βάλει πωλητήριο..Δεν το θέλω αυτό το σπίτι.Δε θα πάω ποτέ να μείνω εκεί μέσα κι΄είναι αμαρτία να μένει κλειστό κι΄ακατοίκητο.Σιγά-σιγά,θα φτιάξω το σπίτι της γιαγιάς μου της Κασσιανής,κι΄εκεί θα μένω όταν θάρχομαι.Νάμαι και κοντά στο Νότη και τη Ματίνα.
-Καλά θα κάνεις..Μια περιουσία είναι αυτό το σπίτι.Γιατί να κάθεται..έχεις σπουδές μπροστά σου.Πούλα το,να στρώσεις τη ζωή σου.Να βγει και κάτι καλό απ΄αυτή την
τραγωδία..
Σωπάσανε κι΄οι δυό.
Η Ελένη,φάνηκε να διστάζει για λίγο..΄Επειτα,σηκώθηκε και πηγαίνοντας προς το μπουφέ,άνοιξε ένα συρτάρι κι΄έβγαλε ένα στενόμακρο,χαρτονένιο κουτί.
-Θέλω να σου δείξω κάτι,πριν φύγεις.
΄Ανοιξε το κουτί,κι΄άπλωσε πάνω στο τραπέζι τις ασπρόμαυρες και χρωματιστές φωτογραφίες .
 ΄Αρχισε να της εξηγεί.
-Εδώ είναι η γιαγιά σου η Αναστασία κι΄ο παππούς σου ο Παντελής.Πού να τους θυμάσαι!..΄Ομορφοι κι΄οι δυό αλλά κακότυχοι απ΄την κούνια.Να!εδώ,η μαμά σου μ΄εσένα μωρό.Εδώ,ο πατέρας σου φαντάρος….Εδώ ο Δημήτρης κι΄εγώ..μικροί..
κι΄εδώ,λίγο πιο μεγάλοι…
Η Αθηνά,πήρε στα χέρια της τις φωτογραφίες.΄Εμεινε ,στο πρόσωπο του  πατέρα της.
Αγέλαστο!Ο Δημήτρης,αγέλαστος,με κοντά παντελονάκια..Ο Δημήτρης αγέλαστος
εκεί,γύρω στα δεκαπέντε..Ο Δημήτρης,αγέλαστος φαντάρος.΄Ένα θυμωμένο παιδί,που έγινε ένας θυμωμένος άντρας.Μέσα σ΄όλες και μια φωτογραφία του γάμου-
ίδια,με κείνη που ανακάλυψε χωμένη στο συρτάρι της Κασσιανής.Η μόνη φωτογραφία,που έδειχνε τον πατέρα της να χαμογελά μ΄εκείνο το υπεροπτικό,
θριαμβευτικό χαμόγελο!
-Αν θέλεις να κρατήσεις καμιά..
΄Απλωσε και σήκωσε τη φωτογραφία της Φανής με κείνη,μωρό στην αγκαλιά της.Κρατούσε στα χέρια τη μικρή της κόρη και το πρόσωπό της έλαμπε!!
Η φεγγοβολούσα Μάνα .Η μάνα της!
-Μόνο αυτήν,θέλω-είπε.Κι΄έκλεισε τη φωτογραφία ,στη τσάντα της.
Η φωνή της Ελένης,ακούστηκε τρεμάμενη σαν να φοβόταν την αντίδραση της Αθηνάς σ΄αυτό που θα της έλεγε:
-Λίγο πιο έξω απ΄το χωριό,είναι το κοιμητήρι Αθηνά μου.Δεν είναι μακρυά.
Σε παρακαλώ κόρη μου,πες του Νότη να σε πάει κι΄άσε ένα λουλουδάκι στον τάφο του πατέρα σου.Ό,τι και να είπαμε οι δυό μας ,ό,τι και νάγινε,πατέρας σου ήταν.Χάρη στο ζητώ..Να γαληνέψει κι΄η ψυχή του να γαληνέψεις κι΄εσύ.Ζωή δε χτίζεται πάνω στο μίσος Αθηνούλα μου.Μην κοιτάς εγώ Αθηνά μου..εμένα η ζωή μου πάει πια..Μόνο ο Θεός θα με κρίνει.Εσύ είσαι νέα..μη χαλάς την καρδιά και τη ζωή σου κόρη μου..Πήγαινε στον πατέρα σου.Μην τον αφήσεις παραπονεμένο!
Η Ελένη έκλαιγε..παρακαλώντας την,για μια συγνώμη που εκείνη ,τόσα χρόνια,δεν βρήκε τη ψυχική δύναμη να δώσει στο νεκρό αδερφό της.
Τη λυπήθηκε.
-Θα δω θεία..θα δω..-είπε.
Πήρε τηλέφωνο το Νότη.
-Τελειώσαμε..΄Οποτε θέλεις,έλα.

Αποχαιρέτησαν την Ελένη,με την υπόσχεση να συναντηθούν την επομένη για να πάνε στο σπίτι.Την ώρα που ,μπαίνοντας στ΄αυτοκίνητο,γύρισε να της γνέψει «αντίο»,την είδε να σκουπίζει τα μάτια της με την άκρη του πουκαμίσου της.

-Πώς πήγε;
-Τελείωσε,Νότη μου.΄Όπως τα ξέρεις,όπως τα ήξερα.Αύριο αν θέλεις,πάμε μια ματιά απ΄το σπίτι κι΄ύστερα,τελεία και παύλα.
Γύρισε και την κοίταξε ερευνητικά.
-Είσαι καλά;
-Μια χαρά!
Γέλασε ανακουφισμένος.
-Τέλεια!Πάμε τότε,φουλ,για τα γεμιστά της Ματίνας.Τα σκέφτομαι και μου τρέχουν τα σάλια.
Μύριζε ολόκληρος ουίσκυ.
-Τα κοπάνησες κύριε Καλούδη;
-Τι να κάνω;Δυόμιση ώρες περίμενα.Είχα και αγωνία!

Η Ματίνα,με το αλάθητο ένστικτό της,διάβασε την ηρεμία της τελικής αποδοχής,στο κοριτσίστικο πρόσωπο.
-Μου φαίνεται πως άξιζε τελικά ,αυτό το ταξίδι-ε,Αθηνούλα;
-΄Αξιζε Ματίνα μου…άξιζε και με το παραπάνω!

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ -ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ!

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ ΜΟΥ!ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!

ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ,ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΡΥΑΔΑ,ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΩ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ,ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ!
ΓΙ'ΑΥΤΟ Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ"
-ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ,ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ AD LIBITUM ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ,4Η ΣΤΑΣΗ ΑΙΓΑΙΟΥ-ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΛΥΚΕΙΟΥ!
ΚΥΡΙΑΚΗ,20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ,ΣΤΙΣ ΕΠΤΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ!!!
ΘΑ ΠΡΟΛΟΓΗΣΕΙ,ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ,
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ ΚΑΙ ΦΙΛΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ,
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΥΑ ΛΙΑΝΟΥ-ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ.!!
ΒΡΕΞΕΙ ΧΙΟΝΙΣΕΙ!!!ΞΕΡΕΤΕ Η ΔΕΝ ΞΕΡΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ!!ΤΟ ΠΑΡΕΤΕ Η ΔΕΝ ΤΟ ΠΑΡΕΤΕ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΑΣ!!!!ΕΓΩ ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ, Κ Υ Ρ Ι Ω Σ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ!
ΟΣΕΣ ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΕ ΛΟΓΩ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ,ΜΗΝ ΤΟ ΠΑΡΕΤΕ ΚΑΤΑΚΑΡΔΑ!!!ΑΡΓΑ Η ΓΡΗΓΟΡΑ ,ΘΑ "ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΟΥΜΕ" ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗ "ΦΑΝΗ" ΚΑΙ ΤΗΝ
"ΑΘΗΝΟΥΛΑ" ΤΗΣ..ΠΙΟ ΚΕΝΤΡΙΚΑ...ΟΠΟΤΕ ..ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ-Η ΝΑ ΤΑ ΞΑΝΑΠΟΥΜΕ!
ΕΓΩ,ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ!ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΑΓΑΠΗ!!!ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ!!

ΣΕΒΗ ΤΗΛΙΑΚΟΥ