ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ ΚΕΦ.12





Η Φαίη,άκουσε την ιδέα της φιλενάδας της με έκπληξη αλλά και μεγάλο ενδιαφέρον.
- Τι έγινε  κοριτσάρα μου,ξύπνησε μέσα σου το εμπορικο δαιμόνιο;
-Τι να κάνω βρε Φαίη μου,κάθησα και τόψαξα με τον εαυτό μου.Κάτι πρέπει να βρω ν΄ασχοληθώ,να βγω απ΄το σπίτι.Να ξεκολλήσω απ΄την κουζίνα και το ψυγείο.Να ξελαμπικάρω λίγο το μυαλό μου.Με το τί θα μαγειρέψω σήμερα θ΄ασχολούμαι δηλαδή μέχρι να γεράσω ή με το πόσα πουκάμισα του Μάκη πρέπει να σιδερώσω για να βγάλει τη βδομάδα;Θέλω ν΄αρχίσω να σκέφτομαι,να ψάχνομαι-αρκετά έμεινα στο μούσκιο τόσα χρόνια.Κίνητρο χρειάζομαι,το καταλαβαίνεις;Κίνητρο για να ξαναβρώ την Αλέκα που είμουνα προ Αβραμίδη.
-Κι΄εγώ πού μπαίνω στην ιστορία Αλεκάκι μου;
-Συνεταιράκι Φαίη μου-σκέφτηκα να σκαρώναμε μαζί καμιά δουλίτσα.΄Ένα μαγαζάκι να πούμε.Στη γειτονιά μου,στη γειτονιά σου,δεν έχει σημασία.Να το κρατάμε με βάρδιες .Κι΄εσύ θάχεις κάτι να κάνεις κι΄εγώ θα ξεκολλήσω απ΄το σπίτι.
-΄Όταν λες μαγαζάκι;
-Ξέρω΄γω; Το πρώτο που μούρχεται στο μυαλό είναι είδη δώρων.Εύκολο είναι,μπορούμε να βρούμε εμπόρευμα του γούστου μας και δε χρειάζεται μεγάλο κεφάλαιο.΄Εχω κάτι οικονομίες εγώ,θα πάρουμε κι΄ένα δάνειο –παρακαλάνε οι τράπεζες-και ξεκινάμε μια χαρά.Πώς σου φαίνεται;
-Μ΄αρέσει.Μέσα είμαι-πολύ μ΄αρέσει αλλά γιατί τις δικές σου οικονομίες;Γιατί δεν ζητάς από το Μάκη-δεν πιστεύω να σου αρνηθεί.
-Γιατί δεν θέλω ν΄ανακατέψω το Μάκη, Φαίημου.Θέλω ό,τι κάνω,να το κάνω μόνη
μου αλλιώς θα τον έχω συνέχεια πάνω απ΄το κεφάλι μου να με κηδεμονεύει και να με ελέγχει.Αυτό ακριβώς θέλω ν΄αποφύγω. Θέλω να φτιάξω τη σχέση μου με το Μάκη,αν γίνεται.΄Εχει πέσει πολλή ψύχρα τώρα τελευταία και δεν μ΄αρέσει ρε Φαίη.Ακήρυχτο πόλεμο,έχουμε μεταξύ μας.Παριστάνουμε το τέλειο ζευγάρι,κάνουμε έρωτα,όλα καλά αλλά στο βάθος,το ξέρω,το νιώθω,είμαστε έτοιμοι να βγάλουμε τα μάτια ο ένας του άλλου με πρώτη ευκαιρία.Αν τον ανακατέψω στη δουλειά,απλώς θα κάνω τα πράγματα χειρότερα.Εκεί που πάω να κλείσω μια κόντρα,θ΄ανοίξω
καινούργια.Ξέρεις τι είναι να παίζεις με λεφτά του Αβραμίδη;Παιχνίδι με τη φωτιά είναι Φαίη μου.Γι΄αυτό δεν τον θέλω μες΄τα πόδια μου-από οικονομικής πλευράς εννοώ.
-Λοιπόν,άκου τι θα κάνουμε κούκλα μου.Δάνεια και τέτοια,δε χρειαζόμαστε.Πόσα χρειάζονται για να στηθεί ένα τέτοιο μαγαζί που νάναι και της προκοπής,δεκαπέντε,είκοσι χιλιάδες ευρώ;Βάλε εσύ τις οικονομίες σου και τα υπόλοιπα δικά μου.΄Εχω μετρητά και κάθονται.Ξεκινάμε κι΄αν στο δρόμο μεγαλώσουν οι δουλειές μας, βλέπουμε και για τα δάνεια.
-Μπράβο βρε Φαίη μου,φτερά μου δίνεις.Απόψε θα μιλήσω στο Μάκη.Για το σχέδιο δηλαδή ,όχι τίποτ΄άλλο.Δεν πρόκειται να του ζητήσω και την άδεια!!
-Για πότε υπολογίζεις να βάλουμε μπροστά;
-Κοίτα…να περάσει το καλοκαίρι-θέλω να πάω διακοπές το καλοκαίρι το είπα ήδη στο Μάκη.
-Πώς το πήρε;Το κατάπιε ή σου όρμηξε;
-Δεν του άρεσε,αλλά φρόντισα να του ρίξω το σωστό δόλωμα.
-Δηλαδή;
-Θάχει τη μανούλα του όσο θα λείπω να τον νταντεύει.
-Θεός φυλάξοι! Την κυρα-Κατερίνα;
-Ακριβώς.Του είπα να της τηλεφωνήσει νάρθει για δέκα μέρες τον Ιούλιο.Τότε λέω -να φύγω.
-Και λες ότι θάρθει.
-Αυτή; Κολυμπώντας.
-Δέκα μερούλες  θα λείψω Φαίη μου.Να συγκεντρωθώ,να ξεκουραστώ,να οργανώσω το μυαλό μου και γυρίζοντας ,το ξεκινάμε το μαγαζί.Δεν μας κυνηγάνε,έτσι δεν είναι;
-΄Ετσι ακριβώς.Βρε Αλέκα,δεν ξέρεις πόση χαρά μούδωσες σήμερα.Πρώτα γιατί σε βλέπω άλλο άνθρωπο και μ΄αρέσει και δεύτερον γιατί με συγκινεί η εμπιστοσύνη σου.Α! ρε Αλέκα..εμείς έπρεπε να γεννηθούμε αδερφές-αλλά και φιλενάδες που είμαστε καλά είναι ε;;
-Φαίη μου,εγώ αδερφή δεν είχα ποτέ-δυστυχώς ,αλλά απ΄ό,τι έχω ακούσει,πολλές φορές μια πραγματική φίλη ,μπορεί να είναι καλύτερη κι΄από αδερφή.΄Ισως αν είμασταν αδερφές,να μην τακιμιάζαμε όπως τώρα-λέω,μπορεί…
Γύρισε στο σπίτι ενθουσιασμένη,ανάλαφρη κι΄ευτυχισμένη.Είπε στο Μάκη τα νέα.
Την κοίταξε,σαν νάβλεπε πλάσμα από άλλο πλανήτη.
-Εσύ θ΄ανοίξεις μαγαζί ,ρε Αλέκα; Τι ξέρεις εσύ απ΄αυτά;΄Ελα Χριστέ και Παναγία!!
-Με τη Φαίη θα το ανοίξω.Εκείνη κάτι ξέρει παραπάνω- κι΄εγώ,θα μάθω.
-Α!ωραία!!!Θάχετε  παρέα δηλαδή η μια την άλλη όταν θα καταποντίζεστε-γιατί φούντο θα πάτε,στο λέω.Εδώ ,άνθρωποι με πείρα,με χρόνια στο εμπόριο πιάνουνε πάτο κάθε μέρα…πού πάτε ρε κορίτσια ξυπόλυτες στ΄αγκάθια;
΄-Ε,ρε Μάκη,δεν θ΄αναλάβουμε και τη ΦΕΡΡΑΡΙ,ένα κατάστημα δώρων θ΄ανοίξουμε.
Εγώ πιστεύω πως θα τα πάμε μια χαρά.
-Ωραία!Μόνο που δεν μου είπες πού θα βρείτε τα λεφτά.Αν βασίζεσαι σε μένα,ατύχησες μάνα μου.Δεν υπάρχει σάλιο ούτε για φτύσιμο.
-΄Εχουμε λεφτά Μάκη μου,μην ταράζεσαι.Ας είναι καλά η Φαίη.
Δεν ρώτησε λεπτομέρειες.Την κοίταξε λίγες στιγμές ,γύρισε τα μάτια στην τηλεόραση κι΄είπε σαν να μονολογούσε:
-Πρώτα ,διακοπές μόνη σου,τώρα επιχειρήσεις-κουλουβάχατα γίναμε εδώ μέσα.
Δεν του απάντησε.Κάθησε δίπλα του κι΄ακούμπησε το χέρι της στο δικό του-σαν να τούλεγε : «σύμμαχο σε θέλω,όχι εχθρό».
-Εγώ πάντως,μπορώ να σας δίνω ένα χεράκι στα λογιστικά.
.Θάχω και κάτι να κάνω τ΄απογεύματα.
-Δεν θα χρειαστεί αγάπη μου.Θα πάρουμε λογιστή.
-΄Όλα τάχετε σκεφτεί έτσι;Μπράβο ρε,καλή επιτυχία.
-Θα την έχουμε.Δυό είμαστε.Η μια στην μια γωνία η άλλη στην άλλη-πού θα μας πάει,θα τη τσακώσουμε.

***
Μέχρι που μέσωσε η ΄Ανοιξη,το μυαλό της δεν σταμάτησε να δουλεύει.Ούτε και της Φαίης.Συναντιόντουσαν σχεδόν καθημερινά για «συμβούλια και «γεύματα εργασίας»
πότε στο σπίτι της μιας πότε στης άλλης.
Κάνανε λεπτομερή έρευνα αγοράς για να εντοπίσουν και να μελετήσουν τα
εμπορεύματα που τις ενδιέφεραν και τους χώρους που θα ήταν κατάλληλοι για το μαγαζάκι τους.Παγκράτι είχαν καταλήξει να ψάξουν.Κοντά στο σπίτι της Αλέκας.Εκείνη είχε τον άντρα,τα παιδιά και τις λοιπές οικογενειακές υποχρεώσεις.
Είχαν κανονίσει ακόμα και τις βάρδιες.Η Φαίη το πρωί,η Αλέκα το απόγευμα.Να προλαβαίνει να φροντίζει και το «τάγμα» τα πρωινά.Περίμεναν απλώς, νάρθει το καλοκαίρι,να πάει κι΄η Αλέκα τις διακοπές της που δεν θα τις χάλαγε με τίποτα.Σεπτέβρη αποφάσισαν να ξεκινήσουν.Θα νοίκιαζαν το μαγαζί μόλις εύρισκαν το κατάλληλο,θα είχαν μπροστά και τις γιορτές-τις γιορτές όσο νάναι,τα δωράκια δίνουν και παίρνουν.Οι προοπτικές ήταν καλές κι΄η διάθεση και των δυο τους στα ύψη.
-Γειά σου ρε μάνα,επιχειρηματία ανέκραξε ο Γιωργάκης μόλις έμαθε τα νέα.Γουστάρω!!
-Θάρχομαι κι΄εγώ να βοηθάω όποτε έχω καιρό,προσφέρθηκε η Αγγελικούλα.
Μόνο ο Μάκης ήταν δαγκωμένος.΄Όταν κατάλαβε ότι το ποτάμι δεν γύριζε πίσω,αποδέχτηκε τη νέα κατάσταση με μισό στόμα.
-Μακάρι να μην το μετανοιώσετε!!