Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ"-ΚΕΦ. 11




΄Ένα μήνα αργότερα ,μέσα Ιουλίου ξεκινούσαν για το ταξίδι τους στην Ιταλία.Δυο μέρες πριν,Κυριακή απόγευμα,τους παντρέψαμε σ΄ένα ξωκκλήσι στην Ανάβυσσο.
Ο Γιάννης κι΄εγώ,συνοδέψαμε το ζευγάρι για τη γρήγορη τελετή.Ο αδελφικός φίλος του μπαμπά και δικηγόρος του ο Θέμης Ραγκιαβής ήταν ο κουμπάρος.Από τη μεριά του μπαμπά,η θεία Ανεζώ,μοναδική αδελφή του  κι΄ο άντρας της ο Σπύρος ήταν οι μόνοι που ήρθαν από την Κέρκυρα.Ο παππούς ο Γιάννης είχε από χρόνια φύγει απ΄τη ζωή κι΄η γιαγιά η Ντόντο ήταν σχεδόν κατάκοιτη.
΄Εστειλε όμως με τη θεία ,ένα παντατίφ με μικρά ρουμπίνια για τη μαμά που εκείνη το φόρεσε στο λαιμό με πολλή συγκίνηση και τον ΄Αγιο Σπυρίδωνα σε ασήμι για το μπαμπά.Παρούσα και η κυρά-΄Αρτεμι που σκούπιζε όλη την ώρα τα μάτια με το κεντητό λευκό μαντηλάκι της.
Μετά το μυστήριο όπως στηθήκαμε στο προαύλιο για μια οικογενειακή φωτογραφία
η θεία Ανεζώ αγκάλιασε σφιχτά τη μαμά και φιλώντας τη σταυρωτά
-Οπού γράφει δε ξεγράφει νύφη μου,της είπε.Ο θεός είπε και ελάλησε κι η βούλησή του όρντινο τζόγια μου-κι΄ας τη συχωρεμένη ν΄αναπαύεται.
Πήγανε με τ΄αυτοκίνητο μέχρι το Ρίο κι΄από κει με το φέρρυ ,Ανγκόνα.Να προσέχεις το Γιάννη και τον εαυτό σου κοριτσάκι μου μου έλεγε και μου ξανάλεγε μέχρι την τελευταία στιγμή-να τρώτε καλά και να μαζεύεστε νωρίς.Θέλω νάχω το κεφάλι μου ήσυχο.Μου το υπόσχεσαι;
-Στο υπόσχομαι μανούλα-να μην ανησυχείς για τίποτα.Αν χρειαστούμε κάτι ,είναι και η κυρα-΄Αρτεμι.Να περάσετε καλά και να προσέχετε.
-Θα επικοινωνούμε συχνά παιδί μου.
-΄Εγινε μπαμπά μου.Καλό ταξείδι και να την προσέχεις.
-Σαν τα μάτια μου..

, Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω τους,κοιταχτήκαμε ο Γιάννης κι΄εγώ και βάλαμε τα γέλια.
-Ρε συ, Βέρα,παντρέψαμε τους γονείς μας ρε-το πιστεύεις;Τόλεγα στους φίλους μου και με ταράξανε στην καζούρα.
-Εγώ να δεις ,όταν το είπα στο γραφείο.Τα κορίτσια πεθάνανε απ΄τα γέλια-με την καλή έννοια βέβαια.Μάλιστα στο τέλος η Αρετή συγκινήθηκε κιόλας.Το βρήκε πολύ ρωμαντικό..Ας πάνε στο καλό.Πάμε κι΄εμείς να δούμε τι μας άφησε η θεία στο ψυγείο.
Η θεία Ανεζώ  με το θείο Σπύρο είχαν φύγει την προηγούμενη το απόγευμα για Κέρκυρα αλλά μέχρι αργά το μεσημέρι,εκείνη μαγείρευε και στοίβαζε στο ψυγείο το ένα τάπερ μετά το άλλο,παρά τις διαμαρτυρίες της μαμάς.
-Εσείς θα λείπετε-τα παιδιά τι θα τρώνε;Θα πέσει το κορίτσι στο μαγείρεμα απ΄την πρώτη μέρα;΄Ασε να τη ξαλαφρώσω λιγάκι.
Ο Γιάννης ήρθε ξοπίσω μου.
-Ο Διευθυντής σου όμως ε; Κύριος.
Θυμήθηκα το καλάθι με τα λευκά γαρύφαλλα που είχε καταφτάσει το απόγευμα της παραμονής του γάμου,με την κάρτα του και τις ιδιόχειρες ευχές.
                  Εύχομαι ολόψυχα βίον ανθόσπαρτον.
                          Δημήτριος Λάμπρου.
Καλωσύνη του  ,σκέφτηκα.Στο κάτω-κάτω ,δεν τον είχα καλέσει ούτε για να κρατήσω τα προσχήματα.
Επί ένα μήνα ,μιλούσαμε στο τηλέφωνο κάθε τρεις τέσσερεις μέρες και κάθε τόσο ,
φτάνανε με το ταχυδρομείο κάρτες απ΄όλες τις πόλεις που περνούσαν με σχόλια στο πίσω μέρος που περιγράφανε την απόλυτη ευτυχία που ζούσαν.Κάρτες από τη Βερόνα,τη Φλωρεντία το Μιλάνο ,τη Ρώμη ,τη Νάπολι.Είχαν πάρει αμπάριζα όλη την Ιταλική χερσόνησο.Να προσέχετε τους λέγαμε στο τηλέφωνο.Σας πεθυμήσαμε,μας απαντούσαν.Και περνούσαν οι μέρες-εγώ δουλειά,ο Γιάννης στα μαθήματα και τα τύμπανά του. Με το Χρήστο,μετά από κείνο το πρώτο τηλεφώνημα,είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές.Μ΄άρεσε η παρέα του-τον εύρισκα ενδιαφέροντα,με άποψη,ήταν καλός συνομιλητής –είχαμε συζητήσει για χίλια δυο πράγματα και θέματα.Ταιριάζαμε αρκετά αλλά παρ΄όλο που ήξερα πόσο μετρούσε για μένα,με τρόμαζε λίγο η προσπάθειά του να εκβιάσει μερικές φορές μια μεγαλύτερη οικειότητα ανάμεσά μας.Ο κυοφορούμενος έρωτάς μου,δεν με είχε ακόμα τυφλώσει στο βαθμό που να μη βλέπω τα πιθανά εμπόδια.Με φόβιζε η διαφορά ηλικίας.Εκείνος σαράντα και, εγώ είκοσι.Μέχρι τότε οι άντρες που συναναστρεφόμουν στις κοριτσίστικες παρέες  μου δεν έφταναν ούτε τα εικοσιπέντε.
Μ΄αυτούς τάβγαζα πέρα άνετα.Μ΄έναν άντρα σαράντα χρονών όμως,ένιωθα κάπως στριμωγμένη-ένοιωθα άβολα.Θα μπορούσε να είναι και πατέρας μου σκεφτόμουν καμιά φορά.Αν άπλωνε χέρι πάνω μου ένας εικοσιπεντάρης και δεν το γούσταρα,
θα τούρριχνα στο άνετο μια μπούφλα και θα τελείωνε.΄Όμως,την πρώτη φορά που ο Χρήστος με πλησίασε πιο τολμηρά,δεν τόλμησα ν΄αντιδράσω.Τον άφησα να με φιλήσει-το πρώτο μου πραγματικό φιλί,δέχτηκα το χάδι του και μ΄άρεσε αλλά όταν εκείνος θέλησε να προχωρήσει,τρόμαξα τόσο πολύ που έβαλα τα κλάματα.΄Όχι,δεν τόθελα έτσι.΄Όχι τόσο γρήγορα-και σίγουρα όχι μέσα σ΄ένα αυτοκίνητο.Τον ένιωσα να παγώνει.Τον έθιξα;Μπορεί.Μου πέταξε ένα αναστατωμένο «με συγχωρείς Βέρα»
κι΄έβαλε μπροστά τη μηχανή.Ανεβήκαμε τη Λεωφόρο Σουνίου μέχρι το Π.Φάληρο μέσα σε αβάσταχτη σιωπή κι΄όταν μ΄άφησε έξω απ΄το σπίτι,δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να με πλησιάσει.Θα τηλεφωνηθούμε ,είπε κι΄εξαφανίστηκε σπινάροντας.
Εξαφανίστηκε και για τις επόμενες μέρες.Δεν τον ξαναείδα στο γραφείο,ούτε μου ξανατηλεφώνησε.Καλύτερα έτσι,σκεφτόμουν.Πού πήγαινες να μπλέξεις μ΄έναν άντρα είκοσι χρόνια μεγαλύτερό σου-και είναι και χήρος-αυτό πού το πας;Πολλά είχα ακούσει για το «φάντασμα της νεκρής συζύγου» που είναι πάντα ε κ ε ί,ανάμεσα στο
καινούργιο ζευγάρι και το στοιχειώνει,με σχόλια φίλων και συγγενών ειπωμένα τάχα μου χωρίς κακή πρόθεση,με συγκρίσεις σιωπηρές,με φωτογραφίες της απελθούσας κρυμένες βαθειά σε συρτάρια-τα ήξερα όλ΄αυτά.Η Φωτεινή,η φίλενάδα της μαμάς είχε χωρίσει  γιατί δεν μπόρεσε ν΄αντέξει το «βάρος» της πεθαμένης πρώτης γυναίκας του άντρα που παντρεύτηκε.Ακόμα χειρότερο,που ο Χρήστος την αγαπούσε τη δικιά του-έτσι είχε πει η Ξένη,πήγε να πεθάνει όταν την έχασε,είχε πει.Βεράκι ,άστο-καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα.Το είχα πάρει απόφαση πως μέχρι εδώ ήταν,δεν θα τον ξανάβλεπα.Τί περίμενε δηλαδή-πως θάπεφτα στην αγκαλιά του λιπόθυμη από ηδονή με το πρώτο κάλεσμα;Τον γελάσανε.΄Ο,τι κι΄αν ένοιωθα γι΄αυτόν θα τόβαζα στην κατάψυξη-θα το πάγωνα.

Τρίτη μεσημέρι,29 μέρες μετά την αναχώρηση της μαμάς και του μπαμπά,ήρθε το τηλεφώνημα.
-Είμαστε Πάτρα.Τρώμε κάτι ,πίνουμε κι΄ένα καφεδάκι και ξεκινάμε γι΄Αθήνα.
-Πώς πήγε το ταξίδι,καλά;
-Τέλειο! ΄Όλα καλά εκεί;
-Μια χαρά μανούλα μου.Σας περιμένουμε.
-΄Όχι παιδί μου,μη μας περιμένετε.Δε ξέρω τι ώρα θα φτάσουμε,θα το πάμε με το μαλακό και μπορεί ν΄αργήσουμε.
-Εντάξει μαμά μου,μόνο να προσέχετε,έτσι;
-Θα προσέχουμε κοριτσάκι μου,μην ανησυχείς. Σας φιλούμε.Τα λέμε σπίτι.

Απ΄το ισόγειο άκουσα τη φωνή της κυρα- ΄Αρτεμις.
-Βέρα,έβγα λίγο να σου πω παιδί μου…
Βγήκα στο μπαλκόνι.
΄Ηταν στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτούσε ψηλά προς το μέρος μου.
-Απόψε δεν έρχονται οι δικοί σου;
-Απόψε κυρα-΄Αρτεμι.
-΄Ελα κάτω μια στιγμή κοκώνα μου που σε θέλω…
΄Ωσπου να κατέβω τη σκάλα, είχε ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματός της.Κρατούσε ένα μικρό ταψί που μου τόβαλε στα χέρια.΄Εφτιαξα λίγο μπακλαβά
να τους γλυκάνω.Πάρτο κοκώνα μου και καλώς να τους δεχτείτε.
-Αχ,βρε κυρία ΄Αρτεμι,είσαι ένας ΄αγγελος-έκανες τόσο κόπο για μας;
-Χαλάλι παιδί μου και καλοφάγωτο.
 Ανέβηκα με το ταψί στο χέρι.Εννιά κι΄ακόμα δεν είχαν φανείΠολύ στο μαλακό το πήγαιναν φαίνεται ή καθυστέρησαν στην Πάτρα.Ο Γιάννης μπήκε στην κουζίνα για το συνηθισμένο τοστ του και το μάτι του γυάλισε βλέποντας το ταψί με το μπακλαβά.
-Μην κάνεις όρεξη αγόρι μου-είναι το καλωσόρισμα της κυρα-΄Αρτεμις.
Η ζέστη άρχισε να γίνεται ενοχλητική.Είχε μεσώσει ο Αύγουστος-φυσικό ήταν.
΄Ανοιξα τέντα τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού και στρώθηκα στην τηλεόραση.Ο Μαγκάρετ σε απίθανη δράση.Τσάκισα δυο τσιγαράκια με τον καφέ που έφτιαξα δήθεν για να με κρατήσει ξύπνια.Μάταιος κόπος-τα μάτια μου κλείνανε.Ξανακοίταξα το ρολόι μου.Κόντευε έντεκα.Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το δωμάτιο του Γιάννη.Την είχε πέσει με τ΄ακουστικά στ΄αυτιά.Δοκίμασα να του τα βγάλω και να κλείσω το ραδιόφωνο.
-΄Αστα εκεί που είναι ..
-Νόμιζα πως κοιμόσουν αγόρι μου..
-Ακόμα δεν ήρθανε;
-Ακόμα..
-Ξύπνα με όταν φτάσουν.
-Μάλιστα αφέντη μου!
Ξαναγύρισα στο σαλόνι.΄Εκλεισα την τηλεόραση και βγήκα στη βεράντα.Στο δρόμο μας ,ούτε ψυχή.΄Εντεκα και μισή το αποφάσισα.Θα πάω για ύπνο κι΄ότι ώρα θέλουν ,ας έρθουν.Αυτοί καλοπερνάνε κι΄εγώ έχω ρέψει στα πόδια μου.΄Εκανα ένα ντους στα γρήγορα και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου.Πρέπει να με πήρε ο ύπνος αμέσως.
Και τότε τον ξαναείδα.Στο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας ,με φόντο τ΄Αυγουστιάτικο φεγγάρι.Μια πελώρια,σκοτεινή φιγούρα ,χωρίς πρόσωπο.Απόκοσμη,τρομαχτική.Προ-
σπάθησα πάλι να φωνάξω με φωνή που δεν έβγαινε απ΄το λαρύγγι μου,τρέχοντας ξυπόλυτη προς το μέρος του:Φύγε-ποιος είσαι,δε σε ξέρω-τι θέλεις εδώ,φύγε,φύγε!...
΄Απλωσε τα μπράτσα,ακούμπησε τα χέρια στους ώμους μου και μ΄έπρωξε με δύναμη προς τα πίσω: ΄Όχι από δω,είπε ,από κει-τρέξε,τρέξε να με προλάβεις…Καμπάνες χτυπούσαν δαιμονισμένα-γιατί,αναρωτήθηκα ,τέτοια ώρα δεν έχει εσπερινό,γιατί χτυπούν οι καμπάνες; Ξύπνησα λουσμένη στον ιδρώτα όπως την πρώτη φορά-το τηλέφωνο…χτυπούσε το τηλέφωνο!΄Ετρεξα σκοντάφτοντας στη μισόκλειστη πόρτα,μέχρι το χωλ-το τηλέφωνο εξακολουθούσε να χτυπά..Το σήκωσα τρέμοντας ακόμα απ΄τον εφιάλτη.
-Μαμά;;;
Μια άγνωστη,άχρωμη φωνή με ρώτησε.
-Οικία Καρούσου;
-Μάλιστα…
-Με ποια κυρία μιλώ;
-Βέρα Καρούσου-τι συμβαίνει;
-Ακούστε κυρία Καρούσου,σας τηλεφωνώ από το Κρατικό Νικαίας.Μας έφεραν δυο τραυματίες από τροχαίο-από τα χαρτιά τους βρήκαμε το τηλέφωνό σας και τα ονόματά τους……
Δεν μπορούσα ν΄αρθρώσω λέξη-σαν να με χτύπησε κεραυνός..
-..Ναι;;;μ΄ακούτε;
-Ακούω..
-Κωνσταντίνος και Παυλίνα Καρούσου-τους γνωρίζετε;
-Οι γονείς μου….
-Λυπάμαι πολύ κυρία Καρούσου,πρέπει να έρθετε αμέσως….
-Ζουν;;-Το μόνο που μπόρεσα να πω.
-Μάλιστα αλλά η κατάστασή τους είναι κρίσιμη-ελάτε το γρηγορότερο.
Τα μάτια μου ήταν στεγνά-δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.΄Ενοιωθα το λαιμό μου σφιγμένο σαν κάποιο αόρατο χέρι να μου είχε περάσει θανατηφόρα θηλειά.Θα λιποθυμήσω,σκέφτηκα.΄Όχι,Βέρα ,δεν πρέπει-κρατήσου,πάρε το τιμόνι,σε χρειάζονται.Πήγα ,ζωντανό πτώμα μέχρι το δωμάτιο του Γιάννη.Ξύπνα και ντύσου του φώναξα,τραβώντας τον άγρια απ΄το χέρι.Σηκώθηκε αναστατωμένος,
-Τι τρέχει,τρελλάθηκες;
-Η μαμά κι΄ο μπαμπάς…
Με κοίταξε ρωτώντας με βουβά με τα μάτια ορθάνοιχτα.
-Δυστύχημα…..Ντύσου γρήγορα και κατέβα να βρεις ταξί.Πρέπει να τηλεφωνήσω στο Ραγκιαβή.
Ο εφιάλτης..ο εφιάλτης χωρίς πρόσωπο…τρέξε να με προλάβεις μου είχε πει και τις δυο φορές ….τρέξε να με προλάβεις….

Ο Ραγκιαβής ήταν ήδη εκεί όταν φτάσαμε στο Νοσοκομείο.Μας περίμενε στην είσοδο.΄Ετρεξε προς το μέρος μας-μας αγκάλιασε και τους δυο,κλαμένος,φουρτουνιασμένος.
-Κύριε Θέμη,τους είδατε;Πώς είναι-πες τε μας σας παρακαλώ……
-Βέρα,είσαι η πιο μεγάλη-πρέπει να φανείς δυνατή-πρέπει να φανείτε κι΄οι δυο δυνατοί-να στηρίξετε ο ένας τον άλλο….
-Κύριε Θέμη πες τε μας ,σας παρακαλώ,πού τους έχουν,πρέπει να πάμε κοντά τους.
-Θα σας πάω να δείτε τη μητέρα σας –την έχουν στην εντατική.Χτύπησε στο κεφάλι κι΄έχει κατάγματα στα χέρια και τα πόδια αλλά είναι εκτός κινδύνου.
-..Ο μπαμπάς;Πώς είναι ο μπαμπάς.
-Δυστυχώς παιδί μου..αυτό που έγινε είναι άδικο-δεν το θέλει ούτε ο Θεός.Κουράγιο
παιδιά μου,κουράγιο-μόνο αυτό μπορώ να πω.Ο Γιάννης είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι΄είχε κρυμμένο το πρόσωπο στις παλάμες του.Το κορμί του τιναζόταν-έκλαιγε.΄Ενοιωθα σαν να βρισκόμουν σε άλλη διάσταση και τάβλεπα όλα γύρω μου από απόσταση.Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό.Δεν ήταν.Ο μπαμπάς κι΄η μαμά γυρνούσαν απ΄το ταξίδι του γάμου τους,ξανά μαζί κι΄ευτυχισμένοι.Δεν ήταν δυνατόν να τους είχε στήσει η μοίρα μια τέτοια εφιαλτική παγίδα.Θυμήθηκα τα λόγια της θείας Ανεζώς στη μαμά τη μέρα του γάμου:
-Οπού γράφει δε ξεγράφει νύφη μου.Ο Θεός είπε κι΄ελάλησε-κι΄η βούλησή του όρντινο τζόγια μου…
Αγκάλιασα το Γιάννη απ΄τους ώμους και μαζί με το Ραγκιαβή μπήκαμε στο Νοσοκομείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου