Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ" -ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008


        


Τα δεύτερα Χριστούγεννα της κοινής μας ζωής,μας βρήκαν περιχαρακωμένους σε μια σχέση που ο καθένας για τον εαυτό του τη μετέφραζε με το δικό του τρόπο.Εκείνος ,είχε ντυθεί το ρούχο του καλού οικογενειάρχη που ελέγχει και προστατεύει,που προλαβαίνει επιθυμίες κι΄ανάγκες, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμης αποδοχής ευθυνών-πέραν αυτού «μην έχετε άλλες απαιτήσεις από μένα,κάνω το καθήκον μου και με το παραπάνω».Στις δικές μας στιγμές που εγώ ,μέσα στην ανασφάλεια που μ΄έδερνε τις αποζητούσα κι΄εκείνος μου τις πρόσφερε μεγαλόψυχα,ήταν μειλίχειος,άνετος,συχνά αληθινός κι΄αυτό ήταν που δεν μ΄άφηνε να παραιτηθώ -που μ΄άφηνε να ελπίζω.΄Ηξερα ποιά ήταν η ζωή του,δεν χρειαζόταν πια να μου την υπενθυμίζει μέσα από εκρήξεις ειλικρίνειας.Απλά την είχα αποδεχτεί σιωπηρά.΄Επαψα να τον ρωτάω-φοβόμουν τις απαντήσεις.Μ΄ένα μωρό στην αγκαλιά κι΄ένα τετράχρονο κρεμασμένο στη φούστα μου απ΄το πρωί ως το βράδυ,δεν μούμενε άλλη επιλογή.
Είχα χτίσει το «ευτυχισμένο» μου πρόσωπο,με μεγάλη επιμέλεια.Κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε.Τα παιδιά μου,ο άντρας μου κι΄εγώ-αυτή ήταν η εικόνα που πάσχιζα να χρωματίσω με χρώματα ελκυστικά.Η Ελευθερία-δεν ξέρω πόσα είχε καταλάβει-δεν έψαξε ποτέ πίσω απ΄αυτήν την ωραία εικόνα-ίσως και να τη βόλευε έτσι.Σίγουρα ήξερε από χρόνια ποιος ήταν ο γιος που είχε μεγαλώσει-σίγουρα ,εκείνο το «ο γιος μου είναι καλός,η κόρη σου θα ζήσει καλά μαζί του»που είχε πει στη μαμά ,την ημέρα της χριστουγεννιάτικης πρότασης γάμου,δεν το πίστεψε ποτέ..Μόνο η Παολίνα
μ΄έψαχνε καμιά φορά, μ΄εκείνα τ΄ ανακριτικά της μάτια που τάνιωθα να μου τρυπούν
το κρανίο,σαν να΄θελαν να βουτήξουν κατ΄ευθείαν μές το μυαλό μου.Δεν μιλούσε,περίμενε υπομονετικά σαν το αγρίμι που παραμονεύει το θήραμα.Δεν θα μιλούσα ούτ΄εγώ.

Ο Γιάννης απ΄τη Βοστώνη,είχε ήδη απ΄τις αρχές του Δεκέμβρη στείλει τις ευχετήριες
κάρτες του και τις παραγγελίες για τα δώρα που ήθελε να πάρω στα παιδιά εκ μέρους του.Την Παραμονή, θα μας έπαιρνε και τηλέφωνο.Ανήμερα,θα γιορτάζαμε όλοι μαζί-εκτός απ΄την κυρα-΄Αρτεμι που από μέρες ήταν στο νοσοκομείο με μια ανιψιά που καλά –καλά δεν τη θυμόταν, να ξημεροβραδιάζεται στο προσκέφαλό της.Η ανιψιά όμως,θυμόταν πολύ καλά το διόροφο του Φαλήρου κι΄ήξερε επίσης πολύ καλά πως η μοναχική της θεία, ήταν άκληρη.
Η μαμά ,που μετά την πρώτη της μέτρια προσπάθεια με τα τσουρέκια,πήρε τα εύσημα όλων τα περασμένα Χριστούγεννα ,ανάλαβε να τα ζυμώσει κι΄εφέτος.Το σπίτι ήταν ήδη ντυμένο Χριστουγεννιάτικο απ΄τις αρχές του μήνα.Στολίσαμε το δέντρο με τα δυο παιδιά δίπλα.Ο Κωστάκης σιγουρεμένος στο πορτ-μπεμπέ του κι΄ο Σταυράκος να παλεύει στις μύτες των ποδιών ,να φτάσει όσο ψηλότερα μπορούσε για να κρεμάσει τα καραμελένια αγγελάκια του.Το βράδυ της Παραμονής οι δυο μαμάδες μείνανε σπίτι με τα παιδιά κι΄εμείς,σαν ένα γιορτινό,ερωτευμένο ζευγάρι βγήκαμε για φαγητό και χορό,τηρώντας την «παράδοση».΄Ηταν περιποιητικός και τρυφερός,τόσο,που ένιωθα τα μάτια μου υγρά από ευχαρίστηση.Την κυρία με το έξωμο λαμέ,δεν την είχα προσέξει μέχρι τη στιγμή που αγκαλιάζοντας το Χρήστο απ΄τους ώμους,έσκυψε και τον φίλησε δυνατά στο στόμα, ενθουσιασμένη.
-Μωρό μου,τί γίνεται-χαθήκαμε.Σε πεθύμησα!!
-Βρε Μίνα ,πού βρέθηκες εδώ;Χρόνια πολλά,κούκλα μου.Μόνη σου είσαι;
-΄Οχι βέβαια,η Μίνα χρυσό μου δεν κυκλοφορεί ποτέ μόνη.Το βλέπεις εκείνο το χούφταλο..εκεί….στο βάθος.Εμένα περιμένει!΄Ο, τι πρέπει γι΄απόψε.
Γέλασε μ΄ένα προκλητικό γέλιο,χάιδεψε το σβέρκο του Χρήστου –να τα πούμε ,του σφύριξε καθώς απομακρυνόταν..΄Ημουν αόρατη,ανύπαρκτη όσο κράτησε το γρήγορο τετ-α-τετ.Η «κούκλα» του,δεν μπήκε καν στον κόπο να με κοιτάξει…
΄Εφερα στα χείλη μου το ποτήρι με τη χλιαρή πια σαμπάνια.
-Ποια ήταν αυτή;
-Η πιο καθαρή γυναίκα που γνώρισα-τον άκουσα να σχολιάζει.Κι΄αμέσως μετά,μ΄ένα ελαφρό χαμόγελο –κι΄η πιο πρόθυμη!!
΄Εκανα πως δεν άκουσα και συνέχισα να χαζεύω τα ζευγάρια στην πίστα.
Στο γυρισμό με άφησε έξω απ΄την πολυκατοικία και πήγε να παρκάρει.΄Οταν ανέβηκε ,ένα τέταρτο αργότερα,ήμουν ήδη στο κρεβάτι κι΄έκανα πως κοιμόμουν.
Ανήμερα,γύρω στις δέκα,μπήκε στην κουζίνα φρέσκος κι΄ευδιάθετος.
-Θα πάω μέχρι το Σύνταγμα για κανένα ποτό.Εσείς έτσι κι΄αλλιώς έχετε τα μαγειρέματά σας-τα λέμε το μεσημέρι κορίτσια.Μας φίλησε μικρούς-μεγάλους,για
Χρόνια Πολλά και δρόμο!
Δεν γύρισε παρά γύρω στις έξη το απόγευμα-είχε ήδη νυχτώσει.Την ώρα που καθίσαμε στο τραπέζι,αφού τον περιμέναμε ως τις τέσσερεις, είπα στις δυο γυναίκες.
-Κουβέντα όταν έρθει-σαν να μην τρέχει τίποτα.
Κατάλαβαν.Μόνο η Παολίνα, δεν άντεξε κάποια στιγμή και ρώτησε παγερά..
-Δεν θα φας Χρήστο μου;Θα ξελιγώθηκες νηστικός τόσες ώρες..
-Τώωωωρα!΄Εφαγα-συναντήθηκα με κάτι φίλους και φάγαμε παρέα.
Ούτε ένα συγνώμη…
΄Εχασα και τον Πωλ.Είχε καιρό ν΄ακουστεί.Ποιος ξέρει πού γύριζε-πού ταξίδευε χρονιάρες μέρες,ο τυχεράκιας!!
Η μαμά ήταν θυμωμένη.
-Πού αλώνιζε αυτόςο απατεώνας;-με ρώτησε την ώρα που πλέναμε τα πιάτα στην κουζίνα.
-Μαμά,κόφτο.Δεν πρόκειται να μου πάρεις κουβέντα.
-Καλά το είχα φανταστεί-μούγκρισε μές΄απ΄τα δόντια της και βγήκε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου