Κουβέντες του μαντρότοιχου
-Αν μ’αξιώσει ο θεός και ξαναπάω ποτέ στη Ρόδο,το πρώτο που θα κάμω είναι να ψάξω να βρω τη Βαλασία.Αν ζει βέβαια γιατί Μελίνα μου πάνε κοντά εξήντα χρόνια
πούχω να πατήσω στο νησί,κι’ήταν και κάνα πεντάρι χρόνια μεγαλύτερή μου.Δες τα δικά μου χάλια στα εβδομήντα μου και βάλε με το νού σου.Αν τήνε κράτησε ζωντα-
νή ο θεός,χούφταλο θάναι κι’αυτή σαν κι’εμένα.Αααχ!πώς κατάντησα έτσι Παναγίτσα μου!
Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός σε κάθε κουβέντα με τη μάνα μου,κάθε φορά που η αγιάτρευτη νοσταλγία της την έστελνε πίσω στα παιδικά της χρόνια.
«Αν μ’αξιώσει ο Θεός…»
-Αμάν βρε μαμά!Μου το ξανάπες αυτό χίλιες φορές…φτάνει πια!΄Εχω βαρεθεί να
τ’ακούω,της πέταξα ένα βράδυ όπως ήταν πεσμένη μπρούμυτα στον καναπέ
κι’εγώ της έτριβα το ραγισμένο της γοφό με θεραπευτική κρέμα ενώ εκείνη έκανε για πολλοστή φορά βουτιά με το κεφάλι στα λιμνάζοντα ύδατα των παιδικών της αναμνήσεων.
-Α!ναι;Δεν το θυμόμουν βρε κόρη μου.
-Καλά,μαζί με την οστεοπόρωση σε βάρεσε τώρα και το Αλτσχάιμερ κυρία Λουκία;
-Μακάρι νάταν το Αλτσχάιμερ καμάρι μου.Δε θα θυμόμουν τίποτα κι’ούτε γάτα ούτε ζημιά.Είναι που δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.Αυτό είναι που με σακατεύει.
Είχε έναν αλλιώτικο τόνο η φωνή της εκείνο το βράδυ.Κάτι σαν παράπονο,σαν πίκρα
και σαν παράκληση,να την ακούσω και να μοιραστώ τα όσα ήθελε να βγάλει από μέ- σα της.Ποιος ξέρει τι κλωθογύριζε στο μυαλό της όλη μέρα! Η ανημπόρια κι η απρα- ξία κάνουν τον άνθρωπο ευάλωτο σε κάθε λογής συναισθηματική επίθεση κι η μάνα
μου τον τελευταίο καιρό ήταν και ανήμπορη και άπρακτη.Εγώ πάλι,φορτωμένη τα προσωπικά μου προβλήματα και τις έγνοιες της δουλειάς,είναι αλήθεια πως την είχα παραμελήσει.Παρέα ζητούσε,άνθρωπο να μιλήσει.Εκείνο το βράδυ πιο πολύ από κά- θε άλλη φορά.Αποφάσισα να της κάνω τη χάρη.
-΄Ελα λέγε,της είπα.Κάτι έχεις εσύ σήμερα.Τί έγινε;
-Απ’το πρωί,μπαρκάρισα σ’ένα βαπόρι κι αρμενίζω,Μελίνα μου..
-Σώπα!Και για πού νάχουμε καλό ρώτημα;
-Πού αλλού παιδί μου…για το νησί!Όλη μέρα σκεφτόμουνα πως μπορεί να τα τινάξω
καμιάν ώρα και να μην προλάβω να το ξαναδώ.Άργησα κόρη μου.Πολύ άργησα.Να δεις που ούτε τη Βαλασία θα προλάβω να ξαναδώ!
-Άντε πάλι!Τι εμμονή είναι κι αυτή με τη Βαλασία;Άλλον κανένα δεν έχεις στη Ρόδο να θυμάσαι βρε μάνα;
-Πώς δεν έχω…Και συμμαθήτριες…και συμμαθητές και γειτονόπουλα κι απ’όλα!
Πώς δεν έχω!Η Βαλασία όμως…Η Βαλασίτσα ήταν η συντροφούλα μου,η φιληνάδα μου…η μοναδική μου φιληνάδα γιατί η γιαγιά σου δεν ήτανε γυναίκα!Κέρβερος ήτανε.Το χέρι της μονίμως στην ανάταση τόχε.Έτσι και τολμούσα να περάσω το κατώφλι της οξώπορτας,η απαλάμη της άνοιγε γούβα όπου προσγειωνόταν -μια στα πισινά μου,μια στις πλάτες.
-Σούρριχνε και στο κεφάλι;Γι’αυτό ξεκούτιανες απ’τα εβδομήντα σου;
Δεν κατάλαβε το αστείο.Έτσι όπως είχε ξαπλώσει αναπαυτικά στον καναπέ ανακου- φισμένη προσωρινά από τον πόνο,με κοίταξε μ’ένα βλέμμα επιτιμητικό.
«Ντροπή σου,έλεγε εκείνο το βλέμμα.Ντροπή σου και που το σκέφτηκες!»
-Όχι στο κεφάλι,στο κεφάλι ποτέ!Αυτό τουλάχιστον το πρόσεχε.Ο παππούς σου,τον πιο πολύ καιρό έλειπε σε δουλειές.Πότε στο ένα νησί πότε στο άλλο και πότε για μήνες ολόκληρους,στην Αθήνα.Αυστηρός μ’όλη την αδυναμία που μού’χε!
Είχε παραδώσει στη γιαγιά σου το καμουτσίκι με την εντολή να περιφρουρεί την τάξη και να επιβάλλει την πειθαρχία κατά την κρίση της,στο θηλυκό σατανά που είχανε για κόρη-την αφεντιά μου.
Εκείνη πάλι,με το φόβο μη και της πάρω τον αέρα είχε καταντήσει βασιλικότερη του βασιλέως που λένε!Αδέρφια δεν μούδωκε ο Θεός,μοναχοκόρη με είχε,κι όλη της την παιδαγωγική δεινότητα την εξαντλούσε σε μένα.Διαβάσματα το χειμώνα,σταυροβε-
λονιά κι’ ανεβατό,το καλοκαίρι,έτσι για να μαθαίνω κι από νοικοκυροσύνη!Άκουγα τα ξεφωνητά των παιδιών που παίζανε στη γειτονική αλάνα και μαράζωνε η ψυχή μου.Για μένα η αλάνα ήτανε απαγορευμένη ζώνη.Τί να κάμω κι εγώ;
Δυο στρέμματα χωράφι είχε το σπίτι μας γύρω-γύρω.Τόφερνα δυο βόλτες και ξέδινα.
Αν ήμουν και στα κέφια μου μάζευα στην ποδιά μου και τ’αυγουλάκια που γεννούσαν οι κοτούλες μας στις γωνιές,κάτω απ’τις φραγκοσυκιές και τις μολόχες.
-Κι η Βαλασία πού κολλάει καλέ μαμά;Τόση αγάπη πια της είχες που την τραβολο- γάς στο νου σου τόσα χρόνια;
-Εσύ δε ξέρεις…Του ποδαριού φιλίες κάνετε σήμερα.Τότε ήταν άλλα χρόνια,
Μελίνα μου.Οι φιλίες δένανε τότε και στους μικρούς και στους μεγάλους,σαν το
γλυκό του κουταλιού,μυρωδάτες,γλυκές,σοροπιαστές,όχι σαν τώρα που σήμερα
σ’έχω φίλο,αύριο μήτε που σε ξέρω!
-Μάλιστα κυρία Λουκία!..Και λοιπόν;
-Λοιπόν,απ’τη μεριά του χωραφιού μας που έβλεπε στο σπίτι της,ήταν ένας ψηλός
μαντρότοιχος.Απ’την πίσω μεριά του,πυκνές καλαμιές.Το σπίτι ίσα που φαινόταν στο
βάθος,ένα διόροφο βαμμένο κόκκινο,με άσπρα στολίσματα στα παράθυρα και γύρω-γύρω κάτι πανύψηλες χουρμαδιές.
-Φοίνικες δηλαδή…
-Χουρμαδιές τις λέγαμε εμείς τότε.Κάθε απόγεμα λοιπόν που έβγαινα στο χωράφι
να βολτάρω,η Βαλασία με περίμενε πίσω απ’το μαντρότοιχο.Ψηλός πρέπει νάτανε κι’απ’τη μεριά της γιατί μόνο το πρόσωπό της έβλεπα,σαν κομμένο κεφάλι ανάμεσα στα καλάμια,ακουμπισμένο πάνω στις χτισμένες πέτρες.Να σκεφτείς ότι για να τη φτάσω,πάταγα πάνω στην κοτρώνα που με χίλια ζόρια είχα κουβαλήσει επί τούτου κοντά στο μαντρότοιχο.Μόνο τις βροχερές χειμωνιάτικες μέρες το χάναμε αυτό το ραντεβού.
Καθόμασταν που λες εκεί,φάτσα με φάτσα,με τον τοίχο ανάμεσά μας και τα λέγαμε με τις ώρες!
-Τι λέγατε δηλαδή:
-Ό,τι μας κατέβαινε.Για τ’αγόρια,για τους ηθοποιούς του κινηματογράφου που τους είχε αραδιασμένους σ’ένα τετράδιο που πότε-πότε,άμα κόλλαγε τίποτα καινούργιες φωτογραφίες τόφερνε μαζί της και μου τόδειχνε με περηφάνεια…για το σχολείο… Εκείνη δεν πήγαινε σχολείο.Την είχανε κόψει οι δικοί της απ’το δημοτικό.Για να βοηθά λέει τη μάνα της που ήταν άρρωστη.
΄Ηξερε όμως ένα σωρό πράματα.Εκείνη μου είπε πρώτη φορά πως στα κορίτσια,άμα μεγαλώσουνε λίγο τους έρχεται η περίοδος. «Πόσο είσαι;»,με ρώτησε ένα απόγεμα. «Έκλεισα τα δέκα».«Ε! όπου νάναι θα σούρθουνε τα ρούχα σου.Εμένα μου ήρθανε πριν τρία χρόνια».«Και τι είναι αυτά τα ρούχα;» τη ρώτησα. «Γαίμα!μου λέει,γαίμα
αλλά μην τρομάξεις,δεν είναι τίποτα κακό»!Τί να μην τρομάξω που απ’την ημέρα που μου τόπε,κάθε φορά που κατέβαζα το βρακί μου να κάμω την ανάγκη μου μ’έλουζε κρύος ιδρώτας,μπας και το δω πασαλειμένο με τίποτα αίματα!Έλα καμιά μέρα στο σπίτι της έλεγα,να δεις και τη μαμά μου.Θα της πω να μας κάμει και σπανακόπιτες.Τις κάνει πολύ νόστιμες.Όχι,μου απαντούσε.Δεν μ’αφήνει η μάνα μου
να βγω απ’ το σπίτι.΄Εχουμε πολλές δουλειές.
-Θέλεις να μου πεις δηλαδή,πως δε βρισκόσασταν ποτέ από κοντά;
-Ποτέ σου λέω!
-Φιλία να σου πετύχει δηλαδή! Μ’ένα μαντρότοιχο ανάμεσά σας!Ας γελάσω!
-Καθόλου να μη γελάσεις Μελίνα μου γιατί εκείνο το κουβεντολόϊμα πάνω απ’το
μαντρότοιχο ήταν όλη μας η χαρά τότε,όλο μας το ξέδωμα,και για κείνη και για μένα.
-Για να τη θυμάσαι ακόμα έτσι θα ήταν!Και λοιπόν;
-Τρία χρόνια και κάτι κράτησε αυτό το σούξου-μούξου,κάθε απόγεμα,εκτός απ’τις Κυριακές που η γιαγιά σου μ’έπαιρνε και πηγαίναμε πότε κανένα σινεμά απογευματινή,πότε απ’το πρωί σε καμιά φιληνάδα της.Αυτό βέβαια όσο έλειπε ο παππούς σου γιατί αν ήταν εκείνος στο σπίτι,το Κυριακάτικο οικογενειακό πρόγραμμα προέβλεπε «παγωτό στο Ακταίον» αν ήταν καλοκαίρι, «γλυκό στο Ακταίον» αν ήταν χειμώνας.Στα μισά του τέταρτου χρόνου,με το που τελείωσε το σχολείο φύγαμε ξαφνικά και άρον-άρον κι’απ’το σπίτι κι’απ’το νησί.To σπίτι μας που τόχαμε με το ενοικιοστάσιο, το έβγαλε ο δήμαρχος στον πλειστηριασμό κι ο παππούς σου τόχασε μέσ’απ’τα χέρια του.Στην έχω πει την ιστορία με την κομπίνα του δημάρχου!Την παραμονή που θα φεύγαμε,πήγα ν’ αποχαιρετήσω τη Βαλασίτσα. Πέρασε το χέρι της πάνω απ’το μαντρότοιχο και μούδωκε ένα δαχτυλίδι.Σαν ασημένιο…με μια μεγάλη πέτρα-τεράστια-σαν μπριλλάντι.Τσίγγος και γυαλί είτανε αλλά εγώ έτσι το είδα τότε.Πάρτο να με θυμάσαι,μου είπε.
-Εσύ;τη ρώτησα.
-Εγώ έχω πολλά τέτοια.
Το κοτσάρισα που λες στο δάχτυλό μου με καμάρι και θαύμασα εκστατική τις χί-
λιες χρωματιστές φωτίτσες που πέταγε η γιάλινη πέτρα στο φως του απογεματινού ήλιου.Ενθουσιάστηκε κι η Βαλασία!
-Μωρή Λουκία,τι ωραία που σου πάει!
Φιληθήκαμε πάνω απ’το μαντρότοιχο.Καλό ταξίδι μου είπε.Εγώ πια δε θα σε ξαναδώ Λουκία μου…
-Πού το ξέρεις μωρή Βαλασία;
-Το ξέρω!
Είχε δίκιο.Από τότε δεν τη ξανάδα.Έτσι που φύγαμε σαν κυνηγημένοι,το μίσησα το νησί.Ούτε να ξανακούσω ούτε να ξαναπατήσω!Χαθήκαμε και με τη Βαλασίτσα!
Σταμάτησε και γέλασε,σαν να θυμήθηκε κάτι πολύ αστείο.
-Εκείνο το απόγεμα,όταν γύρισα στο σπίτι κι’έδειξα στη γιαγιά σου το δαχτυλίδι,σηκώθηκαν όρθιες οι τρίχες της κεφαλής της.
-Πού το βρήκες αυτό το πράμα; με ρώτησε μ’εκείνο το ύφος που μ’έκανε να νομίζω πως θα κατουρηθώ.
-Η Βαλασία μου τόδωκε!Ψεύτικο είναι καλέ…Τί φωνάζεις;
-Βγάλτο γρήγορα.Αυτά τα πράματα δεν είναι να τα φορά μικρό κοριτσάκι.Βγάλτο!
΄Ετσι και το δει ο πατέρας σου αλίμονό μας και των δυονώ!
-Δεν το βγάζω!
-Βγάλτο είπα Λουκία!
-Δεν το βγάζω!Εμένα μ’αρέσει!
Θυμάμαι,έβραζε στη γκαζιέρα νερό για μακαρόνια.Πήρε το χέρι μου,τραβώντας το με τέτοια δύναμη που νόμιζα πως θα μου ξεριζώσει την αμασχάλη.Σήκωσε το καπά-
κι της κατσαρόλας και φέρνοντάς το πάνω απ’το ζεματιστό νερό,«βγάλτο γρήγορα
είπε,ειδεμή στο βουτάω μέσα!»Αλήθεια σου λέω Μελινάκι μου,εκείνη τη φορά πραγματικά κόντεψα να κατουρηθώ.
-Άμα το βγάλω θα μ’αφήσεις να το βάλω στο κουτί με τα πράματά μου;
-Θα σ’αφήσω αλλά να μην το ξαναδώ μπροστά μου.Κι’άλλη φορά να μην παίρνεις πράματα από ξένους!
-Η Βαλασία δεν είναι ξένη!Φιληνάδα μου είναι!
-Κόψε τη γλώσσα σου!
Ακόμα πρέπει να τόχω εκείνο το δαχτυλίδι.Κάπου θα σέρνεται…Αχ!αν μ’αξιώσει ο Θεός!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου