«….Απ’τα κόκκαλα βγαλμένη…»
-----------------------------------------
Εκείνη την Πέμπτη,12
Οκτωβρίου του 1944,την ημέρα της απελευθέρωσης η Βασιλική αγκαλιά με την
΄Ολια,βγήκαν στους πλημμυρισμένους από λαό και σημαίες δρόμους της Αθήνας και
με συνοδεία τις κωδονοκρουσίες και τα
εμβατήρια της Νίκης,τραγούδησαν κλαίγοντας για την ακριβοπληρωμένη από όλους
Λευτεριά!
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έβγαλε ξανά από το συρτάρι
της σιφονιέρας,το τετράδιο της ζωής της.
Ένιωθε μέσα της έναν άνεμο δυνατό να ξεσηκώνει το νου και
την καρδιά της.΄Ανοιξε στην τελευταία άγραφη σελίδα κι’έμεινε να την κοιτάζει
προβληματισμένη.Πώς θα μπορούσε να σμίξει
τον πόνο,την πίκρα των τελευταίων χρόνων,με τη σημερινή
μεγάλη χαρά;Πώς να βάλει σε σειρά τις λέξεις που έρχονταν στα χείλη της;Μπορούσε
άραγε η σημερινή χαρά ν’αγκαλιάσει τον πόνο απ’τις απώλειες των παιδιών της και να συμφιλιωθεί μαζί του;Δυο πατρίδες της
έταξε ο Θεός,και για τις δυο αίμα ψυχής και σάρκας έδωσε.Χαλάλι.Έτρεξε ο νους
της στο Σωκράτη της.Δεν το είχε πάρει απόφαση πως έτσι, άκλαυτος
κι’«ανώνυμος»,είχε μείνει ο πολυαγαπημένος γιος! Άραγε,να είχε βρεθεί χέρι στοργικό,πονετικό,να
θάψει το παιδί της,να μην το κατασπαράξουν τ’αγρίμια των βουνών!!Ήξερε πως μια
μέρα,όχι πολύ μακρυνή,θα μπορούσε να πάρει στην αγκαλιά της τα λείψανα της
Μαριάνθης της και να τα ξεκουράσει εκεί που τους έπρεπε. Ο Σωκράτης όμως;
Γέμισαν τα μάτια της δάκρυα,θόλωσαν οι σελίδες μπροστά της.Ήταν έτοιμη να
κλείσει το τετράδιο και να το ξαναβάλει στο συρτάρι.
Η φωνή της Όλιας,την ξάφνιασε.
-Πάλι γράφεις,μάνα; Τι γράφεις;
-Τίποτα,κόρη μου. Τίποτα δεν μπορώ να βάλω στο
χαρτί,στέρεψα! Να,εδωνά το βάζω,πάρτο καμιάν ημέρα να το διαβάσεις,να
ξαναθυμηθείς τα μικράτα σου,εκεί,στην πέρα πατρίδα,τον Πόντο!Καλό θα σου κάμει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου