Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ -ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ 2012 ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΣΤΡΟΝ.


Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι  14



Άλλος άντρας,δεν υπάρχει;

Η Ρηνούλα,με το χεράκι της προστατευμένο στο χέρι του Σάββα,σκούπιζε κάθε τόσο με ένα ταλαιπωρημένο χαρτομάντηλο τα μάτια της.Από την ώρα που μπήκε και ξέσπασε στην αγκαλιά της Λουκίας,δεν είχε σταματήσει να κλαίει.Την έβλεπα να κάνει αγωνιώδη προσπάθεια να σταματήσει τους λυγμούς που την έπνιγαν και δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο να φανταστώ τι ένιωθε μέσα του αυτό το δύστυχο κοριτσάκι για να βγάζει τέτοιο παράπονο,τέτοιο καημό!
-Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό το πράγμα στη μαμά μου κυρία Μελίνα;Πώς μπόρεσε;
Εμείς πιστεύαμε πως της χρωστούσαμε τις ζωές μας και κάναμε ό,τι  μπορούσαμε
για να της το ξεπληρώσουμε με την αγάπη μας,την έγνοια μας για κείνη,την υπομονή μας…γιατί μη νομίζετε πως η ζωή μας κοντά της ήταν και τόσο εύκολη.Τα έχουμε μιλήσει και τα ξέρετε.Σίγουρα τα μιλήσατε και με τη μαμά μου.Γεμάτη καταπίεση,
υποχωρήσεις,καμιά φορά και ταπείνωση ήταν!Αλλά πιστεύαμε πως της χρωστούσαμε τα πάντα.Ήξερα πως είχε εμποδίσει τη μαμά μου να ξαναφτιάξει τη ζωή της όπως εμπόδιζε και κάθε πιθανότητα να φτιάξω κι’έγώ τη δική μου.Πού να φανταστούμε ότι είχε γίνει η αιτία της δυστυχίας μας.Η μαμά μου να στερηθεί τον άνθρωπο που αγάπησε από κοριτσάκι κι’εγώ να στερηθώ τον πατέρα μου!Αυτή τον σκότωσε κυρία Μελίνα,α υ τ ή!!!Όχι ο παππούς μου!Μας άφησε και τις δυο ορφανές για όλη μας τη ζωή,μόνο και μόνο για να μας έχει του χεριού της.Πώς άντεξε,πώς τόλμησε
να κάνει τέτοιο πράμα και να το κρατάει μυστικό τόσα χρόνια!Πώς το άντεξε η καρδιά της;
Αισθάνθηκα την ανάγκη να παρέμβω για να σταματήσω,έστω για λίγο,αυτό τον πόνο ψυχής που ξεχείλιζε από τα χείλη του κοριτσιού.
-Τι έγινε με τη μητέρα σου Ρηνιώ μου;Πώς το πήρε;
-Πώς να το πάρει…Στην κουζίνα ήταν όταν της έδωσα το πακέτο.Μαγείρευε…Μόλις διάβασε το σημείωμα που της γράψατε,πήγε να χάσει τον κόσμο.Έχε το νου σου στη φωτιά,μου είπε,βάλε της Βαλασίας να φάει κι’ανέβα που σε θέλω.
Μου πήρε καμιά ώρα μέχρι ν’ανέβω.Όταν μπήκα στο δωμάτιό της,τρόμαξα να τη γνωρίσω.Πρησμένη στο κλάμα,ένα ράκος!Είχε δυο βαλίτσες ακουμπισμένες στο κρεβάτι και τις γέμιζε όπως-όπως με ό,τι εύρισκε μπροστά της.
Τρελλάθηκα!Τί έγινε μαμά μου,τη ρώτησα,τι χάλια είν’αυτά;Πάρε αμέσως το Σάββα,μου είπε.Πες του νάρθει όσο πιο γρήγορα μπορεί.Φεύγουμε κόρη μου.Εδώ μέσα,παραμονεύει ο θάνατός μας.Μη με ρωτήσεις τίποτα τώρα,μου λέει.Πάρε το Σάββα νάρθει,μπορεί δεν μπορεί,πες του νάρθει!.Θα σου τα πω στο δρόμο.

Σταμάτησε για λίγο κι’ύστερα,παίρνοντας μια βαθειά ανάσα,ξανάπιασε το κλάμα.
-Δεν μπορώ να το πιστέψω κυρία Μελίνα!Να έρθει ο πατέρας μου στο σπίτι κι’εκείνη,αντί να χαρεί,να τον διώξει άρον-άρον…το καταλαβαίνετε;Αντί να το πει στη μάνα μου,να φωνάξει το παππού μου,να κάνει τι κυρία Μελίνα;Να καταστρέψει τη ζωή μας όπως την κατάστρεψε;
-Ρηνούλα μου,έχω την εντύπωση πως η Βαλασία δεν φανταζόταν τότε την κατάληξη που θα είχε αυτή η ιστορία.Μάλλον,φώναξε τον παππού σου για να τρομάξει τον πατέρα σου…να τον απομακρύνει,άλλο αν εκείνος το τράβηξε στα άκρα!Αν διάβα-σες το ημερολόγιό της θα το κατάλαβες,κορίτσι μου.
-Το διάβασα!Κι’εκείνο που κατάλαβα είναι πως ακόμα κι’όταν αποκαλύφθηκε ο φόνος,η καρδιά της δε μαλάκωσε!Και το ημερολόγιο που της πέταξε στα μούτρα η μαμά την ώρα που φεύγαμε…ούτε αυτό την ένοιαξε!!«Στον αγύριστο να πάτε κι’οι δυό,αχάριστες!Δε φτάνει που σας γλύτωσα απ’ τις πομπές σας,μου γυρεύετε και τα ρέστα»!Αυτά ξεφώνιζε πίσω απ’ την πλάτη μας,μέχρι που βγήκαμε και κλείσαμε την πόρτα πίσω μας.Να,εδώ είναι ο Σάββας,μάρτυράς μου αν λέω ψέμματα!
Προσωπικά,δεν χρειαζόμουν τη μαρτυρία του Σάββα για να πειστώ πως ναι,έτσι είχαν τα πράγματα!Μπορούσα να μαντέψω το λυσσασμένο θυμό που θα κυρίευσε
τη Βαλασία,βλέποντας τις δύο «ομήρους» της, να την εγκαταλείπουν κυνηγημένες από ένα άρρωστο παρελθόν,που μ’όλη την εξυπνάδα της δεν είχε προνοήσει να το εξαφανίσει εντελώς.Εκείνη η τελευταία σελίδα στο κρυμμένο ημερολόγιο,ήταν το μοιραίο «λάθος» της.
 Αργά το βράδυ,ο Ντίνος προσφέρθηκε να πάει το νεαρό ζευγάρι στο πατρικό του Σάββα,με το αυτοκίνητο!Μετά θα πάω κατ’ευθείαν σπίτι,να σας αφήσω να τα πείτε οι τρεις σας.Η Ρόζα μάλλον εδώ θ’αράξει απόψε,ε,Ρόζα;
-Πού να τρέχω τέτοια ώρα κύριε Ντίνο μου!Εδω,στον καναπέ θα στρώσω.Να πιω τον καφέ μου το πρωί με τα κορίτσια μου.Τόσο καιρό είχα να τα δω!
Την ώρα που τους συνόδευα στο ασανσέρ,η Ρηνιώ γύρισε σε μένα:
-Κυρία Μελίνα,σας θερμοπαρακαλώ,τηλεφωνήστε στη μαμά μου το πρωί!Είναι μόνη της εκεί στο χωριό.Μόνο τον αδερφό της έχει αλλά και μ’αυτόν δεν τα πάει και τόσο
καλά.Φοβάμαι!Όταν μας έδιωξε με το Σάββα προχτές το βράδυ,ήταν σαν χαμένη…
Φευγάτε’σεις μας είπε κι’εγώ θα δω τι θα κάνω!Τρέμω κυρία Μελίνα μου,μην κάνει
καμιά κουτουράδα!
-Πολλές φορές την έχω πάρει Ρηνιώ μου αλλά έχει το κινητό της κλειστό!Κι’εγώ ανησύχησα αλλά…
-Πάρτε την, κυρία Μελίνα.Μόνο εσείς μπορείτε να της πείτε δυο λόγια,να την ησυχάσετε…Θα της τηλεφωνήσω εγώ απόψε και θα της πω ότι θα την πάρετε…
αυτή τη φορά θα το σηκώσει,είμαι σίγουρη.
-Εντάξει κορίτσι μου,θα της τηλεφωνήσω,αύριο το πρωί.
-Έχω το λόγο σας;
-Τον έχεις Ρηνιώ μου!

Πονάει ο έρωτας λένε…αλλά ποιος έρωτας!Ο παλιός ή ο καινούριος;Ποιον λες παλιό,ποιον καινούριο;Γιατί για μένα και οι δυό μου έρωτες, ήταν και παλιοί και καινούριοι.Πονούσα εκείνη τη νύχτα ,χωρίς να μπορώ να καταλάβω για ποιον, από τους δύο άντρες της ζωής μου έμενα ξάγρυπνη.Πονούσε η καρδιά μου,το μυαλό μου,το σώμα μου που το ένιωθα παγωμένο κάτω από το ζεστό μου πάπλωμα!Πονούσα και για μένα την ίδια που είχα βρεθεί ξαφνικά μεταξύ δύο πυρών,χωρίς να μπορώ να προβλέψω από ποια κατεύθυνση θα ερχόταν η σφαίρα που θα με τραυμάτιζε,μπορεί και να με σκότωνε.
Τα πρόσωπα του Ντίνου και του Φίλιππου,σκυμμένα πάνω μου όλη τη νύχτα,μου ζητούσαν επιτακτικά μιαν απάντηση. «Εμένα ή αυτόν;Λέγε!»Κανέναν από τους δυό σας ήθελα να φωνάξω.Αφήστε με ήσυχη κι’οι δυό σας!Κι’οι δύο με προδώσατε και τώρα με διεκδικείτε απ’την αρχή!Γιατί θα πρέπει υποχρεωτικά να διαλέξω έναν από τους δυό σας;Άλλος άντρας δεν υπάρχει:Που να μην είναι ο Ντίνος,να μην είναι ο Φίλιππος!Να είναι ένας άλλος έρωτας!Με άλλο όνομα,άλλο πρόσωπο.Να γίνει ο πρωταγωνιστής ενός ονείρου που θα το έχω πλέξει με το βελονάκι και το μεταξωτό νήμα της Βαλασίας Σερδάρη!Πού είναι ένας τέτοιος άντρας;Κι’ αν κάπου κρύβεται…θα βγει ποτέ από την κρυψώνα του,πριν αναγκαστώ να πιάσω το χαρτί και το μολύβι της λογικής;
Ξύπνησα από τη μυρωδιά του καφέ που ερχόταν από την κουζίνα.Η Ρόζα με τη Λουκία,ρουφούσαν ήδη την πρώτη μυρωδάτη κούπα τους.
-Τι χάλια είν’αυτά κόρη μου:Σαν μαραμένο μαρούλι είναι η μούρη σου!Στο πόδι την έβγαλες τη νύχτα;
-Άλλη μια λέξη Λουκία,και θα πάω να ξαναχωθώ κάτω απ’τα σκεπάσματα!
-Έλα βρε!Μην αρπάζεσαι!Άσε  μάνα σου να λέει!Περάσαμε κι’εμείς αυτά τα ντέρτια!
-Ποια ντέρτια Ροζαλία;Πού ξέρεις εσύ αν έχω ντέρτια και τι σόι ντέρτια είναι;
-Για το Φίλιππο λέω,μου τάπε μανούλα σου!Σου τηλεφώνησε,λέει!
Τις κοίταξα και τις δυο με μια διάθεση ν’αρπάξω την καφετιέρα και να τις περιλούσω με το ζεματιστό καφέ!Γέμισα το φλυτζάνι μου και βγήκα από την κουζίνα.Η ώρα ήταν ήδη εννιά.Προλάβαινα να κάνω ένα ντους και να πάω στο γραφείο στην ώρα μου.Αρκετά είχε κρατήσει το σκασιαρχείο.
Βγαίνοντας άκουσα πίσω μου τη φωνή της Λουκίας.
-Να πάρω τη Βαλασία να δω πώς είναι;
-Αν θέλεις να σου κόψω το χέρι…!!!
Η Βέτα,με υποδέχτηκε ελαφρώς μουτρωμένη.
-Επιτέλους!!αποφάσισες να δουλέψεις,ή απλώς ήρθες να μας κάνεις επίσκεψη φιλοφροσύνης;Άντε,γιατί έχω πνιγεί στους φακέλλους!
Παρ’όλ’αυτά,μου έφερε καφέ κι’ανέλαβε να μ’ενημερώσει για όσα συνέβησαν στο περιοδικό,στη διάρκεια της απουσίας μου.
-Η δίμετρη παραιτήθηκε!
-Έλα!Γιατί!
-Ε, μετά από την αποβολή και τη ματαίωση του γάμου,δεν τη σήκωνε το κλίμα.Ούτε να μας αποχαιρετήσει δεν έκανε τον κόπο!
Προσποιήθηκα την ανήξερη,ποια αποβολή και ποια ματαίωση;
-Α! Δεν τάμαθες;Νόμιζα πως επικοινώνησες με το Φίλιππο!
-Πώς σου κατέβηκε αυτό;
-Ξαλαφρωμένο και ορεξάτο τον βλέπω και σκέφτηκα μήπως τα ξαναβρήκατε οι δυό σας.
-Ρε Βέτα,δεν το ξέρεις πως είμαι πάλι με το Ντίνο;Το ξέρεις!
-Έεε, καλά τώρα!Ξαναζεσταμένο φαί!
-Γιατί φιλενάδα,το φαί του Φίλιππου δηλαδή,τι είναι; Φρεσκομαγειρεμένο;
-Τέλος πάντων!Ορίστε,δες και μόνη σου,σούρχεται.
Ο παλιός Φίλιππος!Ο τρυφερός Φίλιππος!Με το μουδιασμένο ύφος του άντρα που έχει χεσμένη τη φωλιά του!Κι’εμένα η καρδιά μου,γιατί έτρεχε πάλι κατοστάρι μπροστά σ’αυτό τον άντρα;Χριστέ μου,σε τι έχω φταίξει για να διαλύομαι σαν τη ζάχαρη στο νερό κάτω από το βλέμμα του;
-Ισχύει το αποψινό ραντεβού μας;Ελπίζω να μην άλλαξες γνώμη!
-Δεν άλλαξα!
-Στις οκτώ θα είμαι κάτω από το σπίτι σου.Θα σου χτυπήσω αναπάντητη να κατέβεις,έτσι;
-Εντάξει άσε με τώρα σε παρακαλώ.Πρέπει να δω τη Νάνσυ.

Η Νάνσυ,με κοίταζε με μια έκφραση απορίας,ανάμεικτης με οίκτο!
-Πώς τα κατάφερες κι’αντί να ξεμπλέξεις το κουβάρι,το έμπλεξες περισσότερο,δεν θα το καταλάβω ποτέ,Μελίνα!Σ’ακούω που μιλάς τόση ώρα και το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι κατάφερες να παγιδευτείς ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.Εγώ σ’έστειλα διακοπές για να γλυτώσεις από το κυνηγητό του Ντίνου,να ηρεμήσεις,να ξαναβρείς τον εαυτό σου κι’εσύ πήγε και μπλέχτηκες με τα προβλήμα-
τα και τις ίντριγκες μιας οικογένειας που σου ήταν εντελώς ξένη.Εντάξει παιδική φιλενάδα της μαμάς σου…ε σ ύ τι δουλειά είχες ν’ανακατευτείς και να πάρεις όλο αυτό το βάρος απάνω σου;
-Βρέθηκα μπλεγμένη,χωρίς να το καταλάβω βρε Νάνσυ μου.Αφού σου εξηγώ!Δυο ταλαίπωρες γυναίκες που με είδανε σαν βοήθεια εξ ουρανού.Τί να έκανα δηλαδή,να τις αγνοούσα;Εσύ θα μπορούσες;Γυναίκες είμαστε βρε Νάνσυ!
-Ωραία!Κι’αφού χώθηκες μέχρι τα μπούνια σε κείνη τη μαυρίλα,γυρίζεις και τι κάνεις;Μαλλιά κουβάρια και τη δική σου ζωή.Είσαι πάλι με το Ντίνο,δεν είσαι;Το
ραντεβού και τα πίτσι-πίτσι με το Φίλιππο,τι τα θέλεις κούκλα μου;Σαν αδερφή σου σου μιλάω!Μελίνα!!Δεν είσαι κανένα κοριτσάκι!Αποφάσισε τι θέλεις,επιτέλους.
Έτσι που πας,ξέμπαρκη θα βρεθείς στο τέλος,στο λέω!
-Κι’εγώ αυτό φοβάμαι Νάνσυ.Δεν είμαι καλά!Ανεμοδούρα είμαι!Δε ξέρω τι μου γίνεται.Πότε θέλω τον έναν,πότε θέλω τον άλλο.Πότε τους θέλω και τους δυο,πότε δεν θέλω κανέναν απ’τους δύο!Κάτι δεν πάει καλά μέσα στο κεφάλι μου!Μήπως να πάω σε κανένα ψυχίατρο;
Σηκώθηκε γελώντας,ήρθε κοντά μου και μ’αγκάλιασε.
-Την καλύτερη δουλειά θα κάνεις!Άντε τώρα στα συμβόλαιά σου,αρκετά το κωλοβάρεσες!
Γύρω στις έντεκα,αποφάσισα να πάρω στο τηλέφωνο τη Χρυσή!Απάντησε με το πρώτο και ομολογώ πως ένιωσα μιαν ανακούφιση,με το ζεστό τρόπο που μου μίλησε.
Φοβόμουν πως ίσως κάπου να ήταν θυμωμένη μαζί μου.Της είχα ανοίξει τα μάτια στην αλήθεια αλλά από την άλλη της είχα αναστατώσει τη ζωή,τη δική της και της Ρηνιώς.
-Πώς είσαι Χρυσή μου;Είσαι καλά;
-Πώς να είμαι καλά Μελίνα μου!Ακόμα δεν μπορώ να συνέλθω από το σοκ!
Τι ήταν κι’αυτό που με βρήκε Παναγιά μου!!Μου τράνταξε τα σωθικά η παλιογυναίκα!!
-Έχεις κανέναν κοντά σου κορίτσι μου;
-Ολομόναχη είμαι Μελίνα μου!Ολομόναχη όπως ήμουν σ’όλη μου τη ζωή!
-Ο Καραγεωργίου;Πότε θάρθει;
-Δε θάρθει.Του τηλεφώνησα να μην έρθει.Η φωνή της είχε αρχίσει ν’ακούγεται ελαφρά υστερική.Κανέναν δε θέλω,ούτε να βλέπω ούτε ν’ακούω,κανέναν.Έτσι μούρχεται να κλειδώσω πόρτες και παράθυρα,να περιχυθώ με πετρέλαιο και να βάλω φωτιά,να γίνουν όλα στάχτη κι’εγώ μαζί!Στάχτη Μελίνα όπως μούκανε και τη ζωή μου στάχτη αυτή η δαιμονισμένη.
Είχα κατατρομάξει!
-Χρυσή μου,γλυκιά μου Χρυσή,κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ.Πάρε κάτι να ηρεμήσεις απόψε.Αύριο το μεσημέρι θα είμαι κοντά σου.Θα τα πούμε Χρυσή μου,
οι δυο μας.Κάνε υπομονή σε παρακαλώ,μέχρι αύριο το μεσημέρι.
-Αλήθεια το λες Μελίνα μου;Θάρθεις;Δόξα τω Θεώ!Μόνο σ’εσένα μπορώ να μιλήσω.Μόνο εσύ θα με καταλάβεις Μελίνα μου!
Με τα τελευταία της λόγια,ξέσπασε σε κλάματα!Μάτωσε η καρδιά μου.
-Θα σου τηλεφωνήσω και αργότερα Χρυσή μου κι’αύριο το μεσημέρι θα είμαστε μαζί.Μη στενοχωριέσαι,μου το υπόσχεσαι;
-Ο Θεός να σ’έχει καλά Μελίνα μου.Σ’ευχαριστώ!Θα σε περιμένω!
Γυρίζοντας σπίτι από το γραφείο,έκλεισα το εισιτήριο για Ρόδο και ακύρωσα το βραδυνό ραντεβού με το Φίλιππο.Τα λέμε όταν γυρίσω του είπα.Δεν του άρεσε αλλά έδειξε να κατανοεί την αναγκαιότητα του ταξιδιού μου.
Αργότερα,στην αγκαλιά του Ντίνου που αρνιόταν να καταλάβει γιατί έπρεπε να κάνω αυτό το ταξίδι και κυρίως γιατί έπρεπε να το κάνω μόνη,βρέθηκα πάλι μοιρασμένη,να δίνω πόντους στο Φίλιππο για την κατανόηση που είχε δείξει σε σχέση με την απόφασή μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου