Ένα εισιτήριο…κι’έφυγα!
Το Σάββατο το πρωί,ο Σάββας Βελισσάριος,κατέφθασε με μιάμιση ώρα καθυστέρηση.
Είχε βέβαια,τηλεφωνήσει προηγουμένως για να ενημερώσει σχετικά,ζητώντας συ-γνώμη προκαταβολικά.Η ώρα είχε πάει εντεκάμιση,όταν χτύπησε το κουδούνι.Μπήκε
φουριόζος και απολογήθηκε ελαφρώς αγχωμένος που ανάγκασε τις δύο κυρίες να τον περιμένουν.
«Επείγον περιστατικό»,διευκρίνiσε.Χάρηκε που βρήκε τη Λουκία να τον υποδέχεται όρθια χωρίς το πι της. «Απ’ό,τι αντιλαμβάνομαι πάμε πολύ καλά,ε;»σχολίασε τρυφερά σαν ν’απευθυνόταν σε μικρό παιδί!Την έβαλε να περπατήσει στο δωμάτιο,έλεγξε το βηματισμό της,τη ρώτησε αν πονάει πια,για να εισπράξει ένα χαδιάρικο «όχι τόσο πολύ γιατρέ μου» και δήλωσε απόλυτα ικανοποιημένος.
«Παρόλ’αυτά,πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί,ώστε να μην έχουμε κάποιο ατυχηματάκι που θα μας ξαναγυρίσει πίσω». Πήγε μέχρι την πόρτα για να πάρει κάτι που είχε ακουμπήσει εκεί,μπαίνοντας.Έβγαλε το χαρτόνι περιτυλίγματος κι’αποκά-
λυψε ένα κομψό,μεταλλικό μπαστουνάκι.
«Αυτό,δεν θα το αφήνετε από το χέρι σας όταν κινείστε,κυρία Μελιδώνη.Για όσο χρειαστεί.Αν κάποια στιγμή αισθανθείτε πόνο ή αδυναμία βάδισης,είναι αρκετό για να σας στηρίξει.»
Μπήκα στη μέση,πριν προλάβει να παρέμβει η Βαλασία.
-Δηλαδή γιατρέ,μπορεί να φύγει;Δεν θα χρειαστεί να μείνει εδώ περισσότερο…
-Τη Δευτέρα,μια τελευταία αξονική προς επιβεβαίωση,και μπορείτε να φύγετε όποτε θέλετε.Θα συνεχίσει βέβαια τα φάρμακά της κι’όσο για τις φυσικοθεραπείες,θα συνεννοηθείτε με τον θεράποντα γιατρό της,στην Αθήνα.
Η Λουκία μου έρριξε μια φαρμακερή ματιά.
-Εγώ,δεν πάω πουθενά!Μόνη σου θα φύγεις-και πάρε και τη Ρόζα να μη μου ζαλίζει το κεφάλι.Θάναι η Χρυσή εδώ.
-Μαμά!Αυτά θα τα πούμε άλλη ώρα.
-Τάχουμε πει με τη Βαλασία εμείς,ουουου!!!Από μέρες!
Κατάφερα με δυσκολία να συγκρατήσω τα νεύρα μου.
Είδα το Σάββα που χαμογελούσε αμήχανα,όπως ετοιμαζόταν να φύγει.
-Γιατρέ να σας συνοδέψω,είπα.Κι’αύριο,τα ξαναλέμε στο νοσοκομείο.Τί ώρα να τη φέρω;
-Ας πούμε κατά τις πέντε!Δεν υπάρχει λόγος να της χαλάσουμε την πρωινή ξεκούραση!
Φαίνεται πως είχε καταλάβει την ενόχλησή μου από την αντίδραση της Λουκίας.
-Οι μεγάλοι άνθρωποι,ξαναγίνονται καμιά φορά σαν τα μικρά παιδιά!είπε καθώς πηγαίναμε προς το αυτοκίνητο.Σταμάτησε για λίγο,σαν να δίσταζε…
-Πάντως,καλά θα κάνετε να πάρετε τη μητέρα σας στο σπίτι.Σε περιπτώσεις σαν τη δική της…ιδιαίτερα στην περίοδο ανάρρωσης,είναι πιο ασφαλές να βρίσκεται κανείς στο δικό του χώρο όπου τα κατατόπια τού είναι γνωστά-καταλαβαίνετε…
Σε χώρους μη οικείους,υπάρχουν πάντα παγίδες!
Το σχόλιο,ακούστηκε σαν προειδοποίηση-ή μάλλον έτσι χτύπησε στο αυτί μου,λόγω της φόρτισης,της περασμένης νυχτας.
Τον αποχαιρέτησα κι’έκανα το γύρο του σπιτιού,προς την κουζίνα.
Η Χρυσή,είχε ήδη βάλει στο φούρνο το γεμιστό της κοτόπουλο.
-Όλα καλά,ε;Έφυγε ο Σάββας;
-Έφυγε.Να δούμε τώρα πώς θα καταφέρω τη μάνα μου να φύγει!Πλύση εγκεφάλου
της έχει κάνει η δικιά σου!
-Κάτσε να πιεις έναν καφέ,και μη συγχύζεσαι!Όλα θα γίνουν Μελίνα μου!
-Δεν πάμε να καθίσουμε λίγο έξω;πρότεινα.Κάνει λίγη ψυχρούλα αλλά έχει ωραίο ηλιαράκο!
Βγήκαμε στο μικρό πλακόστρωτο με τους αχνιστούς καφέδες στις κούπες.Ο πρωινός,χλιαρός ήλιος,χάιδεψε το πρόσωπό μου.Ένιωσα όλη την ένταση που με είχε κυριεύσει από το προηγούμενο βράδυ να γλυστρά,να φεύγει και ν’απελευθερώνει το
σώμα μου.Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό.Καταγάλανος,λαμπερός!
Ανάπνευσα μ’ευχαρίστηση τον φρέσκο αέρα.
-Αχ!βρε Χρυσή,πραγματικός παράδεισος είν’εδώ!Σκέφτομαι πώς θα πάω να κλειστώ
σ’ένα διαμέρισμα και σ’ένα γραφείο,με τέτοιο χάλι που έχει η ζωή μου αυτή τη στιγμή!
Άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα πριν μου απαντήσει,σαν να έψαχνε τις λέξεις που θα μου έλεγε.
-Ξέρεις Μελίνα,κι’εγώ…πολλές φορές μέχρι τώρα,πίστεψα πως τέρμα δεν πάει άλλο.
Πέρασα κι’εγώ πολλά βάσανα,από μικρή…μ’ένα μωρό στην αγκαλιά…στερήθηκα πολλά,έχασα πολλά…κι’ανέχτηκα πιο πολλά απ’όσα μπορείς να φανταστείς.
Πολλές φορές σκέφτηκα πως αν έπαιρνα την απόφαση και την κόρη μου κι’έφευγα
ίσως και κάτι ν’άλλαζε στη ζωή μας,στο καλύτερο…
-Γιατί δεν το έκανες Χρυσή;
-Γιατί!Δεν τάπαμε Μελίνα;Γιατί η μόνη που με βοήθησε και μας στήριξε,εμένα και το μωρό μου,ήταν αυτή η γυναίκα,η Βαλασία!Είχε καμιά υποχρέωση να κάμει όσα δεν έκαμαν οι δικοί μου;Δεν είχε!Μ’όλα της τα στραβά,μ’όλη της την παραξενιά,μό-
νο αυτή μου στάθηκε.Της παράδωσα τη ζωή μου να την κουμαντάρει γιατί ήμουν μικρή και φοβόμουνα.Πού να πήγαινα!΄Υστερα,περνώντας τα χρόνια,άρχισα να τη λυπάμαι.Μονάχη της ήταν κι’αυτή.Μήτε το ίδιο της το παιδί δεν τη νοιάστηκε! Γιος,σου λέει ο άλλος!Αν τον πετύχει σε κανένα τηλέφωνο μια στο τόσο,ακούει τη
φωνή του,αλλιώς…Πού να την άφηνα!Συμβιβάστηκα μ’αυτά που είχα Μελίνα μου!
Καμιά φορά,άμα το εξετάσεις,έχουμε πιο πολλά απ’όσα νομίζουμε.Ε,μ’αυτά πορευό- μαστε!Άμα λοξοδρομήσεις για νάβρεις τα καλύτερα,μπορεί να πέσεις και στα χειρό- τερα.
Την κοίταξα,όπως φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου της,με τα μάτια καρφωμένα ίσια μπροστά,ακίνητα.Μπροστά στα δικά μου μάτια,χόρευαν ακόμα τα λόγια της Βαλασίας,γραμμένα από την ίδια,στο ημερολόγιό της.Καημένη Χρυσή!Αδικημένη Χρυσή!Προδομένη Χρυσή!Ένιωσα τη συμπάθειά μου,να μεγαλώνει ακόμα περισσότερο,γι’αυτή τη νέα γυναίκα που βουτηγμένη στην άγνοιά της,είχε συμβιβαστεί με μια ζωή που τη νόμιζε δική της.
Μια γυναίκα που δεν της είχε καν δοθεί η ευκαιρία να πει η ίδια την τελευταία λέξη γι’αυτή τη ζωή.
Πέταξα την ερώτηση,σκοπίμως αδιάφορα:
-Όλα αυτά τα χρόνια,Χρυσή,σκέφτεσαι καθόλου το Τζαννή;
Ξαφνιάστηκε.
-Πώς σου ήρθε τώρα ο Τζαννής, βρε Μελίνα μου;
-Ξέρω κι’εγώ;Έτσι,μου ήρθε.Τον σκέφτεσαι καθόλου;
-Τον πρώτο καιρό,ναι,τον σκεφτόμουνα γιατί τον αγαπούσα ακόμα.Ύστερα,ο θυμός,η πίκρα που με παράτησε,παγώσανε την καρδιά μου.Έπεσα να μεγαλώσω το Ρηνιώ μου
κι’όσες φορές τον έφερνα στο νου μου,μόνο για να τον καταραστώ ήτανε.Μετά,
τόνε βρήκανε θαμμένο στο χωράφι μας.Καλά να πάθει ο αλήτης,σκέφτηκα τότε. Πρόλαβε κι’έκαμε ο πατέρας μου ό,τι μπορεί να έκανα κι’εγώ αν ήμουν λίγο πιο μεγάλη.Δε ξέρω πού τον ξετρύπωσε και πώς έφτασε στο φονικό αλλά ένα πράγμα ξέ-
ρω.Ξέπλυνε τη ντροπή,τη δικιά του και τη δικιά μου.΄Υστερα,ντράπηκα για τις αμαρτωλές σκέψεις μου,ζήτησα συχώρεση απ’το Θεό,συχώρεσα κιεγώ το Τζαννή και τελείωσε
-Σου πέρασε ποτέ απ’το μυαλό ότι μπορεί να σ’αγαπούσε κι’εκείνος;
-Αν μ’αγαπούσε θαρχόταν να με βρει Μελίνα.Η Ρόδος είναι μικρή.Εύκολα θα μάθαινε πού ήμουν.Κι αν ερχόταν,εγώ θα τον συγχωρούσα!Θάφηνα εγώ το μωρό μου να μεγαλώσει χωρίς πατέρα;Με τη ρετσινιά του μπάσταρδου;Αλλά δεν ήρθε Μελίνα μου!Δεν ήρθε!!!
Επέμεινα.
-Μπορεί να ήθελε Χρυσή και να μην πρόλαβε!Δεν μπορεί;
-Τι να πω!Μπορεί κι’αυτό!Μη μου βάζεις ιδέες ύστερα από τόσα χρόνια,Μελίνα,να
χαρείς!
Σηκώθηκε αναστενάζοντας και μάζεψε τις κούπες του καφέ.Τα μάτια της ήταν υγρά!
-Ωραία κουβέντα πιάσαμε!είπε.Πάω μέσα,θα μου καεί το κοτόπουλο!
Κατάλαβα πως πονούσε ακόμα για κείνη την οδυνηρή εγκατάλειψη που της είχε αλλάξει τη ζωή, στα δεκαεφτά της χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου