ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ -ΕΚΔ.ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ 2010 /ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Δημήτρης
Η ώρα δέκα,η βροχή που λίγο πριν φάνηκε να σταματά,ξανάρχισε
να πέφτει με μεγαλύτερη ένταση από πριν.Η θάλασσα φουσκωμένη
κι΄αγριεμένη,χτυπούσε αφρίζοντας το χαμηλό τοιχάκι της προκυμαίας.Ο
ουρανός,μαυρισμένος.Το πήρε απόφαση.Βγήκε τρέχοντας απ΄το μπαρ και χώθηκε
στ΄αυτοκίνητο βρίζοντας θεούς και δαίμονες.Φτάνοντας στο εργοτάξιο,έδιωξε όσους
εργάτες είχαν μείνει να τον περιμένουν κι΄αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.Μέσα στ΄αυτοκίνητο,θυμήθηκε
την υπόσχεση στη γυναίκα του.-Θα σε ξαναπάρω,είχε πει στη Φανή.-Καλύτερα έτσι.
Δεν θα την έπαιρνε-γιατί
να την πάρει;Για να της δώσει τον
χρόνο να μαζέψει τα
μπόσικα;Απροειδοποίητα θα γύριζε.Φάντης μπαστούνι!Μπορεί να
τη τσάκωνε με το τηλέφωνο στο χέρι.Δεν του τόβγαζε κανένας απ΄το μυαλό ότι εκείνη
η φιλενάδα
της ,η Ματίνα,όλο και θα την έπαιρνε τις ώρες που εκείνος
έλειπε.Θα τα λέγανε οι δυο τους.Η δικιά του,θα της ξέρναγε τα παράπονά της.Η
Ματίνα ήξερε-έκοβε το κεφάλι του πως ήξερε.
Το καταλάβαινε απ΄τον τρόπο της,κάθε φορά που τη συναντούσε
στο δρόμο γιατί στο σπίτι δεν τολμούσε να πατήσει .Το μπασμένο!!-Γεια σου
Δημήτρη,τι κάνει η Φανούλα; Είναι καλά;Χαιρετίσματα να της πεις..-΄Ολ΄αυτά με
νόημα.Σαν να τον ρωτούσε –«ζει ακόμα ή την ξαπόστειλες;»Η πρωϊνή υπόσχεση στον
εαυτό του,θάμπωσε.Ξεχάστηκε.Ο θυμός ,ξεπήδησε μέσα του,ορμητικός, σαν πυρακτωμένη
λάβα ,απλώθηκε κι΄έθαψε τις καλές του προθέσεις.-Αν την πιάσω να τηλεφωνεί,θα τη τσακίσω την άτιμη!.Δε
θα με ξεμπροστιάζει εμένα η Φανούλα στην
κάθε Ματίνα.Το θηρίο είχε ξυπνήσει πάλι μέσα του,παράλογο, ορεξάτο,
τρίζοντας τα δόντια του.
Παρκάροντας τ΄αμάξι,πρόσεξε τα κλειστά παραθυρόφυλλα.Τί
διάολο!΄Εντεκα η ώρα ,κοιμούνται ακόμα;.Και καλά η Φανή,στα χάλια που ήταν .Το
παιδί όμως;
Δε μπορεί να κοιμάται κι΄η μικρή.Κι΄αν η μικρή είναι ξύπνια,αποκλείεται
η Φανή νάχει πέσει στον ύπνο.΄Εκλεισε μαλακά την πόρτα του αυτοκινήτου και πήγε
προς το σπίτι προβληματισμένος.Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκε στο
χωλ
ακροπατώντας.Απόλυτη
ησυχία.Νέκρα.Πήγε στην κουζίνα.΄Αδεια.΄Αδειες κι΄οι δυο κρεβατοκάμαρες.-Φανή;Αθηνά;
Φώναξε, σιγά στην αρχή,πιο δυνατά μετά.Καμμιά απάντηση.Πού στο διάολο
πήγανε-αφού της είπα ότι θα γυρίσω σπίτι.Ξαναβγήκε στο χωλ και στάθηκε μπροστά
στην κρεμάστρα.Τα μπουφάν τους λείπανε.Είχε βγει με τη μικρή-να πάει πού;Αυτή
με το ζόρι έβγαινε απ΄το σπίτι ακόμα και με καλό καιρό.Βγήκε σήμερα μ΄αυτό τον
παλιόκαιρο;Και στα χάλια που ήταν;Να πάει πού;
Στεκόταν σαστισμένος,προσπαθώντας να κάνει το μυαλό του να
πάρει μπρος.
«Στη μάνα μου θα πήγε,πού αλλού.»-Σήκωσε το τηλέφωνο.΄Όχι! Η
Αναστασία είχε να μιλήσει στη νύφη της τρεις μέρες.Ιδέα δεν είχε.
«Στη μάνα της τότε.»-
«Θέλω να πάω,δυο μέρες να τη δω» του είχε πει χτες και τον είχε φέρει εκτός
εαυτού.Μαύρη την είχε κάνει αλλά φαίνεται πως το χτεσινό δεν της έβαλε
μυαλό.Αυτή η γυναίκα είχε βαλθεί να τον στείλει στα σίδερα.
Ξανασήκωσε το τηλέφωνο.Η Κασσιανή,έπεσε απ΄τα σύννεφα.-«Δυο
μήνες έχουμε να τη δούμε.Θαρχόταν σήμερα μ΄αυτό τον παλιόκαιρο;Μήπως βγήκε για
τίποτα ψώνια Δημήτρη μου;»Δεν την πίστεψε.Σιγά μην του τόλεγε η παλιόγρια αν ήταν
εκεί η κόρη της.Κλείδωσε το σπίτι και ξαναμπήκε στ΄αυτοκίνητο.Η Κασσιανή του
άνοιξε τρομοκρατημένη.Ο Δημήτρης όρμησε σπρώχνοντάς την με δύναμη και πήρε
σβάρνα το σπίτι. «Πού την κρύβεις;» της φώναξε «πού την κρύβεις την προκομένη σου;» ΄Ανοιξε τα
δωμάτια ένα-ένα.΄Ανοιξε ντουλάπες,έψαξε κάθε γωνιά του σπιτιού.Η Κασσιανή τον
ακολουθούσε αποσβολωμένη.Τί έγινε με την κόρη της και την έψαχνε αυτός ο λυσσασμένος με τέτοια
μανία;
-Δεν είν΄εδώ γιε μου,στο είπα.Τί συνέβη Δημήτρη μου,έπαθε
τίποτα το κορίτσι μου;
Πού είναι-γιατί τη ψάχνεις παιδί μου;
΄Οπως την άκουγε να μυξοκλαίει,του ήρθε η ιδέα.
-Πού είναι ο κυρ-Μανώλης;
-Στο καφενείο γιε μου.
-Αυτός την πήρε έτσι; Αυτός τη ξεκουβάλησε για να την κρύψει!
Με γράψατε όλοι σας κανονικά,έτσι;Να παρακαλάς να μην πέσει στα χέρια μου.Τα
χτεσινά πες της.δεν ήταν τίποτα μπροστά
σ΄αυτά που έχει να πάθει.Να με περιμένει της είπα κι΄αυτή μ΄έγραψε και
ξεπόρτισε.Η ξεμυαλισμένη!!!
-Παραλογίζεσαι γιέ
μου.Γύρνα σπίτι-εκεί θάναι η Φανή,ηρέμησε.
΄Εφυγε σαν σίφουνας,βρίζοντας χυδαία,την εξαφανισμένη
γυναίκα του..Ξαναγύρισε στο σπίτι.΄Αδειο!-Πού πήγε,αναρωτήθηκε με το μυαλό
θολωμένο..Γιατί δε γύρισε ακόμα;Γιατί…
Το συνειδητοποίησε ξαφνικά: «Γιατί έφυγε ,ρε ηλίθιε!Στην
έκανε!»
Η Κασσιανή ,έκλεισε την
πόρτα πίσω απ΄το Δημήτρη κι΄έμεινε με τα μάτια στο κενό.
Λες; -αναρωτήθηκε.Λες να πήρε τους δρόμους;Τα χτεσινά δε
θάναι τίποτα μπροστά σ΄αυτά που θα πάθει ,αν πέσει στα χέρια μου,της είχε πει ο
γαμπρός της.Ποιος ξέρει
τι θα τράβηξε το φουκαριάρικο απ΄αυτό τον αλήτη.Λες να το πήρε
απόφαση;Να πήρε
το παιδί και νάγινε μπουχός;Μακάρι Παναγία μου!Μακάρι νάχε
βρει το κουράγιο
ν΄ανοίξει την πόρτα και να τον παρατήσει.Να
γλυτώσει!Καλύτερα στους πέντε δρόμους,παρά κοντά σ΄αυτό το ανήμερο θηρίο.Σιγά
–σιγά η βεβαιότητα θέριεψε και ρίζωσε μέσα της.΄Εφυγε! Αν είχε πάει κάπου
κοντά,θάχε πάρει τον άντρα της να του το πει-αλλιώς ήξερε τι θα την
περίμενε.΄Εφυγε!Για να την ψάχνει αυτός ο εξαποδώ,
πήρε το παιδί και των ομματιών της κι΄έφυγε.
Τηλεφώνησε στο καφενείο.Σήκωσε το τηλέφωνο ο καπετάν-Σέρρος.
«Πες του Μανώλη,νάρθει σπίτι,του είπε.Γρήγορα!!»
Τον περίμενε με τη ψυχή στο στόμα,στην πόρτα της
κουζίνας.Πριν προλάβει να τη ρωτήσει,του το ξεφώνισε.
-΄Εφυγε,Μανώλη μου!! Η Φανή πήρε το παιδί και λάκισε!!
΄Εμεινε άγαλμα ο ηλικιωμένος άντρας.
Τι΄ναι αυτά που λες ,γυναίκα;Πώς έφυγε δηλαδή-να πάει πού;
-΄Ηρθε αυτός ο αφορεσμένος και την έψαχνε.Παντού την
έψαξε-δεν τη βρήκε.Θα χανόταν η Φανή ,έτσι,στα καλά του καθουμένου;΄Εφυγε σου
λέω!!΄Εφυγε να γλυτώσει.
Ο κυρ-Μανώλης,προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του.΄Εξυσε
το κεφάλι του
όπως συνήθιζε,όταν ήθελε να οργανώσει τη σκέψη του:
-Πάρε τηλέφωνο τη Ματίνα,τη φιλενάδα της.Αυτή κάτι μπορεί να
ξέρει.
Η Ματίνα ,έμεινε σύξυλη με το νέο. «΄Όχι,δεν ήξερε τίποτε
αλλά αν η Φανούλα τ΄αποφάσισε και τον παράτησε τον αλήτη,μπράβο της!!Καιρός
ήταν!!»
-Πάρε τη Λένια,Κασσιανή.Αφού δε ξέρει η Ματίνα,θα ξέρει
αυτή.Θα της τηλεφώνησε.Αδερφή της είναι.Αν πήρε τέτοια απόφαση η Φανή,κάποιον
θα ειδοποίησε.΄Ετσι πήρε τους δρόμους,στα τυφλά,μ΄ένα μωρο στην αγκαλιά;Δεν
μπορεί!!
Η Λένια δεν απαντούσε.Για μια ώρα και βάλε,η Κασσιανή
καλούσε κάθε τόσο τον αριθμό της μεγάλης κόρης της κι΄απάντηση δεν έπαιρνε.
-Δεν το σηκώνει,θα λείπει, είπε στον άντρα της.-Τι θα
κάνουμε Μανώλη μου;-Εκείνος,σκούπισε με την παλάμη τον ιδρώτα στο μέτωπό του
κι΄έγειρε το κεφάλι στο τραπέζι της κουζίνας,αποκαρδιωμένος. -«Φωτιά στα
μπατζάκια μας»,βόγγηξε.
Δημήτρης
Η ώρα δέκα,η βροχή που λίγο πριν φάνηκε να σταματά,ξανάρχισε
να πέφτει με μεγαλύτερη ένταση από πριν.Η θάλασσα φουσκωμένη
κι΄αγριεμένη,χτυπούσε αφρίζοντας το χαμηλό τοιχάκι της προκυμαίας.Ο
ουρανός,μαυρισμένος.Το πήρε απόφαση.Βγήκε τρέχοντας απ΄το μπαρ και χώθηκε
στ΄αυτοκίνητο βρίζοντας θεούς και δαίμονες.Φτάνοντας στο εργοτάξιο,έδιωξε όσους
εργάτες είχαν μείνει να τον περιμένουν κι΄αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.Μέσα στ΄αυτοκίνητο,θυμήθηκε
την υπόσχεση στη γυναίκα του.-Θα σε ξαναπάρω,είχε πει στη Φανή.-Καλύτερα έτσι.
Δεν θα την έπαιρνε-γιατί
να την πάρει;Για να της δώσει τον
χρόνο να μαζέψει τα
μπόσικα;Απροειδοποίητα θα γύριζε.Φάντης μπαστούνι!Μπορεί να
τη τσάκωνε με το τηλέφωνο στο χέρι.Δεν του τόβγαζε κανένας απ΄το μυαλό ότι εκείνη
η φιλενάδα
της ,η Ματίνα,όλο και θα την έπαιρνε τις ώρες που εκείνος
έλειπε.Θα τα λέγανε οι δυο τους.Η δικιά του,θα της ξέρναγε τα παράπονά της.Η
Ματίνα ήξερε-έκοβε το κεφάλι του πως ήξερε.
Το καταλάβαινε απ΄τον τρόπο της,κάθε φορά που τη συναντούσε
στο δρόμο γιατί στο σπίτι δεν τολμούσε να πατήσει .Το μπασμένο!!-Γεια σου
Δημήτρη,τι κάνει η Φανούλα; Είναι καλά;Χαιρετίσματα να της πεις..-΄Ολ΄αυτά με
νόημα.Σαν να τον ρωτούσε –«ζει ακόμα ή την ξαπόστειλες;»Η πρωϊνή υπόσχεση στον
εαυτό του,θάμπωσε.Ξεχάστηκε.Ο θυμός ,ξεπήδησε μέσα του,ορμητικός, σαν πυρακτωμένη
λάβα ,απλώθηκε κι΄έθαψε τις καλές του προθέσεις.-Αν την πιάσω να τηλεφωνεί,θα τη τσακίσω την άτιμη!.Δε
θα με ξεμπροστιάζει εμένα η Φανούλα στην
κάθε Ματίνα.Το θηρίο είχε ξυπνήσει πάλι μέσα του,παράλογο, ορεξάτο,
τρίζοντας τα δόντια του.
Παρκάροντας τ΄αμάξι,πρόσεξε τα κλειστά παραθυρόφυλλα.Τί
διάολο!΄Εντεκα η ώρα ,κοιμούνται ακόμα;.Και καλά η Φανή,στα χάλια που ήταν .Το
παιδί όμως;
Δε μπορεί να κοιμάται κι΄η μικρή.Κι΄αν η μικρή είναι ξύπνια,αποκλείεται
η Φανή νάχει πέσει στον ύπνο.΄Εκλεισε μαλακά την πόρτα του αυτοκινήτου και πήγε
προς το σπίτι προβληματισμένος.Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκε στο
χωλ
ακροπατώντας.Απόλυτη
ησυχία.Νέκρα.Πήγε στην κουζίνα.΄Αδεια.΄Αδειες κι΄οι δυο κρεβατοκάμαρες.-Φανή;Αθηνά;
Φώναξε, σιγά στην αρχή,πιο δυνατά μετά.Καμμιά απάντηση.Πού στο διάολο
πήγανε-αφού της είπα ότι θα γυρίσω σπίτι.Ξαναβγήκε στο χωλ και στάθηκε μπροστά
στην κρεμάστρα.Τα μπουφάν τους λείπανε.Είχε βγει με τη μικρή-να πάει πού;Αυτή
με το ζόρι έβγαινε απ΄το σπίτι ακόμα και με καλό καιρό.Βγήκε σήμερα μ΄αυτό τον
παλιόκαιρο;Και στα χάλια που ήταν;Να πάει πού;
Στεκόταν σαστισμένος,προσπαθώντας να κάνει το μυαλό του να
πάρει μπρος.
«Στη μάνα μου θα πήγε,πού αλλού.»-Σήκωσε το τηλέφωνο.΄Όχι! Η
Αναστασία είχε να μιλήσει στη νύφη της τρεις μέρες.Ιδέα δεν είχε.
«Στη μάνα της τότε.»-
«Θέλω να πάω,δυο μέρες να τη δω» του είχε πει χτες και τον είχε φέρει εκτός
εαυτού.Μαύρη την είχε κάνει αλλά φαίνεται πως το χτεσινό δεν της έβαλε
μυαλό.Αυτή η γυναίκα είχε βαλθεί να τον στείλει στα σίδερα.
Ξανασήκωσε το τηλέφωνο.Η Κασσιανή,έπεσε απ΄τα σύννεφα.-«Δυο
μήνες έχουμε να τη δούμε.Θαρχόταν σήμερα μ΄αυτό τον παλιόκαιρο;Μήπως βγήκε για
τίποτα ψώνια Δημήτρη μου;»Δεν την πίστεψε.Σιγά μην του τόλεγε η παλιόγρια αν ήταν
εκεί η κόρη της.Κλείδωσε το σπίτι και ξαναμπήκε στ΄αυτοκίνητο.Η Κασσιανή του
άνοιξε τρομοκρατημένη.Ο Δημήτρης όρμησε σπρώχνοντάς την με δύναμη και πήρε
σβάρνα το σπίτι. «Πού την κρύβεις;» της φώναξε «πού την κρύβεις την προκομένη σου;» ΄Ανοιξε τα
δωμάτια ένα-ένα.΄Ανοιξε ντουλάπες,έψαξε κάθε γωνιά του σπιτιού.Η Κασσιανή τον
ακολουθούσε αποσβολωμένη.Τί έγινε με την κόρη της και την έψαχνε αυτός ο λυσσασμένος με τέτοια
μανία;
-Δεν είν΄εδώ γιε μου,στο είπα.Τί συνέβη Δημήτρη μου,έπαθε
τίποτα το κορίτσι μου;
Πού είναι-γιατί τη ψάχνεις παιδί μου;
΄Οπως την άκουγε να μυξοκλαίει,του ήρθε η ιδέα.
-Πού είναι ο κυρ-Μανώλης;
-Στο καφενείο γιε μου.
-Αυτός την πήρε έτσι; Αυτός τη ξεκουβάλησε για να την κρύψει!
Με γράψατε όλοι σας κανονικά,έτσι;Να παρακαλάς να μην πέσει στα χέρια μου.Τα
χτεσινά πες της.δεν ήταν τίποτα μπροστά
σ΄αυτά που έχει να πάθει.Να με περιμένει της είπα κι΄αυτή μ΄έγραψε και
ξεπόρτισε.Η ξεμυαλισμένη!!!
-Παραλογίζεσαι γιέ
μου.Γύρνα σπίτι-εκεί θάναι η Φανή,ηρέμησε.
΄Εφυγε σαν σίφουνας,βρίζοντας χυδαία,την εξαφανισμένη
γυναίκα του..Ξαναγύρισε στο σπίτι.΄Αδειο!-Πού πήγε,αναρωτήθηκε με το μυαλό
θολωμένο..Γιατί δε γύρισε ακόμα;Γιατί…
Το συνειδητοποίησε ξαφνικά: «Γιατί έφυγε ,ρε ηλίθιε!Στην
έκανε!»
Η Κασσιανή ,έκλεισε την
πόρτα πίσω απ΄το Δημήτρη κι΄έμεινε με τα μάτια στο κενό.
Λες; -αναρωτήθηκε.Λες να πήρε τους δρόμους;Τα χτεσινά δε
θάναι τίποτα μπροστά σ΄αυτά που θα πάθει ,αν πέσει στα χέρια μου,της είχε πει ο
γαμπρός της.Ποιος ξέρει
τι θα τράβηξε το φουκαριάρικο απ΄αυτό τον αλήτη.Λες να το πήρε
απόφαση;Να πήρε
το παιδί και νάγινε μπουχός;Μακάρι Παναγία μου!Μακάρι νάχε
βρει το κουράγιο
ν΄ανοίξει την πόρτα και να τον παρατήσει.Να
γλυτώσει!Καλύτερα στους πέντε δρόμους,παρά κοντά σ΄αυτό το ανήμερο θηρίο.Σιγά
–σιγά η βεβαιότητα θέριεψε και ρίζωσε μέσα της.΄Εφυγε! Αν είχε πάει κάπου
κοντά,θάχε πάρει τον άντρα της να του το πει-αλλιώς ήξερε τι θα την
περίμενε.΄Εφυγε!Για να την ψάχνει αυτός ο εξαποδώ,
πήρε το παιδί και των ομματιών της κι΄έφυγε.
Τηλεφώνησε στο καφενείο.Σήκωσε το τηλέφωνο ο καπετάν-Σέρρος.
«Πες του Μανώλη,νάρθει σπίτι,του είπε.Γρήγορα!!»
Τον περίμενε με τη ψυχή στο στόμα,στην πόρτα της
κουζίνας.Πριν προλάβει να τη ρωτήσει,του το ξεφώνισε.
-΄Εφυγε,Μανώλη μου!! Η Φανή πήρε το παιδί και λάκισε!!
΄Εμεινε άγαλμα ο ηλικιωμένος άντρας.
Τι΄ναι αυτά που λες ,γυναίκα;Πώς έφυγε δηλαδή-να πάει πού;
-΄Ηρθε αυτός ο αφορεσμένος και την έψαχνε.Παντού την
έψαξε-δεν τη βρήκε.Θα χανόταν η Φανή ,έτσι,στα καλά του καθουμένου;΄Εφυγε σου
λέω!!΄Εφυγε να γλυτώσει.
Ο κυρ-Μανώλης,προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του.΄Εξυσε
το κεφάλι του
όπως συνήθιζε,όταν ήθελε να οργανώσει τη σκέψη του:
-Πάρε τηλέφωνο τη Ματίνα,τη φιλενάδα της.Αυτή κάτι μπορεί να
ξέρει.
Η Ματίνα ,έμεινε σύξυλη με το νέο. «΄Όχι,δεν ήξερε τίποτε
αλλά αν η Φανούλα τ΄αποφάσισε και τον παράτησε τον αλήτη,μπράβο της!!Καιρός
ήταν!!»
-Πάρε τη Λένια,Κασσιανή.Αφού δε ξέρει η Ματίνα,θα ξέρει
αυτή.Θα της τηλεφώνησε.Αδερφή της είναι.Αν πήρε τέτοια απόφαση η Φανή,κάποιον
θα ειδοποίησε.΄Ετσι πήρε τους δρόμους,στα τυφλά,μ΄ένα μωρο στην αγκαλιά;Δεν
μπορεί!!
Η Λένια δεν απαντούσε.Για μια ώρα και βάλε,η Κασσιανή
καλούσε κάθε τόσο τον αριθμό της μεγάλης κόρης της κι΄απάντηση δεν έπαιρνε.
-Δεν το σηκώνει,θα λείπει, είπε στον άντρα της.-Τι θα
κάνουμε Μανώλη μου;-Εκείνος,σκούπισε με την παλάμη τον ιδρώτα στο μέτωπό του
κι΄έγειρε το κεφάλι στο τραπέζι της κουζίνας,αποκαρδιωμένος. -«Φωτιά στα
μπατζάκια μας»,βόγγηξε.
Δημήτρης
Η ώρα δέκα,η βροχή που λίγο πριν φάνηκε να σταματά,ξανάρχισε
να πέφτει με μεγαλύτερη ένταση από πριν.Η θάλασσα φουσκωμένη
κι΄αγριεμένη,χτυπούσε αφρίζοντας το χαμηλό τοιχάκι της προκυμαίας.Ο
ουρανός,μαυρισμένος.Το πήρε απόφαση.Βγήκε τρέχοντας απ΄το μπαρ και χώθηκε
στ΄αυτοκίνητο βρίζοντας θεούς και δαίμονες.Φτάνοντας στο εργοτάξιο,έδιωξε όσους
εργάτες είχαν μείνει να τον περιμένουν κι΄αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.Μέσα στ΄αυτοκίνητο,θυμήθηκε
την υπόσχεση στη γυναίκα του.-Θα σε ξαναπάρω,είχε πει στη Φανή.-Καλύτερα έτσι.
Δεν θα την έπαιρνε-γιατί
να την πάρει;Για να της δώσει τον
χρόνο να μαζέψει τα
μπόσικα;Απροειδοποίητα θα γύριζε.Φάντης μπαστούνι!Μπορεί να
τη τσάκωνε με το τηλέφωνο στο χέρι.Δεν του τόβγαζε κανένας απ΄το μυαλό ότι εκείνη
η φιλενάδα
της ,η Ματίνα,όλο και θα την έπαιρνε τις ώρες που εκείνος
έλειπε.Θα τα λέγανε οι δυο τους.Η δικιά του,θα της ξέρναγε τα παράπονά της.Η
Ματίνα ήξερε-έκοβε το κεφάλι του πως ήξερε.
Το καταλάβαινε απ΄τον τρόπο της,κάθε φορά που τη συναντούσε
στο δρόμο γιατί στο σπίτι δεν τολμούσε να πατήσει .Το μπασμένο!!-Γεια σου
Δημήτρη,τι κάνει η Φανούλα; Είναι καλά;Χαιρετίσματα να της πεις..-΄Ολ΄αυτά με
νόημα.Σαν να τον ρωτούσε –«ζει ακόμα ή την ξαπόστειλες;»Η πρωϊνή υπόσχεση στον
εαυτό του,θάμπωσε.Ξεχάστηκε.Ο θυμός ,ξεπήδησε μέσα του,ορμητικός, σαν πυρακτωμένη
λάβα ,απλώθηκε κι΄έθαψε τις καλές του προθέσεις.-Αν την πιάσω να τηλεφωνεί,θα τη τσακίσω την άτιμη!.Δε
θα με ξεμπροστιάζει εμένα η Φανούλα στην
κάθε Ματίνα.Το θηρίο είχε ξυπνήσει πάλι μέσα του,παράλογο, ορεξάτο,
τρίζοντας τα δόντια του.
Παρκάροντας τ΄αμάξι,πρόσεξε τα κλειστά παραθυρόφυλλα.Τί
διάολο!΄Εντεκα η ώρα ,κοιμούνται ακόμα;.Και καλά η Φανή,στα χάλια που ήταν .Το
παιδί όμως;
Δε μπορεί να κοιμάται κι΄η μικρή.Κι΄αν η μικρή είναι ξύπνια,αποκλείεται
η Φανή νάχει πέσει στον ύπνο.΄Εκλεισε μαλακά την πόρτα του αυτοκινήτου και πήγε
προς το σπίτι προβληματισμένος.Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκε στο
χωλ
ακροπατώντας.Απόλυτη
ησυχία.Νέκρα.Πήγε στην κουζίνα.΄Αδεια.΄Αδειες κι΄οι δυο κρεβατοκάμαρες.-Φανή;Αθηνά;
Φώναξε, σιγά στην αρχή,πιο δυνατά μετά.Καμμιά απάντηση.Πού στο διάολο
πήγανε-αφού της είπα ότι θα γυρίσω σπίτι.Ξαναβγήκε στο χωλ και στάθηκε μπροστά
στην κρεμάστρα.Τα μπουφάν τους λείπανε.Είχε βγει με τη μικρή-να πάει πού;Αυτή
με το ζόρι έβγαινε απ΄το σπίτι ακόμα και με καλό καιρό.Βγήκε σήμερα μ΄αυτό τον
παλιόκαιρο;Και στα χάλια που ήταν;Να πάει πού;
Στεκόταν σαστισμένος,προσπαθώντας να κάνει το μυαλό του να
πάρει μπρος.
«Στη μάνα μου θα πήγε,πού αλλού.»-Σήκωσε το τηλέφωνο.΄Όχι! Η
Αναστασία είχε να μιλήσει στη νύφη της τρεις μέρες.Ιδέα δεν είχε.
«Στη μάνα της τότε.»-
«Θέλω να πάω,δυο μέρες να τη δω» του είχε πει χτες και τον είχε φέρει εκτός
εαυτού.Μαύρη την είχε κάνει αλλά φαίνεται πως το χτεσινό δεν της έβαλε
μυαλό.Αυτή η γυναίκα είχε βαλθεί να τον στείλει στα σίδερα.
Ξανασήκωσε το τηλέφωνο.Η Κασσιανή,έπεσε απ΄τα σύννεφα.-«Δυο
μήνες έχουμε να τη δούμε.Θαρχόταν σήμερα μ΄αυτό τον παλιόκαιρο;Μήπως βγήκε για
τίποτα ψώνια Δημήτρη μου;»Δεν την πίστεψε.Σιγά μην του τόλεγε η παλιόγρια αν ήταν
εκεί η κόρη της.Κλείδωσε το σπίτι και ξαναμπήκε στ΄αυτοκίνητο.Η Κασσιανή του
άνοιξε τρομοκρατημένη.Ο Δημήτρης όρμησε σπρώχνοντάς την με δύναμη και πήρε
σβάρνα το σπίτι. «Πού την κρύβεις;» της φώναξε «πού την κρύβεις την προκομένη σου;» ΄Ανοιξε τα
δωμάτια ένα-ένα.΄Ανοιξε ντουλάπες,έψαξε κάθε γωνιά του σπιτιού.Η Κασσιανή τον
ακολουθούσε αποσβολωμένη.Τί έγινε με την κόρη της και την έψαχνε αυτός ο λυσσασμένος με τέτοια
μανία;
-Δεν είν΄εδώ γιε μου,στο είπα.Τί συνέβη Δημήτρη μου,έπαθε
τίποτα το κορίτσι μου;
Πού είναι-γιατί τη ψάχνεις παιδί μου;
΄Οπως την άκουγε να μυξοκλαίει,του ήρθε η ιδέα.
-Πού είναι ο κυρ-Μανώλης;
-Στο καφενείο γιε μου.
-Αυτός την πήρε έτσι; Αυτός τη ξεκουβάλησε για να την κρύψει!
Με γράψατε όλοι σας κανονικά,έτσι;Να παρακαλάς να μην πέσει στα χέρια μου.Τα
χτεσινά πες της.δεν ήταν τίποτα μπροστά
σ΄αυτά που έχει να πάθει.Να με περιμένει της είπα κι΄αυτή μ΄έγραψε και
ξεπόρτισε.Η ξεμυαλισμένη!!!
-Παραλογίζεσαι γιέ
μου.Γύρνα σπίτι-εκεί θάναι η Φανή,ηρέμησε.
΄Εφυγε σαν σίφουνας,βρίζοντας χυδαία,την εξαφανισμένη
γυναίκα του..Ξαναγύρισε στο σπίτι.΄Αδειο!-Πού πήγε,αναρωτήθηκε με το μυαλό
θολωμένο..Γιατί δε γύρισε ακόμα;Γιατί…
Το συνειδητοποίησε ξαφνικά: «Γιατί έφυγε ,ρε ηλίθιε!Στην
έκανε!»
Η Κασσιανή ,έκλεισε την
πόρτα πίσω απ΄το Δημήτρη κι΄έμεινε με τα μάτια στο κενό.
Λες; -αναρωτήθηκε.Λες να πήρε τους δρόμους;Τα χτεσινά δε
θάναι τίποτα μπροστά σ΄αυτά που θα πάθει ,αν πέσει στα χέρια μου,της είχε πει ο
γαμπρός της.Ποιος ξέρει
τι θα τράβηξε το φουκαριάρικο απ΄αυτό τον αλήτη.Λες να το πήρε
απόφαση;Να πήρε
το παιδί και νάγινε μπουχός;Μακάρι Παναγία μου!Μακάρι νάχε
βρει το κουράγιο
ν΄ανοίξει την πόρτα και να τον παρατήσει.Να
γλυτώσει!Καλύτερα στους πέντε δρόμους,παρά κοντά σ΄αυτό το ανήμερο θηρίο.Σιγά
–σιγά η βεβαιότητα θέριεψε και ρίζωσε μέσα της.΄Εφυγε! Αν είχε πάει κάπου
κοντά,θάχε πάρει τον άντρα της να του το πει-αλλιώς ήξερε τι θα την
περίμενε.΄Εφυγε!Για να την ψάχνει αυτός ο εξαποδώ,
πήρε το παιδί και των ομματιών της κι΄έφυγε.
Τηλεφώνησε στο καφενείο.Σήκωσε το τηλέφωνο ο καπετάν-Σέρρος.
«Πες του Μανώλη,νάρθει σπίτι,του είπε.Γρήγορα!!»
Τον περίμενε με τη ψυχή στο στόμα,στην πόρτα της
κουζίνας.Πριν προλάβει να τη ρωτήσει,του το ξεφώνισε.
-΄Εφυγε,Μανώλη μου!! Η Φανή πήρε το παιδί και λάκισε!!
΄Εμεινε άγαλμα ο ηλικιωμένος άντρας.
Τι΄ναι αυτά που λες ,γυναίκα;Πώς έφυγε δηλαδή-να πάει πού;
-΄Ηρθε αυτός ο αφορεσμένος και την έψαχνε.Παντού την
έψαξε-δεν τη βρήκε.Θα χανόταν η Φανή ,έτσι,στα καλά του καθουμένου;΄Εφυγε σου
λέω!!΄Εφυγε να γλυτώσει.
Ο κυρ-Μανώλης,προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του.΄Εξυσε
το κεφάλι του
όπως συνήθιζε,όταν ήθελε να οργανώσει τη σκέψη του:
-Πάρε τηλέφωνο τη Ματίνα,τη φιλενάδα της.Αυτή κάτι μπορεί να
ξέρει.
Η Ματίνα ,έμεινε σύξυλη με το νέο. «΄Όχι,δεν ήξερε τίποτε
αλλά αν η Φανούλα τ΄αποφάσισε και τον παράτησε τον αλήτη,μπράβο της!!Καιρός
ήταν!!»
-Πάρε τη Λένια,Κασσιανή.Αφού δε ξέρει η Ματίνα,θα ξέρει
αυτή.Θα της τηλεφώνησε.Αδερφή της είναι.Αν πήρε τέτοια απόφαση η Φανή,κάποιον
θα ειδοποίησε.΄Ετσι πήρε τους δρόμους,στα τυφλά,μ΄ένα μωρο στην αγκαλιά;Δεν
μπορεί!!
Η Λένια δεν απαντούσε.Για μια ώρα και βάλε,η Κασσιανή
καλούσε κάθε τόσο τον αριθμό της μεγάλης κόρης της κι΄απάντηση δεν έπαιρνε.
-Δεν το σηκώνει,θα λείπει, είπε στον άντρα της.-Τι θα
κάνουμε Μανώλη μου;-Εκείνος,σκούπισε με την παλάμη τον ιδρώτα στο μέτωπό του
κι΄έγειρε το κεφάλι στο τραπέζι της κουζίνας,αποκαρδιωμένος. -«Φωτιά στα
μπατζάκια μας»,βόγγηξε.
Δημήτρης
Η ώρα δέκα,η βροχή που λίγο πριν φάνηκε να σταματά,ξανάρχισε
να πέφτει με μεγαλύτερη ένταση από πριν.Η θάλασσα φουσκωμένη
κι΄αγριεμένη,χτυπούσε αφρίζοντας το χαμηλό τοιχάκι της προκυμαίας.Ο
ουρανός,μαυρισμένος.Το πήρε απόφαση.Βγήκε τρέχοντας απ΄το μπαρ και χώθηκε
στ΄αυτοκίνητο βρίζοντας θεούς και δαίμονες.Φτάνοντας στο εργοτάξιο,έδιωξε όσους
εργάτες είχαν μείνει να τον περιμένουν κι΄αποφάσισε να γυρίσει σπίτι.Μέσα στ΄αυτοκίνητο,θυμήθηκε
την υπόσχεση στη γυναίκα του.-Θα σε ξαναπάρω,είχε πει στη Φανή.-Καλύτερα έτσι.
Δεν θα την έπαιρνε-γιατί
να την πάρει;Για να της δώσει τον
χρόνο να μαζέψει τα
μπόσικα;Απροειδοποίητα θα γύριζε.Φάντης μπαστούνι!Μπορεί να
τη τσάκωνε με το τηλέφωνο στο χέρι.Δεν του τόβγαζε κανένας απ΄το μυαλό ότι εκείνη
η φιλενάδα
της ,η Ματίνα,όλο και θα την έπαιρνε τις ώρες που εκείνος
έλειπε.Θα τα λέγανε οι δυο τους.Η δικιά του,θα της ξέρναγε τα παράπονά της.Η
Ματίνα ήξερε-έκοβε το κεφάλι του πως ήξερε.
Το καταλάβαινε απ΄τον τρόπο της,κάθε φορά που τη συναντούσε
στο δρόμο γιατί στο σπίτι δεν τολμούσε να πατήσει .Το μπασμένο!!-Γεια σου
Δημήτρη,τι κάνει η Φανούλα; Είναι καλά;Χαιρετίσματα να της πεις..-΄Ολ΄αυτά με
νόημα.Σαν να τον ρωτούσε –«ζει ακόμα ή την ξαπόστειλες;»Η πρωϊνή υπόσχεση στον
εαυτό του,θάμπωσε.Ξεχάστηκε.Ο θυμός ,ξεπήδησε μέσα του,ορμητικός, σαν πυρακτωμένη
λάβα ,απλώθηκε κι΄έθαψε τις καλές του προθέσεις.-Αν την πιάσω να τηλεφωνεί,θα τη τσακίσω την άτιμη!.Δε
θα με ξεμπροστιάζει εμένα η Φανούλα στην
κάθε Ματίνα.Το θηρίο είχε ξυπνήσει πάλι μέσα του,παράλογο, ορεξάτο,
τρίζοντας τα δόντια του.
Παρκάροντας τ΄αμάξι,πρόσεξε τα κλειστά παραθυρόφυλλα.Τί
διάολο!΄Εντεκα η ώρα ,κοιμούνται ακόμα;.Και καλά η Φανή,στα χάλια που ήταν .Το
παιδί όμως;
Δε μπορεί να κοιμάται κι΄η μικρή.Κι΄αν η μικρή είναι ξύπνια,αποκλείεται
η Φανή νάχει πέσει στον ύπνο.΄Εκλεισε μαλακά την πόρτα του αυτοκινήτου και πήγε
προς το σπίτι προβληματισμένος.Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκε στο
χωλ
ακροπατώντας.Απόλυτη
ησυχία.Νέκρα.Πήγε στην κουζίνα.΄Αδεια.΄Αδειες κι΄οι δυο κρεβατοκάμαρες.-Φανή;Αθηνά;
Φώναξε, σιγά στην αρχή,πιο δυνατά μετά.Καμμιά απάντηση.Πού στο διάολο
πήγανε-αφού της είπα ότι θα γυρίσω σπίτι.Ξαναβγήκε στο χωλ και στάθηκε μπροστά
στην κρεμάστρα.Τα μπουφάν τους λείπανε.Είχε βγει με τη μικρή-να πάει πού;Αυτή
με το ζόρι έβγαινε απ΄το σπίτι ακόμα και με καλό καιρό.Βγήκε σήμερα μ΄αυτό τον
παλιόκαιρο;Και στα χάλια που ήταν;Να πάει πού;
Στεκόταν σαστισμένος,προσπαθώντας να κάνει το μυαλό του να
πάρει μπρος.
«Στη μάνα μου θα πήγε,πού αλλού.»-Σήκωσε το τηλέφωνο.΄Όχι! Η
Αναστασία είχε να μιλήσει στη νύφη της τρεις μέρες.Ιδέα δεν είχε.
«Στη μάνα της τότε.»-
«Θέλω να πάω,δυο μέρες να τη δω» του είχε πει χτες και τον είχε φέρει εκτός
εαυτού.Μαύρη την είχε κάνει αλλά φαίνεται πως το χτεσινό δεν της έβαλε
μυαλό.Αυτή η γυναίκα είχε βαλθεί να τον στείλει στα σίδερα.
Ξανασήκωσε το τηλέφωνο.Η Κασσιανή,έπεσε απ΄τα σύννεφα.-«Δυο
μήνες έχουμε να τη δούμε.Θαρχόταν σήμερα μ΄αυτό τον παλιόκαιρο;Μήπως βγήκε για
τίποτα ψώνια Δημήτρη μου;»Δεν την πίστεψε.Σιγά μην του τόλεγε η παλιόγρια αν ήταν
εκεί η κόρη της.Κλείδωσε το σπίτι και ξαναμπήκε στ΄αυτοκίνητο.Η Κασσιανή του
άνοιξε τρομοκρατημένη.Ο Δημήτρης όρμησε σπρώχνοντάς την με δύναμη και πήρε
σβάρνα το σπίτι. «Πού την κρύβεις;» της φώναξε «πού την κρύβεις την προκομένη σου;» ΄Ανοιξε τα
δωμάτια ένα-ένα.΄Ανοιξε ντουλάπες,έψαξε κάθε γωνιά του σπιτιού.Η Κασσιανή τον
ακολουθούσε αποσβολωμένη.Τί έγινε με την κόρη της και την έψαχνε αυτός ο λυσσασμένος με τέτοια
μανία;
-Δεν είν΄εδώ γιε μου,στο είπα.Τί συνέβη Δημήτρη μου,έπαθε
τίποτα το κορίτσι μου;
Πού είναι-γιατί τη ψάχνεις παιδί μου;
΄Οπως την άκουγε να μυξοκλαίει,του ήρθε η ιδέα.
-Πού είναι ο κυρ-Μανώλης;
-Στο καφενείο γιε μου.
-Αυτός την πήρε έτσι; Αυτός τη ξεκουβάλησε για να την κρύψει!
Με γράψατε όλοι σας κανονικά,έτσι;Να παρακαλάς να μην πέσει στα χέρια μου.Τα
χτεσινά πες της.δεν ήταν τίποτα μπροστά
σ΄αυτά που έχει να πάθει.Να με περιμένει της είπα κι΄αυτή μ΄έγραψε και
ξεπόρτισε.Η ξεμυαλισμένη!!!
-Παραλογίζεσαι γιέ
μου.Γύρνα σπίτι-εκεί θάναι η Φανή,ηρέμησε.
΄Εφυγε σαν σίφουνας,βρίζοντας χυδαία,την εξαφανισμένη
γυναίκα του..Ξαναγύρισε στο σπίτι.΄Αδειο!-Πού πήγε,αναρωτήθηκε με το μυαλό
θολωμένο..Γιατί δε γύρισε ακόμα;Γιατί…
Το συνειδητοποίησε ξαφνικά: «Γιατί έφυγε ,ρε ηλίθιε!Στην
έκανε!»
Η Κασσιανή ,έκλεισε την
πόρτα πίσω απ΄το Δημήτρη κι΄έμεινε με τα μάτια στο κενό.
Λες; -αναρωτήθηκε.Λες να πήρε τους δρόμους;Τα χτεσινά δε
θάναι τίποτα μπροστά σ΄αυτά που θα πάθει ,αν πέσει στα χέρια μου,της είχε πει ο
γαμπρός της.Ποιος ξέρει
τι θα τράβηξε το φουκαριάρικο απ΄αυτό τον αλήτη.Λες να το πήρε
απόφαση;Να πήρε
το παιδί και νάγινε μπουχός;Μακάρι Παναγία μου!Μακάρι νάχε
βρει το κουράγιο
ν΄ανοίξει την πόρτα και να τον παρατήσει.Να
γλυτώσει!Καλύτερα στους πέντε δρόμους,παρά κοντά σ΄αυτό το ανήμερο θηρίο.Σιγά
–σιγά η βεβαιότητα θέριεψε και ρίζωσε μέσα της.΄Εφυγε! Αν είχε πάει κάπου
κοντά,θάχε πάρει τον άντρα της να του το πει-αλλιώς ήξερε τι θα την
περίμενε.΄Εφυγε!Για να την ψάχνει αυτός ο εξαποδώ,
πήρε το παιδί και των ομματιών της κι΄έφυγε.
Τηλεφώνησε στο καφενείο.Σήκωσε το τηλέφωνο ο καπετάν-Σέρρος.
«Πες του Μανώλη,νάρθει σπίτι,του είπε.Γρήγορα!!»
Τον περίμενε με τη ψυχή στο στόμα,στην πόρτα της
κουζίνας.Πριν προλάβει να τη ρωτήσει,του το ξεφώνισε.
-΄Εφυγε,Μανώλη μου!! Η Φανή πήρε το παιδί και λάκισε!!
΄Εμεινε άγαλμα ο ηλικιωμένος άντρας.
Τι΄ναι αυτά που λες ,γυναίκα;Πώς έφυγε δηλαδή-να πάει πού;
-΄Ηρθε αυτός ο αφορεσμένος και την έψαχνε.Παντού την
έψαξε-δεν τη βρήκε.Θα χανόταν η Φανή ,έτσι,στα καλά του καθουμένου;΄Εφυγε σου
λέω!!΄Εφυγε να γλυτώσει.
Ο κυρ-Μανώλης,προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του.΄Εξυσε
το κεφάλι του
όπως συνήθιζε,όταν ήθελε να οργανώσει τη σκέψη του:
-Πάρε τηλέφωνο τη Ματίνα,τη φιλενάδα της.Αυτή κάτι μπορεί να
ξέρει.
Η Ματίνα ,έμεινε σύξυλη με το νέο. «΄Όχι,δεν ήξερε τίποτε
αλλά αν η Φανούλα τ΄αποφάσισε και τον παράτησε τον αλήτη,μπράβο της!!Καιρός
ήταν!!»
-Πάρε τη Λένια,Κασσιανή.Αφού δε ξέρει η Ματίνα,θα ξέρει
αυτή.Θα της τηλεφώνησε.Αδερφή της είναι.Αν πήρε τέτοια απόφαση η Φανή,κάποιον
θα ειδοποίησε.΄Ετσι πήρε τους δρόμους,στα τυφλά,μ΄ένα μωρο στην αγκαλιά;Δεν
μπορεί!!
Η Λένια δεν απαντούσε.Για μια ώρα και βάλε,η Κασσιανή
καλούσε κάθε τόσο τον αριθμό της μεγάλης κόρης της κι΄απάντηση δεν έπαιρνε.
-Δεν το σηκώνει,θα λείπει, είπε στον άντρα της.-Τι θα
κάνουμε Μανώλη μου;-Εκείνος,σκούπισε με την παλάμη τον ιδρώτα στο μέτωπό του
κι΄έγειρε το κεφάλι στο τραπέζι της κουζίνας,αποκαρδιωμένος. -«Φωτιά στα
μπατζάκια μας»,βόγγηξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου