Από το κεφ.5
Ο Γεράσιμος Αβραμίδης,δεν έμαθε ποτέ,από πού ήρθε η κεραμίδα που τούπεσε στο κεφάλι εκείνο το πρωί της Δευτέρας,με το που κάθισε μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του,στο πολυτελές γραφείο του.Την πρώτη φορά που σήκωσε το τηλέφωνο,άκουσε μια άγνωστη αντρική φωνή-μάλλον σαν παραμορφωμένη του φάνηκε-να τον καλημερίζει.
-Καλημέρα,Μάκη..
-Καλημέρα.Ποιός είναι;
-΄Αστο αυτό,καίει.Φίλος είμαι και δεν σε πήρα για να «καώ»-να σου ανοίξω τα μάτια πήρα…έλα,μ΄ακούς;;
-Ποιος είσαι,ρε;
-Την Πινακωτή θα παίξουμε τώρα ή θα μ΄ακούσεις;
Το πέρασε για φάρσα.
-΄Αει στο διάολο ,πρωί-πρωί Δευτεριάτικα….
Κι΄έκλεισε το τηλέφωνο.Η μέρα του,είχε ήδη στραβώσει.
Τη δεύτερη φορά που χτύπησε το τηλέφωνο,είπε να μην το σηκώσει-μετά σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν ο προϊστάμενος ή κανένας πελάτης.Και το σήκωσε ελπίζοντας να μη ξανακούσει την ίδια αντιπαθητική φωνή.Την ξανάκουσε.
-Πάλι εσύ ρε μαλάκα;
-Κοίτα να δεις,αν δεν θέλεις να ενημερωθείς ,να το κλείσω.Δικό σου είναι το πρόβλημα.
-Για τι πράγμα να ενημερωθώ,ρε χαμένε;
-Η Αλέκα ντε,η γυναίκα σου. Τροφαντή,μπουκιά και συχώριο,φίλε μου!!
-Τί δουλειά έχει η Αλέκα ρε αλήτη;
-Εεε!!Το πάει το γράμμα..Φίλος είμαι,είπα να μη σ΄αφήσω με την τύφλα…στραβάδι.
-΄Αντε,χάσου ρε ηλίθιε.. και ξανάκλεισε το τηλέφωνο…
Είχε ιδρώσει.Η Αλέκα το πάει το γράμμα;;Τι ήταν πάλι αυτό!Δεν πρόλαβε να το αναλύσει στο μυαλό του,ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
-΄Ακου να δεις φιλαράκο..Αν γουστάρεις το κέρατο ,εγώ πάω πάσο αλλά αν δεν γουστάρεις κουδούνια στην κεφάλα σου,απόψε στις εννιά ,μπαράκι τάδε,Γλυφάδα.
Σε χαιρετώ.
΄Εκλεισε το τηλέφωνο ,με χέρι που έτρεμε,καταϊδρωμένος.΄Εχει γούστο.΄Όχι,από-
κλείεται-η Αλέκα;Από πού κι΄ως πού;΄Εκανε να ρίξει την πληροφορία στο καλάθι των αχρήστων και να τη ξεχάσει.Δεν τα κατάφερε.Η Αλέκα ,είχε σουλουπωθεί,είχε πάρει αέρα-μέχρι που κι΄ο ίδιος ξανάρχισε να τη γουστάρει.Είχε αρχίσει τα σούρτα φέρτα με τη Φαίη.Τούχε ρίξει «μαύρο» στο τελευταίο πήδημα-κι΄ήταν κι΄εκείνες οι θεωρίες για φαντασία στον έρωτα,για τον έρωτα που πεθαίνει όταν βαλτώσει…΄Ολα
αυτά μαζί,τι συμπέρασμα βγάζανε;΄Ότι η γυναίκα του «το πάει το γράμμα»;
΄Εγραψε σ΄ένα χαρτί το όνομα του μπαρ και τόχωσε στη τσέπη του.΄Υστερα πήρε
τηλέφωνο στο σπίτι.Νέκρα.Την πήρε στο κινητό.
-Πού γυρίζεις πρωί-πρωί;
-Στο κομμωτήριο είμαι-τι τρέχει;
-Κομμωτήριο Δευτεριάτικα;
-Θα βγω το βράδι κι΄είπα να κάνω ένα φρεσκάρισμα.
-Α!καλά-και πού θα πάς το βράδι νάχουμε καλό ρώτημα;
-Σινεμά με τη Φαίη.Τί θέλεις ρε παιδάκι μου;Ανάκριση μου κάνεις τώρα;
-΄Ετσι πήρα μάνα μου,να δω τι κάνεις.΄Αντε,τα λέμε το μεσημέρι.
-Στον έκανα,τούρμπο,της είχε πει ο Μενέλαος λίγο νωρίτερα.
-Του τηλεφώνησες δηλαδή…
-Μόλις τον έκλεισα…
-Τι είπε βρε Μενέλαε;
-Μ΄έβρισε ,τι να πει.Τρία τηλεφωνήματα έκανα για να τον καταφέρω να μ΄ακούσει.Στο τρίτο ,του κόπηκε η μιλιά.Το βράδι στο μπαρ,θάχουμε σίγουρα επισκέψεις-ετοιμάσου.Το σχέδιο εκτελείται κατά γράμμα.
-Νάσαι καλά Μενέλαε.Εννιά παρά,στο μπαράκι,έτσι;
-ΟΚ
Ο Μάκης ήταν ανάστατος.Δεν τον χώραγε το γραφείο.Ενημέρωσε την κοπέλα στη
Ρεσεψιόν ότι θα λείψει για λίγο και κατέβηκε στο κυλικείο.Παράγγειλε μια μπύρα.Είχε ανάγκη να πιει κάτι-είχε στεγνώσει το στόμα του.΄Ηπιε τη μπύρα σχεδόν μονορρούφι-ο Μάκης κερατάς!!!Δεν μπορούσε να το καταπιεί.Και ποιος ήταν αυτός ο φίλος που ήξερε τα ρεζιλίκια του;Ο Μίλτος;Ο Θανάσης;Ο Κώστας;Ο Αντρέας;Ο καθένας τους μπορούσε νάναι.Πώς θα τους ξανάβλεπε ξέροντας ότι μπορεί να χασκογελάνε πίσω απ΄την πλάτη του;Αν μούχει κάνει τέτοιο χουνέρι,θα τη σκίσω την άτιμη-θα την κόψω φέτες και θα τις στείλω πεσκέσι στη μάνα της.Δεν ήξερε πού να ξεσπάσει την οργή του-τουρχότανε να τα σπάσει όλα εκεί μέσα.Τραπέζια,καρέκλες ,ποτήρια,όλα.Η πρόστυχη!Με τα εκατόν είκοσι κιλά με κυνηγούσε να την πηδήξω,τώρα που φύρανε με φτύνει-κατάλαβες;΄Οσο περνούσε η ώρα,τόσο μια φωνή μέσα του τούλεγε πως όσα του είπε ο καλοθελητής στο τηλέφωνο ήταν αλήθεια.΄Αρχισε να ρίχνει και στον εαυτό του ένα φταίξιμο.Πέντε μήνες την είχε φτυσμένη-λάθος του-αλλά όταν είχε ένα Ολγάκι να πηδά πρωί,μεσημέρι ,βράδι,την Αλέκα θα σκεφτότανε;Τώρα;Τώρα…όπως τάκανες,φάτα Μάκη!
΄Εβγαλε το κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό.
-΄Ελα ,΄Ολγα,θ΄ακυρώσουμε τ΄αποψινό κουκλάρα μου…..Κάτι μούτυχε..πολύ επείγον….΄Ελα βρε μάνα μου,μη μου τα πρήζεις κι΄εσύ…επείγον σου λέω…σταμάτα βρε κούκλα μου,θα τα πούμε αύριο….ε,άει στο διάολο κι΄εσύ! Χοντροκέφαλη!!
Να ηρεμήσει έπρεπε.Πώς να ηρεμήσει;Δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα η Αλέκα.΄Επρεπε να την πιάσει στα πράσα..Πόρνη!Κοίτα σε τι φουρτούνα μ΄έρριξε.
Α,ρε Μάκη μεγάλε…και στόπε…με ΧΧ-large θα στα φορέσω..αλλά εσύ το πέρασες στο ντούκου Μάκη μου.Με τη δεύτερη μπύρα,κάπως χαλάρωσε.Υπομονή μέχρι το βράδυ-το βράδυ θα την κανόνιζε την κυρία-επί τόπου.
Το μεσημέρι στο τραπέζι,μες τα μέλια.Η Αλέκα είχε κουφαθεί τελείως.Τον κοίταζε κι΄απορούσε,πού την εύρισκε τόση ψυχραιμία.Μεγάλη μάρκα ,σκεφτότανε,μεγάλος θεατρίνος.Ετοιμάζεται για τη βραδυνή παράσταση.Πού νάξερε ότι τον περιμένω στη γωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου