Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ- ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ.



Η πόρτα κλείνει

Αυτές οι χειμωνιάτικες λιακάδες στη Ρόδο,είναι το κάτι άλλο.Θα μου πεις,ο Νοέμβρης δεν είναι κι’η καρδιά του χειμώνα.Όμως,η ατμόσφαιρα εκείνη την ημέρα,
θύμιζε πιο πολύ καλοκαίρι παρά φθινόπωρο.Τόχω που τόχω το πρόβλημα με τη ζέστη,
ήταν και το άγχος της συνάντησης με το Φίλιππο…Άρχισα να ιδρώνω καθώς τον περίμενα στο πεζοδρόμιο.Ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό μου κι’από κει,
στο λαιμό,το στέρνο,την πλάτη μου!Άρχισα να φοβάμαι πως αν αργούσε λίγο ακόμα,
οι υγρές στάμπες θα γίνονταν ενοχλητικά ορατές πάνω στο μακό μου μπλουζάκι.
Δύο λεπτά αργότερα,σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά μου και σκύβοντας,μου άνοιξε την πόρτα με μια καλημέρα και μια συγγνώμη για τη μικρή αργοπορία.
-Τι έπαθες,ζεσταίνεσαι χειμωνιάτικα;-με ρώτησε χαμογελώντας μόλις κάθισα δίπλα του.
-Μα κάνει ζέστη,δεν κάνει;
-Όπως το πάρεις…Έχω χαρτομάντηλα στο ντουλαπάκι!
Ο αέρας που παρ’όλη τη ζέστη έμπαινε δροσερός από τ’ανοιχτό παράθυρο κι’η
θαλασσινή δροσιά στο παραλιακό εστιατόριο που καθίσαμε λίγο αργότερα,με ξανάφεραν στα συγκαλά μου.Τον κοίταξα καθώς έδινε την παραγγελία μας.Ήταν όμορφος άντρας.Απ’τους άντρες που δύσκολα τους προσπερνά αδιάφορα μια γυναίκα.
Αυτό δεν είχα πρόβλημα να του το αναγνωρίσω-και σήμερα με το τζην και το
σκούρο μπλε πουκαμισάκι δεν θύμιζε σε τίποτα το χτεσινοβραδυνό «ευπατρίδη»,που
μου είχε δώσει στα νεύρα.Αναστέναξα με ανακούφιση πίνοντας μια γουλιά από την
παγωμένη μπύρα μου.Τώρα,μάλιστα!Ήμουν έτοιμη να τον αντιμετωπίσω.
-Είσαι καλύτερα τώρα;
-Μια χαρά.
Καθισμένος δίπλα μου,κρατούσε σφιχτά το ελεύθερο χέρι μου και με κοίταζε ήρεμος,
μ’εκείνο το τρυφερό,καστανό βλέμμα που πάντα κατάφερνε να με ηρεμεί κ’εμένα. Πραγματικά ήμουν μια χαρά και θα ήμουν ακόμα καλύτερα αν δεν είχα μπροστά μου μια συζήτηση που ήξερα πως δεν θα του έδινε τις απαντήσεις που περίμενε.
Δεν ήξερα αν μέσα του ήταν εκνευρισμένος,ενοχλημένος ή ακόμα και θυμωμένος.
Πάντως,αν ήταν,κατάφερνε πολύ καλά να το κρύβει.Τόσο καλά που πίστεψα πως άδικα ανησυχούσα.Πως η κουβέντα μας θα ήταν πολύ πιο ανώδυνη απ’όσο φοβόμουν.
Μια μικρή σκηνή διαμαρτυρίας ίσως,για τον τρόπο που φέρθηκα,ένα παράπονο,μια
δική μου,ελαφρώς «δακρύβρεχτη» απολογία και τίποτε περισσότερο.Πάντα είχα τον τρόπο μου μαζί του.Λίγο χάϊδεμα στον τραυματισμένο εγωισμό του,λίγα γλυκά λόγια κι’όλα θα ξαναγίνονταν μέλι-γάλα.
Στο κάτω-κάτω,δεν πήγαινα να διακόψω τη σχέση μας..Λίγο χρόνο θα του ζητούσα
για να ισορροπήσω τον εαυτό μου μετά το διαζύγιο και να σιγουρευτώ για τα αισθήματά μου απέναντί του.Αυτό  ήταν όλο.
Στη διάρκεια του φαγητού,του περιέγραψα το πώς,τελείως απρόοπτα συνάντησα την
παιδική φίλη της μητέρας μου,πώς χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα φιλοξενούμενη στο σπίτι της,τη ζωή και τις σχέσεις των τριών γυναικών σ’αυτό το σπίτι και φυσικά
του ανέφερα το «πρόβλημα» αναπηρίας της Βαλασίας και όσα μου είχε διηγηθεί για τα παιδικά χρόνια,τα δικά της και της Λουκίας και τη μεταξύ τους φιλία.Έδειχνε να με παρακολουθεί μ’ενδιαφέρον και κάποιες στιγμές με φανερή συγκίνηση κι’εγώ
ένιωθα ανακουφισμένη που το «θέμα» συζήτησης με βοηθούσε ν’αποφύγω πιθανές αμήχανες σιωπές.
Την ώρα του καφέ,πήρε εκείνος τη σκυτάλη.Ανακατεύοντάς τον νευρικά στο φλυτζάνι του,στράφηκε και με κοίταξε μ’ένα ύφος που έλεγε καθαρά-«αρκετά μ’αυτά.Τώρα στα δικά μας!»
-Θα μου πεις γιατί το έσκασες;
-Δεν το έσκασα,Φίλιππε!Είχα ανάγκη να ξεφύγω-κυρίως από το Ντίνο που μου είχε
γίνει στενός κορσές μετά την έκδοση του διαζυγίου-το ξέρεις!!Επιπλέον είχα ανάγκη να ηρεμήσω,να σκεφτώ,να ξεκουραστώ λιγάκι!!
-Μόνη σου;
-Πού βρίσκεις το κακό;΄Ολοι οι άνθρωποι νιώθουν κάποια στιγμή την ανάγκη να μείνουν μόνοι τους-ιδιαίτερα μετά από μια δύσκολη περίοδο όπως αυτή που πέρασα
εγώ!...
-Μαζί την περάσαμε Μελίνα-δίπλα σου ήμουν-το ξέχασες;Κι εν πάσει περιπτώσει
γιατί έπρεπε να φύγεις κρυφά;Χωρίς να μου το πεις,χωρίς να μου πεις πού πας,χωρίς να μου αφήσεις ένα τηλέφωνο…Με εντολή στη Λουκία και τη Ρόζα να με κρατήσουν μακρυά!!Ποιός ήμουν Μελίνα-ο  «οποιοσδήποτε»;Ήμουν ή δεν ήμουν ο άνθρωπός σου τα τελευταία τέσσερα χρόνια;
-Και βέβαια ήσουν Φίλιππε!!
-Δε μου το έδειξες κορίτσι μου γλυκό!Αντίθετα,έξη μέρες δεν έκανες τον κόπο να
επικοινωνήσεις μαζί μου-έστω για να με καθησυχάσεις!!Με αγνόησες Μελίνα!
Με αγνόησες,σαν να ήμουν για σένα ένας αδιάφορος,απλός γνωστός που δεν του έπεφτε και λόγος!
-Δεν είναι αλήθεια!Ή,εν πάσει περιπτώσει,δεν το σκέφτηκα έτσι!
-Πώς το σκέφτηκες δηλαδή…ότι για ν’αποφύγουμε τον ένα μαλάκα,αφήνουμε τον άλλο μαλάκα πίσω,ν’ανησυχεί και ν’αναρωτιέται πού πήγε κι’εξαφανίστηκε η γυναίκα που υποτίθεται πως τον αγαπά;Ή μήπως ήθελες να μας αποφύγεις και τους δυό Μελίνα;..Αυτό είναι;
-Θα ήταν έγκλημα,αν συνέβαινε κάτι τέτοιο;Πέρασα δύσκολα τον τελευταίο καιρό.Ήθελα να μείνω μόνη,ανεπηρρέαστη,να χαλαρώσω…να ψαχτώ αν θέλεις
να καταλάβω τι θέλω απ’τη ζωή μου από δω και πέρα.Ύστερα,ήρθα εδώ,μπλέχτηκα σε καταστάσεις που δεν τις φανταζόμουνα.Ανακατεύτηκα με προσωπικά άλλων και
ξέχασα τα δικά μου.Δεν ήταν δικιά μου ιδέα,ούτε το ταξίδι ούτε η Ρόδος!Της Λουκίας ήταν.Ήρθα λοιπόν εδώ κι’έπεσα μούρη με μούρη πάνω στην παλιά της φιλενάδα που της είχε γίνει εμμονή τα τελευταία χρόνια.Παρασύρθηκα…ξεχάστηκα!
Σου ζητώ συγγνώμη-λάθος μου!
Ήθελα να τελειώνω με τις εξηγήσεις.Ένιωθα εντελώς άβολα σ’αυτό το «εδώλιο της κατηγορουμένης»,που με είχε καθίσει!
Με άκουγε αμίλητος,κοιτάζοντας το άδειο πια, φλυτζάνι του καφέ.Από όσα είχα πει,
μόνο μια φράση μου είχε συγκρατήσει και την επανέλαβε με μια ηρεμία που με θορύβησε..
-Τελικά,τι θέλεις απ’τη ζωή σου από δω και πέρα Μελίνα;Πρόλαβες να το σκεφτείς;
-Χρόνο,Φίλιππε!Χρειάζομαι χρόνο,αγάπη μου.
-Χρόνο,για να καταλάβεις τί Μελινάκι;Να καταλάβεις αν μ’αγαπάς,αν θέλεις να είσαι μαζί μου,αν είμαι ο κατάλληλος άντρας για σένα…Τι απ’ όλα αγάπη μου;
-Όλα μαζί Φίλιππε-όλα μαζί!Θέλω πριν πάμε παρακάτω να είμαι απολύτως σίγουρη
ότι δεν κάνω λάθος.Είμαι σαραντατριών-δεν μου επιτρέπονται λάθη!
-Και τέσσερα χρόνια που είμαστε μαζί,τι σκεφτόσουνα Μελίνα,μπορείς να μου πεις;
-Πώς ν’απαλλαγώ απ’το Ντίνο,Φίλιππε!Αυτό κυρίως σκεφτόμουν!Αυτό μ’απασχολούσε πάνω απ’όλα!
-Κατάλαβα!Και στο μεταξύ είχες εμένα! Το κατάλληλο φάρμακο, πάντα πρόχειρο, στο ντουλαπάκι του μπάνιου σου,για τις δύσκολες ώρες!
-Μη μιλάς έτσι σε παρακαλώ!Με προσβάλλεις και με πληγώνεις,Φίλιππε!
Σωπάσαμε κι’οι δυο.
-Και τώρα,τι θέλεις να κάνουμε;-ρώτησε ξαφνικά.
-Δεν ξέρω…Πραγματικά δεν ξέρω.Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα!
Τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά στη δική μου και μ’αγκάλιασε απ’τους ώμους.Η φωνή του ακούστηκε,απαλή κι’ελαφρά προκλητική.Μ’αιφνιδίασε.
-Πάμε στην Αθήνα να παντρευτούμε!Αύριο!
Βρήκα τη δύναμη να γελάσω σιγά.
-Σίγουρα αστειεύεσαι!Δεν έχει ούτε μήνα που βγήκε το διαζύγιό μου!
-Και λοιπόν;
-Σου το είπα ήδη Φίλιππε.Χρειάζομαι χρόνο για να κάνω το επόμενο βήμα μου.
Χρόνο,αγάπη μου.Τί θα σου κοστίσει λίγος χρόνος!
Δεν απάντησε.Όπως με είχε αγκαλιασμένη,έσκυψε κι’αναζήτησε τα χείλη μου.
«Τα κατάφερα!Τον έπεισα!»,σκεφτόμουν όσο γευόμουν το φιλί του.Ένα φιλί
βαθύ,επίμονο,τρυφερό και θυμωμένο μαζί.Με φίλησε όπως ίσως δεν με είχε φιλήσει άλλη φορά.Όταν κατάφερα να πάρω ανάσα και να τον κοιτάξω,συνάντησα ένα βλέμμα που μου ήταν άγνωστο!
-Αυτό το φιλί,για να με θυμάσαι…είπε!
Δυσκολεύτηκα να καταλάβω.
-Τι θα πει αυτό;
-Θα πει πως ως εδώ ήταν Μελίνα,αγάπη μου.Παραιτούμαι!Είσαι σαραντατριών,είπες και δεν θέλεις να κάνεις λάθη.Εγώ κοντεύω τα πενήντα κι επίσης, δεν θέλω να κάνω λάθη.Αν μέσα σε τέσσερα χρόνια δεν μπόρεσες να καταλάβεις τι αισθάνεσαι για μένα και τι νιώθω εγώ για σένα,δεν θα το καταλάβεις ποτέ!Δε θέλω δίπλα μου μια γυναίκα πνιγμένη στις αμφιβολίες!Φεύγω πρώτος για να μη σε φέρω στη δυσχερή θέση ν’αναγκαστείς να μου το πεις εσύ κάποια στιγμή.Σ’αγαπώ και σ’αγαπούσα πραγμα- τικά όλα αυτά τα χρόνια αλλά φάνηκε πως εσύ δεν ένιωθες το ίδιο-ή αν προτιμάς ακριβώς το ίδιο.Κρίμα Μελίνα!!Κρίμα!!Τέσσερα χαμένα χρόνια!Και για τους δυο μας!
-Φίλιππε...σε παρακαλώ,άκουσέ με…
Είχε ήδη σηκωθεί.
-Αν συμφωνείς,πάμε να φύγουμε.Νομίζω πως δεν έχουμε να πούμε τίποτε άλλο!

Τον ακολούθησα στο αυτοκίνητο με μάτια που καίγανε και την καρδιά μου βαρειά σαν πέτρα!Αυτή την εξέλιξη,δεν την ήθελα και ούτε την περίμενα.Πίστευα πως θα έδειχνε γι’άλλη μια φορά,την κατανόηση και την ενδοτικότητα που έδειχνε πάντα απέναντί μου.Είχα παραβλέψει εν γνώσει μου τ’ανθρώπινα συναισθηματικά όρια-και στην περίπτωση του Φίλιππου τα είχα γκρεμίσει!Τα είχα ισοπεδώσει!!
Με άφησε έξω απ’το σπίτι και με φόρτωσε με χαιρετίσματα για όλες.Πρόσεχε τη Λουκία μου είπε!Και τον εαυτό σου-συμπλήρωσε.Ήταν ήρεμος.
-Πότε φεύγεις;-ήταν το μόνο που βρήκα να πω,με τη φωνή να πνίγεται στο λαιμό μου.
-Αύριο,με την πρώτη πρωϊνή!
-Καλό ταξίδι τότε!
-Σ’ευχαριστώ!Θα σε δω στην Αθήνα!
-Θα σου τηλεφωνήσω!!!-του πέταξα την τελευταία στιγμή!
-Μην κάνεις τον κόπο-δεν θα έχει νόημα.Γεια!
Έτσι απλά,η πόρτα έκλεισε,αφήνοντάς με απ’έξω!Δεν έπρεπε να παραπονιέμαι!
Ε γ ώ,τα είχα φέρει τα πράγματα σ’αυτό το σημείο.Εγώ,η ξύπνια,η παρορμητική,η ανεξάρτητη!Κι αυτή η πίκρα που ένιωθα στο στόμα,το τσίμπημα ενοχής στην καρδιά μου,η αίσθηση του «ανεκπλήρωτου» και του «τετελεσμένου» μέσα μου,ήταν σημάδια
που μου έδειχναν πως κάπου δεν είχα μετρήσει σωστά,κάπου έκανα λάθος,κάπου
βιάστηκα και κάπου είχα εκβιάσει ένα τέλος που δεν πρέπει να το ήθελα κατά βάθος, διαφορετικά δεν θα πονούσα τόσο!
Απέφυγα να μπω από την κυρία είσοδο.Προτίμησα να πάω απ’τη μεριά της κουζίνας.
Δεν άντεχα να βρεθώ αντιμέτωπη με τη Λουκία και τη Βαλασία εκείνη την ώρα.Θα καταλάβαιναν βλέποντάς με πως κάτι έτρεχε και δεν είχα καμμιά διάθεση να δώσω αναφορά για το άδοξο τέλος της σχέσης μου με το Φίλιππο.
Βρήκα τη Χρυσή  ν’απολαμβάνει το καφεδάκι και το τσιγάρο της στο μικρό πλακόστρωτο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας.Ούτε κι’αυτή ήταν στα καλά της.Με καλωσόρισε με μισό στόμα.
-Έλα κάθισε…Νωρίς γύρισες…Έλεγα πως θα σας έπαιρνε το βράδυ!
-Μπα!Ο Φίλιππος ήταν κουρασμένος.Ήθελε να πάει να ξεκουραστεί!.Πετάει πολύ
πρωί!
-Τι,φεύγει κι’όλας;
-Φεύγει!Τί να κάτσει να κάνει Χρυσή;Την αποστολή του την εξετέλεσε-έφερε τη Λουκία!Γι’αυτό ήρθε-όχι για μένα!!
Ντράπηκα ,νιώθοντας τα μάτια μου να βουρκώνουν.Η Χρυσή έπιασε τον υπαινιγμό. Κατάλαβε!«Καλά…πάω να σου φέρω καφέ και να μου τα πεις!!»Λίγα λεπτά αργότε-
ρα γύρισε με τον καφέ.Τον ακούμπησε μπροστά μου,πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι
κι’άναψε καινούργιο τσιγάρο.Άναψα κι’εγώ.
-«Τα κορίτσια»; Ρώτησα προσπαθώντας ν’αστειευτώ.
-Τα κορίτσια κοιμούνται.Ξεθεωθήκανε στο φαί,το κρασί και την κουβέντα σήμερα.Δεν πρόκειται να μας ακούσουν.Πες μου τι έγινε-γιατί κάτι έγινε,το βλέπω!
-Τα σκάτωσα Χρυσή!Αυτό έγινε!
-Πώς τα σκάτωσες δηλαδή;Καυγαδίσατε;
-Δεν χρειάστηκε!Μου τά’χωσε χοντρά,μούδωσε τα παπούτσια στο χέρι κι’έκλεισε την πόρτα!
-Ποια πόρτα…δεν καταλαβαίνω Μελίνα μου.
-Τι να σου λέω τώρα,βρε Χρυσή μου!Είναι μεγάλη ιστορία.Έπαθα ό,τι μου άξιζε.
Πήγαινα γυρεύοντας κι’εγώ.Τόσες μέρες τον είχα στην απ’έξω.Τώρα,πρόλαβε κι’έκλεισε εκείνος την πόρτα.Αυτό είναι που έχει σημασία.
-Όχι Μελίνα!Όχι!Μην το λες αυτό!Σημασία δεν έχει ποιος πρόλαβε να κλείσει πρώτος την πόρτα.
Εκείνο που έχει σημασία είναι πως κάθε πόρτα έχει κι’ένα κλειδί που την ανοίγει.
Θα το βρεις και θα την ξανανοίξεις την πόρτα του.Μην το παίρνεις κατάκαρδα.
-Κι’αν δεν το βρω Χρυσή;
-Αν δεν το βρεις…ίσως νάναι και καλύτερα που έκλεισε την πόρτα από μόνος του!
Κι’εγώ χρόνια ολόκληρα ένα κλειδί γύρευα,ν’ανοίξω μια πόρτα!Δεν τα κατάφερα
να το βρω κι’ούτε τόχω σκοπό να το ψάχνω μέχρι να πεθάνω!Σκυλοβαρέθηκα!!
-Έγινε κάτι με τον Καραγεωργίου;Γι’αυτό είσαι στα κάτω σου;
-Φεύγει μεθαύριο Μελίνα.Πάει στην οικογένειά του.Είδες τι ωραία που ακούγεται;
Στην οικογένειά του!!Τί δουλειά έχω εγώ με την οικογένειά του;Να δώσει ο Θεός ν’αντέξει η γυναίκα του και να μη σώσω να τον ξαναδώ μπροστά μου!Νισάφι πια!!
Άντε,έλα ένα τσιγάρο ακόμα και να πάω να τις ξυπνήσω τις κοκώνες.Ώρα τους είναι!
Τη νύχτα θα τη βγάλουνε στο πόδι έτσι που πάνε!
-Να σε ρωτήσω κάτι Χρυσή;
-Τι πράμα;
-Ο γιατρός…ο Βελισσάριος…Είναι ερωτευμένος με τη Ρηνιώ ή κάνω λάθος;
-Πότε πρόλαβες βρε Μελίνα;Πουλιά στον αέρα πιάνεις εσύ.
-Είναι,Χρυσή;
Έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό.
-Και που είναι ποιό το όφελος!Κι’η δικιά μου έχει χάσει τα μυαλά της μαζί του
αλλά δε βγαίνει τίποτα.
-Γιατί αυτό;
-Μελίνα,μου φαίνεται πως δεν έχεις καταλάβει ακόμα τι γίνεται σ’αυτό το σπίτι!
Στη βρακοζώνα της λεγάμενης είμαστε δεμένες κι’οι δυο.Χειροπόδαρα-λες και της χρωστάμε και την ανάσα που παίρνουμε.Πολλά της χρωστάμε αλλά όχι κι’έτσι!Δε μας αφήνει να το ξεχάσουμε μια μέρα!! Κι’εσύ μου λες,η Ρηνιώ κι’ο Σάββας!!Όσο
περνά απ’ το χέρι της,Θεού πρόσωπο δε θα δούνε τα κακόμοιρα τα παιδιά!Άσε,θα στα πω μιαν άλλη φορά να σου σηκωθεί η τρίχα!
-Τα σέβομαι,όσα ξέρω κι όσα δε ξέρω Χρυσή μου.Πίστεψέ με,δεν μ’αρέσει κι’ούτε το συνηθίζω ν’ανακατεύομαι στα προσωπικά των άλλων αλλά αν θέλεις να μ’ακού-
 σεις,φρόντισέ το,το κορίτσι σου.Μην τ’αφήσεις στο έλεος της λεγάμενης όπως λες.
 Πονάει.Υποφέρει κι’ είναι νέο κορίτσι!Αμαρτία!
-Σου μίλησε,ε;
-Μου μίλησε..
΄Εσβησε νευρικά το τσιγάρο της και μπήκε στο σπίτι.
Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι.
Όση ανάλυση αισθημάτων δεν κατάφερα να κάνω τις τελευταίες μέρες,την έκανα
εκείνο το απόγευμα μέσα σε λίγα λεπτά.Γιατί άραγε, το μυαλό του ανθρώπου ξελαμπικάρει συνήθως όταν είναι πια πολύ αργά;Δε θυμάμαι πόση ώρα έκλαψα.Όταν
συνήλθα κάπως,είχα καταλήξει στην πικρή διαπίστωση:
-Τον αγαπούσα…Το Φίλιππο τον αγαπούσα!Κι’είχα καταφέρει να τον τρέψω σε φυγή!
Ήμουν άξια της μοίρας μου!









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου