Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ-ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ *Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΙΧΡΥΣΟΣ!




Το αγοροκόριτσο του Παραγιού

Η Φανερωμένη Παραγιού,μπήκε στη ζωή των γονιών της,όταν δεν την περίμεναν πια.Τους φανερώθηκε σαν από θαύμα όταν είχαν πάψει να ελπίζουν σ'ένα δεύτερο παιδί.Μετά την πρώτη,τη Λένια,που έτσι κι΄αλλιώς ήρθε καθυστερημένη,η Κασσιανή κι΄ο Μανώλης,έπεσαν με τα μούτρα στο κυνήγι μιας δεύτερης εγκυμοσύνης.-«΄Οσο προλαβαίνουμε,γυναίκα»,της έλεγε,κάνοντας τον καϋμό του ,καλαμπούρι..Πέντε χρόνια το πάλευαν…Αποτέλεσμα μηδέν!΄Ωσπου μια μέρα, όταν εκείνη είχε περάσει  πια τα σαράντα,συνειδητοποίησε έντρομη,πως είχε δυό μήνες να δει περίοδο.Μαράθηκε η φουκαριάρα..
-Κάηκα!εξομολογήθηκε απελπισμένη στην Αριστέα.Μου κόπηκαν τα «ρούχα» μου.
-Πότε;
-Πάνε δυό μήνες -ξαφνικά.Πώς θα το πω του Μανώλη;Μεγάλη πίκρα θα πάρει..
-Αυτό το πράμα, δε γίνεται έτσι απότομα Κασσιανή μου.Παίρνει καιρό κι΄από λίγο-λίγο!Μήπως έπιασες παιδί και δεν το ξέρεις;Ακόμα νέα είσαι και γερή.δόξα τω θεώ.
Δεν τόλμησε να το πιστέψει τότε,αλλά όταν τα σημάδια έγιναν πια χειροπιαστά κι΄ολοφάνερα,έκλαψε από χαρά κι΄αγαλλίαση.
-Παναγιά μου Φανερωμένη,στη χάρη σου θα το βαφτίσω αν είναι κορίτσι.-Κι΄η Παναγιά,καλοδέχτηκε το τάμα και της έστειλε τη Φανερωμένη-τη Φανούλα.
Μέχρι τα δέκα της,η Φανούλα ήταν ένα ήσυχο,υπάκουο κοριτσάκι,λίγο φοβισμένο..λίγο δειλό.Φοβόταν,τις καταιγίδες με τις αστραπές και τις βροντές ,τα σαμιαμίδια , διάφανα σαν από γιαλί που μπαινόβγαιναν στο σπίτι απ΄τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα και τα ποντίκια που καμιά φορά τάβλεπε στο χωράφι τους και το δρόμο,σκοτωμένα και μισοφαγωμένα απ΄τις αλητόγατες της γειτονιάς.Απ΄τα δέκα κι΄ύστερα,σήκωσε μπαϊράκι.
Είχε και το Νότη αβανταδόρο.Τρία χρόνια μεγαλύτερος.Τον θυμόταν δίπλα της,από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο.Αδερφός ,προστάτης και  συχνά,συνένοχος στις σκανταλιές.Ο Νότης την έμαθε να σκαρφαλώνει στα δέντρα σαν αίλουρος,να καβαλάει το ποδήλατό του σαν αλάνι,να βουτά με το κεφάλι απ΄τον
πέτρινο μώλο και ν΄αψηφά τα κύμματα στις καλοκαιρινές φουσκοθαλασσιές, σαν τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου.Την έμαθε νάχει μάτια κι΄αυτιά ανοιχτά στον κόσμο,
 να ζητά το δίκιο της από δικούς και ξένους όταν πίστευε πως της το κλέβανε και να βγάζει θαρρετά γλώσσα στην Κασσιανή και τον Μανώλη, όταν ένιωθε ζορισμένη. Επαναστάτρια απ΄τα δεκατρία της.Καπνούς έβγαζε απ΄τα ρουθούνια ,φρούμαζε σαν άτι αφηνιασμένο όταν θύμωνε.Μύγα στο σπαθί της δε σήκωνε.Το αγοροκόριτσο του Παραγιού-αυτό ήταν για τους συχωριανούς της. «Δεν έδωσε γιο στον Παραγιό ο Θεός,τούδωσε τη Φανή»,σχολιάζανε χαριτολογώντας και την καμαρώνανε στα κρυφά.Στα δεκαεφτά της,ήταν η ΄Αρτεμις κι΄η Αφροδίτη μαζί αλλά δεν πρόλαβε να ωριμάσει,να ζήσει τα νιάτα της,να κάνει πράξη τα σχέδιά της για το μέλλον.Στα δεκαεφτά, την πέτυχε και το «κακό συναπάντημα».Ξεγελάστηκε.Το πέρασε για πρωτόβγαλτο έρωτα ,ανάλαφρο,κοριτσίστικο σκίρτημα της καρδούλας της κι΄απο-
δείχτηκε η καταδίκη της.Πριν το καταλάβει καλά-καλά,βρέθηκε απ΄την αγκαλιά της Κασσιανής στην  καλοστημένη παγίδα του Δημήτρη Λιόντου.
Απ΄την τρυφεράδα του Νότη,στη βαρβαρότητα ενός άντρα που αν δεν είχε εκμεταλλευτεί βάναυσα την απειρία και την ευπιστία της,δεν θα είχε γίνει ποτέ άντρας της.Υποτάχτηκε στην κακή της μοίρα,από ανάγκη κι΄από φόβο για την κοινωνκή κατακραυγή, πλήρωσε το λάθος της με αίμα κι΄έξη χαμένα,κλεμμένα,
κατακρεουργημένα χρόνια απ΄τη ζωή της,αλλά η «επαναστάτρια»της εφηβείας της,δεν είχε πεθάνει μέσα της.Λαγοκοιμόταν λουφάζοντας.Μια μέρα ξύπνησε μετρώντας τις αντοχές της,με πρόσωπο αγανακτισμένο,με μάτια που έψαχναν τον ορίζοντα για μια χαραμάδα φως του ήλιου,με καρδιά ραγισμένη αλλά ακόμα ζωντανή και ψυχή γρανίτη.΄Εσπασε τα δεσμά της φυλακής της,έθαψε βαθειά, κοινωνικά «πρέπει»,  προκαταλήψεις κι΄εξαναγκασμούς που την είχαν καταδικάσει σε συναισθηματική νεκροφάνεια και βγήκε,μουδιασμένη ακόμα αλλά αποφασισμένη και με μυαλό καθαρό,στο δρόμο για την ελευθερία.
Τώρα, ήταν πάλι η Φανερωμένη Παραγιού.Τη Φανερωμένη Λιόντου,την είχε κλειδώσει πίσω,στη μικρή μονοκατοικία με τα κεραμίδια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου