Φλεβάρης του ΄96 -Η απόδραση
΄Εβρεχε ασταμάτητα όλη τη νύχτα.΄Άλλη μια νύχτα εφιαλτικής αγρύπνιας που την περνούσε με τα μάτια βυθισμένα στο απόλυτο σκοτάδι του δωματίου.Με όλες τις αισθήσεις της τεντωμένες όπως τ΄αγρίμι που οσμίζεται κίνδυνο..Με το αναφυλητό,γαντζωμένο εκεί,στο μέσα του λαιμού,να της κόβει το δρόμο της αναπνοής.΄Ακουγε τη βρoχή να πέφτει με μανία στα κεραμίδια της μικρής μονοκατοικίας,λες κι΄ήθελε να τα τρυπήσει,να τα σπάσει, να τα διαλύσει..
΄Ενιωθε το θόρυβο σαν σφυριές στο κεφάλι της.Kαι το κεφάλι της, πονούσε-πονούσε αφόρητα.΄Ολο της το σώμα πονούσε.Τα καινούρια χτυπήματα πάνω στα παλιά,που δεν προλάβαιναν να γιατρευτούν,το έκαναν να μοιάζει ολόκληρο μια πληγή.΄Εφερε το χέρι στο μάγουλό της.Ο μόλωπας, λίγο πιο κάτω απ΄τον αριστερό της κρόταφο,γέμισε την παλάμη της,καυτός ,μαλακός κι΄υγρός απ΄τον ιδρώτα της αγωνίας και τα δάκρυά της-σαν ένα κομμάτι απ΄το μυαλό της νάχε χυθεί ,έτοιμο να κατρακυλήσει στο μαξιλάρι της.Δεν τολμούσε να κουνηθεί.Και να ήθελε,δεν μπορούσε .
Ο σουβλερός πόνος,εκεί,χαμηλά στο υπογάστριο,τη διαπερνούσε κάθε τόσο ,σαν κάποιος νάθελε να της ξερριζώσει με μαχαίρι τα σωθικά.Κάτι είχε σπάσει μέσα της,το ένιωθε.Ευτυχώς,η αιμορραγία της πρώτης ώρας που την είχε κατατρομάξει,είχε σταματήσει.Αν συνεχιζόταν,ή αν ξανάρχιζε,τί θάκανε θεέ μου;Θάμενε εκεί να πεθάνει,πάνω στο ματωμένο της στρώμα,αβοήθητη γιατί ούτε στην αστυνομία θα τολμούσε να τηλεφωνήσει ούτε στο νοσοκομείο.Η κοινωνική αξιοπρέπεια του άντρα που ήταν άντρας της,τ΄απαγόρευε ρητά και τα δύο.
-΄Ότι γίνεται μές το σπίτι μου,δεν αφορά κανέναν-τ΄ακούς;Δε γουστάρω μπάτσους και γιατρουδάκια μες τα πόδια μου.΄Αν χρειάζεσαι βοήθεια,φώναξε τη μάνα μου να σε βολέψει αλλιώς ,κάτσε στ΄αυγά σου και βγάλε το σκασμό.Τί κάνω εγώ με τη γυναίκα μου,δεν είναι δουλειά κανενός-το κατάλαβες;Δεν θα στο ξαναπώ!!
Στα εικοσιτρία της χρόνια,ένιωθε πως είχε κιόλας γεράσει.Κοίταζε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και δεν τ΄αναγνώριζε πια.Πού είχαν χαθεί, εκείνη η κοριτσίστικη αθωότητα,εκείνο το λαμπερό βλέμμα,εκείνα τα όνειρα που ζωγράφιζαν τα χρώματα της ανατολής στα μάγουλά της;Ο καθημερινός βιασμός ψυχής και σώματος, την είχε λυγίσει.Είχε εκμηδενίσει τις αντιστάσεις της.΄Εξη χρόνια τώρα,έψαχνε τον εαυτό της,
στα χαλάσματα της ζωής της.Της ζωής που λίγα χρόνια πριν την καλημέριζε και την καληνύχτιζε με ζαχαρένια χαμόγελα και που τώρα της έδειχνε τα δόντια της-όλο και πιο απειλητικά .Παγιδευμένη ένιωθε,με το φόβο να τη σφίγγει ασφυκτικά,στην αγκαλιά του,σαν ανεπιθύμητος, μισητός εραστής.
Η βροχή ,έπεφτε πάντα με μανία στα κεραμίδια.Σφυριές στο κεφάλι της.Και το κεφάλι της πονούσε.Πονούσε αφόρητα.
Το θηρίο,κοιμόταν δίπλα της,βαριανασαίνοντας,χορτασμένο από βία και αίμα,κουρασμένο απ΄τη μανιασμένη πάλη με το σακατεμένο κορμί της
-Αν δεν λιγοθυμούσα,θα με είχε σκοτώσει-σκέφτηκε πανικόβλητη.
Αυτός ήταν ο μεγάλος της τρόμος,κάθε φορά που άρχιζε το μαρτύριο.΄Ότι κάποια στιγμή θα την άφηνε στον τόπο.΄Ότι κάποια μέρα ή νύχτα,η ψυχή της θάβγαινε ,ξερριζωμένη βάναυσα απ΄το φονικό του χέρι και θα πάγωνε πεταμένη, εκεί,δίπλα στο άψυχό της σώμα ,πάνω στα κρύα πλακάκια της κουζίνας της.Το κοριτσάκι της σκεφτόταν –πάνω απ΄τον εαυτό της.Το αγγελούδι της ,που αν κάτι συνέβαινε σε κείνη,θάμενε μόνο κι΄ανυπεράσπιστο, στη μανία του.Δεν υπήρχε κανείς,να τη βοηθήσει-το ήξερε.Οι δικοί της είχαν καταλάβει..σίγουρα νοιάζονταν αλλά με το θηρίο δεν τολμούσαν να τα βάλουν.
-Εσύ φαγώθηκες να τον πάρεις.Τώρα ,ό,τι έγινε-έγινε..΄Αντρας σου είναι..Πήγαινε με τα νερά του και κοίτα να μην τον ερεθίζεις!
Οι δικοί του,έκαναν πως δεν έβλεπαν τις πιο πολλές φορές.Κι΄όταν αναγκάζονταν να δουν,της έρριχναν όλο το φταίξιμο.
-Δε μπορεί.Κάτι θα τούκανες.Δεν είναι τρελλός ο άνθρωπός μας ,να σε σπάει στο ξύλο στα καλά καθούμενα..Κι΄όμως ,ή τ α ν τρελλός.Αρρωστημένο μυαλό κι΄αρρωστημένη ψυχή κουβαλούσε.
΄Εξη χρόνια κοντά του,είχε πάει κι΄είχε γυρίσει απ΄τον άλλο κόσμο χίλιες φορές.Ούτε που μπορούσε να θυμηθεί,πόσες μέρες και νύχτες σύρθηκε στο πάτωμα, σκουπίζοντας με τα γυμνά της χέρια τα αίματα απ΄το πρόσωπό της ,με το παιδί να σπαράζει γραπωμένο απ΄τη φούστα της κι΄εκείνον να ωρύεται λυσσασμένος.-«Κάν΄το να σκάσει,το μούλικο!».Μετρούσε τις πληγές της κάθε φορά και κάθε φορά πάγωνε απ΄τον ίδιο φόβο που την παρέλυε:-«Θα με σκοτώσει.Μια μέρα ,θα με σκοτώσει..Φύγω ή μείνω,έλεος δεν υπάρχει για μένα» Κι΄έμενε.΄Εξη χρόνια τώρα!!Να τρέμει κάθε που άκουγε την πόρτα ν΄ανοίγει.Κάθε που άκουγε το βήμα του να πλησιάζει.Κάθε που άνοιγε το στόμα της να πει μια κουβέντα.Κάθε που σήκωνε τα μάτια του να την κοιτάξει μ΄εκείνο το βλέμα που ακόμα δεν είχε μάθει να το μεταφράζει σωστά.΄Ετρεμε τον έρωτά του,όπως έτρεμε και το θυμό του.Κι΄απ΄τα δυο,κομματιασμένη έβγαινε-σακατεμένη..Πού να το ξέρει,τι έκρυβε μέσα του,την ημέρα που του είπε το πρώτο «έλα».΄Όταν άρχισε να υποψιάζεται,ήταν πια αργά-δεν μπορούσε να κάνει πίσω…Δεκαεφτά χρονών τον παντρεύτηκε.Εκείνος ,τριανταδύο. Παράτησε το σχολείο για να πάει στην εκκλησία ,κρεμασμένη στο μπράτσο του.Το μυστικό της, δεν το είχε πει σε κανέναν-ούτε σ΄εκείνον.Φοβήθηκε.΄Ηταν έγκυος,στον πρώτο μήνα κι΄έτρεμε την οργή του πατέρα της.Η κόρη του γκαστρώθηκε πριν βάλει στεφάνι;;Πόρνη!!Αν ξέφευγε του Δημήτρη καμιά κουβέντα,ο γέρος της θα τη σκότωνε,πριν προλάβει να φορέσει το νυφικό.Γι΄αυτό δε μίλησε.Τον ερωτεύτηκε-είπε σε όλους.΄Η αυτόν ή κανέναν.Κι΄ως ένα βαθμό,έλεγε την αλήθεια.Μετά από ΄κείνη την πρώτη φορά,που με τη βία είχε ολοκληρώσει την κατάκτησή της,ο Δημήτρης είχε γλυκάνει,είχε ημερέψει κι΄εκείνη είχε αρχίσει να πιστεύει πως
αυτό το ανατρίχιασμα του κορμιού της κάθε φορά που την πλησίαζε,μπορεί και νάταν έρωτας,τελικά. ΄Όταν του είπε το νέο για το παιδί που περίμενε, δυό μέρες μετά το γάμο,εκείνος άνοιξε την πόρτα κι΄έφυγε αμίλητος χωρίς να της ρίξει δεύτερη ματιά.΄Όταν γύρισε,ώρες αργότερα με την ανάσα του να βρωμοκοπά οινόπνευμα ,οι καλοθελητές είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους.
-Τι μας λες τώρα ,ρε φίλε,τη στεφανώθηκες γκαστρωμένη και δεν τόξερες;Σου την έφερε αδερφάκι μου!!
Την άρπαξε απ΄το λαιμό και την κόλλησε στον τοίχο,με μάτια που έσταζαν αίμα.
Οι βαρειές,πρόστυχες κουβέντες που βγήκαν απ΄το στόμα του,την τρόμαξαν,της έκοψαν τη φωνή.
΄Αλλα περίμενε η Φανή.Μια έκρηξη χαράς περίμενε για το «ευχάριστο» νέο όταν του το ψιθύρισε στ΄αφτί,κουρνιασμένη στην αγκαλιά του..Αντί γι΄αυτό,βρέθηκε αντιμέτωπη με το παράλογο ξέσπασμα της οργής του και τη χυδαία κι΄άδικη περιφρόνησή του,για κείνη και για το «ξένο σπόρο»,που τάχα,πήγαινε να του
φορτώσει.Δεν προσπάθησε καν να τον πείσει για την αθωότητά της.Δεν θάχε και νόημα ..Ο άντρας της ,μ΄όλα όσα της καταμαρτυρούσε ,ήξερε..΄Ηταν σίγουρη..
΄Ηξερε πως άλλος δεν την είχε αγγίξει ,πριν απ΄αυτόν.Δεκαεφτά χρονών ήταν όταν τον γνώρισε..Εκείνος της πήρε την παρθενιά.Δικό του ήταν το παιδί.Στο βάθος το ήξερε κι΄ο ίδιος .Μόνο που από κείνη την ημέρα ήταν το «μούλικο»-κι΄έγινε το άλλοθι, για τη βαρβαρότητά του ,στα χρόνια που ακολούθησαν.Εκείνη την ημέρα,έπεσε και το πρώτο ξύλο.Αλύπητο ,ανελέητο.Φοβήθηκε πως θ΄αποβάλει.΄Όταν προχώρησε η εγκυμοσύνη της,δεν τόλμησε να πάει στο γιατρό.Η πεθερά της,είχε λουφάξει.Σιγοντάριζε το γιο της που δε γούσταρε τα σούρτα-φέρτα στα γιατρουδάκια.΄Εβλεπε τα κατορθώματά του πάνω στη νύφη της κι έτρεμε μην εκτεθεί ο κανακάρης της.«Οι παλιές,γεννούσανε μονάχες τους στα χωράφια με τη τσάπα στα χέρια.Δεν τρέχανε στους γιατρούς κάθε λίγο και λιγάκι.Τί να τον κάμεις το γιατρό από τώρα;Μια χαρά θάσαι.Πας όταν έρθει η ώρα να λευτερωθείς.»Τη μάνα της,τη μπούκωνε με ψέματα,κάθε φορά που τη ρωτούσε ανήσυχη.-«Ακόμα να πας στο γιατρό;» -« Πήγα.΄Όλα καλά μάνα.» Πώς να πήγαινε,με τα πλευρά και τα πόδια μονίμως μελανιασμένα-τι θα τούδειχνε του γιατρού,τι θα του έλεγε; Κλείστηκε στο σπίτι και περίμενε την ώρα της γέννας,σαν το θανατοποινίτη που περιμένει την ώρα της εκτέλεσης.΄Εβλεπε την κοιλιά της να φουσκώνει μήνα με το μήνα κι΄αρρώσταινε με τη σκέψη πως μπορεί να μεγάλωνε μέσα της ένα μισερό , χτυπημένο πλάσμα.Μέχρι να γεννηθεί το παιδί και να σιγουρευτεί πως ήταν γερό,της βγήκε η ψυχή.Η Αθηνούλα της.Η κόρη της.Δώρο Θεού στη δυστυχία της.Την αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει άνθρωπο μέχρι εκείνη τη στιγμή.Παρηγοριά και χαρά της ζωής της.Και μάρτυρας της κόλασης που ζούσε.
Θυμόταν ακόμα το γεμάτο συμπόνοια βλέμμα του γιατρού ,όταν πήγε να τη δει,μετά τη γέννα.Στάθηκε μπροστά στην κουνια του μωρού και την κοίταξε κατάμματα: «Τυχερό ήταν»,της είπε. «Τυχερή κι΄εσύ.Να προσέχεις,τώρα που θα πας στο σπίτι σου.» Είχε δει κι΄είχε καταλάβει…
Απ΄το διπλανό δωμάτιο,άκουσε το κλάμα της.΄Ένα τρομαγμένο πουλάκι που μοιραζόταν το δικό της εφιάλτη.Αυτό είχε καταντήσει το παιδί της κι΄εκείνη δεν έκανε τίποτα για να το γλυτώσει.Μάνα άστοργη,δεν ήταν.΄Ατολμη ήταν,ανήμπορη ν΄αντιδράσει κι΄η ενοχή την πότιζε μέχρι το κόκκαλο γι΄αυτή της την ανημπόρια.
΄Ενιωσε τον άντρα δίπλα της, ν΄αλλάζει πλευρό.
-Σήκω και κάν΄το να σκάσει,το μούλικο-διέταξε.
Σηκώθηκε με κόπο και πιάνοντας τα κάγκελα του κρεβατιού,σύρθηκε κατά το δωμάτιο της μικρής.Στον ύπνο της έκλαιγε.Κάθισε δίπλα της και τη σκέπασε με το κορμί της,φίλησε με τα πονεμένα της χείλη, το παιδικό προσωπάκι.΄Υστερα άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας,δίπλα στο κρεβατάκι του παιδιού.Ξεκόλλησε προσεκτικά κι΄ανασήκωσε την πλαστική,λουλουδάτη ταπετσαρία στον πάτο του
συρταριού.
Αναστέναξε μ΄ανακούφιση.Τα χρήματα,ήταν εκεί.Δυο χρόνια τα μάζευε λίγα-λίγα αυτά τα δεκαπέντε χιλιάρικα.Η λύτρωσή της,η διαφυγή της.΄Αρχισε αυτή τη
μυστική αποταμίευση σωτηρίας όταν κατάλαβε πως η απόδραση , ήταν ο μόνος δρόμος που της απόμενε.Η απόδραση που δεν ήταν σίγουρη πως θα την αποφάσιζε ποτέ.Το συρτάρι της παιδικής σιφονιέρας πάντως,αποδείχτηκε ασφαλής κρυψώνα.Ο Δημήτρης,δεν πατούσε το πόδι του στο παιδικό δωμάτιο.Κι΄ούτε του είχε δώσει ποτέ δικαίωμα να υποπτευθεί,πως κάτι ετοίμαζε στο μυαλό της.Παραδομένη στα χέρια του την ένιωθε.Υποταγμένη στις διαθέσεις και τις ορέξεις του.Δεν ανησυχούσε.
.Σκέπασε το παιδί,άναψε το μικρό πορτατίφ ,τ΄ακούμπησε στο πάτωμα και παλεύοντας να μην ουρλιάξει απ΄τον πόνο,γύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε.
Η βροχή έπεφτε ακόμα μανιασμένη στα κεραμίδια.Δίπλα της,ο κοιμισμένος άντρας,γύρισε προς το μέρος της κι΄έρριξε βαρύ το μπράτσο του πάνω στην κοιλιά της.΄Εσφιξε τα δόντια,να μη φωνάξει.΄Εμεινε ακίνητη,μαρμαρωμένη
κρατώντας την αναπνοή της. «Χριστέ μου,πότε θα τελειώσει αυτή η νύχτα;»΄Εκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε σ΄έναν ύπνο σαν θάνατο,με το μπράτσο του πάνω στο σώμα της,σαν βαρειά,σιδερένια αμπάρα μιας φυλακής-της φυλακής της.
΄Εξη και μισή,χτύπησε το ξυπνητήρι-όπως κάθε μέρα.Τινάχτηκε απ΄τον ύπνο κι΄έμεινε για δευτερόλεπτα,να κοιτάζει με μάτια ακίνητα,το ροζ φωτιστικό στο ταβάνι.
΄Υστερα,ένιωσε το χέρι του στον ώμο της.
-Σήκω.΄Αντε να φτιάξεις καφέ…
Πάλεψε να φορέσει τη ρόμπα της.Το σπίτι ήταν κρύο ,παγωμένο κι΄έκανε το πληγιασμένο κορμί της να πονά πιο πολύ.Πριν μπει στην κουζίνα,έριξε μια ματιά στο δωμάτιο της μικρής.Κοιμόταν ακόμα.Τράβηξε κι΄έκλεισε την πόρτα.Κοίταξε το ρολόι πάνω απ΄το ψυγείο.Επτά παρά είκοσι.Στις δέκα,είχε λεωφορείο για Θεσσαλονίκη.Ο άντρας της,θάφευγε για τη δουλειά στις επτάμιση.Προλάβαινε να ετοιμάσει το παιδί –να ετοιμαστεί κι΄εκείνη.Είχε πάρει την απόφασή της,τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια της.Η αντοχή της,είχε εξαντληθεί.Φοβόταν αλλά δεν θάμενε ,να καλωσορίσει μοιρολατρικά ,τη μέρα του θανάτου της απ΄το χέρι του.Θάφευγε.Σήμερα.Στις δέκα.Κι΄ο Θεός βοηθός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου