Πρέπει να σου πω ότι το να παντρεύεσαι ξαφνικά στα 23 σου από πείσμα,δεν είναι και το καλύτερο.Με δανεικό νυφικό.Με ένα φίλο αλλά ξένο να σε οδηγεί στην εκκλησία.Με τους υάκινθους που λίγες ώρες πριν αγόρασες μόνη σου απ΄τ΄ανθοπωλεία της Βουλής ,στην αγκαλιά.Με πρόσωπα άγνωστα μέχρι εκείνη τη στιγμή να σου χαμογελούν και να σε φιλούν,δηλώνοντας ήδη συγγενείς.Με την οικογένειά σου οργισμένη και απούσα .Με τη βεβαιότητα ότι η αποκοτιά σου θα καταγραφεί περίπου σαν έγκλημα.Με τις τύψεις για ότι βίαια αφήνεις πίσω και την τρομακτική αίσθηση ότι μπαίνεις σ΄ένα τούνελ που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει.
Τι ξέρεις για τον άνθρωπο που στέκεται δίπλα σου;Τι πρόλαβες να μάθεις;Σχεδόν τίποτα.Στην ουσία έχεις κάνει ένα πελώριο βήμα στο άγνωστο.Δεν έχει σημασία πώς αλλά το διάλεξες.Ξεκινάς λοιπόν κι΄ο Θεός βοηθός.
Τις πρώτες μέρες μετά το γάμο,φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι ενός καλού φίλου και συναδέλφου μου. Αμέσως μετά, νοικιάσαμε ένα μικρό διαμέρισμα σε μακρυνή γειτονιά για ν΄αποφύγουμε πιθανές συναντήσεις με τους δικούς μου.Είχα πάρει 10 μέρες άδεια.Το ίδιο και ΄κείνος.
Τις περάσαμε με αυγά μάτια τσάι και φρυγανιές βουτυρωμένες,χαζεύοντας απ΄το στενό μπαλκονάκι τον Υμηττό απέναντι και τα δυο κόκκινα γαρύφαλλα στη γλάστρα που μας είχε φέρει η πεθερά μου, στην πρώτη της επίσκεψη μαζί μένα ταψάκι μπακλαβά για να μας γλυκάνει.
΄Ότι λεφτά είχαμε φύγανε στα νοίκια του σπιτιού.΄Επρεπε να περιμένουμε τις πληρωμές μαςγια ν΄αρχίσουμε να ζούμε.
Πέρασαν οι πρώτοι μήνες, χωρίς προβλήματα ,οι φόβοι μου άρχισαν να καταλαγιάζουν ,απ΄το σπίτι ούτε φωνή ούτε ακρόαση,το πήρα κι΄εγώ απόφαση κι΄έπεσα με τα μούτρα πάνω του.Πρώτο λάθος!Τα πήγε καλά με τη δουλειά του κι΄όσο περνούσε ο καιρός τα πήγαινε όλο και καλύτερα.Στο χρόνο, αλλάξαμε σπίτι.Διαμέρισμα στο κέντρο,μια χαρά όλα.Κάναμε καινούργιους φίλους,η ζωή μας ομόρφυνε.Είχα αρχίσει να πιστεύω
πως η τύχη ήταν με το μέρος μου ώσπου ένα μεσημέρι γυρνώντας από ταξείδι άκουσα εμβρόντητη την «απόφασή» του.
-Θα παραιτηθείς.Να τελειώσει ο μήνας και παράτα τα.
-Να παρατήσω τη δουλειά μου; Γιατί;Ξέρεις πόσο την αγαπώ.
-Κι εγώ αγαπώ εσένα και δεν μπορώ αυτό το φύγε νύχτα –έλα νύχτα,να λείπεις διήμερα απ΄το σπίτι κι΄εγώ να κάθομαι να σε περιμένω.
-Και τι να κάνω,να κάτσω σπίτι;Δεν γίνεται.΄Αλλωστε μας χρειάζονται και τα λεφτά.Τί θα κάνουμε;
-Βρες μια άλλη δουλειά.Ολυμπιακή τέρμα!
΄Ηταν ανυποχώρητος.Φοβήθηκα.Τί φοβήθηκα;΄Ελα ντε! Στο τέλος του μήνα είπα αντίο στο όνειρό μου και προσγειώθηκα οριστικά.Εγώ που την αντίδραση την είχα στο αίμα μου,εγώ που δε σήκωνα μύγα στο σπαθί μου κατάπια την «εντολή» βράζοντας, αλλά την κατάπια.Δεύτερο λάθος!Από κει και πέρα χώθηκα στο τούνελ για τα καλά.Δεν ήμουν πια ο εαυτός μου και για κείνον έπαψα νάμαι αυτή που θαύμαζε κι΄έγινα αυτή που όριζε. Αντί να πηγαινοέρχομαι απ΄τα ταξειδάκια μου φορώντας την υπέροχη στολή μου ,άρχισα να πηγαινοέρχομαι πρωί – απόγευμα απ΄το πληκτικό γραφείο που βρήκα δουλειά,ψόφια στην κούραση .Ξαφνικά,στα μάτια του, όλες οι άλλες ήταν καλύτερες από μένα-που δεν ήταν.Αν το καλοσκεφτείς, είναι τραγικό το πόσο εύκολα μπορεί μια γυναίκα να ξεγελάει τον εαυτό της όταν δεν θέλει να δει την αλήθεια.Μου πήρε 8 χρόνια να βγω απ΄το τούνελ κι΄ευτυχώς όταν βγήκα δεν ήμουν πια μόνη.Εκτός απ τα παιδιά μου,είχα πάλι τη μαμά,το μπαμπά και τ΄αδερφάκια μου.
Θα σε πάω όμως πάλι πίσω.Τον τρίτο χρόνο του γάμου μου,ήρθε ο γιος μου.Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένοιωσα τόση χαρά,τόση ευτυχία τόση πληρότητα και το
κυριότερο,τόση σιγουριά.΄Ημουν ακόμα άξια να καταφέρνω σπουδαία πράγματα;΄Ετσι το είδα.Είναι λοιπόν η επομένη της γέννας,απογευματάκι,εγώ χαζεύω το μωρό που κοιμάται στην κούνια του και ξαφνικά στο άνοιγμα της πόρτας βλέπω τη φιγούρα της.Ψιλόλιγνη,με το μπλε ριχτό παλτουδάκι της ,με τα σγουρά καστανόξανθα μαλάκια της κι΄εκείνα τα τεράστια μπλε μάτια, είχε χουφτώσει το πόμολο και κοντοστεκόταν-να μπει ή να μη μπει;Μπήκε ,στάθηκε στα πόδια του κρεβατιού.
Η καρδιάς μου φτερούγισε..
-Τιτάκι μου!-
Γεια σου αδερφή,ήρθα να δω τον ανηψιό μου.
΄Εσκυψε πάνω απ΄το μωρό,ακούμπησε στην κούνια ένα κόκκινο λούτρινο ελαφάκι(σκέφτηκα,ποιος ξέρει πώς μάζεψε τα λεφτά για να το αγοράσει)και με κοίταξε χωρίς ίχνος χαμόγελου
-Τι κάνεις;Καλά είσαι;
-Καλά είμαι καρδούλα μου.Εσύ τι κάνεις!
- Καλά είμαι κι΄εγώ...
-Στο σπίτι έμαθαν ότι γέννησες αλλά δε θάρθουν.Κι΄εγώ κρυφά ήρθα,μην το πεις πουθενά…
-΄Όχι κοριτσάκι μου δε θα το πω.Πώς πάει το σχολείο;
-Μια χαρά..Πάω τώρα γιατί άργησα και θα φωνάζει η μαμά..
΄Εφυγε βιαστικά πριν προλάβω να πω λέξη.
Συνειδητοποίησα με πίκρα ότι δεν με πλησίασε καν ,δεν χαράμισε ούτε ένα φιλάκι για την αδερφή της και κατάλαβα πως η προπαγάνδα του θηλυκού Γκαίμπελς –της μαμάς- εναντίον μου, είχε ρίξει το σπόρο της και στη ψυχούλα αυτού του δεκαεξάχρονου κοριτσιού.
Για ένα χρόνο δεν τη ξαναείδα.Δεν μέναμε μακρυά.Λίγο πριν γεννηθεί ο γιος μου,χωρίς να το επιδιώξουμε νοικιάσαμε ένα σπίτι μόλις τρεις στάσεις μακρυά απ΄το σπίτι των γονιών μου.Σκεφτόμουν λοιπόν πως δεν ήταν η απόσταση που την εμπόδιζε νάρθει,πως ίσως είχε πολλά μαθήματα και δεν προλάβαινε να το σκάει και νάρχεται σε μένα.΄Ισως πάλι να φοβόταν μην το μάθει η μαμά πως είχε πάρε δώσε με την απόβλητη αδερφή. Μου έλειπε.Μου έλειπε πολύ..Ο γιος μου είχε ήδη χρονίσει.Κι ένα απόγευμα χτυπάει το κουδούνι της εισόδου.
-Ναι;-
-Αδερφή,άνοιξε,η Τίτα είμαι!
Τώρα αν σου πω πως έκλαψα στον ώμο της ,θα σου πω ψέμματα.Στο στήθος της έκλαψα γιατί τον ώμο της δεν τον έφτανα.Αγκαλιαστήκαμε για ώρα,κλάψαμε για ώρα με το μωρό ανάμεσά μας και μέσα σε λίγα λεπτά ξαναβρήκα την αδερφούλα μου.
- Από δω και πέρα αδερφή, θάρχομαι να σας βλέπω όποτε μπορώ.,είπε και το κράτησε.
Το γαμπρό της τον συμπαθούσε,το ίδιο κι΄εκείνος.΄Αλλωστε ,οι τρεις μας είχαμε συνομωτικό παρελθόν.΄Ετσι,όποτε ξέκλεβε λίγη ώρα ερχόταν βιαστική και βιαστική ξανάφευγε.Εμένα όμως κι΄αυτό το λίγο μου έφτανε.Μέχρι που ήρθε νέα μετακόμιση,αυτή τη φορά στο Παλιό Φάληρο.Μακρυά!Την ξανάχασα,αλλά για λίγο.
΄Ένα πρωί χτύπησε το τηλέφωνο.΄Ηταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου.
-Θέλω νάρθω να σας δω.
Ο βράχος που πλάκωνε την καρδιά μου από την έλλειψη των δικών μου κύλησε στην άκρη.Κατάλαβα.Το εμπάργκο είχε αρχίσει να σπάει.
΄Ηρθε Κυριακή μεσημέρι.
-Σκέφτηκα πως είναι καιρός να τελειώσει αυτή η ιστορία.Η μαμά κι΄ο μπαμπάς σας περιμένουν.
Φάγαμε παρέα,είπαμε τα πικρά και τα γλυκά μετά από τόσο καιρό,ύστερα μπήκαμε στ΄αυτοκίνητο κι΄όλοι μαζί πήγαμε στο σπίτι.Η επιστροφή της ασώτου.Μόσχος σιτευτός δεν σφάχτηκε,άνοιξαν όμως οι αγκαλιές κι΄αυτό ήταν το μόνο που ήθελα και λαχταρούσα.
Ο μπαμπάς τρελλαμένος με τον εγγονό του,η μαμά πολύ γρήγορα βάλθηκε να του μαθαίνει Ιταλικά,τα΄αδέρφια μου μια στα καράβια ,μια στη στεριά κι΄η αδερφούλα μου ξανά κομμάτι της ζωής μου.Ηταν η χρονιά που τέλειωνε πια το Λύκειο.Ολόκληρη κοπέλλα.Βγάζοντας το Λύκειο, γράφτηκε στη Σχολή Δοξιάδη-αρχιτεκτονικό σχέδιο.΄Αρχιζε την καινούργια της ζωή γεμάτη όνειρα.Ωρίμαζε.Τώρα μπορούσε να καταλάβει.Εκείνη δεκαοκτώ,εγώ εικοσιοκτώ.Μ΄ένα μαγικό τρόπο η απόσταση ανάμεσά μας είχε ξανά εκμηδενιστεί.
Από δω και πέρα η ιστορία είναι όλη δική της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου