Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ" ΚΕΦ.36



Πλησίαζε να τελειώσει ο Αύγουστος.΄Επρεπε να σκεφτώ την επιστροφή των παιδιών στο σπίτι.Αρχές του άλλου μήνα,θα γύριζαν στο Σχολείου.Αυτή τη χρονιά,ο Σταύρος θα πήγαινε Γυμνάσιο κι΄ο μικρός,ο Κωστής θα΄μενε μόνος του στο Δημοτικό.Μέχρι τώρα ,έφευγαν και γύριζαν με το ίδιο Σχολικό,ήταν μαζί στα διαλείματα.Φέτος θα χώριζαν για πρώτη φορά.Μ΄απασχολούσε πολύ αυτός ο χωρισμός τις ώρες του σχολείου.σκεφτόμουν κυρίως,πώς θ΄αντιδρούσε ο μικρός.Αλλά εκείνο που έκανε το στομάχι μου να σφίγγεται ήταν η σκέψη πως κάπως έπρεπε να προετοιμάσω τα δυο παιδιά ,για το τι θα έβρισκαν γυρίζοντας σπίτι-ή μάλλον για το τι δεν θα εύρισκαν.Πού είναι ο μπαμπάς-γιατί δεν είναι σπίτι;Αυτή θα ήταν σίγουρα ,η πρώτη τους απορία.΄Επρεπε να την προλάβω.Να τα ενημερώσω για ότι συνέβαινε-να μάθουν το πρόβλημα,πριν αναγκαστούν να τ΄αντιμετωπίσουν βίαια.Σκεφτόμουν να ζητήσω τη βοήθεια του Χρήστου και μάλιστα πριν προλάβει η Μάρθα να τον ενημερώσει για την αίτηση διαζυγίου.Τώρα,όσο ήταν ακόμα ανίδεος για τις κινήσεις μου,είχα μια ελπίδα ότι θα τον κατάφερνα να μου συμπαρασταθεί σ΄αυτή τη δύσκολη στιγμή.Στο κάτω-κάτω,ήταν και δικά του παιδιά.
Τηλεφώνησα στη Μάρθα.Είμαι σχεδόν έτοιμη μου είπε-αύριο μεθαύριο,θα του τηλεφωνήσω.-
-Μάρθα μου,καθυστέρησέ το μια βδομάδα ,της είπα.Της εξήγησα τι είχα στο νου μου.
Συμφώνησε.Θα περίμενε νέα μου,είπε,για να προχωρήσει.Το δύσκολο ήταν τώρα,να τηλεφωνήσω στο Χρήστο.Σχεδίαζα να συναντηθούμε στη μαμά-σε ουδέτερο έδαφος.
Θα ήταν πιο εύκολο με τις δυο γιαγιάδες από κοντά-έτσι νόμιζα.Δίσταζα όμως να σηκώσω το τηλέφωνο.Από κείνη τη μέρα,που τον είχα συναντήσει στης Παολίνας,ούτε τα παιδιά ούτ΄εγώ είχαμε κάποια επαφή μαζί του.Αυτό,με παραξένευε και με φόβιζε.
Του είχε κοπεί ο τσαμπουκάς,το είχε πάρει απόφαση ή «μαγείρευε» κάτι;Τελικά το αποφάσισα..Σχημάτισα τον αριθμό στον Πειραιά-δεν ήταν εκεί,Ούτε και στην Πατησίων τον βρήκα.΄Αφησα μήνυμα στο Νικήτα να με πάρει μόλις εμφανιστεί.Είναι επείγον του είπα.΄Όταν τηλεφώνησε ο Πωλ και μου ζήτησε να συναντηθούμε για φαγητό,η φωνή μου έτρεμε.
-Τι συμβαίνει Βέρα;
Του εξήγησα γιατί δεν μπορούσα να τον δω-γιατί έπρεπε να μείνω σπίτι.
-Ψυχραιμία, μου είπε.Δεν νομίζω ότι θα σου αρνηθεί.Μην τον αφήσεις να σε ταράξει κοριτσάκι μου,εντάξει;Κι΄αν με χρειαστείς ,πάρε με.
Ο καλός μου ο Πωλ!Τις τελευταίες μέρες ,με είχε διαρκώς από κοντά.Να μαθαίνει νέα μου,αν χρειάζομαι κάτι..Δυο τρεις φορές είχαμε συναντηθεί για καφέ.Μούπαιρνε
Την έννοια,μ΄έκανε να γελώ.Ο άντρας ,σκεφτόμουν,όταν γίνεται φίλος σου,είναι ο καλύτερος.
Με πήρε αργά το απόγευμα.Τί τρέχει;με ρώτησε-συμβαίνει κάτι με τα παιδιά;΄Οχι,δεν συνέβαινε κάτι με τα παιδιά,αλλά έπρεπε να μιλήσουμε γ ι ά τα παιδιά.
-Τί να πούμε δηλαδή-εγώ δεν έχω να πω τίποτα με τα παιδιά.Τί δουλειά έχουν τα παιδιά;
-Σε λίγες μέρες,θα γυρίσουν σπίτι Χρήστο.Πρέπει να μιλήσουμε μαζί τους να τους εξηγήσουμε.Δεν θα σε βρουν εδώ και θ΄αναρωτιούνται-δεν  πρέπει να ξέρουν;
-Τί να ξέρουν Βέρα-ότι η μάνα τους πέταξε τον πατέρα τους απ΄το σπίτι;Αυτό να τους το πεις και να τους το εξηγήσεις εσύ μανάρι μου.Εμένα δεν με χρειάζεσαι.
-Να τους πω και για ποιό λόγο σε πέταξα απ΄το σπίτι Χρήστο;
-Λοιπόν, για να τελειώνουμε Βέρα.Στα παιδιά πες ότι λείπω ταξίδι-ότι θέλεις πες.Δεν χρειάζεται να τους δώσεις αναφορά για ψύλλου πήδημα..Εγώ θα πρότεινα να βρεθούμε οι δυο μας,να μιλήσουμε σαν άνθρωποι,να δούμε πού βρισκόμαστε πρώτα εμείς –και μετά βλέπουμε για τα παιδιά.
Το είδα σαν ένα πρώτο βήμα.Εντάξει του είπα,ας βρεθούμε.Πότε;
-Απόψε.Θα περάσω να σε πάρω στις εννιά.Θα σου χτυπήσω να κατέβεις.
Δεν ήθελα να του πάω κόντρα.Πίστευα ότι θα τον έπειθα αν πήγαινα λίγο με τα νερά του.Εννιά ακριβώς,χτύπησε το κουδούνι.Απ΄τη θέση του οδηγού,έσκυψε και μου άνοιξε την πόρτα.
-Κούκλα όπως πάντα,είπε.
Πήρε την παραλιακή.Πού πάμε;ρώτησα σε μια στιγμή.Πάμε και βλέπουμε-όπου μας βγάλει μου απάντησε.Στην Ανάβυσσο,έστριψε αριστερά.Μαύρα σκοτάδια και χωράφια δεξιά κι΄αριστερά.΄Αρχισα να νιώθω άβολα.Πού πηγαίναμε σ΄αυτή την ερημιά;Να μιλήσουμε με την ησυχία μας ,χωρίς να μας ενοχλούν οι γύρω-γύρω,είπε.
΄Εστριψε σ΄ένα σκοτεινό χωματόδρομο και σταμάτησε,με τα φώτα αναμένα.
-Λοιπόν;
-Τί λοιπόν Χρήστο,να μιλήσουμε είπαμε,όχι να πάμε νυχτερινή εκδρομή στο τέρμα Θεού…
-Θα μιλήσουμε…΄Απλωσε το χέρι του κι΄έσφιξε δυνατά,απαιτητικά το μηρό μου.΄Επεσε όλος επάνω μου ,με σκέπασε με το σώμα του.Πανικοβλήθηκα-τον έσπρωξα με δύναμη.Δεν κουνήθηκε…Σε πεθύμησα μωρό μου,θέλω να κάνουμε έρωτα μανάρι μου..΄Ενιωθα την ανάσα του λαχανιασμένη στο πρόσωπό μου.Τα χέρια  
του σαν μέγγενες πάνω μου.΄Ασε με,ξεφώνησα,φύγε από πάνω μου,αλήτη.Παράτα με.
΄Εκανε πίσω,σαν να τον πυροβόλησα.Τραβήχτηκε στη θέση του οδηγού.Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω.
-Κρίμα,είπε..κρίμα!!΄Ηθελα να μας δώσω μια τελευταία ευκαιρία.
-Ευκαιρία,για ποιό πράγμα Χρήστο;
-΄Ηθελα να δω αν θέλαμε ακόμα ο ένας τον άλλον...αν μπορούσαμε νάμαστε όπως πριν...
΄Όπως πριν!Ποιο πριν…μούρθε να σκάσω στα γέλια!
-Ξεκίνα σε παρακαλώ και άσε με στο πρώτο σημείο που μπορώ να βρω ταξί.
Δεν ήμουν θυμωμένη,δεν έκλαιγα,δεν πονούσα…ένα ατελείωτο κενό μέσα μου.
Γυρίζοντας προς την παραλιακή τον άκουσα,σαν να παραμιλούσε..
-Αν με δεχόσουν απόψε,θα την έπειθα να ρίξει τό παιδί…θα το τέλειωνα και θα ξαναγύριζα σπίτι…..
-Ποιο παιδί;(τί αφέλεια Χριστέ μου).
-Η Πέρσα είναι έγκυος και θέλει να το κρατήσει…Δεν ξέρω τί να κάνω μαζί της.
Μ΄έχει βραχυκυκλώσει.
Μια λέξη μου ήρθε στο μυαλό:Αδίστακτος!!Αλλά προτίμησα να μην τη ξεστομίσω.
Στη Βάρκιζα,κατέβηκα με το έτσι θέλω,πήρα ένα ταξί και γύρισα σπίτι-ένα ράκος.

Την άλλη μέρα,τηλεφώνησα στη Μάρθα.Βάλε μπρος ,το γρηγορότερο-τό και τό..
-Αυτό,ίσως μας διευκολύνει.Με την ερωμένη του να περιμένει παιδί ίσως δεν σκεφτεί να διεκδικήσει το Σταύρο.Θα τον πάρω και βλέπουμε.
Πήγα στο Π.Φάληρο αναστατωμένη.Αγκάλιασα τα παιδιά με τέτοια λαχτάρα, που τα πόνεσα.
-Σιγά ρε μάνα θα μας πνίξεις..-
-Σας αγαπάω Σταύρο μου,σας αγαπάω πολύ-τί να κάνω…
Η Παολίνα κι΄η Ελευθερία άκουσαν τα νέα εμβρόντητες.Η πεθερά μου σε μαύρη απελπισία.Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου-αρκετά ξεκουράστηκα-να τον έχω από κοντά-να δω τί μπορώ να κάνω.Δεν τη χωρούσε ο τόπος.Σε τρεις μέρες θα κατεβάσω τα παιδιά ,της είπα.Θα σε πάρω μαζί μας.
Φεύγοντας,την ώρα που φιλούσα τα παιδιά,τους είπα να μαζεύουν σιγά-σιγά τα πράγματά τους και να ετοιμάζονται.Τέλος οι διακοπές.
-Κι΄όλας;
-Κι΄όλας!
Δυο μέρες αργότερα,με πήρε η Μάρθα.
-Τί έγινε;
-Τζίφος.Δεν έρχεται να υπογράψει.Δεν ζήτησε διαζύγιο-δεν θέλει διαζύγιο.
-Και τώρα,τί κάνουμε;
-Θα προσπαθήσουμε να τον πείσουμε.Αν ξεκινήσουμε μονόπλευρα,θα μπούμε σε δύσκολες καταστάσεις Βέρα.Θα ξαναπροσπαθήσω σε λίγες μέρες.Να προλάβει να το δουλέψει στο μυαλό του.Συνεναιτικό θέλουμε,αυτό θα επιδιώξουμε.
Στο τρίτο τηλεφώνημα της Μάρθας δέχτηκε να περάσει απ΄το γραφείο της να συζητήσουν.Σ΄εμένα δεν είχε δώσει σημεία ζωής.Ούτε ένα τηλεφώνημα ,έτσι,σαν αντίδραση.Αλλά στο μυαλό του,το είχε δουλέψει καλά.
-Για να υπογράψει,θέλει το Σταύρο και ελεύθερη επικοινωνία,όποτε και όπως θέλει με τον Κώστα.
-Πώς θέλει το Σταύρο δηλαδή;Να τον πάει πού.
-Στη μητέρα του-είναι δικό του παιδί είπε,και θέλει να επιστρέψει σε κείνον.Του είπα βέβαια ότι αυτό που ζητά είναι παράλογο,ότι δεν μποπρεί να ξερριζώσει έναν έφηβο και να τον χωρίσει απ΄τον αδερφό κι΄απ΄το περιβάλλον του..
-Τί σου είπε;
-΄Οτι περιβάλλον του είναι και η γιαγιά του κι΄ότι τον αδερφό του θα τον βλέπει όποτε θέλει.Δεν πρόκειται να υπογράψει Βέρα..Ξέρει ότι αυτό που ζητά δεν θα το δεχτείς κι΄εκεί ποντάρει.Λυπάμαι που στο λέω,αλλά δεν τον ενδιαφέρει το διαζύγιο.Δεν το θέλει,Μου το είπε ξεκάθαρα.
΄Ενιωθα παγιδευμένη κι΄εντελώς ανέτοιμη να ξεκινήσω τέτοιον αγώνα μ΄ένα Χρήστο που ήταν έτοιμος να ξεράσει όση χολή κι΄εκδικητικότητα έκρυβε μέσα του,εναντίον μου.
Πήρα την Ελευθερία.
-Σου είπα κάτι κόρη μου κι΄εγώ σ΄ότι λέω δε ξελέω.Τον σκοτώνω,παιδί δεν παίρνει.Θα βρει κλειστή την πόρτα μου.Τί θα κάνει-θα τον πάει στην ερωμένη του; Ας το τολμήσει!!
Η σχολική χρονιά,ξεκίνησε ομαλά για τα παιδιά-χωρίς προβλήματα.Ευτυχώς.Τα πήγαιν΄έλα απ΄το φροντιστήριο Αγγλικών,μου γέμιζαν σχεδόν όλα μου τ΄απογεύματα.΄Αλλες ώρες ο ένας ,άλλες ο άλλος.Αργά και πού,βλεπόμασταν με τον Πωλ.΄Ηξερε και κατανοούσε την κατάστασή μου.Στο σπίτι δεν τολμούσα να τον καλέσω ούτε για καφέ.Δεν ήθελα να δώσω το παραμικρό δικαίωμα στα παιδιά και προπάντων στο Χρήστο.Χαιρόμασταν όμως όλο και περισσότερο ο ένας τη συντροφιά του άλλου όποτε μας δινόταν ο χρόνος να βρεθούμε..΄Εβαλα αναγκαστικά το θέμα του διαζυγίου στο χρονοντούλαπο μέχρι να δω πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα.Χαράμισα δέκα χρόνια-μ΄ένα ακόμα δεν θα χαλούσε ο κόσμος.΄Ηθελα τα παιδιά ήρεμα.Είδαν το Χρήστο,δυο-τρεις φορές μές΄το Σεπτέμβρη.Δεν ανέβαινε πάνω,τον συναντούσαν στ΄αυτοκίνητο.Μαζί του,δεν είχα ανταλλάξει παρά λίγες τυπικές κουβέντες,όταν κατέβαινα να του παραδώσω και να παραλάβω τα παιδιά.Για την Πέρσα και το παιδί που περίμενε,μιλιά.Η ζωή μου,έμενε καθηλωμένη σε μια αίθουσα αναμονής.Ισορροπούσα με δυσκολία, σ΄ένα τεντωμένο σκοινί.΄Επρεπε να κρατηθώ,να μην πέσω,να φτάσω στην άλλη άκρη σώα.Μαζί μου ,προσπαθούσε κι΄ο Πωλ να ισορροπήσει στο δικό του σκοινί.Είχε αρχίσει να εκδηλώνει πολύ διακριτικά, τα τρυφερά του αισθήματα για μένα.Αλλά δεν τολμούσα να τα ενθαρρύνω-οι εκκρεμότητες στη ζωή μου ήταν πολλές και πουθενά στον ορίζοντα δεν έβλεπα φως.
Μέσα Νοεμβρίου,μια Τετάρτη, το σχολικό δεν έφερε το Σταύρο στο σπίτι.Κάπου θα καθυστέρησαν,σκέφτηκα στην αρχή.΄Οταν όμως πέρασε μια ώρα και το παιδί δεν είχε φανεί,ανησύχησα.Πήρα τηλέφωνο στο Σχολείο.Με συνέδεσαν με το Γυμνασιάρχη.
-Α! Κυρία Μάρκου,μην ανησυχείτε,το Σταύρο ήρθε και τον πήρε ο πατέρας του-
δεν γύρισαν ακόμα;
-΄Οχι,αλλά αφού είναι με τον πατέρα του,δεν υπάρχει πρόβλημα.Σας ευχαριστώ.
΄Εκλεισα το τηλέφωνο έτοιμη να λιποθυμήσω.Αυτά θα είχαμε τώρα;Τέτοια καψόνια μου ετοίμαζε;Πήρα τηλέφωνα στα μαγαζιά-άφαντοι και οι δυο.Η Ελευθερία,δεν είχε ιδέα.Θα τον πήγε κανένα σινεμά ,μου είπε,ηρέμησε παιδί μου.Την ίδια άποψη είχε κι΄ο Πώλ «απρόβλεπτος!» του ήρθε να πάρει το παιδί και τόκανε.Ηρέμησε..
Ο Κώστας,πήγε στο κρεβάτι,πρώτη φορά χωρίς τον αδερφό του.
-Θ΄αργήσουνε,μαμά;
-Δεν νομίζω μωρό μου-κοιμήσου εσύ κι΄αύριο πρωί θάναι στο κρεβάτι του.
Στις δώδεκα και μισή,είχα παραφρονήσει.Δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που πέρναγε απ΄το μυαλό μου.΄Οταν χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα,η φωνή μου ακούστηκε σαν στριγγλιά!
-Πού είναι το παιδί;
-Εδώ είναι μαζί μου.Πω,πω,σαν υστερικιά κάνεις..
-Πού είναι το εδώ Χρήστο;Πώς τόλμησες και πήρες το παιδί απ΄το σχολείο χωρίς να μ΄ενημερώσεις;Και περίμενες να πάει η ώρα μία για να τηλεφωνήσεις;Να με τρελλάνεις θέλεις;
-΄Οχι αγάπη μου.Θέλω να καταλάβεις ότι αυτό το παιδί είναι δ ι κ ό μου-εντάξει;
Δ ι κ ό μου.Το παίρνω όποτε θέλω,όπου θέλω και για όσο θέλω.Μην ανησυχείς όμως,εκδρομή τον πήγα.Θα περάσει μια χαρά.Κυριακή βραδάκι,θα τον έχεις στο σπίτι.
-Πού είσαστε;Θέλω να του μιλήσω.
-Κυριακή βράδυ Βέρα,τώρα κοιμάται…
-Πού είσαστε Χρήστο;
Κατέβασε το ακουστικό,χωρίς ν΄απαντήσει.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα μισήσει άνθρωπο στη ζωή μου.Μίσησα το Χρήστο με όση δύναμη είχα μέσα μου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου