Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ -ΕΚΔ.ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ



Η πρώτη μέρα 2

Η πρώτη μέρα της ζωής της αδερφής μου ήταν μια λαμπερή,ηλιόλουστη αλλά κρύα μέρα του Φλεβάρη.Με τον ερχομό της μου έκανε και το πρώτο της δώρο.Εκείνη τη μέρα δεν πήγα σχολείο.Ο μπαμπάς αποφάσισε ότι έπρεπε να μείνω στο σπίτι και να γιορτάσω με την υπόλοιπη οικογένεια την άφιξη του νέου μέλους της.΄Άλλο που δεν ήθελα..Το αγαπούσα το σχολείο αλλά η γλυκειά αναστάτωση του σπιτιού εκείνο το πρωινό μου άρεσε.Εξάλλου ήθελα να δω και το μωρό.Από την κουζίνα ερχόταν η ευωδιά της κότας που έβραζε στην κατσαρόλα της Ελένης-να φάει η λεχώνα λίγη σουπίτσα να στηλωθεί.Η νονά μου που είχε καταφθάσει πρωί-πρωί για να μας παρασταθεί έστρωνε ήδη το τραπέζι κι΄εμείς μαζεμένοι γύρω απ΄το μπαμπά περιμέναμε τη μεγάλη στιγμή.H Σωρονιάτισσα,αρχοντοκόρη στα νιάτα της νονά μου,ήταν μια γλυκειά γυναίκα,λίγο πάνω απ΄τα πενήντα,παντρεμένη απ΄τα 18 της με το σεβαστό δημοδιδάσκαλο και βιβλιοπώλη νονό μου.Φίλοι καρδιακοί των γονιών μου από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους στο νησί.Δεμένοι με διπλή κουμπαριά με την οικογένεια αποτελούσαν σχεδόν προέκτασή της.Τούς λογαριάζαμε συγγενείς μας-κι΄αυτούς και τα τρία παιδιά τους,δυο κόρες κι΄ένα γιό.Ο νονός ,πάντα λιγομίλητος και αυστηρός αλλά χρυσός άνθρωπος.Αυτός μούμαθε τα πρώτα γράμματα πριν καλά-καλά πάω σχολείο.Η νονά, με τα ελαφρά γκριζαρισμένα μαλλιά της πάντα τυλιγμένα με επιμέλλεια στο πομπάρι που δεν αποχωριζόταν ποτέ,με τους δαντελένιους γιακάδες πάνω στα σκουρόχρωμα συνήθως φουστάνια της,γλυκομίλητη κι΄ευγενική,
αληθινή αρχόντισσα.Αγαπούσε τη μαμά σαν νάταν πραγματική της κόρη.
Τώρα ,απλώνοντας τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα στο τραπέζι,σχολίαζε τον ερχομό της αδερφής μου,ρίχνοντας ματιές γεμάτες περίσκεψη προς τη μεριά του μπαμπά.
-Ε, κουμπάρε,έκαμες και το τέταρτο,καλορίζικο και καλοζώϊτο νάναι,φτάνει σας πιο.
Καλά είναι τα παιδιά αλλά θέλουν και το φαίν΄τους και ρούχα και παπούτσια ,θέλουν και τα γράμματά τους.Πού θα τα προκάμεις κακόμοιρε;
-Καλά νάμαστε κουμπάρα μου κι΄έχει ο θεός.Αυτός που τάστειλε,θα βάλει και το χέρι του.
-Ο θεός τάστειλε κουμπάρε μου,δε λέω,αλλά πέ΄του να σταματήσει να στέλλει γιατί αν κάμει και σου στείλει ΄κόμα κανένα των παθώ΄σου τον τάραχο θα τραβήξεις.Εμείς με τρία  και΄ναστενάξαμε.Εν είσαι δα και κανένας που τάχει μπόλικα,καλλιτέχνης είσαι-σήμερα γελά,αύριο κλαίει.Λάβε τα μέτρα σου.
-Ο μπαμπάς,την άκουγε χαμογελαστός,κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι.Τέτοιες νουθεσίες δεν τις άκουγε για πρώτη φορά .Συνηθισμένος ήταν –και πολύ ευτυχισμένος για να χαλάσει τη ζαχαρένια του μέρα που ήταν.
Η Ελένη όμως που τόση ώρα ανακάτευε τα τζετζερέδια της αμίλητη,ξεσπάθωσε.
-Καλέ κυρά -΄Αννα τι τσαμπουνάς του κυρίου μου τόση ώρα;Εσένα θα ρωτήξει πόσα παιδιά θα κάμει;Μνήστητί μου Κύριε!
-Εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου.Δε σου πέφτει λόγος .Ορίστε μας!Ακόμα ν΄αυγοκόψεις τη σούπα;΄Ατε,τελείωνε.Γλωσσοκοπάνα!!

Καθίσαμε στο τραπέζι η σούπα σερβιρίστηκε καφτή και μυρωδάτη,προσγειώθηκε κι΄η πιατέλλα με το κοτόπουλο στη μέση του τραπεζιού.Αρχίσαμε να τρώμε λίγο ανόρεχτα.Περιμέναμε τα νέα από το μέτωπο.Ακόμα να ξυπνήσει το μωρό;Πότε θα το βλέπαμε επιτέλους;

Το άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας έφραξε απ΄τη μεγαλόσωμη φιγούρα με τη άσπρη ρόμπα,το κόκκινο μαντήλι με τις άσπρες βούλες δεμένο στα σκούρα περμανάντ μαλλιά,πάνω απ΄το βλογιοκομμένο πρόσωπο με τα κατακόκκινα χείλη.

Η Μαρία η μαμμή μπήκε φουριόζα.
-Α,τρώτε;Καλιόρεξη..

΄Απλωσε το χέρι και πήρε απ΄την πιατέλλα μια φέτα κοτόπουλο που την κατάπιε εν ριπή οφθαλμού.
-Παναγιά μου, ξενηστικώθηκα.
Βρε Ελενίτσα,πιάσε να χαρείς ένα ποτηράκι νερό…Α,μπράβο.Και στις χαρές σου.
Τη δροσιά του νάχεις…

- ΄Αντε κοπιάστε ,η μαμά σας περιμένει,
Μπουκάραμε στην κρεβατοκάμαρα σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο-αρκετή υπομονή είχαμε κάνει απ΄το πρωί.Στη μέση του μεγάλου κρεβατιού η μαμά σενιαρισμένη απ΄τα χεράκια της μαμής και γερμένη στα μαξιλάρια ,χαμογελούσε με το μωρό στην αγκαλιά.Τα δυο αγόρια,σαλτάρανε στο κρεβάτι να το δουν από κοντά.Η νονά,
έφτυνε την αδερφή μου σταυρώνοντάς την στον αέρα .Η Ελένη παίρνοντας αγκαλιά το μικρό μου αδερφό έσκυψε να δει κι΄αυτή το μωρό-κι΄έβαλε φωνή μεγάλη:
-Μάνα μάνα μάνα!Καλέ κυρία, αυτή έχει τον αδερφοδιώχτη-πάει τελείωσες,άλλο παιδί δεν κάνεις.
-Τι λες μωρή Ελένη,έσκουξε η μαμή παίζοντας αλαφιασμένη τα μάτια της απ΄τη μαμά στο μπαμπά.-Ω! που να φας τη γλώσσα σου ,γρουσούζα!!
-Ξέρω εγώ τι λέω!΄Εχει τον αδερφοδιώχτη-να!να! κι΄έδειξε με νόημα την κόκκινη δαχτυλιά στο κούτελο του μωρού.


Αυτή την κόκκινη δαχτυλιά την κουβαλούσε η αδερφούλα μου μέχρι που πήγε στο δημοτικό.Μετά ως δια μαγείας εξαφανίστηκε.Μόνο όταν συγχιζόταν ή ζοριζόταν στα κατοπινά χρόνια ο αδερφοδιώχτης έκανε ξανά την εμφάνισή του για λίγο-μετά πάλι χανόταν.Δεν ξέρω αν ήταν η βαθειά γνώση της Ελένης για τα «σημάδια» ,οι νουθεσίες της νονάς  που πιάσανε τόπο ή κάποια κομπίνα της μαμάς μου που είχε ελαφρώς μπουχτίσει να βαϊλίζει μωρά-δυο σε δεκατρείς μήνες,αλλά άλλο αδερφάκι δεν έφερε ο πελαργός.Η αδερφή μου ήταν η τελευταία της σειράς.


Θυμάμαι αυτό που μας έλεγε πάντα η καθηγήτρια της γυμναστικής στο Γυμνάσιο όταν στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς ετοιμαζόμασταν για τις γυμναστικές επιδείξεις με τους απαραίτητους δημοτικούς χορούς.
-Η πρώτη κι΄η τελευταία κρατάνε κλειστό τον κύκλο-και γι΄αυτές τις θέσεις διάλεγε πάντα τις καλύτερες.


΄Ετσι κι΄εμείς:η πρώτη κι΄η τελευταία βάλαμε στη μέση τα δυο αγόρια.Οι τέσσερεις μας κρατήσαμε τον κύκλο του χορού της ζωής μας κλειστό και «καλογραμμένο» κι΄έτσι πορευτήκαμε μέχρι την αποφράδα μέρα που ο κύκλος έσπασε.Η τελευταία έφυγε πρώτη.Δεν ήταν η σειρά της αλλά σ΄αυτό τον κόσμο σειρά δεν υπάρχει.Η μοίρα είναι που ορίζει και πράττει κατά τα κέφια της.Η μοίρα κι ο Θεός.



Εκείνη την όμορφη μέρα του Φλεβάρη όταν όλοι έφυγαν απ΄το δωμάτιο της μαμάς μετά την πρώτη γνωριμία με το μωρό,πλησίασα με τη σειρά μου στο κρεβάτι.Στην αγκαλιά της μαμάς η αδερφούλα μου χουρχούριζε σαν καλοταϊσμένο γατάκι.΄Ένα ροδαλό πλασματάκι-μικρότερο απ΄την κούκλα που πριν χρόνια μου είχε φέρει ο μπαμπάς από ένα ταξίδι του στην Ιταλία.Μ΄ένα κατάξανθο χνούδι στο κεφαλάκι,με τα ματάκια κλειστά και τις μικρές γροθιές σφιγμένες απολάμβανε την αγκαλιά της μαμάς τυλιγμένο στις κάτασπρες φασκιές.Αυτή την αγκαλιά εγώ τα τελευταία χρόνια την είχα κάπως στερηθεί εξ αιτίας των απανωτών αφίξεων.Πρώτα ο ένας αδερφός μου μετά ο άλλος  και τώρα η νεοφερμένη.Είχε καιρό να μείνει άδεια κι΄εγώ ήμουν πια μεγάλη για χαϊδολογήματα-μια αγκαλίτσα στα γρήγορα άντε και κανένα φιλάκι όταν η μαμά ήταν στις πολύ καλές της.Ζήλεψα λιγάκι.Φαίνεται πως κάτι στο ύφος μου έκανε τη μαμά να καταλάβει-άπλωσε το ελεύθερο χέρι της και με τράβηξε κοντά της.

-΄Ελα αγάπη μου ,έλα κάθησε κοντά μου.
Πέρασε το χέρι γύρω απ΄τους ώμους μου μ΄έσφιξε τρυφερά και με φίλησε.
Ακούμπησα το κεφάλι στο στήθος της ,πάνω απ τη μεταξωτή ροζ νυχτικιά της που μύριζε κολώνια λεμόνι κι΄ακούμπησα απαλά το χέρι μου στο ξανθό,χνουδωτό κε-
φαλάκι της αδερφής μου.
-Για πες μου,σ΄αρέσει το μωρό μας;
-Μ΄αρέσει καλέ μαμά αλλά γιατί κοιμάται συνέχεια;Ούτε τα μάτια της ανοίγει ούτε κλαίει-γιατί;
-Ε, κουράστηκε κι΄αυτή-ξέρεις τι ζόρι τράβηξε για να βγει στον κόσμο;Κάνε υπομονή κοριτσάκι μου-θα βαρεθείς να την ακούς να κλαίει.Περίμενε να πεινάσει και θα δεις….


Η μαμά μου είχε δίκηο.Απ΄το ίδιο κι΄όλας βράδυ το κλάμα της αδερφής μου συνόδευε τις μέρες και τις νύχτες μου,Πρίμο-σεγόντο με το κλάμα του μικρού μου αδερφού που θέλεις εκ συμπαθείας,θέλεις γιατί κάπου ένοιωθε πως του κλέβανε τα προνόμια θεωρούσε υποχρέωσή του κάθε που τσίριζε το μωρό να βάζει και κείνος τα κλάματα.’ Ετσι ξεκίνησαν αυτά τα δυο κι΄έτσι συνέχισαν.Με δεκατρείς μήνες διαφορά,ξανθά και γαλανά ,λες και βγήκαν απ΄το ίδιο καλούπι,μοιάζανε με δίδυμα καθώς μεγάλωναν.Πότε μ΄αγάπες και λουλούδια πότε με τσιρίδες και κλωτσοπατινάδες-όταν άρχιζαν οι αψιμαχίες η μαμά κι΄εμείς οι άλλοι τρομάζαμε να τους χωρίσουμε.Τζώρες και φωνακλάδες κι΄οι δυο αλλά στις φωτογραφίες χεράκι-χεράκι κι΄ο ένας να κοιτάει την άλλη-μια ζωή..


Η ζωή συνέχισε να κυλάει ανάμεσα σε μωρουδίστικα κλάματα ,μπουγάδες καθημερινές στο πλυσταριό,μυρωδιά από πράσινο σαπούνι και πάνες απλωμένες στα σκοινιά της αυλής σαν πανιά ιστιοφόρου.Η Ελένη να τρέχει και να μη φτάνει με τα μαγειρέματα και τα ταϊσματα κι΄η κυρά-Ανθή-μακρυνή ξαδέρφη του μπαμπά που έσπευσε για βοήθεια  στη θέση της Τσαμπίκας να μπαινοβγαίνει απ΄το πλυσταριό στην κουζίνα κατεβάζοντας ατελείωτα ποτήρια νερό με ζάχαρη για ν΄αντέξει την κούραση της μπουγάδας.Μ΄αυτά και μ΄αυτά πέρασε ένας χρόνος και γιορτάσαμε τα πρώτα γενέθλια της αδερφής μου.Με καρυδόπιτα και κρέμα βουτύρου-σπεσιαλιτέ της
μαμάς  για τέτοιες περιστάσεις.Εγώ χτύπησα τα έντεκα κι΄η μικρή μου αδερφή έγινε
το καινούργιο μου παιχνίδι,το καμάρι και η πρώτη μου πραγματική ευθύνη.Τον πρώτο μου αδερφό,το Μανώλη,δεν τον σήκωσα στη αγκαλιά μου μωρό.’Εγώ ήμουν πολύ μικρή,μόλις πέντε χρονών κι΄εκείνος πολύ βαρύς-πέντε κιλά βγήκε ο αθεόφοβος.
Με το δεύτερο,το Γιωργάκη,τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα.΄Ημουν πια σχεδόν εννιά κι΄εκείνος ένα λεπτεπίλεπτο ξανθό μωρουδάκι.Το πρώτο ξανθό,γαλανομμάτικο μωρό στην οικογένεια.Η πρώτη μου αδυναμία.΄Υστερα ήρθε η αδερφούλα μου.΄Όταν η μαμά μου την πρωτόβαλε στην αγκαλιά τυλιγμένη στους άσπρους χασέδες,είχε όσο να πεις και μια ανησυχία.
-Πρόσεχε μη σου πέσει!-
-Μη φοβάσαι καλέ μαμά,την κρατάω.
Από κει κι΄έπειτα μ΄εμπιστευόταν όλο και περισσότερο.΄Οσο η μικρή μεγάλωνε,τόσο πιο πολύ μου άρεσε ν΄ασχολούμε μαζί της.΄Εγινε η ζωντανή κουκλίτσα μου.Στο κεφαλάκι του Γιωργάκη δεν μπορούσα να δένω χρωματιστές κορδελίτσες,στο δικό της μπορούσα.Χτένιζα αλογοουρά τα ξανθά,μεταξωτά μαλλάκια της και να δεις που της άρεσε…καθόταν εκεί με τις ώρες να την πασπατεύω,αδιαμαρτύρητα,πετώντας τα μωρουδίστικα γελάκια της ευχαριστημένη μέχρι που η μαμά αγρίευε.
-Φτάνει πια παιδί μου,θα της μαδήσεις το κεφάλι…
Δεν της το μάδησα.Απλώς της πέρασα το παιδικό μου απωθημένο για την αλογοουρά .
Εγώ,με τα λίγα ,λεπτά μαλλιά μου δεν κατάφερα ποτέ να τη χαρώ.Εκείνη την υιοθέτησε.Πότε δεμένη ψηλά,πότε χαμηλά ,η αλογοουρά έγινε το αγαπημένο της χτένισμα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου