Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


              


Η ώρα εντεκάμιση ξέβγαλε τη Φαίη μέχρι το ασανσέρ κι’ύστερα άνοιξε την τηλεόραση με το φυλλάδιο των οργάνων γυμναστικής στο χέρι.΄Επεσε πάνω στους δυο τρελλοαμερικάνους πλαστικούς που πετσόκοβαν από εικοσάρες μέχρι αιωνόβιες
και τις έκαναν « καινούργιες» απ’την κορφή μέχρι τα νύχια-με το αζημίωτο βέβαια.
Να! αυτούς χρειαζόταν.Nάχε το χρήμα- που λέει ο λόγος τώρα,να πάει και να τους πει:
Πώς με «κόβετε»;Μπόλικη; Ε!πετάχτε τα τρία τέταρτα κι’αφήστε μου το ένα.Θα γλύτωνε μια και καλή απ’τα «παραπανίσια» και δε θάχε να ξύνει το κεφαλάκι της πώς και ποιά δίαιτα ν’αρχίσει.Αλλά βλέπεις, ο Μάκης δεν είναι  Ωνάσης κι’εδώ δεν είναι Αμερική ,είναι Παγκράτι.-Αύριο αρχίζω δίαιτα ,προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της-μακάρι να λυσσάξω στην πείνα,,πίσω δεν κάνω!!
Άρχισε να καταστρώνει πλάνο κινήσεων.Αύριο,ήταν Σάββατο.΄Επρεπε να βρει τρόπο ν’αποφύγει τη βραδυνή ταβέρνα χωρίς ν’αναγκαστεί να ομολογήσει τις προθέσεις της και να υποστεί τα ειρωνικά σχόλια του Μάκη πρώτ’απ’όλα και των εξυπνάκηδων φίλων του και των φιλενάδων της.Αυτό το «αρχίζω δίαιτα»,είχαν βαρεθεί να τ’ακούνε και να μην το βλέπουν.Κατέβασε μια ιδέα-καλή της φάνηκε.
Την τακτοποίησε με προσοχή στο μυαλό της και πήγε στο κρεβάτι.Ούτε τα παιδιά άκουσε που μπήκαν κατά τη μία ούτε το Μάκη που γύρισε από την Παρασκευιάτικη κραιπάλη του σχεδόν ξημερώματα.
Το πρωϊ,σηκώθηκε πρώτη.΄Εφτιαξε έναν ελληνικό σκέτο που με το που κατέβασε την πρώτη γουλιά,της ανέβηκε το στομάχι στο λαιμό.Θέμα συνήθειας ήταν-θα συνήθιζε.
Μασούλησε μια φρυγανιά σικάλεως απ’αυτές που αγόραζε μόνο για να δίνει άλλοθι στον εαυτό της ότι πρόσεχε τη διατροφή της.Το στομάχι της διαμαρτυρόταν έντονα-από χτες βράδυ το είχε αφήσει αδειανό.Σκάσε,του φώναξε νοερά –σκάσε κι’άσε με ήσυχη-κι’ έπιασε να ετοιμάζει το πρωϊνό για τους άλλους.Ο Μάκης,μπήκε πρώτος στην κουζίνα.Τούβαλε μπροστά του το πιάτο με τ’αυγά με μπέϊκον που της είχαν τσακίσει τα νεύρα όσο τα ετοίμαζε και κάθισε απέναντί του ν’αποτελειώσει τον καφέ της.
-Εσύ; Τη ρώτησε με μπουκωμένο το στόμα.
-Δεν έχω όρεξη-τα χάλια μου έχω.(Τα μούτρα μέχρι το πάτωμα).
-Γιατί τι έχεις-αρώστησες στα καλά καθούμενα;
-Ε,δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος ν’αρρωστήσει Μάκη μου.Πονάει το κεφάλι μου,έχω σύγκρυα,με καίει κι’ο λαιμός μου-χάλια σου λέω.Με το ζόρι
σηκώθηκα.
-Καμιά ίωση ε;Κοίτα να συνέλθεις μέχρι το βράδυ γιατί δεν θέλω να κρεμάσω την παρέα.
-Πήγαινε μόνος σου αγάπη μου.Εγώ δεν έρχομαι .
-Καλά,άσε νάρθει το βράδυ και θα δούμε…Τι θα φάμε για μεσημέρι;Δε φτιάχνεις καμιά μακαρονάδα…έτσι με μπόλικο κιμά και τυράκι…ωραία θάναι!!
΄Αει σιχτίρ,δαίμονα-βαλτός είσαι;
-Να φτιάξω για σας Μάκη μου-εγώ θα φάω ρύζι με γιαούρτι.
-Σώπα βρε παιδί μου!!!Τί ιός είν’αυτός που σούκοψε και την όρεξη…εσύ του θανατά νάσαι,το φαί δεν το κόβεις.Να του πούμε να εγκατασταθεί μόνιμα στον οργανισμό σου-μπορεί να καταφέρει να σε φυράνει…ε; τι λες;
-Παράτα μας βρε Μάκη,όρεξη έχεις πρωϊ-πρωϊ.Ο άλλος πεθαίνει κι’εσύ την πλάκα σου!
-Ναι,τώρα πάω να σου παραγγείλω στεφάνι-κι’έβαλε τα γέλια.Πάω για καφέ.Περαστικά.Κι’έφυγε.
Την είχε κάνει βαπόρι.Παρακάλα βρε αλητάμπουρα να μη πάρω είδηση ότι ξενοπηδάς.Δε σου λέω τίποτα!!Θα σε σουβλίσω σαν τον Αθανάσιο Διάκο.Μαλάκα.!  Ε,μαλάκα!!
Από΄κει κι’ύστερα η απόφασή της άρχισε να υλοποιείται,με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της Φαίης.Νάναι καλά η γυναίκα.Την πήγε στο γιατρό.΄Ενας γιατρός,να τον πιεις στο ποτήρι-μονορούφι.Την κοίταξε μ’ένα βλέμμα περίεργο,από πάνω ως κάτω.-Απορώ μ’εσάς ,της είπε.Νέα γυναίκα,πώς αφήσατε τον εαυτό σας να φτάσει σ’αυτό το σημείο!!.Της ήρθε να τον χαστουκίσει-ήταν και να τον πιεις στο ποτήρι…ντράπηκε.Τον άρπαξε απ’τα μούτρα.-Αυτά θα λέμε τώρα γιατρέ μου;΄Ηρθα-δεν ήρθα;;Άσε το σεμινάριο και πιάσε τα μηχανάκια σου να δούμε πού βρισκόμαστε.Την τύλιξε στα καλώδια,τη γύρισε ανάσκελα,τη γύρισε μπρούμητα,τη γύρισε στο πλάϊ.-Από καρδιά πάμε καλά,της είπε.Πίεση φυσιολογική.Αλλά πριν ξεκινήσετε γυμναστική,αρχίστε τη δίαιτα που θα σας δώσω ,να δούμε με τι ρυθμό θα χάσετε τα πρώτα κιλά…Όλο αυτό το πάχος που είναι πια αδρανής ιστός μετά από τόσα χρόνια,θα δυσκολευτούμε να το απομακρύνουμε,να το ξέρετε.Ποιοί θα δυσκολευτούμε δηλαδή γιατρέ μου-μαζί θα πούμε το ψωμί-ψωμάκι;-ήθελε να του φωνάξει.Δεν το φώναξε.Πήρε κι’ένα κατάλογο που της έδωσε για αρχή.Τι έπρεπε ν’αποφεύγει ,τι να τρώει,πήρε και τη Φαίη από το μπράτσο και γυρίσανε σπίτι της.
-Κοίταξε κακομοίρα μου να την κρατήσεις αυτή τη δίαιτα.Μην τυχόν και κάνεις πίσω;
-Αστειεύεσαι;;Εδώ!Βράχος.Υπέρ διαίτης και κατά κιλών θα πέσω.Είπα θ’αδυνατίσω και θ’αδυνατίσω ο κόσμος νάρθει τ’απάνω κάτω!!

Η πρώτη εβδομάδα της δίαιτας ήταν μαρτυρική.Η πείνα τη θέριζε.Με ζαρζαβατικό,φετούλες τσιγαρόχαρτα από στεγνό κρέας και ψάρι  και δυο γιαούρτια την ημέρα,δεν γεμίζει ένα σώμα εκατόν είκοσι κιλών το στομάχι του.Η ζυγαριά της,της έκανε γυμνάσια εξ αιτίας του χρόνιου παραγκωνισμού της και την τάραζε στα σκωτσέζικα ντους.Μισό κιλό κάτω το πρωϊ,μισό κιλό πάνω το βράδυ.Άσε που στο σπίτι,την πήρανε είδηση ότι ξεκίνησε δίαιτα κι’άρχισε το δούλεμα.Μπαίνει ένα μεσημέρι ο Μάκης και τη τσακώνει με το καροτομάρουλλο στην γαβάθα.
΄Εβαλε τις φωνές ο αλήτης.
-Παιδιά,παιδιά,ο Μπάνγκς Μπάνυ στο σαλόνι μας!
Τρέξανε τα παιδιά,πήρανε το μέρος της.-Βρε,μπαμπά,άσε τη μαμά ήσυχη-τόσο καιρό της λέμε να κάνει δίαιτα..Τώρα που την άρχισε της κάνεις πλάκα;
-Α! την άρχισε;Για πόσο;
Η μικρή,η Αγγελικούλα έκατσε δίπλα της και την αγκάλιασε.-Μην τον ακούς καλέ μαμά..εγώ μαζί σου είμαι.Τί γλυκό παιδί κι’αυτή την είχε παρεξηγήσει…
Ο γιος της ,ο Γιωργάκης της,δήλωσε τη συμπαράστασή του ανοιχτά.-Μάνα,μην ακούς κανένα..Τη δουλειά σου εσύ κι’άμα θέλεις συμπαράσταση,φώναξέ με να φάμε το μαρούλλι παρέα.
Ξαφνικά,ένα πρωί,έγινε το θαύμα.Η ζυγαριά έπαψε να της κρατά μούτρα κι’έδειξε δυο κιλά κάτω.Τρελλάθηκε,δεν πίστευε στα μάτια της.Αν είχε ντουντούκα,θάβγαινε να το φωνάξει απ’το μπαλκόνι.Μετά από ώριμη σκέψη,είπε τα χαρμόσυνα νέα μόνο στη Φαίη-στους άλλους κουβέντα.Φοβήθηκε.Μην πάει κάτι στραβά κι’εκτεθεί.Την τέταρτη εβδομάδα,τα μείον κιλά,έγιναν πέντε.Καλά πάμε της είπε ο γιατρός.Συνεχίστε έτσι.Είχε πάψει πια να πεινάει αφόρητα και να της τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που σερβίριζε το φαί στους άλλους.΄Αρχισε και τη γυμναστικούλα της σιγά-σιγά –χωρίς όργανα ακόμα.-Θα σας πω εγώ,της είπε ο Αβάσογλου.Τί καλός άνθρωπος!!Χαιρόταν κάθε φορά,λες κι’έχανε τα κιλά εκείνος.Ούτε που της περνούσε απ’το μυαλό ότι έπαιζαν κάποιο ρόλο σ’αυτή τη χαρά και τα διακοσια που τούσκαγε σε κάθε εβδομαδιαία επίσκεψη.Ο «δαίμονας» ο άντρας της, προσπάθησε κάποιες φορές να την παρασύρει,να τη βγάλει απ’τα νερά της.-Φάε βρε Αλέκα κι’εσύ μια φορά μαζί μας.Να κάτσουμε μια φορά στο τραπέζι σαν οικογένεια.Βαρέθηκα να σε βλέπω με τον κεσέ το γιαούρτι στο χέρι.Φάε και μια μπουκιά της προκοπής-μια φορά
έστω!Τι θα γίνει με μια φορά-θα χαλάσεις τη δίαιτά σου;Δεν έχεις την περιέργεια να δοκιμάσεις τι σκατά μας μαγειρεύεις και τρώμε;
-Τη δίαιτά μου Μάκη μου δεν τη χαλάω που να σκάσεις.Τί έγινε ρε Μάκη; Εσύ τρωγόσουνα ν’αδυνατίσω και ν’αδυνατίσω,τώρα άλλαξες γνώμη;Ξαναερωτεύτηκες τα κιλά μου Μάκη μου;Και πού τέτοια τύχη δηλαδή-άσε με τώρα κι’ακούνε και τα παιδιά…
Στα μισά του δεύτερου μήνα,ενάμισυ μήνα μετά την «πόρτα»,είχε κατέβει στα εκατόν δέκα.Μια δυο φορές είχε προσπαθήσει να στριμώξει το Μάκη και να τον ρίξει στο κρεβάτι.Αντιδρούσε.
-Τι νομίζεις δηλαδή ρε Αλεκάκι ότι με δέκα κιλά λιγότερα έγινες και η πρώτη θεογκόμενα;Και να σου πω και κάτι;Προσωρινά είναι αυτά τα πράματα.Μπορεί να χάσεις άλλα δέκα και μετά, με την πρώτη κουτσουκέλλα,θα τ’ανεβάσεις στα εκατόν τριάντα.Δε βλέπεις τι γίνεται με τους χοντρούς γύρω σου;΄Ολοι αδυνατίζουν,το παίζουν μοντέλα για κάνα δίμηνο,αρχίζουν να δίνουν συμβουλές αδυνατίσματος και σωστής διατροφής ,πλακώνονται στις μπαρούφες,πως τάχα μου άλλαξε η ζωή τους,βρήκαν λέει τον εαυτό τους,ανακαλυψαν το σώμα τους,κι’άλλες τέτοιες κοτσάνες και ξαφνικά τους βλέπεις πιο χοντρούς από πριν.Γι’αυτό σου λέω..έχασες δέκα κιλά…σιγά τον πολυέλαιο.
-Και τι θα γίνει βρε Μάκη μου;΄Ετσι θα τη βγάζω εγώ;Νηστεία στο φαί,νηστεία και στο κρεβάτι ρε γαμώ το;΄Εχεις βρει πουθενά και τρως καλύτερα δηλαδή;Να το ξέρω,να βρω κι΄εγώ κανένα να με «βολεύει».Δεν τη μπορώ άλλο αυτή τη ξεραϊλα.Γυναίκα είμαι-έχω κι’εγώ τις ανάγκες μου.
-Ε σ ύ!Θα πας με άλλον!!.Πού θα τον βρεις βρε Αλέκα;
-Αυτό είναι το πρόβλημά σου;Βρωμάει ο τόπος Μάκη μου από άντρες!!
-Σε τι νούμερο θα τον βρεις μάνα μου-στο ΧΧlarge;
-Μάκη!!,Θα στα φορέσω-κι’όταν στα φορέσω,θα στα φορέσω στο ΧΧlarge,νάσαι σίγουρος.
-Καλά,πάρε με και στο κινητό να μ’ενημερώσεις.
Τον έβλεπε πολύ άνετο.΄Αλλα χρόνια αν τούκανε κουβέντα γι’άλλον άντρα,θάσκιζε τα ρούχα του.Τώρα της έκανε και πλάκα.Του πεταμού την είχε δηλαδή.Ούτε τη γούσταρε πια,ούτε την υπολόγιζε,ούτε τη φοβόταν.
-Αλλού πάει και το δίνει,είπε στη Φαίη.Τώρα σιγουρεύτηκα.
-Από τι σιγουρεύτηκες δηλαδή;
-Τούπα ότι θα τον κερατώσω έτσι που μ’έχει ρίξει στην αγαμία,και μόνο καλή τύχη που δεν μου ευχήθηκε.
-Και τι κάθεσαι ρε μαλάκα;
-Τι να κάνω ρε Φαίη,να ρίξω φέιγ-βολάν «ζητείται γκόμενος»;Χέσε το στεφάνι μου.΄Ετσι που κατάντησε για χέσιμο είναι αλλά δε θα βγω και στους δρόμους προς άγραν επιβήτορα!!
-Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις κορίτσι μου.Και μη φοβάσαι από μένα!Τάφος!
-Θα μου βρεις άντρα,φιλενάδα μου;(Έκανε μια προσπάθεια να γελάσει).Αν είναι αυτό,κοίτα να το κάνεις γρήγορα γιατί και η στέρηση,έχει τα όριά της!
-Βασίσου επάνω μου!!!Έχω σχέδιο!!

Τελευταία,τα κιλά φεύγανε από πάνω της με ταχύτητα φωτός.Τα ρούχα της ήταν πια ξένα στο σώμα της.Την τελευταία Παρασκευή του δεύτερου μήνα,πήρε την πιστωτική της αποφασισμένη να τη ξετινάξει και κατέβηκε στο Κέντρο για ψώνια.Τρία νούμερα πιο κάτω.Της ήρθε να φωνάξει απ’τη χαρά της.Θα σου δείξω εγώ Μάκη άχρηστε.Με το που γύρισε το μεσημέρι,τον άρπαξε απ’τα μούτρα.
-Αύριο,θάρθω κι’εγώ στην ταβέρνα.Πεθύμησα την παρέα.Θα φάω τη ψητή μπριζολίτσα μου και μια σαλάτα-μια χαρά θάμαι.Να πω και καμιά κουβέντα με τα κορίτσια.
-Ποια ταβέρνα ρε Αλέκα-την ταβέρνα την έχουμε κόψει εδώ και κάτι βδομάδες.Δεν ξέρω αν πηγαίνουν κάποια απ’τα παιδιά,εγώ πάντως δεν πάω.Μόνος μου θα πήγαινα;
-Και πού πας Μάκη μου τα Σάββατα που ξεπορτίζεις.
-΄Ε!!κανένα μπαράκι…για ποτό δηλαδή..με το Μίλτο.Κανένα σινεμαδάκι…
-Σινεμαδάκι μόνος σου,αγάπη μου;
-Με το Μίλτο.
-Με το Μίλτο Μάκη μου;Και γιατί δε μου τόλεγες ευλογημένο παιδί;Την ταβέρνα την έκοψα λόγω δίαιτας αλλά για σινεμαδάκι δε θάλεγα όχι..Την κοίταξε μουδιασμένος…-Δεν πήγε το μυαλό μου βρε Αλέκα..΄Ηθελε να του φωνάξει «πάρε το κουτόχορτο και ρίχτο σ’άλλο παχνί-εγώ δε μασάω» αλλά προτίμησε να μη συνεχίσει την κουβέντα..Το Σάββατο άρχισε να ντύνεται πρώτη,όσο εκείνος ξυριζόταν σφυρίζοντας.Μαύρο παντελονάκι φιρμάτο,μαύρη πουκαμίσα με σκαφτό τοπάκι από μέσα.Μαλλί ψηλά και στο αχτένιστο,μακρύ σκουλαρίκι,βαψιματάκι προσεγμένο-άψογο μέχρι την τελευταία πινελιά!
Ψεκάστηκε από πάνω ως κάτω με το καινούργιο της Ντόνα Κάραν-νάναι καλά η πωλήτρια που της το σύστησε, «μεθυστικό» της είπε, «θα με θυμηθείτε» και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη-πρώτη φορά χωρίς να ντρέπεται.Γυναίκα ένα κι’εβδομήντα ήταν,όμορφο προσωπάκι είχε.Τώρα που τα προγούλια είχαν σχεδόν εξαφανιστεί «έδειξε» και το πρόσωπο.Το καινούργιο συνολάκι την έκανε να φαίνεται η μισή σχεδόν.Και πάντως,άλλο εκατόν είκοσι κιλά και άλλο σκάρτα εκατό που ήταν τώρα.
Μπήκε στο σαλόνι θριαμβευτικά.Ο «μαχαραγιάς» ήταν ακόμα στο μπάνιο.Θα σε περιμένω να βγεις παλληκάρι μου.Απόψε θα σου «σκάψω το λάκκο»,πηδηχταρά μου.
Ο «πηδηχταράς»,βγήκε καμιά φορά κι’έμεινε στήλη άλατος.
-Ρε Αλεκάκι,εσύ είσαι;Είπα κι’εγώ,ποια γκόμενα μπουκάρισε στο σπίτι μου ξαφνικά.Τί ομορφιές είν’αυτές;Εσύ αδυνάτισες ρε μάνα μου-η μισή έμεινες!Πω,πω!!
Ούτε που το πήρα είδηση.
(ούτε που με κοίταζες ηλίθιε,πώς να το πάρεις είδηση;)
Κάτσε να πάρω το Μίλτο ν’ακυρώσω.Να βγούμε οι δυό μας.
-Μη σκοτώνεσαι Μάκη μου-έχω κανονίσει με τη Φαίη.Θα πάμε για ποτό.
-Μόνες σας;
-Μόνες μας.
-Θάρθω κι’εγώ..
-Δε χρειάζεται Μάκη μου-δέρνουμε και μόνες μας τους «βαρβάρους» άμα χρειαστεί.
 ΄Αντε,γειά σου αγάπη μου και καλά να περάσεις…χαιρετισμούς στο Μίλτο!
Του γύρισε την πλάτη και βγήκε.Κάτω,την περίμενε η Φαίη με το αυτοκίνητο.Μπήκε αεράτη και γύρισε στον τύπο που καθόταν στο πίσω κάθισμα.Η Φαίη έκανε τις συστάσεις.Ο Μενέλαος που σούλεγα,γλύκας!Θα μας βοηθήσει.Φιλαράκι πρώτο.
Γύρισε να τον δει καλύτερα.Κούκλος-Παναγιά μου,κούκλος.
-Γειά σου Μενέλαε,χαίρομαι που σε γνωρίζω και σ’ευχαριστώ που βοηθάς!Νάσαι καλ
-Γειά σου Αλέκα μου,στις διαταγές σου.Μου είπε η Φαίη τι παίζει!!!Μέσα είμαι!
Ήπιανε τα ποτά τους,τα μιλήσανε οι τρεις μαζί,γελάσανε του σκασμού με το χουνέρι που ετοιμάζανε,το μαγαζί είχε κι’ωραίο DJ-όλα τέλεια!
Τόσα χρόνια, είχε ξεχάσει πως υπήρχε κι’αυτού του είδους η διασκέδαση.Καταστρώσανε το σχέδιο και κλείσανε ραντεβού,Μενέλαος και Αλέκα,στο ίδιο μέρος τη μεθεπομένη.
Ο Μενέλαος,ανέλαβε να κάνει και το τηλεφώνημα.
Γύρισε στο σπίτι περασμένες δύο και βρήκε το Μάκη με τις πυτζάμες.Σ’αναμμένα κάρβουνα.
-Πώς περάσατε;
-Θαύμα.Εσύ; Δε βγήκες;
-Βγήκα αλλά βαρέθηκα και γύρισα νωρίς.
-Α!Καλά..εγώ πάω για ύπνο..
-΄Ερχομαι κι’εγώ..Τυχερή!!Στις καλές μου με βρίσκεις…απόψε θα σε «ποτίσω» μάνα μου.Απ’την ώρα που έφυγες,αυτό έχω στο νου μου.
-Τέσσερεις «μαργαρίτες» και τρία σφηνάκια ποτίστηκα Μάκη-δε θέλω άλλο πότισμα,κλείνουν τα μάτια μου.
Η επιθυμία μέσα της μια φούντωση,μια φλόγα!Κράτα χαρακτήρα της φώναζε ο δεύτερος εαυτός της.Αν ανοίξεις τα πόδια τώρα,τόχασες το παιχνίδι-μαζέψου.
Χώθηκε δίπλα της κι’άρχισε τα «μπασίματα».Τούσπρωξε πρώτα το ένα χέρι κι’ύστερα το άλλο.
΄Ενας Θεός ξέρει,πού βρήκε τη δύναμη.
-Μάκη!!Θέλω να κοιμηθώ σου λέω-άσε με ήσυχη επιτέλους!
-Ρε Αλεκάκι;;
-Καληνύχτα!
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.Δεν θυμόταν ποιος τόπε,αλλά όποιος κι’αν τόπε ,είχε δίκηο.
Και πού νάξερες αγοράκι μου τι σε περιμένει μεθαύριο.Μ’αυτή τη γλυκειά σκέψη,την πήρε ο ύπνος.


              


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου