Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ- ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ.


Τα όνειρα τα πλέκεις με το βελονάκι  5


Μπαίνοντας στο ταξί,κοίταξα το ρολόϊ μου.Κόντευαν τέσσερεις.Είχα αρχίσει να πεινάω αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να επωφεληθώ από την πρόσκληση της Χρυσής
για μεσημεριανό.Πρώτα γιατί η ώρα ήταν ήδη περασμένη,εκείνη σίγουρα θα είχε ήδη φάει από ώρες κι’εγώ δεν ήθελα να της χαλάσω την απογευματινή της ξεκούραση.Ύστερα, «θα τα πούμε το βραδάκι»,ήταν το μήνυμα της Βαλασίας.Τί θα έκανα κλεισμένη στο σπίτι μέχρι το βραδάκι;Η Χρυσή μου άρεσε.Την εύρισκα πολύ συμπαθητική,η παρουσία κι’η μοναξιά της μου γεννούσαν ένα σωρό ερωτηματικά
και μια κουβέντα μαζί της θα είχε πολύ ενδιαφέρον.Όμως,το μυαλό μου ηταν αγκιστρωμένο σ’αυτά που θα μου έλεγε η Βαλασία για την πρώτη,ύστερα από εξήντα
χρόνια τηλεφωνική συνομιλία με τη μάνα μου που σημειωτέον,δεν είχε μπει στον κόπο να μου κάνει ένα τηλεφώνημα μέχρι εκείνη την ώρα.
Ρώτησα τον οδηγό πού μπορούσα να τσιμπήσω κάτι ελαφρύ.Με πήγε σ’ένα χαριτωμένο μαγαζάκι,κοντά στο Ενυδρείο.Πλήρωσα και κατέβηκα.
Μετά το φαγητό,μια και ήμουν τόσο κοντά,μπήκα στο Ενυδρείο και χάζεψα για κάμποση ώρα τα ψαράκια και το ιχθυολογικό μουσείο.Έτσι κι’αλλιώς μια επίσκεψη  εκεί,συμπεριλαμβανόταν εξ αρχής στο πρόγραμμά μου.Όταν ξανακοίταξα
την ώρα,πλησίαζαν έξη.Πήρα δεύτερο ταξί κι’έδωσα τη διεύθυνση του σπιτιού.
-Στης Βαλασίας μένετε;Με ρώτησε έκπληκτος ο οδηγός,ένα ομορφόπαιδο γύρω στα σαράντα,ακούγοντας την διεύθυνση.
-Μάλιστα-τη ξέρετε;
-Τη Βαλασία δε ξέρω;Όλη η Ρόδος τη ξέρει…Συγγενής σας είναι;
-Όχι,όχι-φίλη της μητέρας μου είναι,από παλιά.
-Σπουδαία γυναίκα αλλά άτυχη η κακομοίρα!
-Γιατί άτυχη;
-Εεε!Πού να σας τα λέω τώρα…Πέρασε πολλά!Έχασε το πόδι της στον πόλεμο-εφτά χρονώ ήταν δεν ήταν-κι’από κει κι’ύστερα μια κόλαση έζησε.Απ’τους γονιούς της μέχρι τον άντρα της,θεός σχωρέστον κι’αυτόν,ποιος θα δαγκώσει πιο χοντρά τη σακάτισσα.Ήταν βλέπεις κι’η αδερφή της,η Φουλίτσα-εκείνη πάτησε τη μίνα κι’εγινε χίλια κομμάτια-τεσσάρω χρονώ μωρό.Η μάνα της δεν της το συγχώρεσε ποτέ της Βαλασίας.Της έρριχνε το φταίξιμο που το μωρό σκοτώθηκε κι’εκείνη τη σκαπουλάρησε μονάχα μ’ένα πόδι λιγότερο…Τι έφταιγε το κοριτσάκι…μες την πείνα…Γερμανική κατοχή είτανε...πείνα σας λέω!Για χόρτα την έστειλε η μάνα της
-στο Θολό μένανε τότε-ένα χωριό καμιά εικοσπενταριά χιλιόμετρα από δω-πάρε και το μικρό μαζί,της είπε κι’έχε το νου σου.Εκειδά,κάτω απ’τον Αϊ Σπυρίδωνα,στο έμπα του χωριού,ήταν ένα χωράφι ζωσμένο με συρματοπλέγματα γιατί τόχανε οι Γερμανοί τίγκα στις μίνες.Είδε κάτι παπαρούνες το μωρό-πού να ξέρει κι’αυτό…χώθηκε ανάμεσα στα συρματοπλέγματα να πάει να τις κόψει,η Βαλασία έτρεξε πίσω της να την προκάμει,πάτησε το μωρό τη μίνα και μπαμ!!!-αυτό είτανε.
Είχα μείνει άναυδη απ’αυτή τη ξαφνική και τόσο λεπτομερή πληροφόρηση.
-Και πώς τα ξέρετε εσείς όλ’αυτά;
-Απ’τη μάνα μου-συνομήλική της είναι.Η μάνα μου τη ξέρει τη ζωή της Βαλασίας, μέρα με τη μέρα κι’απ’την καλή κι’απ’την ανάποδη.Φιληνάδες είτανε-τώρα δε μιλιούνται.Κάτι έγινε και κόψανε τα τελευταία χρόνια.Όχι τίποτα σπουδαίο δηλαδή-
για παντρολογήματα χαλάσανε τις καρδιές τους.Ένας ξάδερφός μου ήθελε τη Χρυσή
αλλά η Βαλασία ούτε που του άνοιξε την πόρτα.Η Χρυσή δεν παντρεύεται-του είπε
έχει κόρη της παντρειάς.Ε,προσβλήθηκε κι’η μάνα μου,πάει περίπατο η φιλία!Το πήρε για προσβολή στην οικογένεια κι’η κυρα-Βασιλική,όταν είναι για την οικογένεια,δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της!
Είχαμε φτάσει πια έξω από το σπίτι.
Τον πλήρωσα κι’άνοιξα την πόρτα να κατέβω .
Γύρισε και με κοίταξε κλείνοντάς μου το μάτι με νόημα-« Ρωτήστε την καμιά φορά, να σας τα πει.Βιβλίο γράφεις με τη ζωή της.Και χαιρετίσματα πέστε της απ’το Σταμάτη της Βασιλικής.Εγώ δεν έχω τίποτα με τη γυναίκα ούτε κι’εκείνη μαζί μου.»
΄Ενιωθα το κεφάλι μου να βουίζει.Η αφήγηση του οδηγού με είχε βρει απροετοίμα- στη και με είχε πάει ένα βήμα πιο βαθειά στο δράμα της  Βαλασίας.Αναρωτήθηκα πόσα να υπήρχαν ακόμα που δεν ήξερα γι’αυτή τη γυναίκα-σίγουρα πολλά. «Γράφεις βιβλίο με τη ζωή της»,είχε πει ο ταξιτζής.Εν τω μεταξύ,η δική μου ζωή είχε πιάσει μια γωνιά στο μυαλό μου κι’είχε πέσει σε κώμα.Είχα διαγράψει από τη σκέψη μου το Ντίνο κι’είχα βάλει σε αναμονή επ’αόριστον το Φίλιππο.Εδώ,είχα να ξεσκαλίσω πράματα και θάματα.Όχι οδοιπορικό-μυθιστόρημα θα πήγαινα στην αρχισυντάκτριά μου.Μόνο η Λουκία μ’απασχολούσε αλλά δε βαριέσαι-καλά θα ήταν-αν δεν ήταν θα είχε σπεύσει να μου τηλεφωνήσει.
Ανοίγοντας τη βαρειά καγκελόπορτα,είδα φως στο μεγάλο παράθυρο της κουζίνας.
Η Χρυσή θα είχε ξεκινήσει την προετοιμασία του βραδυνού.Ανέβηκα τα λίγα μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου και χτύπησα το κουδούνι.Μου άνοιξε σχεδόν αμέσως.
Φρέσκια,περιποιημένη κι’ελαφρώς ξαναμμένη-έτσι μου φάνηκε.
-Καλώς την!Άργησες Μελίνα μου-σε περίμενα πιο νωρίς.
-΄Εμπλεξα βρε Χρυσή,συγνώμη αν σ’έκανα να με περιμένεις…
-Σώπα καλέ!Χαράς το πράμα!Η Ρόδος είναι ξεμυαλίστρα-το ξέρω εγώ!Έλα,στην κουζίνα καθόμαστε-πίνουμε το καφεδάκι μας μ’ένα φίλο.Έλα να στονε γνωρίσω!
Την ακολούθησα κι’εκεί στην πόρτα της κουζίνας με περίμενε άλλη μια έκπληξη που
με τίποτα δεν θα μπορούσα να την έχω προβλέψει!
Στρογγυλοκαθισμένο,με τους αγκώνες στο μεγάλο τραπέζι,είδα έναν άντρα που δεν τον έβλεπα για πρώτη φορά.
Η Χρυσή έσπευσε να κάνει τις συστάσεις.
-Ο κύριος Άρης Καραγεωργίου,γείτονας και φίλος-η κυρία Μελίνα…-με κοίταξε ερωτηματικά-Μελιδώνη,συμπλήρωσα.
-Μελιδώνη-επανέλαβε.
Χαρήκαμε κι’οι δυο όσο δεν λέγεται!Το μεσημεριανό «καμάκι»,είχε σηκωθεί να μου δώσει το χέρι σαστισμένο,με το πρόσωπο κατακόκκινο,με τα μάτια καρφωμένα στα δικά μου-«μη με ξεμπροστιάσεις»,έλεγαν εκείνα τα πανικόβλητα μάτια.Μου ήρθε να βάλω τα γέλια,μπροστά σ’αυτό το γκομενιάρικο ανθρωπάκι αλλά κατάφερα να συγκρατηθώ.Κοίταξα τη Χρυσή.
Φουντωμένη κι’αυτή κι’ελαφρώς νευρική.-«Κι’η Χρυσή στο μενού»,σκέφτηκα γιατί
δεν μου έμενε καμμιά αμφιβολία πως ανάμεσα σ’αυτούς τους δυο,κάτι έτρεχε και μάλιστα κάτι πολύ σοβαρό αφού ο γείτονας και φίλος,είχε το θάρρος να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της Βαλασίας και να πίνει τον καφέ του στην κουζίνα της.
-΄Εχεις φάει Μελίνα;
-Ναι,κάτι τσίμπησα.Θ’ανέβω να ξεκουραστώ λίγο,πόνεσαν τα πόδια μου απ’το περπάτημα..Να τα πείτε κι’εσείς με την ησυχία σας`.
-Χάρηκα κ.Καραγεωργίου.
-Κι’εγώ…κι’εγώ…
Βγήκα από την κουζίνα με μια νεκρική σιωπή να έχει πέσει πίσω από την πλάτη μου.
Ανέβηκα τη ξύλινη σκάλα και για πρώτη φορά,συνειδητοποίησα πως εκτός από τη δική μου,υπήρχαν άλλες τρεις πόρτες που προφανώς οδηγούσαν σε ισάριθμα δωμάτια.
Τις άνοιξα μία-μία.Όλες ξεκλείδωτες.Τρεις ευρύχωρες κάμαρες,τέσσερεις με τη δική μου,στον απάνω όροφο.Μεγάλο σπίτι-σίγουρα στο ισόγειο υπήρχαν άλλες τόσες
γιατί ήξερα ήδη πως η Βαλασία είχε την κρεβατοκάμαρά της στο ισόγειο,για να κινείται εύκολα και στα διπλανά δωμάτια έμεναν η Χρυσή κι’η Ρηνιώ για να είναι κοντά της ανά πάσα στιγμή.Ένα μεγάλο,πλήρως εξοπλισμένο λουτρό,εξυπηρετούσε και τα τέσσερα δωμάτια.Όλα φροντισμένα,φωτεινά,περιποιημένα.Γυρίζοντας στο δωμάτιό μου,πρόσεξα για πρώτη φορά πάνω σε μια ξύλινη εταζέρα με πορσελάνινα μπιμπλό τη μικρή,στρογγυλή,ασημένια κορνίζα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού,πανέμορφου,με σκούρα σγουρά μαλλάκια.Μια λευκή κορδέλλα αγκάλιαζε το κεφάλι κι’έδενε  στο πλάι,πάνω από το παιδικό μάγουλο σ’ένα
μεγάλο,χαριτωμένο φιόγκο.Η Φουλίτσα!Θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως ήταν
η Φουλίτσα,η τετράχρονη,σκοτωμένη αδερφούλα της Βαλασίας.Το παιδικό προσωπάκι,σοβαρό,χωρίς ίχνος χαμόγελου-το βλέμμα,θαμπό πίσω από το τζάμι στην πολυκαιρισμένη φωτογραφία-με μια θλίψη παράταιρη για την ηλικία του παιδιού.
Μια μελαγχολική «Μικρή κυρία»,εξόριστη σ’ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου που μπορεί από τότε να διαισθανόταν πως σ’αυτό τον κόσμο δεν είχε έρθει για να μείνει.
΄Ενιωσα μια ψύχρα να διατρέχει το σώμα μου.Μπήκα στο μπάνιο κι’έμεινα για κάμποσα λεπτά κάτω από το ζεστό νερό με το μυαλό ναρκωμένο.Αυτό το τεράστιο σπίτι με τα άδεια υπνοδωμάτια,η ιστορία του ταξιτζή λίγο νωρίτερα και η φωτογραφία του σκοτωμένου παιδιού στην εταζέρα,με είχαν τυλίξει σ’ένα πέπλο μυστηρίου που μ’έκανε να νιώθω άβολα.
Ξαναγυρίζοντας στο δωμάτιό μου,είδα τη Χρυσή ν’ανεβαίνει με μια αγκαλιά καλοδιπλωμένα σεντόνια.
-Δεν πιστεύω να τα κουβαλάς για μένα;Μια βραδιά κοιμήθηκα όλη κι’όλη!
-Όχι καλέ!Δίπλα τα πάω.Τηλεφώνησε η Βαλασία πριν έρθεις.Θάχουμε μουσαφιρέους ,λέει!
-Κι’άλλους;Δεν σας φτάνω εγώ βρε Χρυσή;΄Ωρα να τα μαζεύω μου φαίνεται.
-Πουθενά δε θα πας!Ένα σύνταγμα κοιμίζει αυτό το σπίτι.
-Ναι,το βλέπω.Και πότε έρχονται οι φιλοξενούμενοι;
-Αύριο το απόγεμα μου είπε.Αεροπορικώς,από Αθήνα.
-Ποιοι είναι τους ξέρεις;Τίποτα φίλοι της;
-Να σου πω την αλήθεια-ιδέα δεν έχω.Στρώσε τα κρεβάτια μου είπε.Νέτα-σκέτα.
Άσε,σε μπελά μ’έβαλε Μελίνα.Πρέπει να στρώσω το ένα δωμάτιο για μένα και το άλλο για τον ένα μουσαφίρη κι’ύστερα να πάω να κουβαλήσω τα χρειαζούμενα μου
απ’το κάτω δωμάτιο,να κάμω χώρο στις ντουλάπες και τα συρτάρια μου και να το στρώσω για τον άλλο μουσαφίρη που είναι λέει ηλικιωμένος και δεν μπορεί ν’ανεβαίνει σκάλες.Άκου τώρα!Ολόκληρη μετακόμιση σαν να λέμε!
-Καλά,ξεκίνα κι’έρχομαι να σε βοηθήσω μόλις ντυθώ.
Στρώσαμε μαζί τα σεντόνια,η Χρυσή έφερε κουβέρτες και αφράτες,μυρωδάτες πετσέτες και τις ακούμπησε στα πόδια των κρεβατιών.Ύστερα κατέβηκε και ξανανέβηκε φορτωμένη την προίκα της,που την πέταξε ξεφυσώντας στο κρεβάτι του δωματίου που προοριζόταν για κείνη.
-Μόνο που θα μοιραζόμαστε το μπάνιο,είπε τελειώνοντας.
-Δεν πειράζει,θα βολευτούμε.
Είχε αρχίσει να μου προκαλεί δυσφορία αυτή η προοπτική του συνωστισμού-ιδιαίτερα στο μπάνιο.Μέσα μου είχα ήδη αποφασίσει,μετά την κουβέντα με τη Βαλασία το βράδυ,το πρωί να τα μαζέψω και να γυρίσω στο ξενοδοχείο.Ήμουν σίγουρη πως ο ρεσεψιονίστας θα πετούσε από τη χαρά του που θα με ξανάβλεπε.
Γυρίσαμε στην κουζίνα.Πραγματικά,ήμουν κουρασμένη και να πάρει ο διάολος ακόμα κι’εδώ αγχωμένη.
 Αισθάνθηκα την ανάγκη να πιω κάτι τονωτικό.
-Μήπως σου βρίσκεται λίγο κρασί βρε Χρυσή;Στέγνωσε το στόμα μου.
-Αμέ,αμέσως.
Σηκώθηκε,πήρε από ένα ντουλάπι ένα μπουκάλι και μου το έδειξε.
-Σου κάνει κόκκινο;
-Το καλύτερο!
΄Οση ώρα πάλευε να το ανοίξει την παρατηρούσα.Ούτε σαράντα.Λεπτή,όχι πολύ ψηλή,καλοφτιαγμένη,όμορφο,καθαρό πρόσωπο.Τα μαλιά της,μακρυά,κατάμαυρα δεμένα πίσω στον αυχένα.Μια γυναίκα να την πιεις στο ποτήρι.Βρέθηκε από κοριτσάκι μ’ένα μωρό στην αγκαλιά,στα πονετικά χέρια μιας γυναίκας που την προστάτεψε και την αγάπησε κι’εκείνη και το παιδί της.Τώρα στην ανθισμένη της ωριμότητα,ντάντευε ένα μεγάλο μωρό,τη Βαλασία.Από ανάγκη;Από υποχρέωση; Από ευγνωμοσύνη;Κι’η προσωπική της ζωή;Γιατί δεν παντρεύτηκε ποτέ;Δεν το θέλησε ή δεν της το επέτρεψαν οι συνθήκες της ζωής της σ’αυτό το σπίτι;Θυμήθηκα τα λόγια του Σταμάτη του ταξιτζή:΄Ενας συγγενής του την ήθελε αλλά η Βαλασία
δεν του άνοιξε ούτε την πόρτα. «Η Χρυσή δεν παντρεύεται-έχει κόρη της παντρειάς»,
του είχε πει.Η Βαλασία όριζε τη μοίρα της Χρυσής;Την κρατούσε σε ομηρία για να έχει εξασφαλισμένη τη φροντίδα του σπιτιού και της ίδιας;Κι’ο Καραγεωργίου,τι ρόλο έπαιζε στη ζωή αυτής της γυναίκας;Γιατί σίγουρα κάποιο ρόλο έπαιζε.Τί ήταν για τη Χρυσή αυτός ο άντρας;΄Ερωτας σύντροφος στη μοναξιά της ή μήπως έρωτας σωσίβιο στο ναυάγιο της ζωής της;Αστραπιαία το μυαλό μου πήγε στο Φίλιππο.Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόμουν πως και για μένα,ο Φίλιππος κάτι σαν σωσίβιο ήταν,τα τελευταία χρόνια.Ένα σωσίβιο που με βοηθούσε να επιζήσω από το ναυάγιο του γάμου μου.Άλλες φορές προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως τον αγαπούσα πραγματικά όμως το γεγονός ότι τρεις ολόκληρες μέρες δεν τον είχα πάρει στο τηλέφωνο ούτε κι’είχα νιώσει την ανάγκη να το κάνω-και το χειρότερο δεν ένιωθα την παραμικρή τύψη γι’αυτό-μ’έκανε να σκέφτομαι πως ήταν καιρός να επαναπροσδιορίσω αυτή τη σχέση.Να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου γι’αυτόν τον άνθρωπο.Δεν ήμουν είκοσι χρονών,είχα πίσω μου έναν αποτυχημένο γάμο και δεν είχα περιθώρια για άλλα λάθη.Στο κάτω-κάτω τι έφταιγε κι’εκείνος να κάθεται τόσα χρόνια να περιμένει πότε θα κατέβει η θεία επιφοίτηση στο ξεροκέφαλο της γυναίκας που αγαπούσε για ν’αποφασίσει αν τον αγαπούσε κι’εκείνη!Η συνήθεια σε μια σχέση κάνει δύσκολη την απόφαση της διάλυσης.Αυτό είχα πάθει-είχα βουλιάξει στη συνήθεια αυτής της σχέσης και δυσκολευόμουν να τραβήξω το πρώτο πετραδάκι και
να τη γκρεμίσω μια και καλή.Με δυο λόγια,είχα «βολευτεί»-ή μήπως όχι;
-Άντε γεια μας,Μελίνα μου!Να σου πω την αλήθεια κι’εγώ το’θελα ένα κρασάκι.
Σήκωσα το ποτήρι στα χείλη μου και την κοίταξα.
-Τον Καραγεωργίου τον ξέρεις πολλά χρόνια Χρυσή;
-Απ’τα δεκαεννιά μου.Εκείνος κόντευε τα τριάντα τότε.Τι να σου λέω…Κάτι πήγε να γίνει ανάμεσά μας αλλά πέσανε όλοι πάνω μας να μας φάνε μόλις το πήραν είδηση.
-Όταν λες όλοι;
-Όλοι Μελίνα μου,όλοι..Πρώτη και καλύτερη η Βαλασία.Γι’αυτήν,ήμουν μια ντροπιασμένη αστεφάνωτη,μ’ένα μωρό παιδί που είχα καθήκον να νοιαστώ γι’αυτό κι’όχι να ονειρεύομαι έρωτες και παντρειές.Για τους δικούς του ήμουν η πουτάνα με το μπάσταρδο που πήγαινε να τυλίξει το γιο τους,για να κάμει την τύχη της.Για όλους τους άλλους ήμουν το δουλικό της Βαλασίας που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια και να κοιτάξει το γαμπρό που ονειρεύονταν και πάσχιζαν να καπαρώσουν για τις κόρες τους.
-Κι’εσύ Χρυσή,πώς τ’αντιμετώπισες όλ’αυτά;
-Εγώ μούλωξα Μελίνα…φοβήθηκα.Άν μ’έδιωχνε η Βαλασία όπως φοβέριζε,δεν είχα πού να πάω.Εκείνος δεν άντεξε τον πόλεμο που του κάμανε οι δικοί του.Πισωπάτησε.
΄Υστερα ένα καλοκαίρι του ρίξανε από δίπλα μια Γαλλίδα,κόρη ενός φίλου του πατέρα του απ’τα χρόνια που σπούδαζε στο Παρίσι.Είχε έρθει για διακοπές και τη φιλοξενήσανε στο σπίτι τους.Όμορφη-δε λέω.Ήρθε και δε ξανάφυγε.Προτού να βγει εκείνο το καλοκαίρι,έγινε η Κυρία Σεσίλ Καραγεωργίου.Όλο το νησί είχε να κάμει με την ομορφιά και τη φινέτσα της.Γαλλίδα σου λέει!Κάμανε και δυο παιδιά.Δυο κορίτσια.
-Κατάλαβα…Κι’εσύ,πώς το άντεξες όλο αυτό,βρε κορίτσι μου;
-Εγώ εδώ.Με το παιδί και τη Βαλασία.Τί μπορούσα να κάμω;Μόνο η θειά μου η Αθανασία,καταλάβαινε τον καϋμό μου κι’είχε να μου πει μια γλυκειά κουβέντα.
Μέχρι που πέθανε κι’αυτή.Πικρά χρόνια έζησα Μελίνα-πολύ πικρά.
-Και πώς ξαναβρεθήκατε τελικά- γιατί τώρα είστε μαζί,δεν είστε;
-Τι μαζί!Μαζί και χώρια είμαστε.Αυτό που είδες.Ένα καφεδάκι πότε-πότε εδώ στην κουζίνα κι’άυτό είναι όλο.
-Η γυναίκα του;
-Η γυναίκα του,πήρε τα παιδιά κι’έφυγε στο Παρίσι πριν από τέσσερα χρόνια.Από
κει του μήνυσε πως είχε μπουχτίσει με τη Ρόδο κι’ήθελε να ζήσει στην πατρίδα της
και πως αν δεν τα παρατούσε όλα εδώ να πάει κι’εκείνος κοντά  της,εκείνη δεν τόχε σκοπό να ξαναγυρίσει.Τελεσίγραφο κατάλαβες;Ποντάριζε βλέπεις στα δυο κορίτσια για να τον εκβιάσει.
-Κι’ο Άρης;Πήγε τελικά;
-Ο ΄Αρης της έγραψε ότι αυτά τα πράματα δε γίνονται κι’ότι δε θ’άφηνε τη δουλειά και τη  ζωή του εδώ,για να πάει να γίνει κολαούζο του πεθερού του όπως ήθελε εκείνη κι’ότι εκείνη θ’αποφάσιζε τι θα κάμει.Ε,δε ξανάρθε!Τότε ήταν που αρχίσαμε
λίγο-λίγο να ξαναβρισκόμαστε,να λέμε καμιά κουβέντα,να πίνουμε κανένα καφέ μαζί.
Όχι πως θα γινόταν τίποτα δηλαδή-παντρεμένος άνθρωπος!Η Σεσίλ δεν του’δωσε ποτέ διαζύγιο κι’εδώ που τα λέμε,χατήρι των παιδιών του ούτε κι’εκείνος το ζήτησε ποτέ.
Είχα ήδη αρχίσει ν’αναθεωρώ την πρώτη μου εκτίμηση για τον Καραγεωργίου.Ένας άντρας,σε δύσκολη ηλικία,με οικογενειακά διλήμματα,μια τετραετία σε διάσταση με τη γυναίκα του και μ’ένα βραχυκυκλωμένο,παλιό έρωτα,που προσπαθούσε να τον κρατήσει ζωντανό.Όσο και να με είχε ενοχλήσει νωρίτερα η χαλαρή συμπεριφορά του,είχε κι’αυτός τα ελαφρυντικά του.Άντρας ήταν-κι’αν το έπαιζε και λίγο γκόμενος πίσω από την πλάτη της «μαντρωμένης» Χρυσής-χαλάλι του βρε αδερφέ!!!
Αναρωτήθηκα,πώς θα αντιδρούσε η Χρυσή,αν τον ξεσκέπαζα!Αν της έλεγα δηλαδή
για το πρωινό καμάκι στο Καστέλλο και για το «ξύνισμα» της Λούλας στη θέα μου. Αυτή την απορία πάντως,δεν είχα καμιά διάθεση να τη λύσω!
-Η Βαλασία πώς αντέδρασε;
-Η Βαλασία,στην αρχή με πήρε με τ’άγριο αλλά αγρίεψα κι’εγώ Μελίνα -πρώτη φορά στη ζωή μου της έβγαλα γλώσσα.Αν είναι να μπεις πάλι στη μέση της είπα,θα πάρω τα μπογαλάκια μου και θα κλειστώ σε μοναστήρι.Να’μαι τουλάχιστο καλόγρια όνομα και πράμα.Μη γελάς Μελίνα…φοβήθηκε.Δεν κάνει μονάχη της.Δεν κάνει και χωρίς το Ρηνιώ-αν της έφευγα εγώ,μπορεί να έχανε και το Ρηνιώ.Έτσι έκαμε πίσω.
-Κάμε ότι σε φωτίσει ο Θεός μου είπε στο τέλος αλλά έξω απ’το σπίτι.Δε θέλω ντροπές και ρεζιλίκια μες το σπίτι μου!
-Εδώ θάρχεται!Θάρχεται να πίνουμε κανένα καφέ πότε-πότε εκτός κι’αν προτιμάς να παίρνω εγώ τους δρόμους.Της είχα πάρει τον αέρα Μελίνα. «Μέχρι την κουζίνα Χρυσή-αν κάμει και δρασκελίσει το κατώφλι του σαλονιού,θα του κόψω τα πόδια».
Μεγάλα λόγια Μελίνα μου.Και το κατώφλι του σαλονιού δρασκέλισε…και τον τραπεζώσαμε κάμποσες φορές και τσιμουδιά η Βαλασία.Το συμφέρον βλέπεις!Το συμφέρον της ήταν,να μ’ έχει υποτακτική της έστω και με τον Καραγεωργίου στα πόδια της.Τη βολή της-αυτήν έχει πάνω απ’όλα!

Με είχε πιάσει νευρικό γέλιο.Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τη Χρυσή και τη Βαλασία να καυγαδίζουν για το γκομενιάρη τον Καραγεωργίου.
-Τα κατάφερες δηλαδή-μπράβο βρε Χρυσή-είπα,προσπαθώντας να καταπιώ τα γέλια μου μήπως και την προσβάλω.
Η Χρυσή αναστέναξε και σαν να μου φάνηκε πως βούρκωσε.
-Τίποτα δεν κατάφερα.Σήμερα που τον είδες,ήρθε να μου πει πως φεύγει για το Παρίσι.Η Σεσίλ είναι στο νοσοκομείο και θα χειρουργηθεί για καρκίνο στους πνεύμονες.Οι κόρες του τον θέλουν εκεί.Τι να κάμει;Δεν μπορεί να μην πάει.Πότε θα
γυρίσει;Άγνωστο-μπορεί και ποτέ.΄Αρρωστη γυναίκα,πού να την αφήσει μονάχη.Ούτ’εγώ δεν το θέλω τέτοιο πράμα!
Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πως παρά τη σοβαρότητα που έδινε σ’αυτή την έωλη σχέση η συνομιλήτριά μου,ο ερωτιάρης κ.Καραγεωργίου θα εύρισκε ευρύτατο πεδίο δράσης στο Παρίσι-παρά την άρρωστη γυναίκα του.
Για τη Χρυσή λυπόμουν που θα έχανε ξανά το σωσίβιό της.
Ποτέ δε μου άρεσε να μπαίνω και να σκαλίζω σε ξένα χωράφια αλλά από την
πρώτη σιγμή που άκουσα από τη Βαλασία την ιστορία της εγκατάλειψης της Χρυσής
από τον «επίορκο» αρραβωνιαστικό,μου είχε μείνει μια απορία.
-Με τον πατέρα της Ρηνιώς τι απέγινε Χρυσή;Είχες καθόλου νέα του από τότε;
Δεν περίμενε την ερώτησή μου-ήταν φανερό!΄Εμεινε για λίγο σιωπηλή.Όταν ακούστηκε ξανά η φωνή της,ήταν άχρωμη ,ουδέτερη σαν να έφερνε ξανά στο νου της γεγονότα που δεν την αφορούσαν πια.
-Ούτε λέξη!Εξαφανίστηκε-άνοιξε η γη και τον κατάπιε.Ο πατέρας μου,τον έψαχνε τότε για πολύ καιρό.Δε μπορούσε να χωνέψει την προσβολή στην κόρη και τη φαμίλια του.Είχε βάλει λυτούς και δεμένους να τον ξετρυπώσουν αλλά άκρη δε βρήκε-έτσι έλεγε τουλάχιστο!Εμένα με είχε πετάξει απ’το σπίτι μας με τις κλωτσιές.Ούτε με τη μάνα μου δεν μ’άφησε να έχω επαφή!Ύστερα από λίγο καιρό έμαθα πως ημέρεψε,ξαναβρήκε τον εαυτό του κι’όλοι είπανε πως το πήρε απόφαση-κι’ότι έγινε-έγινε.Από συγγενείς μάθαινα τα νέα του γιατί εμένα ούτε που να με δει στα μάτια του μέχρι που πέθανε ξαφνικά από καρδιά.Ξάπλα στην κάσα του τον είδα τελευταία φορά.Και δεν του χαράμισα μήτ’ένα δάκρυ.Τέτοιο θυμό είχα μέσα μου.Θέλεις και τα παρακάτω;Άσκημη ιστορία Μελίνα μου.Μετά το θάνατό του,
η μάνα μου,αποφάσισε να πουλήσει ένα απ’τα κτήματα που είχαμε έξω απ’το χωριό για να συμμαζέψει το σπίτι,να το επισκευάσει.΄Ηθελε να δώσει και σε μένα ένα μικρό μερδικό και να βάλει τα υπόλοιπα στην άκρη για να σπουδάσει τον αδερφό μου.Ο συγχωριανός που το πήρε,έβαλε να οργώσει το χωράφι κ’έπεσε πάνω σ’ένα λάκκο με κόκκαλα που ξέθαψε το αλέτρι.Έγινε ο κακός χαμός Μελίνα.Έπεσαν πάνω Αστυνομίες,συγγενείς ιατροδικαστές!Σούσουρο μεγάλο σ’όλο το νησί!
«Ο Τζαννής ο Κούτρας»,είπαν.Φόνος!΄Εγκλημα τιμής!Κατηγορήσανε τον πατέρα μου για φονιά αλλά εκείνος ήταν τέσσερα χρόνια πεθαμένος!Μπορείς να δικάσεις τον πεθαμένο;Πέσανε πάνω στους γύρω-γύρω.Τους συγγενείς,τους φίλους.Έγιναν ανα-
κρίσεις.Σύρανε την κακομοίρα τη μάνα μου,τον αδερφό μου-δώδεκα χρονώ όταν έγινε ο φόνος-ιδέα δεν είχαν!Τραβολογήσανε κι’ εμένα τότε.Κάθε λίγο και λιγάκι,να με φωνάζουνε στην αστυνομία,να με ρωτάνε αν ήξερα τίποτα,αν τον είχα ξαναδεί από τότε που χάθηκε απ’το χωριό…αν είχαμε καυγαδίσει προτού να φύγει…τέτοια!Εγώ τι να ξέρω Μελίνα μου!Δεκαεφτά χρονώ νιάνιαρο με την κοιλιά στο στόμα!Ούτε το τσαπί δεν μπορούσα να σηκώσω καλά-καλά να ξεχορταριάσω το κηπάκι πούχαμε στο σπίτι μας…ήμουν εγώ για καυγάδες με το θηρίο που ήταν ο Τζαννής;Στο τέλος έβαλαν την υπόθεση στο αρχείο,ήρθαν οι συγγενείς του Τζαννή και πήραν ό,τι είχε απομείνει κι’ούτε γάτα ούτε ζημιά..
Είχα μείνει άναυδη.Τί άλλο επρόκειτο ν’ακούσω σ’αυτό το σπίτι!
-Φαντάζομαι τη στενοχώρια σου κορίτσι μου.
-Μπα!Δε βαριέσαι…΄Εκλαψα λιγάκι-αγριεύτηκα!Αλλά να σου πω την αλήθεια Μελίνα,ήταν σαν να το ήξερα απ’την αρχή!Όταν χάνεται ένας άνθρωπος από προσώπου γης,όλα είναι πιθανά…κι’αν έχεις κι’έναν πατέρα σαν το δικό μου-θεός σχωρέστον-πάει ο νους σου και στο χειρότερο.Δεν έκατσα να τον κλάψω και πολύ το Τζαννή!Είχα το μωρό μου εγώ…και στο μυαλό μου  για παλιάνθρωπο τον είχα γραμμένο!
Τον έθαψα άλλη μια φορά μέσα μου και τέρμα.
-Η Ρηνούλα τα ξέρει όλ’ αυτά που μου λες;
-Χριστός και Παναγία!Τί να του πω του παιδιού-ότι ο πάππους της λιάνισε τον πατέρα της;Εξαφανισμένο τον ήξερε,εξαφανισμένο τον ξέρει!Καλύτερα έτσι!
΄Ετσι κι’αλλιώς,γρήγορα ξεχάστηκε η ιστορία τότε.Νάναι καλά η Βαλασία.Βρήκε τρόπο κι’έκλεισε τα στόματα,μάνι-μάνι.Δεν τόκαμε για μένα-για τον εαυτό της τόκαμε αλλά το ίδιο κάνει.
Χαμογέλασε,βεβιασμένα.
-Σε ζάλισα Μελίνα μου.Συχώρα με.Θέλεις λίγο κρασί ακόμα;
-Δυο δάχτυλα.
Μου σερβίρισε το κρασί και σηκώθηκε μαζεύοντας το δικό της ποτήρι.
-Όπου νάναι θάρθουν η Βαλασία με τη Ρηνιώ.Λέω να βράσω λίγα μακαρόνια.Έχω έτοιμο κιμά.Τα τρως τα μακαρόνια;
-Τρελλαίνομαι!
Κοίταξα το ρολόϊ μου-κόντευαν εννιά.
-Πρέπει να τηλεφωνήσω στη μάνα μου.Όλη μέρα σήμερα δεν την άκουσα.
-Να την πάρεις βέβαια.Να σου πει και τι έγινε με το τηλεφώνημα της Βαλασίας.Έχω μια περιέργεια…


Η Λουκία ήταν πανευτυχής.Νόμιζε πως ζούσε ένα όνειρο-έτσι μου είπε.Όταν σήκωσε το τηλέφωνο και κατάλαβε πως στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η παλιά της φιλενάδα,κόντεψε να λιποθυμήσει –είδε κι’έπαθε η Ρόζα να τη συνεφέρει,λέει.
-Σου τα είπε η Ρόζα-δε σου τα είπε;
-Μου τα είπε Λουκία μου.
-Μιλήσαμε και σήμερα με τη Βαλασία-νάσαι καλά κόρη μου.Μεγάλο δώρο μούκαμες!
-Α!Μιλήσατε και σήμερα;Και τι είπατε πουλάκια μου;
-Εξήντα χρόνια βουβαμάρα!Λες να μην είχαμε τι να πούμε,κόρη μου!
-Χαίρομαι πολύ μανούλα.Εσύ,είσαι καλά;
-Μια χαρά-μια χαρά!Μην ανησυχείς για μένα-έχω τη Ροζαλία εδώ,κέρβερο.Δε μ’αφήνει απ’τα μάτια της…
-Να μου τη φιλήσεις.
-Θα σου τη φιλήσω…Μόνο με το Φίλιππο,δε ξέρω τι να κάμω παιδί μου.Έχει φαγωθεί να του πω πού είσαι-σπάσανε τα τηλέφωνα.
-Ας σπάσανε-κουβέντα δε θα του πεις-εντάξει;
-Εντάξει αλλά τα δικά μου τ’αυτιά ζαλίζει.
-Βάλε μπαμπάκι να μην τον ακούς.Βάλε τη Ρόζα να του απαντά-κάνε ότι νομίζεις
μαμά.Το Φίλιππο θα τον πάρω όταν θα θέλω εγώ
-Κι’ο Ντίνος πήρε!
-Τι ήθελε πάλι αυτός;
-Το τηλέφωνό σου-τι άλλο!
Είχα γίνει έξαλλη.Από δυο μεριές η πολιορκία.
-Λουκία!Γι’αυτούς τους δυο,ξέχνα πού είμαι,ξέχνα το τηλέφωνό μου,ξέχνα πως υπάρχω..αλλιώς θα ξεχάσω εγώ πως είσαι μάνα μου-συνεννοηθήκαμε;
-Αφεντικό του εαυτού σου είσαι κόρη μου.Ξέρεις εσύ!
-Αυτό λέω κι’εγώ…
-Τι έγινε;ρώτησε ανήσυχη η Χρυσή μόλις έκλεισα το τηλέφωνο.Νευριασμένη
σ’άκουσα!
-Με τους άντρες τα έχω…που όσο τους θέλεις,σε τρέχουν στο κυνήγι τους με τη γλώσσα έξω κι’όταν δεν τους θέλεις πια,κολλάνε πάνω σου σαν βδέλλες και δε λένε να ξεκολλήσουν!
Γέλασε: «Στρώσε τραπέζι να ξεθυμάνεις.Να εδώ είναι τα πιατικά.Εδώ λέω να φάμε-να μην κουβαλάμε μέσα.»
-Καλή ιδέα.
Η μικρή τηλεόραση στον πάγκο της κουζίνας,έδειχνε ένα ντοκυμαντέρ από τα Παρθένα νησιά.Να πού έπρεπε να είχα πάει.Εκεί ναι,θα χαλάρωνα.Εδώ,σ’αυτό το
παραδεισένιο νησί που ήρθα,αντί να ξεφορτωθώ τις δικιές μου έγνοιες,φορτώνομαι
και τα’σώψυχα των άλλων.Ας όψεται η Λουκία με τις ιδέες της!
Την ώρα που η Χρυσή στράγγιζε στο σουρωτήρι τα μακαρόνια,της έκανα την ερώτηση που είχα στο μυαλό μου εδώ και ώρα:
-Το κοριτσάκι στη φωτογραφία που είναι στο δωμάτιό μου ποια είναι Χρυσή,ξέρεις;
Μούριξε μια πεταχτή ματιά κι’αμέσως ξαναγύρισε στα μακαρόνια της.
-Η αδερφή της Βαλασίας είναι-η Φουλίτσα.Τεσσάρω χρονών ήταν όταν σκοτώθηκε-στον πόλεμο.Πάτησε νάρκη κι’έγινε χίλια κομμάτια.Τότε έχασε και το πόδι της η Βαλασία.Σε κανένα δεν τόχει πει το περιστατικό-ούτε και στη θειά μου την Αθανασία που την είχε κοντά της απ’όταν πέθανε η μάνα της.Μας είπε ότι το πόδι της τόχασε στον πόλεμο από νάρκη αλλά ότι εκείνη η νάρκη σκότωσε την αδερφή της τη μικρή,ούτε λέξη.Από τους άλλους τα μάθαμε τα καθέκαστα αλλά ποτέ δεν την αφήσαμε να καταλάβει ότι ξέρουμε.Εκείνη,τη Φούλα δεν την έφερε ποτέ στην κουβέντα της.Σα να’θελε να ξεχάσει και την ύπαρξή της.Μόνο αυτή η φωτογραφία υπάρχει.Τη βρήκα μια μέρα σ’ένα συρτάρι στην κάμαρη της συχωρεμένης της μάνας της-εξόριστο ακόμα και πεθαμένο το κακόμοιρο-την έβαλα στην κορνιζούλα που εί-
δες και την ακούμπησα στην εταζέρα.Ούτε που την είδε ποτέ-έχει χρόνια ν’ανέβει
στο πάνω πάτωμα.Τη φοβάται τη σκάλα-την τρέμει.
Δεν είπα στη Χρυσή ότι ο Σταμάτης,μου είχε κάνει νωρίτερα πλήρη αναφορά του γε-
γονότος.Ούτε και είχα σκοπό να μεταφέρω τα χαιρετίσματά του στη Βαλασία-για ποιο λόγο;
΄Εδειξα την έκπληξη και τη θλίψη που απαιτούσε η στιγμή για τη μικρή σκοτωμένη
αδερφούλα και ξαναγέμισα με κρασί το ποτήρι μου όσο η Χρυσή προσπαθούσε να
με πείσει να μην αναφέρω το θέμα στη Βαλασία:
-Εκτός κι’αν στο πει η ίδια…
-Μείνε ήσυχη Χρυσή…Δε μου πέφτει και λόγος!
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου