Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ -ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ



Θέλεις!Το έχεις απόλυτη ανάγκη!Να φύγεις όσο πιο μακρυά μπορείς.Ν’αφήσεις πίσω
ένα παρελθόν που ήδη το έχεις ακυρώσει!Που προ πολλού και απολύτως συνειδητά
το έχεις απορρίψει.Θέλεις να βρεθείς αλλού,παίρνοντας μαζί σου μόνο εκείνα τα όποια κι’ όσα χρόνια της ζωής σου δεν φοβάσαι να θυμηθείς.Να περπατήσεις σε παρθένα εδάφη,ανακαλύπτοντας όσα δεν υποπτεύθηκες ποτέ πως υπάρχουν!Να λουστείς στο φως της μέρας και το γαλάζιο τ’ ουρανού κρατώντας σφιχτά απ’ το
χεράκι μόνο το παιδί που είχες πάντα μέσα σου και που σε συνόδευε σιωπηλά και υπάκουα σ’ όλα τα δύσκολα χρόνια της ενήλικης ζωής σου.Να λυτρωθείς!Ν’ απαλλαγείς από λάθη,ενοχές,τύψεις ,μεταμέλειες και να τραγουδήσεις με φωνή στεντόρια εκείνο το τραγούδι της ψυχής σου που το κρατούσες κρυφό μέσα σου αλλά ποτέ δεν είχες τολμήσει να το τραγουδήσεις δυνατά.από φόβο μήπως το κατεστημένο που σε κρατούσε όμηρο, σε θεωρούσε γραφική και «παρείσακτη»!
Θέλεις!Να ξαπλώσεις με τα χέρια ανοιχτά, στη μέση ενός ξέφωτου και να φωνάξεις,«είμαι ελεύθερη!Δεν θέλω έρωτες που με πλήγωσαν!Δεν θέλω αγάπες που με πρόδωσαν!Δεν θέλω άλλους συμβιβασμούς!Δεν θέλω άλλα πρέπει στη ζωή μου.
Εμένα θέλω,μόνο εμένα»!Γεμίζεις τη βαλίτσα σου και ξεκινάς!Και πού καταλήγεις;Πριν καλά-καλά αρχίσει το ταξίδι,βρίσκεσαι ξανά εκεί απ’όπου ξεκίνησες.
Στο ίδιο ασφυκτικό τοπίο-μόνο λίγο πιο ξένο…λίγο πιο θολό!Μπλέκεις με προβλήματα που μοιάζουν με παραισθήσεις γιατί δεν είναι ακριβώς δικά σου.
Έρχονται από έναν άλλο κόσμο που δεν είναι ακριβώς ο δικός σου κόσμος αλλά καλείσαι να τον μοιραστείς.Πάλι οι έρωτες σε πολιορκούν κι’ας μην είναι δικοί σου.
Πάλι κυνηγάς αλήθειες και λύσεις που δεν θα έπρεπε να σε αφορούν,μόνο που η Κλωθώ αλλιώς έχει αποφασίσει για σένα.Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως δεν σε νοιάζει να είσαι ελεύθερη,αρκεί να είσαι άνθρωπος.΄Ανθρωπος για τον άνθρωπο.Το παιδί μέσα σου,έχει λύσει τη σιωπή του. «Η δική σου ζωή,δεν έχει καμμιά αξία,αν οι γύρω σου δεν έχουν ζωή» σου ψιθυρίζει. «Ποτέ δεν θα νιώσεις ελεύθερη ,όσο αφήνεις στη φυλακή τους,αυτούς που μπορείς να ελευθερώσεις!Βοήθα!!»

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ -ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ





Νομίζεις πως ξεχνάς…αλλά θυμάσαι.


Πάντα θαύμαζα την αρχισυντάκτριά μου,για την ηρεμία,τη ψυχραιμία και κυρίως την ανεκτικότητά της.Όμως,το τελευταίο διάστημα είχα βάλει σε μεγάλη δοκιμασία αυτή την ανεκτικότητα και το ήξερα.Όταν,λίγο μετά την πρωινή μας συζήτηση,ξανα-
μπήκα στο γραφείο της σαν κατουρημένη για να της ζητήσω ακόμα μία διήμερη,ίσως και τριήμερη άδεια,περίμενα να με διαολοστείλει και θα είχε όλα τα δίκια του κόσμου
με το μέρος της.Αντί γι’αυτό,με κοίταξε μ’ένα βλέμμα απόγνωσης,κι’έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας της αποκαμωμένη.
-Πάλι Ρόδο βρε αθεόφοβη;Τι έγινε πάλι,έπιασε φωτιά το νησί;
-Η Χρυσή με χρειάζεται,Νάνσυ.Δεν είναι καλά.Για το χειρότερο φοβάμαι!Πρέπει να πάω!
-Μάλιστα!Θα πας να παίξεις πάλι την καλή Σαμαρείτισσα!Κι’εδώ;Τι θα κάνουμε εδώ βρε Μελίνα;Κοντεύουμε να το διαλύσουμε το μαγαζί!
-Τελευταία φορά Νάνσυ!Έχεις το λόγο της τιμής μου!Στ’ορκίζομαι τέλος πάντων!
Τελευταία φορά!Μετά,θα κατασκηνώσω στο περιοδικό και θα σου ξεπληρώσω όλα τα χρωστούμενα.
Το σκέφτηκε λίγο.Ύστερα,άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό κατά το ταβάνι.
-Άντε!Κομμάτια να γίνει…Τελευταία φορά είπες…
-Τελευταία!
Σηκώθηκα,να φύγω πριν αλλάξει γνώμη.
Με πρόλαβε στην πόρτα.
-Περίμενε  μια στιγμή Μελίνα!Μη βιάζεσαι…Θα φύγεις τώρα αλλά όταν γυρίσεις με
το καλό κι’έχεις ξεμπερδέψει με την εθελοντική σου κοινωνική αποστολή κι’έχει ξελαμπικάρει και το μυαλουδάκι σου,όλη αυτή τη θεότρελλη ιστορία,τη θέλω γραμμένη στο χαρτί και σε συνέχειες!
-Ποια ιστορία δηλαδή;
-Αυτήν!Με τις τρεις Χάριτες της Ρόδου,τις τρεις Μοίρες ή Κακομοίρες!Όπως θέλεις πες τες!
Βρες τη φόρμα,άλλαξε τα ονόματα,άλλαξε και το νησί,ό,τι γουστάρεις άλλαξε αλλά την ιστορία τη θέλω!Και δεν σηκώνω αντίρρηση.Χαρτί και καλαμάρι τη θέλω,αλλιώς θα σου κάνω περικοπή στο μισθό για τις εβδομάδες που μας κρέμασες!Έγινα αντιλη-
πτή;
-Εντάξει,ρε Νάνσυ!Ό,τι πεις!

Κοίταξα το ρολόι μου.Εννιάμιση!Το αεροπλάνο είχε ήδη από ώρα,αρχίσει την κάθοδο.Απέναντί μου,διαγράφονταν οι ακτές της Ρόδου.Φτάναμε.Στο αεροδρόμιο
ήπια στο πόδι έναν καφέ και βγήκα να πάρω ταξί.Φυσούσε!Ένας αέρας παγωμένος που ξεχυνόταν φουριόζος από τη μεριά της θάλασσας,με απανωτές ριπές.Τέλειωνε ο Γενάρης,τι περίμενα!Τις ήμερες λιακάδες του Νοέμβρη που με είχαν ξετρελλάνει στο πρώτο μου ταξίδι στο νησί;Αυτοί οι δυόμισυ τελευταίοι μήνες,είχαν περάσει σαν αστραπή!Με την έγνοια της Λουκίας στα χέρια της Βαλασίας,με την τρέλλα του νεκραναστημένου έρωτα για το Ντίνο,δεν είχα καταλάβει για πότε πέρασαν κι’οι γιορτές!Ο χρόνος έτρεχε και με όλο αυτό το κυνηγητό να περισώσω ό,τι μπορούσα από τις ζωές των άλλων,έχανα τη δική μου ζωή.Το καταλάβαινα αλλά δεν γινόταν διαφορετικά!Σ’αυτή την αρχαία τραγωδία,είχα αναλάβει κύριο ρόλο που έπρεπε να τον διεκπεραιώσω μέχρι τέλους,αν ήθελα να είμαι συνεπής με τον εαυτό μου και τα συναισθήματά μου.
Τσάκωσα τον ταξιτζή να με κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη του.
-Πού πάμε κυρία;
-Αλάερμα!
-Λάερμα,ε;Το χωριό μου!Τί δουλειά έχετε στα Λάερμα χειμωνιάτικο;
-Πάω να συναντήσω μια φίλη μου.Μπορεί και να τη ξέρετε…Τη Χρυσή Σέργου!
-Τη Χρυσούλα;Αυτή δεν μένει πια στο χωριό-είναι στην πόλη.Χρόνια τώρα!
-Τώρα είναι στο χωριό!
-Α!Δεν τόξερα!Αφού το λέτε…Στην πόρτα της θα σας πάω!Ευκαιρία να πιω κι’ένα ουζάκι με μερικούς φίλους μια που πάμε προς τα κει!Θα γυρίσετε στην πόλη μετά;Γιατί μπορώ να σας περιμένω όση ώρα θέλετε να σας φέρω πίσω.Είναι λίγο μακρυά,να ξέρετε,καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα!
-Ευχαριστώ πάρα πολύ αλλά δεν θα χρειαστεί.Λέω να μείνω δυο-τρεις μέρες.
-Εσείς ξέρετε.Α,και μια που θα’στε στο χωριό,να πάτε και στο Μοναστήρι του Ταξιάρχη.Βυζαντινό είναι,να δείτε και τις τοιχογραφίες!Από το 17ο αιώνα είναι.
Έχουνε να λένε για την ομορφιά τους,ντόπιοι και ξένοι!!
-Θα πάω,αν προλάβω.Ευχαριστώ πολύ που μου το είπατε.
Σταμάτησε έξω από ένα μικρό,παλιό σπίτι,με την είσοδο ακριβώς πάνω στο στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο.Μια πολύχρωμη κουρτίνα που τραβήχτηκε σ’ένα από τα παράθυρα της πρόσοψης,άφησε να φανεί το πρόσωπο της Χρυσής.Ο οδηγός,της έγνεψε φιλικά και πριν μ’αποχαιρετήσει μου έβαλε στο χέρι την κάρτα του.Αν αλλάξετε γνώμη και με προλάβετε ακόμα εδώ…νάχετε το τηλέφωνό μου.Το γράφω στην κάρτα.
Τον ευχαρίστησα και βγήκα για να βρεθώ κλεισμένη ασφυκτικά στην αγκαλιά της Χρυσής που είχε ήδη πεταχτεί στο δρόμο,να με προϋπαντήσει.
Το σπίτι,μου θύμισε τάφο,έτσι σκοτεινό και μουντό,με το λιγοστό φως της μέρας να μπαίνει από το μοναδικό ανοιχτό παράθυρο του δρόμου.
-Άνοιξε κανένα παράθυρο ακόμα βρε Χρυσή,να χαρείς.Ακόμα δεν μπήκα,ψυχοπλα-
κώθηκα κορίτσι μου.Έτσι τη βγάζεις;Στα σκοτεινά;
-Δίκιο έχεις Μελίνα μου.Με συγχωρείς!
Σηκώθηκε,άνοιξε διάπλατα και το δεύτερο παράθυρο κι’ήρθε και κάθισε δίπλα μου
στο στενό φθαρμένο καναπέ.΄Εφερε το βλέμμα της ένα γύρω στο δωμάτιο.
-Χάλια είναι το σπίτι,ε;Από τότε που πέθανε κι’η μάνα μου,δεν ξαναπάτησα το πόδι μου εδώ μέσα.Γι’αυτό είναι σ’αυτή την κατάσταση.Αλλά μη σε νοιάζει,μια χαρά θα σε βολέψω Μελίνα μου-γιατί θα μείνεις,δεν θα μείνεις;
-Θα μείνω Χρυσή,όσο χρειαστεί.Και μη σκοτίζεσαι για το σπίτι.Εγώ ήρθα για σένα.
Σηκώθηκε,ελαφρά αμήχανη.
-Τι να σε τρατάρω;Να φτιάξω καφέ;Έχω κι’ένα λικεράκι περγαμόντο,υπέροχο.Η γειτόνισσά μου μου το έδωσε για το καλωσόρισμα.
-Φέρε κι’απ’τα δυο Χρυσή κι’έλα κάτσε κάτω!Έχουμε πολλά να πούμε-γι’αυτό ήρθα άλλωστε.
-Η Παναγιά να σ’έχει καλά,είπε και βγήκε από το μικρό σαλόνι.

Αν δεν την ήξερα από πριν,θα έλεγα πως αυτή η γυναίκα που είχα μπροστά μου,ήταν
μια άλλη,πρόωρα γερασμένη,παραιτημένη γυναίκα!Λες και μέσα σ’αυτές τις λίγες μέρες που είχα να τη δω,είχαν περάσει από πάνω της τουλάχιστον δέκα χρόνια.Άβαφτη,με τα μαλλιά πρόχειρα μαζεμένα,με το πρόσωπο χωρίς χρώμα και έκφραση.Σκιά του εαυτού της.
-Είχες καλό ταξίδι;Άκουσα τη φωνή της από την κουζίνα.
-Μια χαρά!Αργείς;
-Όχι καλέ,τώρα έρχομαι.
Μπήκε με το δίσκο στα χέρια και τον ακούμπησε στο χαμηλό τραπεζάκι,μπροστά μου.
-Το λικεράκι πιες πρώτα,να ζεσταθείς.Κρύο κάνει σήμερα και το σπίτι δεν έχει θέρμανση.Μ’αυτή τη σομπίτσα βολεύομαι.Το βράδυ θα την πάω στο δωμάτιό μας.
Έχω δυό ντιβανάκια στην κάμαρη,μαζί θα κοιμηθούμε.Δε σε πειράζει,ε;
Είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου.
-Άστα αυτά Χρυσή και πες μου πώς είσαι…Χτες στο τηλέφωνο δεν σε άκουσα πολύ καλά.
-Δεν είμαι Μελίνα μου.Από τη στιγμή που πήρα στα χέρια μου εκείνο το ημερολόγιο,τα πάνω κάτω μου ήρθανε…Κεραυνός έπεσε στο κεφάλι μου!Όλη μου η ζωή αναποδογυρίστηκε!Πού να το ξέρω εγώ αυτό που έγινε!Πού να το φανταστώ!
Έδιωξα άρον-άρον την κόρη μου με το Σάββα,να μη μπορεί να τη βρει εκείνη η σκρόφα κι’ήρθα και κλείστηκα εδώ μέσα,μονάχη μου,μπας και συνέλθω,να σκεφτώ,να δω τι θα κάμω!Αλλά δε βαριέσαι Μελίνα μου,όσο κι’αν προσπαθώ δε μπορώ να βγάλω απ’το μυαλό μου αυτό που μούκαμε.Αυτό το έγκλημα!Αααχ!η παλιογυναίκα!Μας κατάστρεψε τη ζωή!Μας έκαψε!
-Ξέρεις Χρυσή,τις τελευταίες μέρες,σκεφτόμουν πως ίσως δεν έπρεπε να σου είχα δώσει το ημερολόγιο.΄Ισως έπρεπε να το θάψω μέσα μου αυτό το τραγικό μυστικό της Βαλασίας.Να μην το μάθεις ποτέ!
-Τι’ναι αυτά που λες Μελίνα;Αυτή με σ κ ό τ ω σ ε!Να μ’άφηνες να γεράσω κοντά στη φόνισσα;Χάρη μου έκαμες,μεγάλη χάρη!Να μη μάθαινα πως ο Τζαννής ήρθε να
μας πάρει;Να τον καταριέμαι μια ζωή που μας παράτησε εμένα και το παιδί μας,κι’αυτός νάναι στο χώμα,σκοτωμένος,αδικημένος!Ανάθεμά την,τη δαιμονισμένη!
-Τι κάνει αυτή,έμαθες;
-Ούτε έμαθα,ούτε θέλω να μάθω!Κανενός δεν είπα το τι έτρεξε και φύγαμε από το σπίτι.Τί είπε εκείνη δε ξέρω!Ας κόψει το λαιμό της.Από το Θεό θα τόβρει!
-Τι θα κάνεις τώρα Χρυσή μου,έχεις σκεφτεί;
-Τίποτα δε θα κάμω.Θα περιμένω να περάσουν τα χρόνια να πεθάνω ή θα πάω να καλογερέψω σε κανένα μοναστήρι.
-Ο Καραγεωργίου;Τι θα κάνεις μ’αυτόν.Γιατί του είπες να μην έρθει;Αφού τον αγαπάς και τώρα μπορείτε να είσαστε μαζί,γιατί τον κρατάς μακρυά Χρυσή μου;
-Ο Άρης Μελίνα,ήταν στη ζωή μου,όσο πίστευα πως ο Τζαννής με είχε προδώσει,πως δεν με είχε αγαπήσει ποτέ.Από την ώρα που έμαθα ότι είχε ψάξει να μας βρει,να μας
πάρει κοντά του,ότι μ’αγαπούσε και πλήρωσε με τη ζωή του αυτή την αγάπη,σκόρπισε κι ό,τι ένιωθα μέσα μου για τον Άρη.Το μόνο που νιώθω τώρα πια
είναι τύψεις,που άφησα την καρδιά μου να μισήσει τον κακόμοιρο το Τζαννή!Μ’αυτές τις τύψεις θα ζήσω μέχρι να πεθάνω!
-Σε καταλαβαίνω Χρυσή μου!Είσαι ακόμα ξαφνιασμένη και ταραγμένη με όσα έγιναν.Πρέπει όμως να δεις την κατάσταση πιο ψύχραιμα.Είσαι νέα γυναίκα,πολύ νέα
δεν γίνεται να ζήσεις μόνη σου μια ολόκληρη ζωή!Εγώ νομίζω πως τώρα που ξέρεις πως ο συχωρεμένος ο Τζαννής δεν σε πρόδωσε,ότι σ’αγαπούσε κι’ότι γύρισε πίσω για σένα και το παιδί του,πρέπει να νιώσεις ξαλαφρωμένη,ανακουφισμένη,δικαιωμένη!
Δεν σου λέω να παντρευτείς τον Άρη σώνει και καλά αν δεν θέλεις,αν σου θυμίζει δυσάρεστες καταστάσεις αλλά πάρε μιαν ανάσα,βγες να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια τώρα που δεν έχεις εκείνον το θηλυκό κέρβερο πάνω απ’το κεφάλι σου.Πρέπει να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου Χρυσή,δε λέω αμέσως!Σιγά-σιγά,με τον καιρό.Μόνα τους έρχονται αυτά τα πράγματα,κορίτσι μου γλυκό.
-Δε ξέρω Μελίνα…δε ξέρω!Μπορεί και νάχεις δίκιο,αλλά εγώ…
Τη διέκοψα.
-Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου στην Αθήνα;Στο σπίτι μου θα μείνεις…Δωμάτιο διαθέσιμο υπάρχει.Κι’η Λουκία θα χαρεί κι’η Ρόζα…θάναι και το Ρηνιώ κοντά!Να κάτσεις λίγο καιρό,ν’αλλάξεις αέρα,περιβάλλον.Καλό θα σου κάνει!
-Δεν είμ’εγώ για τέτοια τώρα Μελίνα.Νάσαι καλά που το σκέφτηκες αλλά σου είπα.Αυτή τη στιγμή θέλω να μείνω μονάχη μου.Να μαζέψω το μυαλό μου.΄Εχω χρήματα στην άκρη.Να φρεσκάρω λίγο και το σπίτι,να δω τι θα γίνει και με τη Ρηνούλα και το Σάββα…Θαρθούν εδώ,θα μείνουν εκεί,ιδέα δεν έχω.
-Νομίζω πως σκέφτονται να παντρευτούν τα παιδιά-και γρήγορα μάλιστα.
-Έτσι νομίζω κι’εγώ.Κάτι τέτοιο έχουν στο μυαλό τους και κάτι μου πέταξε ο Σάββας το βράδυ που με φέρανε εδώ.Σκέφτεται λέει να ψάξει για θέση σε Νοσοκομείο της Αθήνας.Αν γίνει αυτό,θα κοιτάξω να βρω κι’εγώ ένα διαμερισματάκι κοντά τους και βλέπουμε…
Το πρόσωπό της είχε αρχίσει πάλι να φωτίζεται,τα μάτια της να στραφταλίζουν,το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στα μάγουλά της.Συγκινήθηκα.Την αγκάλιασα ανακουφι-
σμένη κι’εγώ απ’αυτή την απρόσμενη αλλαγή.
-Βλέπεις Χρυσή μου;Λίγη ώρα μιλάμε κι’έχεις αρχίσει κι’όλας να κάνεις σχέδια για το μέλλον!Βλέπεις;Όλα θα πάρουν το δρόμο τους.Ανθρώπους χρειάζεσαι γύρω σου,δεν κάνει να μένεις μόνη.Γι’αυτό σου λέω…έλα λίγες μέρες στην Αθήνα,να δεις και το κοριτσάκι σου,ανησυχεί κι’αυτό που σε νιώθει μονάχη σου εδώ κάτω.Μόλις ηρεμήσεις,ξανάρχεσαι και βάζεις μπρος με το σπίτι.
-Όχι τώρα Μελίνα.Όχι ακόμα.Έχω δουλειές να τελειώσω που τις άφησα στη μέση!Τί
θαρρείς,πως ξεμπέρδεψα με τη Βαλασία μ’ένα σιχτίρισμα που της έκαμα φεύγοντας;
-Καλά,πάρε τώρα την κορούλα σου να της πεις πως έφτασα κι’ότι είσαι καλά,και βάλε κάτι απάνω σου να βγούμε μια βόλτα.Έχεις ανάγκη να ξεσκάσεις λίγο κι’εγώ
θέλω να ρίξω μια ματιά στο χωριό.Να τσιμπήσουμε και κάτι…μεσημέριασε και μ’έχει κόψει μαύρη πείνα.
-Στου Θεολόγου θα σε πάω!Να φας μπριζόλα στα κάρβουνα που να γλείφεις τα δάχτυλά σου.Έχει και τζάκι!
Τη νύχτα την περάσαμε κουβεντιάζοντας,με τη Χρυσή πότε να ξεσπά σε κλάματα,
πότε ν’αναψοκοκκινίζει από θυμό,περιλούζοντας  τη Βαλασία με όλα τα κοσμητικά που της έρχοντας στο στόμα και πότε να με γυρνά πίσω στην ιστορία της με το Τζαννή και να τα βάζει με τον εαυτό της  που πεθαμένο άνθρωπο,τον είχε μισήσει και καταραστεί,σαν το χειρότερο εχθρό της.Εκεί λίγο πριν την πάρει ο ύπνος,με ρώτησε με φωνή μπουκωμένη από τη συγκίνηση.
-Θυμάσαι τι σου είπα την τελεταία φορά,πριν να φύγετε με τη μαμά σου;Πως τον αγαπούσα κι’ας με είχε παρατήσει και πως αν γύριζε,εγώ θα τον συγχωρούσα;
Τώρα που ξέρω πως γύρισε τότε για μένα και την κόρη του,θαρρώ πως εκείνη η αγάπη δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου.Και πεθαμένος που είναι,τον αγαπώ Μελίνα μου.
Ακόμα τον αγαπώ τον αδικοσκοτωμένο μου.Ακόμα τον αγαπώ!
Σε λίγο,άκουσα την ανάσα της ήρεμη,ρυθμική.Κοιμόταν!
Την επομένη το απόγευμα την αποχαιρέτησα αρκετά πιο ήσυχη και πήρα το αεροπλάνο για την Αθήνα.
Τα νέα της Βαλασίας τα έμαθα γυρίζοντας στο σπίτι,από τη Λουκία.Παρά τη δική μου απαγόρευση,τηλεφώνησε στη φιλενάδα της ,«να μάθω τουλάχιστον αν είναι ζωντανή,βρε κόρη μου».
-Είναι;
-Είναι!Άκου,Μελίνα,έχει βάλει λυτούς και δεμένους να βρούνε λέει το γιο της,να του πούνε να γυρίσει.Φοβάται πως θα πεθάνει,λέει και δε θέλει να πεθάνει μονάχη της,χωρίς να τον ξαναδεί.
-Έτσι σου είπε;Μην τη φοβάσαι,κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.Σου είπε τίποτα για ότι έγινε;
-Άχνα Μελίνα μου.Ούτε κι’εγώ της άνοιξα κουβέντα.Έκαμα την πάπια.
-Πολύ καλά έκανες,μαμά μου.
-Σου στέλνει τα χαιρετίσματα!
-Την έχω χεσμένη κι’αυτήν και τα χαιρετίσματά της.
Το βράδυ,βγήκαμε με το Ντίνο για φαγητό.Μη με περιμένεις,είπα στη Λουκία φεύγοντας.Μπορεί να μείνω με το Ντίνο απόψε.
-Κι’εγώ τι θα κάμω μονάχη μου;Έφυγε κι’η Ρόζα…
-Δεν έχεις ανάγκη τη Ρόζα για να πας από τον καναπέ στο κρεβάτι.Μια χαρά είσαι πια,δόξα τω Θεώ!Αν χρειαστείς οτιδήποτε,πάρε στο κινητό,ανοιχτό θα τόχω!
Εκείνη τη νύχτα,για πρώτη φορά,έκανα έρωτα με δύο άντρες συγχρόνως.Ο ένας κυρίαρχος στο σώμα μου κι’ο άλλος κυρίαρχος στο μυαλό μου.Αγκάλιαζα το Ντίνο κι’ονειρευόμουνα το Φίλιππο!Ντράπηκα για τον εαυτό μου!Στο γραφείο,εξομολο-
γήθηκα τη νυχτερινή μου εμπειρία με τη Βέτα.Ξεράθηκε στα γέλια ακούγοντάς με.
-Αχ!Τι ωραία!!Το φχαριστήθηκες τουλάχιστον;
-Σοβαρέψου Βέτα και πες κάτι να με βοηθήσεις.Είναι δυνατόν να πηδιέμαι με το Ντίνο και να φαντασιώνομαι το Φίλιππο;Δεν ξέρω τι να κάνω,γαμώ το.
-Απλό!!Και τον ένα και τον άλλον κούκλα μου.Αφού δεν μπορείς να πάρεις απόφαση,κράτα τους και τους δυο!Ούτε η πρώτη θα είσαι ούτε η τελευταία που νταραβερίζεται με δυο γκόμενους!
-Είμ’εγώ απ’ αυτές βρε Βέτα;Τι μου λες τώρα!
-Εγώ τι σου λέω;Μόνη σου το πας κατά κει!
 Είχε δίκιο.Όταν ο Φίλιππος,με τον καφέ στο χέρι ήρθε να ανανεώσει το ραντεβού μας,δεν βρήκα τη δύναμη ν’αρνηθώ.
-Όχι το βράδυ όμως. Καλύτερα μετά το γραφείο!
-Κανένα πρόβλημα μωρό μου!Όπως σε βολεύει!


Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΕΡΩΤΑΣ ΒΑΡΕΩΝ ΒΑΡΩΝ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


              


Η ώρα εντεκάμιση ξέβγαλε τη Φαίη μέχρι το ασανσέρ κι’ύστερα άνοιξε την τηλεόραση με το φυλλάδιο των οργάνων γυμναστικής στο χέρι.΄Επεσε πάνω στους δυο τρελλοαμερικάνους πλαστικούς που πετσόκοβαν από εικοσάρες μέχρι αιωνόβιες
και τις έκαναν « καινούργιες» απ’την κορφή μέχρι τα νύχια-με το αζημίωτο βέβαια.
Να! αυτούς χρειαζόταν.Nάχε το χρήμα- που λέει ο λόγος τώρα,να πάει και να τους πει:
Πώς με «κόβετε»;Μπόλικη; Ε!πετάχτε τα τρία τέταρτα κι’αφήστε μου το ένα.Θα γλύτωνε μια και καλή απ’τα «παραπανίσια» και δε θάχε να ξύνει το κεφαλάκι της πώς και ποιά δίαιτα ν’αρχίσει.Αλλά βλέπεις, ο Μάκης δεν είναι  Ωνάσης κι’εδώ δεν είναι Αμερική ,είναι Παγκράτι.-Αύριο αρχίζω δίαιτα ,προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της-μακάρι να λυσσάξω στην πείνα,,πίσω δεν κάνω!!
Άρχισε να καταστρώνει πλάνο κινήσεων.Αύριο,ήταν Σάββατο.΄Επρεπε να βρει τρόπο ν’αποφύγει τη βραδυνή ταβέρνα χωρίς ν’αναγκαστεί να ομολογήσει τις προθέσεις της και να υποστεί τα ειρωνικά σχόλια του Μάκη πρώτ’απ’όλα και των εξυπνάκηδων φίλων του και των φιλενάδων της.Αυτό το «αρχίζω δίαιτα»,είχαν βαρεθεί να τ’ακούνε και να μην το βλέπουν.Κατέβασε μια ιδέα-καλή της φάνηκε.
Την τακτοποίησε με προσοχή στο μυαλό της και πήγε στο κρεβάτι.Ούτε τα παιδιά άκουσε που μπήκαν κατά τη μία ούτε το Μάκη που γύρισε από την Παρασκευιάτικη κραιπάλη του σχεδόν ξημερώματα.
Το πρωϊ,σηκώθηκε πρώτη.΄Εφτιαξε έναν ελληνικό σκέτο που με το που κατέβασε την πρώτη γουλιά,της ανέβηκε το στομάχι στο λαιμό.Θέμα συνήθειας ήταν-θα συνήθιζε.
Μασούλησε μια φρυγανιά σικάλεως απ’αυτές που αγόραζε μόνο για να δίνει άλλοθι στον εαυτό της ότι πρόσεχε τη διατροφή της.Το στομάχι της διαμαρτυρόταν έντονα-από χτες βράδυ το είχε αφήσει αδειανό.Σκάσε,του φώναξε νοερά –σκάσε κι’άσε με ήσυχη-κι’ έπιασε να ετοιμάζει το πρωϊνό για τους άλλους.Ο Μάκης,μπήκε πρώτος στην κουζίνα.Τούβαλε μπροστά του το πιάτο με τ’αυγά με μπέϊκον που της είχαν τσακίσει τα νεύρα όσο τα ετοίμαζε και κάθισε απέναντί του ν’αποτελειώσει τον καφέ της.
-Εσύ; Τη ρώτησε με μπουκωμένο το στόμα.
-Δεν έχω όρεξη-τα χάλια μου έχω.(Τα μούτρα μέχρι το πάτωμα).
-Γιατί τι έχεις-αρώστησες στα καλά καθούμενα;
-Ε,δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος ν’αρρωστήσει Μάκη μου.Πονάει το κεφάλι μου,έχω σύγκρυα,με καίει κι’ο λαιμός μου-χάλια σου λέω.Με το ζόρι
σηκώθηκα.
-Καμιά ίωση ε;Κοίτα να συνέλθεις μέχρι το βράδυ γιατί δεν θέλω να κρεμάσω την παρέα.
-Πήγαινε μόνος σου αγάπη μου.Εγώ δεν έρχομαι .
-Καλά,άσε νάρθει το βράδυ και θα δούμε…Τι θα φάμε για μεσημέρι;Δε φτιάχνεις καμιά μακαρονάδα…έτσι με μπόλικο κιμά και τυράκι…ωραία θάναι!!
΄Αει σιχτίρ,δαίμονα-βαλτός είσαι;
-Να φτιάξω για σας Μάκη μου-εγώ θα φάω ρύζι με γιαούρτι.
-Σώπα βρε παιδί μου!!!Τί ιός είν’αυτός που σούκοψε και την όρεξη…εσύ του θανατά νάσαι,το φαί δεν το κόβεις.Να του πούμε να εγκατασταθεί μόνιμα στον οργανισμό σου-μπορεί να καταφέρει να σε φυράνει…ε; τι λες;
-Παράτα μας βρε Μάκη,όρεξη έχεις πρωϊ-πρωϊ.Ο άλλος πεθαίνει κι’εσύ την πλάκα σου!
-Ναι,τώρα πάω να σου παραγγείλω στεφάνι-κι’έβαλε τα γέλια.Πάω για καφέ.Περαστικά.Κι’έφυγε.
Την είχε κάνει βαπόρι.Παρακάλα βρε αλητάμπουρα να μη πάρω είδηση ότι ξενοπηδάς.Δε σου λέω τίποτα!!Θα σε σουβλίσω σαν τον Αθανάσιο Διάκο.Μαλάκα.!  Ε,μαλάκα!!
Από΄κει κι’ύστερα η απόφασή της άρχισε να υλοποιείται,με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της Φαίης.Νάναι καλά η γυναίκα.Την πήγε στο γιατρό.΄Ενας γιατρός,να τον πιεις στο ποτήρι-μονορούφι.Την κοίταξε μ’ένα βλέμμα περίεργο,από πάνω ως κάτω.-Απορώ μ’εσάς ,της είπε.Νέα γυναίκα,πώς αφήσατε τον εαυτό σας να φτάσει σ’αυτό το σημείο!!.Της ήρθε να τον χαστουκίσει-ήταν και να τον πιεις στο ποτήρι…ντράπηκε.Τον άρπαξε απ’τα μούτρα.-Αυτά θα λέμε τώρα γιατρέ μου;΄Ηρθα-δεν ήρθα;;Άσε το σεμινάριο και πιάσε τα μηχανάκια σου να δούμε πού βρισκόμαστε.Την τύλιξε στα καλώδια,τη γύρισε ανάσκελα,τη γύρισε μπρούμητα,τη γύρισε στο πλάϊ.-Από καρδιά πάμε καλά,της είπε.Πίεση φυσιολογική.Αλλά πριν ξεκινήσετε γυμναστική,αρχίστε τη δίαιτα που θα σας δώσω ,να δούμε με τι ρυθμό θα χάσετε τα πρώτα κιλά…Όλο αυτό το πάχος που είναι πια αδρανής ιστός μετά από τόσα χρόνια,θα δυσκολευτούμε να το απομακρύνουμε,να το ξέρετε.Ποιοί θα δυσκολευτούμε δηλαδή γιατρέ μου-μαζί θα πούμε το ψωμί-ψωμάκι;-ήθελε να του φωνάξει.Δεν το φώναξε.Πήρε κι’ένα κατάλογο που της έδωσε για αρχή.Τι έπρεπε ν’αποφεύγει ,τι να τρώει,πήρε και τη Φαίη από το μπράτσο και γυρίσανε σπίτι της.
-Κοίταξε κακομοίρα μου να την κρατήσεις αυτή τη δίαιτα.Μην τυχόν και κάνεις πίσω;
-Αστειεύεσαι;;Εδώ!Βράχος.Υπέρ διαίτης και κατά κιλών θα πέσω.Είπα θ’αδυνατίσω και θ’αδυνατίσω ο κόσμος νάρθει τ’απάνω κάτω!!

Η πρώτη εβδομάδα της δίαιτας ήταν μαρτυρική.Η πείνα τη θέριζε.Με ζαρζαβατικό,φετούλες τσιγαρόχαρτα από στεγνό κρέας και ψάρι  και δυο γιαούρτια την ημέρα,δεν γεμίζει ένα σώμα εκατόν είκοσι κιλών το στομάχι του.Η ζυγαριά της,της έκανε γυμνάσια εξ αιτίας του χρόνιου παραγκωνισμού της και την τάραζε στα σκωτσέζικα ντους.Μισό κιλό κάτω το πρωϊ,μισό κιλό πάνω το βράδυ.Άσε που στο σπίτι,την πήρανε είδηση ότι ξεκίνησε δίαιτα κι’άρχισε το δούλεμα.Μπαίνει ένα μεσημέρι ο Μάκης και τη τσακώνει με το καροτομάρουλλο στην γαβάθα.
΄Εβαλε τις φωνές ο αλήτης.
-Παιδιά,παιδιά,ο Μπάνγκς Μπάνυ στο σαλόνι μας!
Τρέξανε τα παιδιά,πήρανε το μέρος της.-Βρε,μπαμπά,άσε τη μαμά ήσυχη-τόσο καιρό της λέμε να κάνει δίαιτα..Τώρα που την άρχισε της κάνεις πλάκα;
-Α! την άρχισε;Για πόσο;
Η μικρή,η Αγγελικούλα έκατσε δίπλα της και την αγκάλιασε.-Μην τον ακούς καλέ μαμά..εγώ μαζί σου είμαι.Τί γλυκό παιδί κι’αυτή την είχε παρεξηγήσει…
Ο γιος της ,ο Γιωργάκης της,δήλωσε τη συμπαράστασή του ανοιχτά.-Μάνα,μην ακούς κανένα..Τη δουλειά σου εσύ κι’άμα θέλεις συμπαράσταση,φώναξέ με να φάμε το μαρούλλι παρέα.
Ξαφνικά,ένα πρωί,έγινε το θαύμα.Η ζυγαριά έπαψε να της κρατά μούτρα κι’έδειξε δυο κιλά κάτω.Τρελλάθηκε,δεν πίστευε στα μάτια της.Αν είχε ντουντούκα,θάβγαινε να το φωνάξει απ’το μπαλκόνι.Μετά από ώριμη σκέψη,είπε τα χαρμόσυνα νέα μόνο στη Φαίη-στους άλλους κουβέντα.Φοβήθηκε.Μην πάει κάτι στραβά κι’εκτεθεί.Την τέταρτη εβδομάδα,τα μείον κιλά,έγιναν πέντε.Καλά πάμε της είπε ο γιατρός.Συνεχίστε έτσι.Είχε πάψει πια να πεινάει αφόρητα και να της τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που σερβίριζε το φαί στους άλλους.΄Αρχισε και τη γυμναστικούλα της σιγά-σιγά –χωρίς όργανα ακόμα.-Θα σας πω εγώ,της είπε ο Αβάσογλου.Τί καλός άνθρωπος!!Χαιρόταν κάθε φορά,λες κι’έχανε τα κιλά εκείνος.Ούτε που της περνούσε απ’το μυαλό ότι έπαιζαν κάποιο ρόλο σ’αυτή τη χαρά και τα διακοσια που τούσκαγε σε κάθε εβδομαδιαία επίσκεψη.Ο «δαίμονας» ο άντρας της, προσπάθησε κάποιες φορές να την παρασύρει,να τη βγάλει απ’τα νερά της.-Φάε βρε Αλέκα κι’εσύ μια φορά μαζί μας.Να κάτσουμε μια φορά στο τραπέζι σαν οικογένεια.Βαρέθηκα να σε βλέπω με τον κεσέ το γιαούρτι στο χέρι.Φάε και μια μπουκιά της προκοπής-μια φορά
έστω!Τι θα γίνει με μια φορά-θα χαλάσεις τη δίαιτά σου;Δεν έχεις την περιέργεια να δοκιμάσεις τι σκατά μας μαγειρεύεις και τρώμε;
-Τη δίαιτά μου Μάκη μου δεν τη χαλάω που να σκάσεις.Τί έγινε ρε Μάκη; Εσύ τρωγόσουνα ν’αδυνατίσω και ν’αδυνατίσω,τώρα άλλαξες γνώμη;Ξαναερωτεύτηκες τα κιλά μου Μάκη μου;Και πού τέτοια τύχη δηλαδή-άσε με τώρα κι’ακούνε και τα παιδιά…
Στα μισά του δεύτερου μήνα,ενάμισυ μήνα μετά την «πόρτα»,είχε κατέβει στα εκατόν δέκα.Μια δυο φορές είχε προσπαθήσει να στριμώξει το Μάκη και να τον ρίξει στο κρεβάτι.Αντιδρούσε.
-Τι νομίζεις δηλαδή ρε Αλεκάκι ότι με δέκα κιλά λιγότερα έγινες και η πρώτη θεογκόμενα;Και να σου πω και κάτι;Προσωρινά είναι αυτά τα πράματα.Μπορεί να χάσεις άλλα δέκα και μετά, με την πρώτη κουτσουκέλλα,θα τ’ανεβάσεις στα εκατόν τριάντα.Δε βλέπεις τι γίνεται με τους χοντρούς γύρω σου;΄Ολοι αδυνατίζουν,το παίζουν μοντέλα για κάνα δίμηνο,αρχίζουν να δίνουν συμβουλές αδυνατίσματος και σωστής διατροφής ,πλακώνονται στις μπαρούφες,πως τάχα μου άλλαξε η ζωή τους,βρήκαν λέει τον εαυτό τους,ανακαλυψαν το σώμα τους,κι’άλλες τέτοιες κοτσάνες και ξαφνικά τους βλέπεις πιο χοντρούς από πριν.Γι’αυτό σου λέω..έχασες δέκα κιλά…σιγά τον πολυέλαιο.
-Και τι θα γίνει βρε Μάκη μου;΄Ετσι θα τη βγάζω εγώ;Νηστεία στο φαί,νηστεία και στο κρεβάτι ρε γαμώ το;΄Εχεις βρει πουθενά και τρως καλύτερα δηλαδή;Να το ξέρω,να βρω κι΄εγώ κανένα να με «βολεύει».Δεν τη μπορώ άλλο αυτή τη ξεραϊλα.Γυναίκα είμαι-έχω κι’εγώ τις ανάγκες μου.
-Ε σ ύ!Θα πας με άλλον!!.Πού θα τον βρεις βρε Αλέκα;
-Αυτό είναι το πρόβλημά σου;Βρωμάει ο τόπος Μάκη μου από άντρες!!
-Σε τι νούμερο θα τον βρεις μάνα μου-στο ΧΧlarge;
-Μάκη!!,Θα στα φορέσω-κι’όταν στα φορέσω,θα στα φορέσω στο ΧΧlarge,νάσαι σίγουρος.
-Καλά,πάρε με και στο κινητό να μ’ενημερώσεις.
Τον έβλεπε πολύ άνετο.΄Αλλα χρόνια αν τούκανε κουβέντα γι’άλλον άντρα,θάσκιζε τα ρούχα του.Τώρα της έκανε και πλάκα.Του πεταμού την είχε δηλαδή.Ούτε τη γούσταρε πια,ούτε την υπολόγιζε,ούτε τη φοβόταν.
-Αλλού πάει και το δίνει,είπε στη Φαίη.Τώρα σιγουρεύτηκα.
-Από τι σιγουρεύτηκες δηλαδή;
-Τούπα ότι θα τον κερατώσω έτσι που μ’έχει ρίξει στην αγαμία,και μόνο καλή τύχη που δεν μου ευχήθηκε.
-Και τι κάθεσαι ρε μαλάκα;
-Τι να κάνω ρε Φαίη,να ρίξω φέιγ-βολάν «ζητείται γκόμενος»;Χέσε το στεφάνι μου.΄Ετσι που κατάντησε για χέσιμο είναι αλλά δε θα βγω και στους δρόμους προς άγραν επιβήτορα!!
-Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις κορίτσι μου.Και μη φοβάσαι από μένα!Τάφος!
-Θα μου βρεις άντρα,φιλενάδα μου;(Έκανε μια προσπάθεια να γελάσει).Αν είναι αυτό,κοίτα να το κάνεις γρήγορα γιατί και η στέρηση,έχει τα όριά της!
-Βασίσου επάνω μου!!!Έχω σχέδιο!!

Τελευταία,τα κιλά φεύγανε από πάνω της με ταχύτητα φωτός.Τα ρούχα της ήταν πια ξένα στο σώμα της.Την τελευταία Παρασκευή του δεύτερου μήνα,πήρε την πιστωτική της αποφασισμένη να τη ξετινάξει και κατέβηκε στο Κέντρο για ψώνια.Τρία νούμερα πιο κάτω.Της ήρθε να φωνάξει απ’τη χαρά της.Θα σου δείξω εγώ Μάκη άχρηστε.Με το που γύρισε το μεσημέρι,τον άρπαξε απ’τα μούτρα.
-Αύριο,θάρθω κι’εγώ στην ταβέρνα.Πεθύμησα την παρέα.Θα φάω τη ψητή μπριζολίτσα μου και μια σαλάτα-μια χαρά θάμαι.Να πω και καμιά κουβέντα με τα κορίτσια.
-Ποια ταβέρνα ρε Αλέκα-την ταβέρνα την έχουμε κόψει εδώ και κάτι βδομάδες.Δεν ξέρω αν πηγαίνουν κάποια απ’τα παιδιά,εγώ πάντως δεν πάω.Μόνος μου θα πήγαινα;
-Και πού πας Μάκη μου τα Σάββατα που ξεπορτίζεις.
-΄Ε!!κανένα μπαράκι…για ποτό δηλαδή..με το Μίλτο.Κανένα σινεμαδάκι…
-Σινεμαδάκι μόνος σου,αγάπη μου;
-Με το Μίλτο.
-Με το Μίλτο Μάκη μου;Και γιατί δε μου τόλεγες ευλογημένο παιδί;Την ταβέρνα την έκοψα λόγω δίαιτας αλλά για σινεμαδάκι δε θάλεγα όχι..Την κοίταξε μουδιασμένος…-Δεν πήγε το μυαλό μου βρε Αλέκα..΄Ηθελε να του φωνάξει «πάρε το κουτόχορτο και ρίχτο σ’άλλο παχνί-εγώ δε μασάω» αλλά προτίμησε να μη συνεχίσει την κουβέντα..Το Σάββατο άρχισε να ντύνεται πρώτη,όσο εκείνος ξυριζόταν σφυρίζοντας.Μαύρο παντελονάκι φιρμάτο,μαύρη πουκαμίσα με σκαφτό τοπάκι από μέσα.Μαλλί ψηλά και στο αχτένιστο,μακρύ σκουλαρίκι,βαψιματάκι προσεγμένο-άψογο μέχρι την τελευταία πινελιά!
Ψεκάστηκε από πάνω ως κάτω με το καινούργιο της Ντόνα Κάραν-νάναι καλά η πωλήτρια που της το σύστησε, «μεθυστικό» της είπε, «θα με θυμηθείτε» και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη-πρώτη φορά χωρίς να ντρέπεται.Γυναίκα ένα κι’εβδομήντα ήταν,όμορφο προσωπάκι είχε.Τώρα που τα προγούλια είχαν σχεδόν εξαφανιστεί «έδειξε» και το πρόσωπο.Το καινούργιο συνολάκι την έκανε να φαίνεται η μισή σχεδόν.Και πάντως,άλλο εκατόν είκοσι κιλά και άλλο σκάρτα εκατό που ήταν τώρα.
Μπήκε στο σαλόνι θριαμβευτικά.Ο «μαχαραγιάς» ήταν ακόμα στο μπάνιο.Θα σε περιμένω να βγεις παλληκάρι μου.Απόψε θα σου «σκάψω το λάκκο»,πηδηχταρά μου.
Ο «πηδηχταράς»,βγήκε καμιά φορά κι’έμεινε στήλη άλατος.
-Ρε Αλεκάκι,εσύ είσαι;Είπα κι’εγώ,ποια γκόμενα μπουκάρισε στο σπίτι μου ξαφνικά.Τί ομορφιές είν’αυτές;Εσύ αδυνάτισες ρε μάνα μου-η μισή έμεινες!Πω,πω!!
Ούτε που το πήρα είδηση.
(ούτε που με κοίταζες ηλίθιε,πώς να το πάρεις είδηση;)
Κάτσε να πάρω το Μίλτο ν’ακυρώσω.Να βγούμε οι δυό μας.
-Μη σκοτώνεσαι Μάκη μου-έχω κανονίσει με τη Φαίη.Θα πάμε για ποτό.
-Μόνες σας;
-Μόνες μας.
-Θάρθω κι’εγώ..
-Δε χρειάζεται Μάκη μου-δέρνουμε και μόνες μας τους «βαρβάρους» άμα χρειαστεί.
 ΄Αντε,γειά σου αγάπη μου και καλά να περάσεις…χαιρετισμούς στο Μίλτο!
Του γύρισε την πλάτη και βγήκε.Κάτω,την περίμενε η Φαίη με το αυτοκίνητο.Μπήκε αεράτη και γύρισε στον τύπο που καθόταν στο πίσω κάθισμα.Η Φαίη έκανε τις συστάσεις.Ο Μενέλαος που σούλεγα,γλύκας!Θα μας βοηθήσει.Φιλαράκι πρώτο.
Γύρισε να τον δει καλύτερα.Κούκλος-Παναγιά μου,κούκλος.
-Γειά σου Μενέλαε,χαίρομαι που σε γνωρίζω και σ’ευχαριστώ που βοηθάς!Νάσαι καλ
-Γειά σου Αλέκα μου,στις διαταγές σου.Μου είπε η Φαίη τι παίζει!!!Μέσα είμαι!
Ήπιανε τα ποτά τους,τα μιλήσανε οι τρεις μαζί,γελάσανε του σκασμού με το χουνέρι που ετοιμάζανε,το μαγαζί είχε κι’ωραίο DJ-όλα τέλεια!
Τόσα χρόνια, είχε ξεχάσει πως υπήρχε κι’αυτού του είδους η διασκέδαση.Καταστρώσανε το σχέδιο και κλείσανε ραντεβού,Μενέλαος και Αλέκα,στο ίδιο μέρος τη μεθεπομένη.
Ο Μενέλαος,ανέλαβε να κάνει και το τηλεφώνημα.
Γύρισε στο σπίτι περασμένες δύο και βρήκε το Μάκη με τις πυτζάμες.Σ’αναμμένα κάρβουνα.
-Πώς περάσατε;
-Θαύμα.Εσύ; Δε βγήκες;
-Βγήκα αλλά βαρέθηκα και γύρισα νωρίς.
-Α!Καλά..εγώ πάω για ύπνο..
-΄Ερχομαι κι’εγώ..Τυχερή!!Στις καλές μου με βρίσκεις…απόψε θα σε «ποτίσω» μάνα μου.Απ’την ώρα που έφυγες,αυτό έχω στο νου μου.
-Τέσσερεις «μαργαρίτες» και τρία σφηνάκια ποτίστηκα Μάκη-δε θέλω άλλο πότισμα,κλείνουν τα μάτια μου.
Η επιθυμία μέσα της μια φούντωση,μια φλόγα!Κράτα χαρακτήρα της φώναζε ο δεύτερος εαυτός της.Αν ανοίξεις τα πόδια τώρα,τόχασες το παιχνίδι-μαζέψου.
Χώθηκε δίπλα της κι’άρχισε τα «μπασίματα».Τούσπρωξε πρώτα το ένα χέρι κι’ύστερα το άλλο.
΄Ενας Θεός ξέρει,πού βρήκε τη δύναμη.
-Μάκη!!Θέλω να κοιμηθώ σου λέω-άσε με ήσυχη επιτέλους!
-Ρε Αλεκάκι;;
-Καληνύχτα!
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.Δεν θυμόταν ποιος τόπε,αλλά όποιος κι’αν τόπε ,είχε δίκηο.
Και πού νάξερες αγοράκι μου τι σε περιμένει μεθαύριο.Μ’αυτή τη γλυκειά σκέψη,την πήρε ο ύπνος.


              


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ!!! ΡΟΔΟΣ 195Ο!!

Ήμουν δώδεκα χρόνων!Η χρονιά που τέλειωνα το δημοτικό και θα έμπαινα στο Γυμνάσιο!!Μεγάλη υπόθεση!!Αισθανόμουν ότι μεγάλωνα...ότι κάτι άλλαζε στη ζωή μου!Ο μπαμπάς είχε αρχίσει να εκδηλώνει ήδη την ικανοποίηση και την περηφάνεια του για τα σπουδαία που με περίμεναν: "΄Αντε,Σεβίτσα μου,κι' από τον
Σεπτέμβρη ,γυμνασιόπαις!!Ποιος τη χάρη μας!!"
Πλησίαζαν Χριστούγεννα!Και θεώρησα πως ήταν καιρός,να προβάλω κι' εγώ την πρώτη μου "σοβαρή" απαίτηση!
-Μπαμπά,θέλω δέντρο!
-Τί δέντρο κόρη μου;
-Δέντρο μπαμπά!!!Χριστουγεννιάτικο!!
Μέχρι τότε,τα έβλεπα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα ,καταστόλιστα,μόνο στα περιοδικά της μαμάς που ξεφύλλιζα στα κλεφτά-γιατί ήμουν ακόμα μικρή και τα περιοδικά για μεγάλους,μου ήταν απαγορευμένα.Στη γειτονιά,στα σπίτια των φιλενάδων μου, κανένας δεν στόλιζε δέντρο.Εκείνη τη χρονιά όμως,είδα το πρώτο τεράστιο,πολύχρωμο κι' ολοφώτιστο δέντρο,στο σπίτι της αμερικάνας φίλης μου,της Λίντας Ουέμπ.Ο πατέρας της ήταν Δ/ντής στο σταθμό της Φωνής της Αμερικής.Κι' επειδή η οικογένεια θα έμενε στη Ρόδο για ένα χρόνο, την έφεραν ακροάτρια στην τάξη και την κάθισαν δίπλα μου γιατί -λέει- επειδή μάθαινα Αγγλικά,μπορούσε να πει και καμιά κουβέντα στη γλώσσα της.Γίναμε καλές φίλες.Στο δικό της σπίτι λοιπόν, εκείνη τη χρονιά,είχαν στολίσει το τεράστιο Χριστουγεννιάτικο δέντρο τους, από τα μισά του Νοέμβρη!!
Ζήλεψα!' Ηθελα κι' εγώ το δικό μου δέντρο!!
Ο μπαμπάς, πήρε το "αίτημά" μου,στην αρχή χαλαρά.
-΄Ασε και θα δούμε, είπε.
Το πρωί της Παραμονής,η υπομονή μου είχε εξαντληθεί.
Κατέβασα τέτοια μούτρα που η αδυναμία που μου είχε δεν μπόρεσε να τ' αντέξει.
Πήρε τη μεγάλη ξύλινη σκάλα που χρησιμοποιούσε για τα μερεμετίσματα του σπιτιού και την έστησε κόντρα στον τοίχο που χώριζε το σπίτι μας από το διπλανό τζαμί.Από τη μεριά του τζαμιού,καμια δεκαριά κυπαρίσια,έφταναν μέχρι τον ουρανό και πολλά απ' τα κλαδιά τους,έμπαιναν και στη δική μας μεριά.
Διάλεξε ένα μεγαλούτσικο,φουντωτό κλαδί από τα πιο χαμηλά και το έκοψε με το πριόνι.
-Ορίστε το δέντρο σου,είπε γελώντας,πετώντας το θριαμβευτικά  στο χώμα.Ευχαριστημένη;
Ευχαριστημένη;;Πετούσα!!
Σύραμε με τα μικρότερα αδερφάκια μου το κλαδί μέχρι την τραπεζαρία και το στήσαμε στη γωνιά του μεγάλου,ψηλού παράθυρου,με αλαλλαγμούς χαράς.
-Το απόγευμα θα το στολίσουμε-όλοι μαζί!!
Έφτιαξε μπόλικα αστεράκια από χοντρό χαρτόνι που τα πέρασε με φύλλο χρυσού,που πάντα είχε πρόχειρο στα σύνεργα ζωγραφικής του.΄Εβαψε και μπόλικα κυπαρισσόμηλα.Φακούρες,σε όμορφο πορτοκαλί περασμένες σε κόκκινο μαλλί-υπόλοιπο από την κόκκινη ζακκετούλα που μου είχε πλέξει η μαμά για τα Χριστούγεννα,και μερικά καραμελωμένα μηλαράκια από το κοντινό περίπτερο,ήταν τα στολίδια του.Τα μικρά, ξάνανε ένα ολόκληρο πακέττο βαμβάκι,που το απλώσαμε στα κλαδιά σαν χιόνι κι' η μαμά μάζεψε όσες χρωματιστές κορδέλλες βρήκε στο συρταράκι της ραπτομηχανής της και μ' αυτές κρεμάσαμε τα στολίδια!!Δεν είχαμε φωτάκια!Μόνο κάτι υπόλοιπα από τις αναστάσιμες λαμπάδες μας που η μαμά τις φύλαγε επιμμελώς για παν ενδεχόμενο διακοπής ρεύματος, τα έστησε μέσα σ' ένα πήλινο πιάτο και τ' ανάψαμε για λίγο-ίσα για να δούμε το αποτέλεσμα. Το βράδυ πάλι είπε- μην πάρουν φωτιά τα μπαμπάκια και γίνουμε στάχτη!!
Το βράδυ λοιπόν,με το δέντρο στολισμένο,μαζευτήκαμε γύρω απ' το μαγκάλι με τα κατακόκκινα ,αναμμένα κάρβουνα,για να το θαυμάσουμε και να φάμε τηγανίτες με μέλι.Από την κουζίνα,ερχόταν οι μυρωδιές από τους "κόκκινους" λαχανοντολμάδες και τη γέμιση για το αρνί που ετοίμαζε η μαμά για το τραπέζι της επομένης.Τραγουδήσαμε και το "Χιόνια στο καμπαναριό",ο μπαμπάς διηγήθηκε ιστορίες από τα νιάτα του,κι' η μαμά απ' την κουζίνα της, μας έκανε αντίπραξη τραγουδώντας  O mia bella Napoli,μες το καταχριστούγεννο,ανατρέχοντας μάλλον στις δικές της αναμνήσεις από κάποια Χριστούγεννα -τότε νιόπαντρη- στην Ιταλία.
Τα λειψά κεράκια κάτω απ΄το δέντρο,έλειωσαν γρήγορα,το ίδιο το δέντρο ρίχτηκε στην πυρά της αυλής ,την επομένη των Φώτων,και όλα τα επόμενα χρόνια, το οικογενειακό Χριστουγεννιάτικο δέντρο,γινόταν όλο και πιο όμορφο,όλο και πιο πλούσιο σε στολίδια.΄Ομως η εικόνα εκείνου του πρώτου ,"πρόχειρου" δέντρου είναι εκείνη που φέρνω κάθε φορά στα μάτια μου,όταν ξαναγυρίζω σ' εκείνα τα Χριστούγεννα. ΄Ολα τα επόμενα.....έμοιαζαν τόσο μεταξύ τους...που δεν τα θυμάμαι πια!
σ.τ.2.12.11

 

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ" -ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008


        


Τα δεύτερα Χριστούγεννα της κοινής μας ζωής,μας βρήκαν περιχαρακωμένους σε μια σχέση που ο καθένας για τον εαυτό του τη μετέφραζε με το δικό του τρόπο.Εκείνος ,είχε ντυθεί το ρούχο του καλού οικογενειάρχη που ελέγχει και προστατεύει,που προλαβαίνει επιθυμίες κι΄ανάγκες, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ήρεμης αποδοχής ευθυνών-πέραν αυτού «μην έχετε άλλες απαιτήσεις από μένα,κάνω το καθήκον μου και με το παραπάνω».Στις δικές μας στιγμές που εγώ ,μέσα στην ανασφάλεια που μ΄έδερνε τις αποζητούσα κι΄εκείνος μου τις πρόσφερε μεγαλόψυχα,ήταν μειλίχειος,άνετος,συχνά αληθινός κι΄αυτό ήταν που δεν μ΄άφηνε να παραιτηθώ -που μ΄άφηνε να ελπίζω.΄Ηξερα ποιά ήταν η ζωή του,δεν χρειαζόταν πια να μου την υπενθυμίζει μέσα από εκρήξεις ειλικρίνειας.Απλά την είχα αποδεχτεί σιωπηρά.΄Επαψα να τον ρωτάω-φοβόμουν τις απαντήσεις.Μ΄ένα μωρό στην αγκαλιά κι΄ένα τετράχρονο κρεμασμένο στη φούστα μου απ΄το πρωί ως το βράδυ,δεν μούμενε άλλη επιλογή.
Είχα χτίσει το «ευτυχισμένο» μου πρόσωπο,με μεγάλη επιμέλεια.Κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε.Τα παιδιά μου,ο άντρας μου κι΄εγώ-αυτή ήταν η εικόνα που πάσχιζα να χρωματίσω με χρώματα ελκυστικά.Η Ελευθερία-δεν ξέρω πόσα είχε καταλάβει-δεν έψαξε ποτέ πίσω απ΄αυτήν την ωραία εικόνα-ίσως και να τη βόλευε έτσι.Σίγουρα ήξερε από χρόνια ποιος ήταν ο γιος που είχε μεγαλώσει-σίγουρα ,εκείνο το «ο γιος μου είναι καλός,η κόρη σου θα ζήσει καλά μαζί του»που είχε πει στη μαμά ,την ημέρα της χριστουγεννιάτικης πρότασης γάμου,δεν το πίστεψε ποτέ..Μόνο η Παολίνα
μ΄έψαχνε καμιά φορά, μ΄εκείνα τ΄ ανακριτικά της μάτια που τάνιωθα να μου τρυπούν
το κρανίο,σαν να΄θελαν να βουτήξουν κατ΄ευθείαν μές το μυαλό μου.Δεν μιλούσε,περίμενε υπομονετικά σαν το αγρίμι που παραμονεύει το θήραμα.Δεν θα μιλούσα ούτ΄εγώ.

Ο Γιάννης απ΄τη Βοστώνη,είχε ήδη απ΄τις αρχές του Δεκέμβρη στείλει τις ευχετήριες
κάρτες του και τις παραγγελίες για τα δώρα που ήθελε να πάρω στα παιδιά εκ μέρους του.Την Παραμονή, θα μας έπαιρνε και τηλέφωνο.Ανήμερα,θα γιορτάζαμε όλοι μαζί-εκτός απ΄την κυρα-΄Αρτεμι που από μέρες ήταν στο νοσοκομείο με μια ανιψιά που καλά –καλά δεν τη θυμόταν, να ξημεροβραδιάζεται στο προσκέφαλό της.Η ανιψιά όμως,θυμόταν πολύ καλά το διόροφο του Φαλήρου κι΄ήξερε επίσης πολύ καλά πως η μοναχική της θεία, ήταν άκληρη.
Η μαμά ,που μετά την πρώτη της μέτρια προσπάθεια με τα τσουρέκια,πήρε τα εύσημα όλων τα περασμένα Χριστούγεννα ,ανάλαβε να τα ζυμώσει κι΄εφέτος.Το σπίτι ήταν ήδη ντυμένο Χριστουγεννιάτικο απ΄τις αρχές του μήνα.Στολίσαμε το δέντρο με τα δυο παιδιά δίπλα.Ο Κωστάκης σιγουρεμένος στο πορτ-μπεμπέ του κι΄ο Σταυράκος να παλεύει στις μύτες των ποδιών ,να φτάσει όσο ψηλότερα μπορούσε για να κρεμάσει τα καραμελένια αγγελάκια του.Το βράδυ της Παραμονής οι δυο μαμάδες μείνανε σπίτι με τα παιδιά κι΄εμείς,σαν ένα γιορτινό,ερωτευμένο ζευγάρι βγήκαμε για φαγητό και χορό,τηρώντας την «παράδοση».΄Ηταν περιποιητικός και τρυφερός,τόσο,που ένιωθα τα μάτια μου υγρά από ευχαρίστηση.Την κυρία με το έξωμο λαμέ,δεν την είχα προσέξει μέχρι τη στιγμή που αγκαλιάζοντας το Χρήστο απ΄τους ώμους,έσκυψε και τον φίλησε δυνατά στο στόμα, ενθουσιασμένη.
-Μωρό μου,τί γίνεται-χαθήκαμε.Σε πεθύμησα!!
-Βρε Μίνα ,πού βρέθηκες εδώ;Χρόνια πολλά,κούκλα μου.Μόνη σου είσαι;
-΄Οχι βέβαια,η Μίνα χρυσό μου δεν κυκλοφορεί ποτέ μόνη.Το βλέπεις εκείνο το χούφταλο..εκεί….στο βάθος.Εμένα περιμένει!΄Ο, τι πρέπει γι΄απόψε.
Γέλασε μ΄ένα προκλητικό γέλιο,χάιδεψε το σβέρκο του Χρήστου –να τα πούμε ,του σφύριξε καθώς απομακρυνόταν..΄Ημουν αόρατη,ανύπαρκτη όσο κράτησε το γρήγορο τετ-α-τετ.Η «κούκλα» του,δεν μπήκε καν στον κόπο να με κοιτάξει…
΄Εφερα στα χείλη μου το ποτήρι με τη χλιαρή πια σαμπάνια.
-Ποια ήταν αυτή;
-Η πιο καθαρή γυναίκα που γνώρισα-τον άκουσα να σχολιάζει.Κι΄αμέσως μετά,μ΄ένα ελαφρό χαμόγελο –κι΄η πιο πρόθυμη!!
΄Εκανα πως δεν άκουσα και συνέχισα να χαζεύω τα ζευγάρια στην πίστα.
Στο γυρισμό με άφησε έξω απ΄την πολυκατοικία και πήγε να παρκάρει.΄Οταν ανέβηκε ,ένα τέταρτο αργότερα,ήμουν ήδη στο κρεβάτι κι΄έκανα πως κοιμόμουν.
Ανήμερα,γύρω στις δέκα,μπήκε στην κουζίνα φρέσκος κι΄ευδιάθετος.
-Θα πάω μέχρι το Σύνταγμα για κανένα ποτό.Εσείς έτσι κι΄αλλιώς έχετε τα μαγειρέματά σας-τα λέμε το μεσημέρι κορίτσια.Μας φίλησε μικρούς-μεγάλους,για
Χρόνια Πολλά και δρόμο!
Δεν γύρισε παρά γύρω στις έξη το απόγευμα-είχε ήδη νυχτώσει.Την ώρα που καθίσαμε στο τραπέζι,αφού τον περιμέναμε ως τις τέσσερεις, είπα στις δυο γυναίκες.
-Κουβέντα όταν έρθει-σαν να μην τρέχει τίποτα.
Κατάλαβαν.Μόνο η Παολίνα, δεν άντεξε κάποια στιγμή και ρώτησε παγερά..
-Δεν θα φας Χρήστο μου;Θα ξελιγώθηκες νηστικός τόσες ώρες..
-Τώωωωρα!΄Εφαγα-συναντήθηκα με κάτι φίλους και φάγαμε παρέα.
Ούτε ένα συγνώμη…
΄Εχασα και τον Πωλ.Είχε καιρό ν΄ακουστεί.Ποιος ξέρει πού γύριζε-πού ταξίδευε χρονιάρες μέρες,ο τυχεράκιας!!
Η μαμά ήταν θυμωμένη.
-Πού αλώνιζε αυτόςο απατεώνας;-με ρώτησε την ώρα που πλέναμε τα πιάτα στην κουζίνα.
-Μαμά,κόφτο.Δεν πρόκειται να μου πάρεις κουβέντα.
-Καλά το είχα φανταστεί-μούγκρισε μές΄απ΄τα δόντια της και βγήκε.




Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

1973 - απο το βιβλίο Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ. ΕΚΟΣΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2008


   


              1973
                                                                                                                     
                                                                 Καλή η Λογική κι η Σωφροσύνη
                                                                Όταν όμως υπάρχει Λευτεριά     
                                                                Οι Τυραννίες γκρεμίζονται μ’Αγώνες 
                                                                Της Λευτεριάς το Παραμύθι μ’αίμα 
                                                                 Γράφεται.

                                                                  Αλέκος Παναγούλης (Συνεχίστε..!!)
  
                                                                                                                                                                                    
                                      
Το 1973 ,μπήκε απ΄την αρχή,άγριο,θυμωμένο.Μια οργή,που την ένιωθα διάχυτη στον αέρα,χωρίς να μπορώ να την καταλάβω και να την εξηγήσω.Θορυβημένη,έψαχνα στο ραδιόφωνο,στις εφημερίδες,στις φωνές των ανθρώπων γύρω μου,να βρω τις απαντήσεις που δεν είχα.΄Ημουν εικοσιτριών,παντρεύτηκα στα είκοσι και μπήκα κατ΄ευθείαν να κολυμπήσω στα βαθειά χωρίς να έχω προλάβει να συνειδητοποιήσω
τον κόσμο κι΄όσα συνέβαιναν σ΄αυτόν.Η πολιτική,βρισκόταν έτη φωτός μακρυά από μένα.Οι λέξεις Χούντα,Δικτατορία,Επανάσταση δεν άγγιζαν την ακοή μου.Εγώ ζούσα τα είκοσί μου χρόνια με μοναδική μου έννοια τα δικά μου προσωπικά προβλήματα.Ακόμα και μετά το γάμο μου,τα μόνα που μ΄απασχολούσαν ήταν τα στραβοπατήματα του Χρήστου,τα λεφτά μου και τα παιδιά μου.Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη το πρωί,όταν ο Χρήστος μου τηλεφώνησε έξαλλος να μου πει να μην τολμήσω να ξεμυτίσω κατά το Κέντρο γιατί γινόταν χαμός στο Πολυτεχνείο εγώ το μόνο που σκέφτηκα,ήταν πως θάπρεπε ν΄αναβάλω ξανά τα εμβόλια των παιδιών.
-Τα κωλόπαιδα ,έχουν κάνει την Πατησίων κόλαση,ωρυόταν στο τηλέφωνο.Θα
κλείσω το μαγαζί και θα κατέβω στον Πειραιά.Μην το κουνήσεις από κεί.
Τα κωλόπαιδα,για το Χρήστο,ήταν οι φοιτητές-κι΄όσοι είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο.Δεν το καταλάβαινε…Τι θέλουν οι πούστηδες ρε γαμώ το μου,σχολίαζε μόλις μαζεύτηκε το ίδιο βράδυ.-Μια χαρά δεν είμαστε;Τι θέλουν και ξεσηκώνουν τον κοσμάκη;Ούτε κι΄εγώ ήξερα.Μετά από σχεδόν τρία χρόνια γάμου,δεν ήξερα τι θεό
πίστευε ο βολεμένος μου χαμαιλέοντας-πόσο μάλλον εκείνα τα παιδιά που αν η τύχη είχε βοηθήσει κι΄είχα πετύχει στο Πανεπιστήμιο,μπορεί τώρα να βρισκόμουν κι΄εγώ ανάμεσά τους .Την Πέμπτη,15 Νοέμβρη,έμαθα πως τα «κωλόπαιδα» του Χρήστου,
ζητούσαν «ψωμί,Παιδεία,Ελευθερία»-και μίσησα τον άντρα μου και τον εαυτό μου.
 Σε ποιο καβούκι ήμουν χωμένη όλ΄αυτά τα χρόνια;Τι ήταν αυτό που δεν είχα καταλάβει εγώ και που ήξεραν οι χιλιάδες των ανθρώπων που αγκάλιαζαν το Πολυτεχνείο για τρεις ολόκληρες μέρες;Οι φωνές,τα συνθήματα και τα τραγούδια απ΄τα μεγάφωνα,η βοή απ΄το συγκεντρωμένο κόσμο,έφταναν ως το μπαλκόνι μου στην Κηφισίας.Με ξυπνούσαν σιγά-σιγά απ΄τη χειμερία νάρκη μου.Ο Χρήστος εξα-
φανισμένος στον Πειραιά.Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι,μου είπε στο τηλέφωνο-δύσκολα θα καταφέρω νάρθω.-Καλύτερα ,σκέφτηκα.΄Ετσι θα μπορέσω να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη.Η Ρίκα μου τηλεφώνησε στις δύο το μεσημέρι.
-Ειμαστε Κηφισιά με τη Σάντρα και λέμε να κατέβουμε σ΄εσένα.
-Ελάτε,θα βάλω καφέ..
-΄Ακουσες τι γίνεται στο Πολυτεχνείο;
-΄Ακουσα Ρίκα,τ΄ακούω ακόμα.
΄Ηρθανε κι΄οι δυο ξεσηκωμένες.
-Πάμε κι΄εμείς;
-Πού να πάμε παιδί μου;
-Στο Πολυτεχνείο,να δούμε τι γίνεται-θάχει χάζι..
Βούρλα κι΄αυτές σαν και μένα.-Πηγαίνετε εσείς ,τους είπα.Πού θ΄αφήσω τα παιδιά!
Φύγανε και στα μισά της Αλεξάνδρας πήρανε τα μπρος πίσω.΄Ηταν τόσος ο κόσμος που έτρεχε για το Πολυτεχνείο,που φοβήθηκαν να προχωρήσουν.Ξανατηλεφώνησε ο Χρήστος-Παρασκευή 16 Νοέμβρη στις δέκα το βράδυ.
-Δεν θ΄ανέβω  ούτε σήμερα ,μανάρι μου.απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο Κέντρο.
-Και πού θα μείνεις.
-Θα βολευτώ σ΄ένός φίλου-μην ανησυχείς..
Δεν ανησυχούσα.
Απ΄τα μεσάνυχτα και μετά,η Αθήνα,εμπόλεμη ζώνη.Τα «κωλόπαιδα» του Χρήστου ,δεν κωλώνανε με τίποτα!.Τώρα το ήξερα –και άρχιζα να καταλαβαίνω και το γιατί.Η θέα του τανκ να πέφτει ακάθεκτο πάνω στη σιδερόπορτα του Πολυτεχνείου,με τους φοιτητές όρθιους στα κάγκελα ν΄ανεμίζουν τις Ελληνικές σημαίες μούδωσε μια γροθιά στο δόξαπατρί μέσα απ΄την τηλεόραση.Τρεις το πρωί συνειδητοποιούσα περίτρομη ότι ένας ολόκληρος κόσμος έβραζε κι΄άλλαζε,την ώρα που εγώ κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου.
Την άλλη μέρα,μάζεψα όσες εφημερίδες πρόλαβα να βρω στο περίπτερο.
«ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.»
«ΕΞΕΚΕΝΩΘΗ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ-ΕΠΕΝΕΒΗΣΑΝ ΑΡΜΑΤΑ ΜΑΧΗΣ»
«ΤΡΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΑ ΤΑΝΚΣ ΚΑΤΕΣΤΕΙΛΑΝ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
«ΑΡΜΑΤΑ ΜΑΧΗΣ ΕΖΩΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-ΑΙΜΑ ΕΡΡΕΥΣΕ.»
΄Όταν ο Χρήστος εδέησε να επιστρέψει απ΄τις θεόσταλτες διακοπές του-ποιος ξέρει πού και με ποιαν-του πέταξα τις εφημερίδες στο τραπέζι της κουζίνας.
-Μη σ΄ακούσω να τους ξαναπεις «κωλόπαιδα»,αλίμονό σου.
-Νάτα μας!Αντιστασιακή αγαπούλα μου;Τι έγινε ξαφνικά;
-΄Εγινε ότι η Χούντα θα πέσει-θα το δεις-έτσι λένε όλοι!
-Μάθαμε και τη Χούντα τώρα;Σε πείραξε εσένα καμιά Χούντα;
-Εμένα όχι-ένα ανίδεο ,άβουλο σκουπίδι ήμουνα-τι να πειράξει από μένα….εσένα πάντως, δεν σε ξεβόλεψε ,έτσι;
-Η Κυβέρνηση δεν πέφτει επειδή ξεσηκώθηκαν δυο-τρεις κατοσταριές βυζανιάρικα!..
-Καλά,θα το δεις.
Και το είδε-το 1974.
Μετά τον αφορισμό των «κωλόπαιδων»,πήγε στο αεροδρόμιο το βράδυ που γύρισε ο Κ.Καραμανλής,να πάρει μέρος στην υποδοχή ως «απελευθερωμένος» ΄Ελλην.
΄Οπου φύσαγε ο άνεμος –κι΄όπου τον έσερναν οι ευκαιρίες κάθε είδους.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007 Η γαλήνη πριν την καταιγίδα!


Η γαλήνη πριν την καταιγίδα


Για μερικά χρόνια η ζωή και των τεσσάρων μας κύλησε ήρεμα .Δύσκολα στην αρχή, πιο υποταγμένοι στην πραγματικότητα μετά, αποδεχτήκαμε την απώλεια των γονιών μας.Για ένα μεγάλο διάστημα, οι καλές μέρες μας κράτησαν συντροφιά.Βλέπαμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν,να χαράζουν ένα –ένα το δρόμο τους,να προοδεύουν.
Εξακολουθήσαμε να μαζευόμαστε τις γιορτές  πότ΄εδώ,πότ΄εκεί.Δεν μας έλειψαν οι χαρές αλλά ούτε οι μνήμες.Θυμόμασταν πάντα.Η μαμά κι΄ο μπαμπάς πήραν τη θέση τους στα σπίτια μας .Πρόσωπα οικεία κι΄αγαπημένα που χαμογελούσαν μέσα απ΄τις κορνίζες τους παρηγορώντας μας σε στιγμές δύσκολες και συντροφεύοντας τη χαρά μας σε στιγμές ευτυχισμένες.Γεμίζοντας με νοσταλγία τις καρδιές μας μετά από κάθε γερή,γιορτινή κρασοκατάνυξη,’όταν οι παληές εικόνες παίρνουν χρώμα και τα μάτια βουρκώνουν πιο εύκολα.



Η γυναικοπαρέα της αδερφής μου –μέσα κι΄ εγώ- έκανε στέκι το σπίτι της στον ΄Αλιμο.Προσφερόταν βλέπεις.Η Σοφία,η Καίτη,η άλλη Καίτη,η Μελίνα,η Λίτσα ,η Δέσποινα και η πρώτη μας ξαδέρφη,αδερφή κι΄αυτή,μαζευόμασταν για μπιρίμπα ,πολλές φορές μέχρι πρωϊας.Τρελλό παιχνίδι.Τους χειμώνες στην κουζίνα όπου την καταβρίσκαμε ρουφώντας σαλιγκάρια στα διαλείματα,που τα μαγει-
ρεύαμε εκ περιτροπής,τα καλοκαίρια στο κήπο με βουτιές στην πισίνα και μπάρ-
μπεκιου που το φρόντιζε ο γαμπρός μου,με πολύ μεράκι και μεγάλη ευσυνειδησία.Δεν μας άφησε ποτέ να πεινάσουμε στα ξενύχτια μας.
Οι Μοίρες μας μοίρασαν καλά χαρτιά,σκεφτόμουν καμιά φορά,έτσι απ΄το πουθενά,
βλέποντας τις ζωές μας να κυλούν ήρεμα κι΄ανέφελα.΄Ενοιωθα ασφαλής.΄Ησυχη ότι το κακό,το όποιο κακό,δεν θα μας έβαζε ποτέ για στόχο.Ο θάνατος,οι αρρώστειες,περνούσαν ξυστά δίπλα μας αλλά δε μας άγγιζαν-ήταν για τους άλλους!
Η δική μας οικογένεια ήταν άτρωτη.Συμφορά,δεν θα πατούσε το δικό μας κατώφλι,
έτσι πίστευα.Τί εγωίστρια ,Θεέ μου!
Το συννεφάκι πέρασε αλλά δεν το είδε κανένας.
Ξαφνικά η αδερφή μου άρχισε να παραπονιέται για ένα «γρομπαλάκι» στο στήθος της που την ενοχλούσε.
-Βρε φιλενάδες,πονάει το βυζί μου…
-Κανένας αδένας θάναι.Ξέσφιξε το σουτιέν σου.
-Πιάνω κι΄ένα γρομπαλάκι…
-Πού μωρή τρελλή;Μήπως περιμένεις περίοδο;
Για λίγο καιρό,το πράμα ξεχνιόταν.΄Υστερα πάλι,ξαφνικά,τη βλέπαμε να τρίβει το στήθος της καθώς περίμενε τη σειρά της να σηκώσει χαρτί.
-Γαμώ το ,πάλι πονάω….
΄Όταν άρχισε να παραπονιέται συχνότερα η Σοφία ,η κολλητή της,την συμβούλεψε να πάει στο γιατρό.Πήγε.΄Εκανε μαστογραφία.
-Τίποτα σοβαρό,ήταν η διάγνωση.Συνηθισμένο στις γυναίκες.Θα ξανακάνουμε μαστογραφία σε λίγους μήνες για να έχουμε πιο σαφή εικόνα.
΄Εκανε και τη δεύτερη μαστογραφία.
-΄Ένα ογκίδιο είναι-δεν δείχνει κάτι ανησυχητικό.’ Ελα κάποια στιγμή να το βγάλουμε.
Το συννεφάκι ξαναπέρασε ,αλλά ήταν τόσο καθαρός ο ουρανός που κανείς δεν το πήρε στα σοβαρά.

Εδώ,θα σου γνωρίσω τη Σοφία.Η αδερφούλα μου,τη γνώρισε όταν πήγαινε ακόμα στη Σχολή Δοξιάδη .Η Σοφία,ήταν ήδη παντρεμένη ,κι΄είχε δυο κοριτσάκια.Την εποχή που η αδερφή μου περίμενε το πρώτο της παιδί,η Σοφία περίμενε το τρίτο.
΄Άλλο ένα κορίτσι.Τρείς κόρες που τελικά τις μεγάλωσε μόνο του το Σοφάκι,παλεύοντας με νύχια και με δόντια.Γνωρίστηκαν λοιπόν με την αδερφούλα μου και κόλλησαν.Από την πρώτη στιγμή.

Πώς; Η χημεία.Ταίριαξαν.Η Σοφία έγινε η φίλη,η μυστικοσύμβουλος,η άλλη αδερφή για την αδερφούλα μου.Σε ό,τι ακολούθησε ήταν παρούσα και συμπάσχουσα.Φύλακας άγγελος και εμψυχώτρια.Γιατί όχι κι΄εγώ;
Γιατί απ΄το 93 μέχρι το 97 άλλαξα δουλειά.Ανέλαβα ένα ξενοδοχείο στην Κω.΄Εφευγα Απρίλη και γύριζα Οκτώβρη,Και γιατί αυτό που κατά το γιατρό συνέβαινε στην αδερφή μου ήταν τόσο απλό που δεν ενέπνεε καμιά ανησυχία.
Το πώς λοιπόν εξελίχθηκαν τα πράγματα ,το πώς το ασήμαντο έγινε σοβαρό και το πώς το ένα συννεφάκι έφερε τ΄άλλο μέχρι που ξέσπασε στα κεφάλια μας η καταιγίδα,θ΄αφήσω τη Σοφία να σου το πει με τα δικά της λόγια.Τό έζησε.Ξέρει καλύτερα.Αυτή τη φορά στη δύσκολη στιγμή,την ώρα της αποκάλυψης,κράτησε εκείνη το χέρι της αδερφής μου,όπως έκανα κι΄εγώ όταν ήταν μικρούλα και γι΄αυτό της χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ.Της το λέω τώρα.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΙΤΡΙΝΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ( ΑΠ' ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ)

Μ' ένα φεγγάρι κίτρινο βαμμένο
θα ταξιδέψω απόψε απ' το μπαλκόνι
με λίγα όνειρα που ακόμα αντέχουν
κι' ανθίζουν στο βοριά
που με παγώνει.
Κάτω στο δρόμο
η στρατιά των τροχοφόρων
που αψηφάει το κόκκινο φανάρι
κι' οι άνθρωποι που παίρνουν στο κυνήγι
την πίκρα που παράνομα παρκάρει.

Μ' ένα φεγγάρι κίτρινο βαμμένο
θα ταξιδέψω,έξω απ' το κορμί μου
μια λέξη ψάχνοντας κλειδί,να λύσω
το γρίφο που κατάντησε 
η ζωή μου.
Πάνω απ' τα σπίτια των ανθρώπων
μια ελπίδα
που ξενυχτά,χορεύοντας μονάχη
Πονάνε αυτά που θέλω και δεν είδα
και τ' αύριο
που άλλο πρόσωπο δεν θάχει.
Πες το τραγούδι
που μούλεγες πριν λίγο
το ουρλιαχτό των φρένων να σκεπάσει
να βρω το εισιτήριο που έχω χάσει
τα μάτια μου να κλείσω
και να φύγω.

σ.τ.'97


 

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ



Σκεφτόμουν κι’αναρωτιόμουν ακούγοντάς τον τόσο πρόθυμο,μήπως όλη αυτή τη φαρσοκωμωδία που ετοιμάζαμε στη Λουκία, την είχε πάρει πιο σοβαρά από όσο έπρεπε!Μήπως κάπου την είχε πιστέψει;Τις τελευταίες μέρες,είχα προσέξει πως το σπίτι είχε αρχίσει να γεμίζει επικίνδυνα με τα υπάρχοντά του.Κάθε φορά που πήγαινε στο παλιό διαμέρισμα,δήθεν για ν’αλλάξει,γύριζε και με κάτι παραπάνω.Πότε γιατί την επομένη είχε πρωινή συνάντηση και δεν προλάβαινε να περάσει από το σπίτι του,πότε γιατί το πήγαιν’έλα εκεί του έτρωγε δήθεν τζάμπα χρόνο,που τον στερούσε από μένα,είχε καταφέρει να κάνει άτυπη κατάληψη στο δικό μου σπίτι .Στο μπάνιο,έπεφτα πάνω στα ξυριστικά και τα καλλυντικά του που είχαν καταλάβει τα μισά μου ραφάκια.Στα συρτάρια μου,εύρισκα μποξεράκια,ανακατεμένα με τα σουτιέν και τα σλιπάκια μου .Πουκάμισα στη ντουλάπα μου που τα έφερνε πάντα φρεσκοσιδερωμένα από το γειτονικό καθαριστήριο,μπουφάν και σακκάκια στην κρεμάστρα του χωλ!Τ’άπλυτά του,μαζί με τα δικά μου, γέμιζαν το πλυντήριο,σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Υπήρχε άντρας στο σπίτι!Αυτό είχε επιδιώξει κι’αυτό είχε πετύχει,με τη δική μου ανοχή.Τώρα με την προοπτική επιστροφής της Λουκίας,όλ’αυτά θα έπρεπε να τα ξαναπάρει στην πλάτη και να τα γυρίσει εκεί απ’όπου τα είχε κουβαλήσει!
 Το ήθελα κάτι τέτοιο;Δεν ήμουν και πολύ σίγουρη πια.Αυτές οι λίγες εβδομάδες
συγκατοίκησης,είχαν λειτουργήσει καταλυτικά!Χωρίς να το καταλάβω,είχα απωθήσει ό,τι αρνητικό υπήρχε μέσα μου γι’αυτόν και είχα φέρει στην επιφάνεια συναισθήματα που με ξάφνιαζαν. «Βρε,μήπως τον αγαπάς πραγματικά;» είχα αναρωτηθεί κάποια στιγμή κοιτάζοντας το πρόσωπό μου στον καθρέφτη,απαστράπτον,μετά από μια συγκλονιστική ερωτική «μάχη»!
-«Δεν ξέρω αν τον αγαπώ,πάντως τον θέλω κοντά μου,τον θέλω στο κρεββάτι μου,τον θέλω στην αγκαλιά μου,τον θέλω,πώς το λένε!»
-«Βλακεία το λένε! Ηλιθιότητα το λένε κορίτσι μου!Για το Ντίνο μιλάμε!Το Ντίνο;…Που σε κεράτωσε,που σε πλήγωσε!Τα ξέχασες;»
-«Όχι! Αλλά εγώ τον θέλω»!
-«Μήπως γιατροπορεύουμε τον πληγωμένο μας εγωισμό Μελινάκι μου,στην αγκαλιά του Ντινάκου;Για ξανασκέψου το,γιατί το να εκδικούμαστε τον δεύτερο άπιστο χαστουκίζοντας τον εαυτούλη μας στην αγκαλιά του πρώτου,δε λέει!»
-«Μπα! Δε νομίζω!Για το Φίλιππο,δεκάρα δεν δίνω!Ο Ντίνος με νοιάζει!»
-«Αν είναι έτσι,ό,τι πάθεις,καλά να το πάθεις!»
-«Μπορεί να άλλαξε κι’αυτός,όπως άλλαξα κι’εγώ!»
-«Χαιρετίσματα!»
Εν πάση περιπτώσει,όπως κι’αν ένιωθα εγώ,ο Ντίνος έπρεπε να πάρει πόδι από
το σπίτι,πριν πατήσει η Λουκία το δικό της,στο κατώφλι του διαμερίσματος!
Του είπα τις σκέψεις μου,χωρίς να προσπαθήσω καν να κρατήσω τα προσχήματα.
-Πριν ξεκινήσουμε να πάμε για τη μάνα μου,πρέπει να εξαφανίσουμε κάθε ίχνος της παρουσίας σου εδώ,το τελευταίο διάστημα.Δε θέλω με τίποτα να σκεφτεί η Λουκία γυρίζοντας,πως πίσω απ’ την πλάτη της,σπίτωσα το γκόμενο,στο ίδιο της το σπίτι!
-Εμένα εννοείς «γκόμενο»;
Σήκωσα τους ώμους χωρίς ν’απαντήσω.
-Να τα μαζεύω δηλαδή,σιγά-σιγά.
-Έτσι είναι το σωστό!Άλλο τι θα της πούμε για να την καταφέρουμε να μπει στο αεροπλάνο κι’άλλο το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
-Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα Μελίνα;Θα μου πεις κι’εμένα να καταλάβω;
Η επιθετικότητα στο ύφος του,μου ξανάφερε στο μυαλό το ύφος του Φίλιππου στην τελευταία μας κουβέντα!Πάλι λάθος δρόμο έπαιρνα!Πάλι έβαζα τη λογική πάνω από τα συναισθήματά μου!Πάλι την αναποφασιστικότητά μου πάνω από τον έρωτα!Ανεπίδεκτη!!Προσπάθησα να γλυκάνω τη συζήτηση.
-Αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας Ντίνο μου,είναι πολύ όμορφο,πολύ γλυκό αλλά κανένας από τους δυο μας δεν ξέρει αν και πόσο θα κρατήσει.Δεν θέλω με την άφιξη της μάνας μου να βρεθώ παγιδευμένη με οποιονδήποτε τρόπο,την ξέρεις τη Λουκία!Θέλω να έχω δρόμο διαφυγής!
-Από μένα μωρό μου;
-Από σένα,Ντίνο μου,κι’από τη Λουκία.Φαντάζεσαι να έρθει και ν’αρχίσει να καταστρώνει σχέδια γάμου;
-Εμένα δεν θα με πείραζε.
-Θα πείραζε όμως εμένα.
-Κατάλαβα!Καλό το πήδημα αλλά ως εκεί..Ασπιρίνη.Παυσίπονο για τον ερωτικό μας καημό,ε;Αυτό είμαι για σένα;
-Μη γίνεσαι χυδαίος Ντίνο!
-Ο έρωτας,δεν είναι ποτέ χυδαίος Μελίνα.Η εκμετάλλευσή του όμως,είναι!Τέλος πάντων,δεν θα το συζητήσω περισσότερο.Προσφέρθηκα να σε βοηθήσω με τη Λουκία και θα το κάνω. Θα της τηλεφωνήσουμε και μετά θ’αρχίσω να τα μαζεύω.Από σήμερα κιόλας.Έτσι κι’αλλιώς,δεν είχα καμμιά πρόθεση να σε εκθέσω στα μάτια της αξιολάτρευτης,πρώην πεθερούλας μου!Θα έφευγα από το σπίτι ακόμα κι’αν δεν μου το ζητούσες εσύ.Και δεν με σπίτωσες,εντάξει;Δεν είμαι άστεγος αγαπίτσα μου,το θέλαμε να είμαστε μαζί ή κάνω λάθος;
Ένιωθα σαν να μου ζεμάτισαν την πλάτη με καυτό νερό.Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα,όσο πιο τρυφερά μπορούσα.
-Βρε αγάπη μου,μη μου θυμώνεις!Ας έρθει πίσω η μάνα μου και μετά έχουμε καιρό να σκεφτούμε το δικό μας θέμα.Μη βιάζεσαι να οριστικοποιήσεις καταστάσεις.Με αγχώνεις,γαμώ το!
-Εντάξει.Πιάσε το τηλέφωνο να τελειώνουμε!Πότε σχεδιάζεις να κατέβουμε Ρόδο;
-Θα εξαρτηθεί από την απάντηση της Λουκίας.
Ήταν φανερά ενοχλημένος,από αυτή την εκ μέρους μου,απώθηση των συναισθημάτων του αλλά δεν σηκώθηκε να φύγει,όπως είχε κάνει ο Φίλιππος.Αντίθετα πέρασε το μπράτσο στους ώμους μου και μ’έσφιξε πάνω του ενθαρρυντικά,καθώς σχημάτιζα τον αριθμό του σπιτιού της Βαλασίας Σερδάρη.


Η Λουκία,άκουσε τα νέα,στην αρχή με δυσπιστία,στη συνέχεια επιστράτευσε τη ψυχραιμία της για να καταφέρει ν’ακούσει τις εξηγήσεις μου και στο τέλος πήρε ανάποδες:
-Πάλι σ’έκλωσε αυτός ο θεομπαίχτης;Δε σου’φτασε η μια φορά κόρη μου,θέλεις και δεύτερη;Τί θα κάμω με σένα;Κοτζάμ γυναίκα,δε μπορείς να κουμαντάρεις τη ζωή σου;Και τι απόγινε με το Φίλιππο,μ’αυτόν δεν τραβιόσουνα τόσα χρόνια;Τον ξαπόστειλες για χατήρι του κατιμά;
-Ο Φίλιππος,περιμένει παιδί μανούλα,παντρεύεται!
Έκανε μια μικρή παύση.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑ ΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΝΑΚΙ. (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΚΕΦ.17)



Θέλεις!Το έχεις απόλυτη ανάγκη!Να φύγεις όσο πιο μακρυά μπορείς.Ν’αφήσεις πίσω
ένα παρελθόν που ήδη το έχεις ακυρώσει!Που προ πολλού και απολύτως συνειδητά
το έχεις απορρίψει.Θέλεις να βρεθείς αλλού,παίρνοντας μαζί σου μόνο εκείνα τα όποια κι’ όσα χρόνια της ζωής σου δεν φοβάσαι να θυμηθείς.Να περπατήσεις σε παρθένα εδάφη,ανακαλύπτοντας όσα δεν υποπτεύθηκες ποτέ πως υπάρχουν!Να λουστείς στο φως της μέρας .Να λυτρωθείς!Ν’ απαλλαγείς από λάθη,ενοχές,τύψεις ,μεταμέλειες και να τραγουδήσεις με φωνή στεντόρια εκείνο το τραγούδι της ψυχής σου που το κρατούσες κρυφό μέσα σου αλλά ποτέ δεν είχες τολμήσει να το τραγουδήσεις δυνατά.από φόβο μήπως το κατεστημένο που σε κρατούσε όμηρο, σε θεωρήσει γραφική και «παρείσακτη»!
Θέλεις!Να ξαπλώσεις με τα χέρια ανοιχτά, στη μέση ενός ξέφωτου και να φωνάξεις-« είμαι ελεύθερη!Δεν θέλω έρωτες που με πλήγωσαν!Δεν θέλω αγάπες που με πρόδωσαν!Δεν θέλω άλλους συμβιβασμούς!Δεν θέλω άλλα πρέπει στη ζωή μου.
Εμένα θέλω-μόνο εμένα»!Γεμίζεις τη βαλίτσα σου και ξεκινάς!Και πού καταλήγεις;Πριν καλά-καλά αρχίσει το ταξίδι,βρίσκεσαι ξανά εκεί απ’όπου ξεκίνησες.
Στο ίδιο ασφυκτικό τοπίο-μόνο λίγο πιο ξένο…λίγο πιο θολό!Μπλέκεις με προβλήματα που μοιάζουν με παραισθήσεις γιατί δεν είναι ακριβώς δικά σου.
Έρχονται από έναν άλλο κόσμο που δεν είναι ακριβώς ο δικός σου κόσμος αλλά καλείσαι να τον μοιραστείς.Πάλι οι έρωτες σε πολιορκούν κι’ας μην είναι δικοί σου.
Πάλι κυνηγάς αλήθειες και λύσεις που δεν θα έπρεπε να σε αφορούν,μόνο που η Κλωθώ αλλιώς έχει αποφασίσει για σένα.Ξαφνικά ανακαλύπτεις πως δεν σε νοιάζει να είσαι ελεύθερη,αρκεί να είσαι άνθρωπος.΄Ανθρωπος για τον άνθρωπο.Το παιδί μέσα σου,έχει λύσει τη σιωπή του. «Η δική σου ζωή,δεν έχει καμμιά αξία,αν οι γύρω σου δεν έχουν ζωή» σου ψιθυρίζει. «Ποτέ δεν θα νιώσεις ελεύθερη ,όσο αφήνεις στη φυλακή τους,αυτούς που μπορείς να ελευθερώσεις αλλά δεν τολμάς να το κάνεις.!Βοήθα!!» σου φωνάζει! «Πρώτα αυτοί και μετά εσύ! Πρώτα η Χρυσή κι’η Ρηνούλα και μετά εσύ!Εσύ το αποφάσισες απ’ τη στιγμή που έβαλες το χεράκι σου στη ζωή τους».

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

ΟΤΑΝ Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ- ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΠΕΙΑ 2007-ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΣΕΒΑΣΤΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ



Χειμώνες και καλοκαίρια


Μεγαλώσαμε και οι τέσσερεις σε μια περίεργη οικογενειακή μοναξιά.Χωρίς παππούδες και γιαγιάδες να μας ζεσταίνουν με κανακέματα και παραμύθια.Απ΄τη μεριά της μαμάς η γιαγιά που μου έδωσαν και τ΄όνομά της υπήρχε μόνο σαν ένα πρόσωπο σε μια φωτογραφία μόνιμα κρεμασμένη κι΄αυτή στον τοίχο της τραπεζαρίας μας.Μ΄ένα λουσάτο καστόρινο καπέλο φορεμένο στο πλάϊ κι΄ένα μικρό χαμόγελο που το έκανε αινιγματικό τάχα μου, το βάναυσο ρετουσάρισμα. .΄Ηρθε μόνο μια φορά  στο νησί όταν η μαμά ήταν ακόμα έγκυος στην αδερφή μου.΄Εμεινε μόνο μια βδομάδα και πριν καλά καλά συνηθίσω την παρουσία της,έφυγε.
Σ΄αυτές τις λίγες μέρες,τη λάτρεψα..γιατί δεν έμοιαζε με το απόμακρο πρόσωπο στη φωτογραφία της τραπεζαρίας.Είχε απαλές ρυτίδες και μια χαμηλή καλωσυνάτη φωνή
που έμοιαζε με χάδι.΄Ένα απ΄τα λίγα πρωινά που πέρασε κοντά μας, βοηθούσε τη
μαμά καρυκώνοντας το πρώτο μου ξώπλατο καλοκαιρινό φουστανάκι κι΄εγώ  στα
πόδια τους τραγουδούσα ευτυχισμένη.΄Απλωσε τότε το χέρι της και χάϊδεψε το μάγουλό μου:
-Φωνούλα μου,να χαρώ εγώ τη γλύκα σου….είπε.
Γι΄αυτό τη λάτρεψα.Γιατί ήταν η γιαγιά μου-αυτή,όχι η άλλη στη φωτογραφία.
΄Όμως, μετά από κείνες τις επτά υπέροχες μέρες, δεν τη ξαναείδα..
 Υπέφερε απ΄την καρδιά της για πολλά χρόνια γι΄αυτό απέφευγε τα ταξίδια.Λίγο καιρό αφού μας άφησε ,έφυγε κι΄απ΄τη ζωή  στη γιορτή του Σωτήρος.΄Όπως παρακολουθούσε τον πυρρίχιο στο πανηγύρι των Σουρμένων με τις αδερφές της από δίπλα έγειρε το κεφάλι και ξεψύχησε.Την πήραν είδηση μόνο όταν γύρισαν να τη ρωτήσουν αν της άρεσε ο χορός.΄Ηταν 57 χρονών.Η μαμά όταν πήρε το τηλεγράφημα με το κακό μαντάτο την επομένη το μεσημέρι,έπεσε μπρούμητα στο κρεβάτι σπαράζοντας και δε σηκώθηκε από κει παράμόνο το βράδυ για να νοιαστεί αν είχαμε φάει.
Ο μπαμπάς που λάτρευε τη γιαγιά μου όπως τον λάτρευε κι΄εκείνη έκανε το σταυρό του κάθε φορά που έμπαινε στην κουζίνα όπου οι τέσσερείς μας λουφάζαμε μουδιασμένοι εκείνο το απόγευμα.
-΄Αγια γυναίκα η γιαγιά σας ,άγια γυναίκα .


Ο πόντιος παππούς μας ήρθε κι΄αυτός μόνο μια φορά-ίσα για να μας γνωρίσει.Μέχρι που έφυγε κι΄αυτός απ΄τη ζωή αρκετά χρόνια αργότερα δε συχώρεσε ποτέ το μπαμπά
που με το έτσι θέλω του βούτηξε την πρωτοκόρη του.
‘ Οσο μεγαλώναμε έστελνε δυο φορές το χρόνο δέματα με υφάσματα στη μαμά-ήταν υφασματέμπορος στη Ευαγγελιστρίας.Πάνω σε κάθε κομμάτι ύφασμα είχε καρφιτσωμένο και το σχετικό σημείωμα:
-Παλτό για τη μεγάλη
-Παντελόνια για τ΄αγόρια
-Αυτό για τη μικρή
-Κι αυτά για σένα.
Για το μπαμπά, ποτέ , ούτε φόδρα.
Ρούχα φιρμάτα δεν υπήρχαν στη Ρόδο εκείνη την εποχή αλλά και να υπήρχαν δεν θα τ΄άντεχε το πορτοφόλι του μπαμπά που βρισκόταν σχεδόν πάντα σε συντηρητική δίαιτα.Εμείς όμως χάρη στον παππού είμασταν πάντα μοντελάκια Πάσχα ,Χριστούγεννα και γιορτές πάσης φύσεως.
Η μαμά κάθε που έπαιρνε τέτοιο πακέττο μας έπαιρνε τα μέτρα και τις νύχτες όταν το σπίτι ησύχαζε έρραβε στη NECCHI ραπτομηχανή της, ακούγοντας στο ραδιόφωνο απ΄το σταθμό της Ρώμης που είχε εντοπίσει, θέατρο και ιταλικές καντσονέτες.Στο ημερίσιο ρεπερτόριό της  εκτός απ΄την «Κατινιώ» και τα΄άλλα αγαπημένα της είχε συμπεριλάβει κι΄αυτές. Tι MAMMA ,τι SOLE MIO,τι LA CAMPAGNUOLA BELLA -τάχα μάθει όλα απ΄έξω κι΄ανακατωτά.΄Ηταν και καλλίφωνη!

Και για να ξαναγυρίσω στους παππούδες και τις γιαγιάδες, ο καπετάνιος πατέρας του μπαμπά μου πέθανε στην Αμερική.Δεν τον γνωρίσαμε ποτέ γιατί μετά το τελευταίο ταξίδι του στην Κάλυμνο που κόστισε και το επίδομα σπουδών στο μπαμπά μου δεν ξαναγύρισε στο νησί του.Η μόνη γιαγιά που μας είχε απομείνει ήταν η δεύτερη γυναίκα του η γιαγια Μαρία που μας επισκεπτόταν αρκετά συχνά,κουβαλώντας και το απαραίτητο πεσκέσι-καβουρμά στο κιούπι.Τη χειμωνιάτικη λιχουδιά μας.Ερχόταν βέβαια  για να μας δει και ν΄αλλάξει και τον αέρα της,   κυρίως όμως  για να καταφέρει το μπαμπά να ψάξει γαμπρό για τη θυγατέρα της η οποία πήγαινε κατ΄ευθείαν για το ράφι.Τελικά το γαμπρό η θεία μου τον βρήκε μόνη της δι΄αλληλογραφίας και κοντά στα σαράντα ταξίδεψε ολομόναχη για τη Χιλή όπου και τον παντρεύτηκε-αυτή που το μόνο ταξίδι που είχε κάνει στη ζωή της ήταν Κάλυμνος-Ρόδος και πίσω.Η γιαγιά Μαρία ήταν καλή η καϋμένη.Παντρεύτηκε τον παππού μου με τα τρία παιδιά του κι΄έκανε μαζί του άλλα δύο .Χαράς το κουράγιο της λέω τώρα..Μου πήρε καιρό μέχρι να χωνέψω και να καταλάβω γιατί αφού δεν ήταν η πραγματική μητέρα του μπαμπά,ήταν γιαγιά μου.
Η μαμά έλυσε την απορία μου.
-Γιατί εκείνη τον μεγάλωσε και τον έκανε άντρα,παιδί μου.
Τη θυμάμαι πάντα με τις πελώριες γκρι και μαύρες φουστάνες της και το μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι,τυλιγμένο γύρω στο λαιμό,σχεδόν μέχρι το πηγούνι.Το καλοκαίρι ,όταν την έπιανε η ζέστη, τ΄άφηνε καμιά φορά να πέσει στους ώμους της, αποκαλύπτοντας τις αδυνατισμένες απ΄τα χρόνια πλεξούδες της ,τυλιγμένες γύρω απ΄το κεφάλι σαν καψαλιασμένο στεφάνι.
.Η γιαγιά Μαρία δεν ήξερε γράμματα.
Τ΄απογεύματα που η μαμά την ώρα του καφέ της άναβε τσιγαράκι και ξεφύλλιζε το περιοδικό της  εκείνη στρωνόταν δίπλα της ακουμπούσε τους αγκώνες στο τραπέζι και χώνοντας το μάγουλο μέσα στη χούφτα της παρακολουθούσε με μεγάλη περιέργεια το ξεφύλλισμα των ακαταλαβίστικων γι΄αυτήν σελίδων.

-Καλό είναι  μαθές αυτό που διαβάζεις κόρη μου;
-Καλό είναι μητέρα
-Κι΄ίνταναι που λέει κόρη μου;
-Να, λέει πως δεν πρέπει να τραβάς το μάγουλό σου με τη χούφτα σου γιατί θα κάνεις ζάρες.
Ουου!κόρη μου,εγώ είμαι πλιο γριά.Τραβώ το δεν το τραβώ τις ζάρες τις έκαμα.
Και ξεκαρδιζόταν απ΄τα γέλια φράσσοντας το στόμα με το χέρι της.

Οι χειμώνες μας ήταν δύσκολοι.Οι βοριάδες κι΄οι βροχές χτυπούσαν το νησί και το σπίτι μας από παντού.Μεγάλο σπίτι.Πού να ζεστάνεις  τέσσερα δωμάτια πάνω,τέσσερα κάτω και δυο διαδρόμους σαν αλάνες μ΄ένα μαγκάλι και δυο ηλεκτρικές σομπίτσες.Πολλές νύχτες η αδερφούλα μου τρύπωνε στο κρεβάτι μου χωνόταν στην αγκαλιά μου και ζεσταίναμε η μια την άλλη.Στα μεγάλα κρύα μαζευόμασταν τα βράδυα γύρω απ΄το μεγάλο μαγκάλι που άναβε στην τραπεζαρία και πυρώναμε τα πόδια μας πάνω απ΄τ΄αναμένα κάρβουνα.Την άλλη μέρα τρίβαμε με φακούρες τα δαχτυλάκια των ποδιών μας για ν΄ανακουφιστούμε απ΄τη φαγούρα.
Μυαλό δε βάζαμε ,το ίδιο βράδυ πάλι τα πόδια στα κάρβουνα.
Οι χιονίστρες ήταν το μόνιμο χειμωνιάτικο βάσανό μας.
Μέχρι τη  Δευτέρα Δημοτικού η αδερφή μου δε ξεκόλλησε από δίπλα μου.Μαζί μου στο Ωδείο όπου κάλυπτα το κοριτσίστικο απωθημένο της μαμάς μαθαίνοντας βιολί,
μαζί μου στο δωμάτιο όταν μελετούσα, να γράφει κι΄εκείνη σκυμμένη δίπλα μου τα μαθήματά της γιατί όσες φορές δοκίμασε να διαβάσει στο ίδιο δωμάτιο με το μικρό μου αδερφό, ερχόταν η συντέλεια του κόσμου.Δεν άφηνε ο ένας τον άλλο σε χλωρό κλαρί.
Από΄κει κι΄ύστερα την κέρδισε η αγοροπαρέα της γειτονιάς.Με το που τέλειωναν τα διαβάσματα τους ,πλάκωνε η μαρίδα για ποδόσφαιρο.Ο Ατζαμής,ο Νίκος,ο Τάσος,ο Αντρέας,  πηδάγανε το μαντρότοιχο και προσγειωνόντουσαν  στο αποψιλωμένο ήδη από τα φαρμακερά σουτ κομμάτι του χωραφιού μας.Ο Ζαμόρα ήταν ο τερματοφύλακας-αστέρι της εποχής κι΄η πιτσιρικαρία φιλοδοξούσε να του μοιάσει.Εκεί να δεις γδαρμένους αγκώνες ,ματωμένα γόνατα κι΄ανοιγμένα κεφάλια απ΄τα πλονζόν.Η αδερφή μου ξελογιάστηκε απ΄τις φωνές και τα χαχανητά και ήρθε η στιγμή που εντάχθηκε κι΄αυτή στην ομάδα.Την κέρδισαν αυτοί τη έχασα εγώ.΄Ετσι κι
αλλιώς τέλειωνα πια το Γυμνάσιο και τα ενδιαφέροντά μου είχαν από καιρό στραφεί και σε άλλους τομείς πέρα απ΄τα μαθήματα.Τί να πω πια με την αδελφούλα μου.Υποθέτω πως και κείνη δε θάβρισκε πια κανένα ενδιαφέρον σε μένα,τη μεγάλη αδερφή που άρχισε να μοιάζει πιο πολύ με τη μαμά παρά με κείνη.΄Ετσι «κόλλησε» με τα δυο αγόρια και κυρίως με το μικρότερο αδερφό μου που από τότε που κατάλαβε τον κόσμο τον έβλεπε σαν τ΄άλλο της μισό.





-