Νομίζεις πως ξεχνάς…αλλά θυμάσαι.
Πάντα θαύμαζα την αρχισυντάκτριά μου,για την ηρεμία,τη ψυχραιμία και κυρίως την ανεκτικότητά της.Όμως,το τελευταίο διάστημα είχα βάλει σε μεγάλη δοκιμασία αυτή την ανεκτικότητα και το ήξερα.Όταν,λίγο μετά την πρωινή μας συζήτηση,ξανα-
μπήκα στο γραφείο της σαν κατουρημένη για να της ζητήσω ακόμα μία διήμερη,ίσως και τριήμερη άδεια,περίμενα να με διαολοστείλει και θα είχε όλα τα δίκια του κόσμου
με το μέρος της.Αντί γι’αυτό,με κοίταξε μ’ένα βλέμμα απόγνωσης,κι’έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας της αποκαμωμένη.
-Πάλι Ρόδο βρε αθεόφοβη;Τι έγινε πάλι,έπιασε φωτιά το νησί;
-Η Χρυσή με χρειάζεται,Νάνσυ.Δεν είναι καλά.Για το χειρότερο φοβάμαι!Πρέπει να πάω!
-Μάλιστα!Θα πας να παίξεις πάλι την καλή Σαμαρείτισσα!Κι’εδώ;Τι θα κάνουμε εδώ βρε Μελίνα;Κοντεύουμε να το διαλύσουμε το μαγαζί!
-Τελευταία φορά Νάνσυ!Έχεις το λόγο της τιμής μου!Στ’ορκίζομαι τέλος πάντων!
Τελευταία φορά!Μετά,θα κατασκηνώσω στο περιοδικό και θα σου ξεπληρώσω όλα τα χρωστούμενα.
Το σκέφτηκε λίγο.Ύστερα,άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό κατά το ταβάνι.
-Άντε!Κομμάτια να γίνει…Τελευταία φορά είπες…
-Τελευταία!
Σηκώθηκα,να φύγω πριν αλλάξει γνώμη.
Με πρόλαβε στην πόρτα.
-Περίμενε μια στιγμή Μελίνα!Μη βιάζεσαι…Θα φύγεις τώρα αλλά όταν γυρίσεις με
το καλό κι’έχεις ξεμπερδέψει με την εθελοντική σου κοινωνική αποστολή κι’έχει ξελαμπικάρει και το μυαλουδάκι σου,όλη αυτή τη θεότρελλη ιστορία,τη θέλω γραμμένη στο χαρτί και σε συνέχειες!
-Ποια ιστορία δηλαδή;
-Αυτήν!Με τις τρεις Χάριτες της Ρόδου,τις τρεις Μοίρες ή Κακομοίρες!Όπως θέλεις πες τες!
Βρες τη φόρμα,άλλαξε τα ονόματα,άλλαξε και το νησί,ό,τι γουστάρεις άλλαξε αλλά την ιστορία τη θέλω!Και δεν σηκώνω αντίρρηση.Χαρτί και καλαμάρι τη θέλω,αλλιώς θα σου κάνω περικοπή στο μισθό για τις εβδομάδες που μας κρέμασες!Έγινα αντιλη-
πτή;
-Εντάξει,ρε Νάνσυ!Ό,τι πεις!
Κοίταξα το ρολόι μου.Εννιάμιση!Το αεροπλάνο είχε ήδη από ώρα,αρχίσει την κάθοδο.Απέναντί μου,διαγράφονταν οι ακτές της Ρόδου.Φτάναμε.Στο αεροδρόμιο
ήπια στο πόδι έναν καφέ και βγήκα να πάρω ταξί.Φυσούσε!Ένας αέρας παγωμένος που ξεχυνόταν φουριόζος από τη μεριά της θάλασσας,με απανωτές ριπές.Τέλειωνε ο Γενάρης,τι περίμενα!Τις ήμερες λιακάδες του Νοέμβρη που με είχαν ξετρελλάνει στο πρώτο μου ταξίδι στο νησί;Αυτοί οι δυόμισυ τελευταίοι μήνες,είχαν περάσει σαν αστραπή!Με την έγνοια της Λουκίας στα χέρια της Βαλασίας,με την τρέλλα του νεκραναστημένου έρωτα για το Ντίνο,δεν είχα καταλάβει για πότε πέρασαν κι’οι γιορτές!Ο χρόνος έτρεχε και με όλο αυτό το κυνηγητό να περισώσω ό,τι μπορούσα από τις ζωές των άλλων,έχανα τη δική μου ζωή.Το καταλάβαινα αλλά δεν γινόταν διαφορετικά!Σ’αυτή την αρχαία τραγωδία,είχα αναλάβει κύριο ρόλο που έπρεπε να τον διεκπεραιώσω μέχρι τέλους,αν ήθελα να είμαι συνεπής με τον εαυτό μου και τα συναισθήματά μου.
Τσάκωσα τον ταξιτζή να με κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη του.
-Πού πάμε κυρία;
-Αλάερμα!
-Λάερμα,ε;Το χωριό μου!Τί δουλειά έχετε στα Λάερμα χειμωνιάτικο;
-Πάω να συναντήσω μια φίλη μου.Μπορεί και να τη ξέρετε…Τη Χρυσή Σέργου!
-Τη Χρυσούλα;Αυτή δεν μένει πια στο χωριό-είναι στην πόλη.Χρόνια τώρα!
-Τώρα είναι στο χωριό!
-Α!Δεν τόξερα!Αφού το λέτε…Στην πόρτα της θα σας πάω!Ευκαιρία να πιω κι’ένα ουζάκι με μερικούς φίλους μια που πάμε προς τα κει!Θα γυρίσετε στην πόλη μετά;Γιατί μπορώ να σας περιμένω όση ώρα θέλετε να σας φέρω πίσω.Είναι λίγο μακρυά,να ξέρετε,καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα!
-Ευχαριστώ πάρα πολύ αλλά δεν θα χρειαστεί.Λέω να μείνω δυο-τρεις μέρες.
-Εσείς ξέρετε.Α,και μια που θα’στε στο χωριό,να πάτε και στο Μοναστήρι του Ταξιάρχη.Βυζαντινό είναι,να δείτε και τις τοιχογραφίες!Από το 17ο αιώνα είναι.
Έχουνε να λένε για την ομορφιά τους,ντόπιοι και ξένοι!!
-Θα πάω,αν προλάβω.Ευχαριστώ πολύ που μου το είπατε.
Σταμάτησε έξω από ένα μικρό,παλιό σπίτι,με την είσοδο ακριβώς πάνω στο στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο.Μια πολύχρωμη κουρτίνα που τραβήχτηκε σ’ένα από τα παράθυρα της πρόσοψης,άφησε να φανεί το πρόσωπο της Χρυσής.Ο οδηγός,της έγνεψε φιλικά και πριν μ’αποχαιρετήσει μου έβαλε στο χέρι την κάρτα του.Αν αλλάξετε γνώμη και με προλάβετε ακόμα εδώ…νάχετε το τηλέφωνό μου.Το γράφω στην κάρτα.
Τον ευχαρίστησα και βγήκα για να βρεθώ κλεισμένη ασφυκτικά στην αγκαλιά της Χρυσής που είχε ήδη πεταχτεί στο δρόμο,να με προϋπαντήσει.
Το σπίτι,μου θύμισε τάφο,έτσι σκοτεινό και μουντό,με το λιγοστό φως της μέρας να μπαίνει από το μοναδικό ανοιχτό παράθυρο του δρόμου.
-Άνοιξε κανένα παράθυρο ακόμα βρε Χρυσή,να χαρείς.Ακόμα δεν μπήκα,ψυχοπλα-
κώθηκα κορίτσι μου.Έτσι τη βγάζεις;Στα σκοτεινά;
-Δίκιο έχεις Μελίνα μου.Με συγχωρείς!
Σηκώθηκε,άνοιξε διάπλατα και το δεύτερο παράθυρο κι’ήρθε και κάθισε δίπλα μου
στο στενό φθαρμένο καναπέ.΄Εφερε το βλέμμα της ένα γύρω στο δωμάτιο.
-Χάλια είναι το σπίτι,ε;Από τότε που πέθανε κι’η μάνα μου,δεν ξαναπάτησα το πόδι μου εδώ μέσα.Γι’αυτό είναι σ’αυτή την κατάσταση.Αλλά μη σε νοιάζει,μια χαρά θα σε βολέψω Μελίνα μου-γιατί θα μείνεις,δεν θα μείνεις;
-Θα μείνω Χρυσή,όσο χρειαστεί.Και μη σκοτίζεσαι για το σπίτι.Εγώ ήρθα για σένα.
Σηκώθηκε,ελαφρά αμήχανη.
-Τι να σε τρατάρω;Να φτιάξω καφέ;Έχω κι’ένα λικεράκι περγαμόντο,υπέροχο.Η γειτόνισσά μου μου το έδωσε για το καλωσόρισμα.
-Φέρε κι’απ’τα δυο Χρυσή κι’έλα κάτσε κάτω!Έχουμε πολλά να πούμε-γι’αυτό ήρθα άλλωστε.
-Η Παναγιά να σ’έχει καλά,είπε και βγήκε από το μικρό σαλόνι.
Αν δεν την ήξερα από πριν,θα έλεγα πως αυτή η γυναίκα που είχα μπροστά μου,ήταν
μια άλλη,πρόωρα γερασμένη,παραιτημένη γυναίκα!Λες και μέσα σ’αυτές τις λίγες μέρες που είχα να τη δω,είχαν περάσει από πάνω της τουλάχιστον δέκα χρόνια.Άβαφτη,με τα μαλλιά πρόχειρα μαζεμένα,με το πρόσωπο χωρίς χρώμα και έκφραση.Σκιά του εαυτού της.
-Είχες καλό ταξίδι;Άκουσα τη φωνή της από την κουζίνα.
-Μια χαρά!Αργείς;
-Όχι καλέ,τώρα έρχομαι.
Μπήκε με το δίσκο στα χέρια και τον ακούμπησε στο χαμηλό τραπεζάκι,μπροστά μου.
-Το λικεράκι πιες πρώτα,να ζεσταθείς.Κρύο κάνει σήμερα και το σπίτι δεν έχει θέρμανση.Μ’αυτή τη σομπίτσα βολεύομαι.Το βράδυ θα την πάω στο δωμάτιό μας.
Έχω δυό ντιβανάκια στην κάμαρη,μαζί θα κοιμηθούμε.Δε σε πειράζει,ε;
Είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου.
-Άστα αυτά Χρυσή και πες μου πώς είσαι…Χτες στο τηλέφωνο δεν σε άκουσα πολύ καλά.
-Δεν είμαι Μελίνα μου.Από τη στιγμή που πήρα στα χέρια μου εκείνο το ημερολόγιο,τα πάνω κάτω μου ήρθανε…Κεραυνός έπεσε στο κεφάλι μου!Όλη μου η ζωή αναποδογυρίστηκε!Πού να το ξέρω εγώ αυτό που έγινε!Πού να το φανταστώ!
Έδιωξα άρον-άρον την κόρη μου με το Σάββα,να μη μπορεί να τη βρει εκείνη η σκρόφα κι’ήρθα και κλείστηκα εδώ μέσα,μονάχη μου,μπας και συνέλθω,να σκεφτώ,να δω τι θα κάμω!Αλλά δε βαριέσαι Μελίνα μου,όσο κι’αν προσπαθώ δε μπορώ να βγάλω απ’το μυαλό μου αυτό που μούκαμε.Αυτό το έγκλημα!Αααχ!η παλιογυναίκα!Μας κατάστρεψε τη ζωή!Μας έκαψε!
-Ξέρεις Χρυσή,τις τελευταίες μέρες,σκεφτόμουν πως ίσως δεν έπρεπε να σου είχα δώσει το ημερολόγιο.΄Ισως έπρεπε να το θάψω μέσα μου αυτό το τραγικό μυστικό της Βαλασίας.Να μην το μάθεις ποτέ!
-Τι’ναι αυτά που λες Μελίνα;Αυτή με σ κ ό τ ω σ ε!Να μ’άφηνες να γεράσω κοντά στη φόνισσα;Χάρη μου έκαμες,μεγάλη χάρη!Να μη μάθαινα πως ο Τζαννής ήρθε να
μας πάρει;Να τον καταριέμαι μια ζωή που μας παράτησε εμένα και το παιδί μας,κι’αυτός νάναι στο χώμα,σκοτωμένος,αδικημένος!Ανάθεμά την,τη δαιμονισμένη!
-Τι κάνει αυτή,έμαθες;
-Ούτε έμαθα,ούτε θέλω να μάθω!Κανενός δεν είπα το τι έτρεξε και φύγαμε από το σπίτι.Τί είπε εκείνη δε ξέρω!Ας κόψει το λαιμό της.Από το Θεό θα τόβρει!
-Τι θα κάνεις τώρα Χρυσή μου,έχεις σκεφτεί;
-Τίποτα δε θα κάμω.Θα περιμένω να περάσουν τα χρόνια να πεθάνω ή θα πάω να καλογερέψω σε κανένα μοναστήρι.
-Ο Καραγεωργίου;Τι θα κάνεις μ’αυτόν.Γιατί του είπες να μην έρθει;Αφού τον αγαπάς και τώρα μπορείτε να είσαστε μαζί,γιατί τον κρατάς μακρυά Χρυσή μου;
-Ο Άρης Μελίνα,ήταν στη ζωή μου,όσο πίστευα πως ο Τζαννής με είχε προδώσει,πως δεν με είχε αγαπήσει ποτέ.Από την ώρα που έμαθα ότι είχε ψάξει να μας βρει,να μας
πάρει κοντά του,ότι μ’αγαπούσε και πλήρωσε με τη ζωή του αυτή την αγάπη,σκόρπισε κι ό,τι ένιωθα μέσα μου για τον Άρη.Το μόνο που νιώθω τώρα πια
είναι τύψεις,που άφησα την καρδιά μου να μισήσει τον κακόμοιρο το Τζαννή!Μ’αυτές τις τύψεις θα ζήσω μέχρι να πεθάνω!
-Σε καταλαβαίνω Χρυσή μου!Είσαι ακόμα ξαφνιασμένη και ταραγμένη με όσα έγιναν.Πρέπει όμως να δεις την κατάσταση πιο ψύχραιμα.Είσαι νέα γυναίκα,πολύ νέα
δεν γίνεται να ζήσεις μόνη σου μια ολόκληρη ζωή!Εγώ νομίζω πως τώρα που ξέρεις πως ο συχωρεμένος ο Τζαννής δεν σε πρόδωσε,ότι σ’αγαπούσε κι’ότι γύρισε πίσω για σένα και το παιδί του,πρέπει να νιώσεις ξαλαφρωμένη,ανακουφισμένη,δικαιωμένη!
Δεν σου λέω να παντρευτείς τον Άρη σώνει και καλά αν δεν θέλεις,αν σου θυμίζει δυσάρεστες καταστάσεις αλλά πάρε μιαν ανάσα,βγες να δεις τον κόσμο με άλλα μάτια τώρα που δεν έχεις εκείνον το θηλυκό κέρβερο πάνω απ’το κεφάλι σου.Πρέπει να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου Χρυσή,δε λέω αμέσως!Σιγά-σιγά,με τον καιρό.Μόνα τους έρχονται αυτά τα πράγματα,κορίτσι μου γλυκό.
-Δε ξέρω Μελίνα…δε ξέρω!Μπορεί και νάχεις δίκιο,αλλά εγώ…
Τη διέκοψα.
-Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου στην Αθήνα;Στο σπίτι μου θα μείνεις…Δωμάτιο διαθέσιμο υπάρχει.Κι’η Λουκία θα χαρεί κι’η Ρόζα…θάναι και το Ρηνιώ κοντά!Να κάτσεις λίγο καιρό,ν’αλλάξεις αέρα,περιβάλλον.Καλό θα σου κάνει!
-Δεν είμ’εγώ για τέτοια τώρα Μελίνα.Νάσαι καλά που το σκέφτηκες αλλά σου είπα.Αυτή τη στιγμή θέλω να μείνω μονάχη μου.Να μαζέψω το μυαλό μου.΄Εχω χρήματα στην άκρη.Να φρεσκάρω λίγο και το σπίτι,να δω τι θα γίνει και με τη Ρηνούλα και το Σάββα…Θαρθούν εδώ,θα μείνουν εκεί,ιδέα δεν έχω.
-Νομίζω πως σκέφτονται να παντρευτούν τα παιδιά-και γρήγορα μάλιστα.
-Έτσι νομίζω κι’εγώ.Κάτι τέτοιο έχουν στο μυαλό τους και κάτι μου πέταξε ο Σάββας το βράδυ που με φέρανε εδώ.Σκέφτεται λέει να ψάξει για θέση σε Νοσοκομείο της Αθήνας.Αν γίνει αυτό,θα κοιτάξω να βρω κι’εγώ ένα διαμερισματάκι κοντά τους και βλέπουμε…
Το πρόσωπό της είχε αρχίσει πάλι να φωτίζεται,τα μάτια της να στραφταλίζουν,το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στα μάγουλά της.Συγκινήθηκα.Την αγκάλιασα ανακουφι-
σμένη κι’εγώ απ’αυτή την απρόσμενη αλλαγή.
-Βλέπεις Χρυσή μου;Λίγη ώρα μιλάμε κι’έχεις αρχίσει κι’όλας να κάνεις σχέδια για το μέλλον!Βλέπεις;Όλα θα πάρουν το δρόμο τους.Ανθρώπους χρειάζεσαι γύρω σου,δεν κάνει να μένεις μόνη.Γι’αυτό σου λέω…έλα λίγες μέρες στην Αθήνα,να δεις και το κοριτσάκι σου,ανησυχεί κι’αυτό που σε νιώθει μονάχη σου εδώ κάτω.Μόλις ηρεμήσεις,ξανάρχεσαι και βάζεις μπρος με το σπίτι.
-Όχι τώρα Μελίνα.Όχι ακόμα.Έχω δουλειές να τελειώσω που τις άφησα στη μέση!Τί
θαρρείς,πως ξεμπέρδεψα με τη Βαλασία μ’ένα σιχτίρισμα που της έκαμα φεύγοντας;
-Καλά,πάρε τώρα την κορούλα σου να της πεις πως έφτασα κι’ότι είσαι καλά,και βάλε κάτι απάνω σου να βγούμε μια βόλτα.Έχεις ανάγκη να ξεσκάσεις λίγο κι’εγώ
θέλω να ρίξω μια ματιά στο χωριό.Να τσιμπήσουμε και κάτι…μεσημέριασε και μ’έχει κόψει μαύρη πείνα.
-Στου Θεολόγου θα σε πάω!Να φας μπριζόλα στα κάρβουνα που να γλείφεις τα δάχτυλά σου.Έχει και τζάκι!
Τη νύχτα την περάσαμε κουβεντιάζοντας,με τη Χρυσή πότε να ξεσπά σε κλάματα,
πότε ν’αναψοκοκκινίζει από θυμό,περιλούζοντας τη Βαλασία με όλα τα κοσμητικά που της έρχοντας στο στόμα και πότε να με γυρνά πίσω στην ιστορία της με το Τζαννή και να τα βάζει με τον εαυτό της που πεθαμένο άνθρωπο,τον είχε μισήσει και καταραστεί,σαν το χειρότερο εχθρό της.Εκεί λίγο πριν την πάρει ο ύπνος,με ρώτησε με φωνή μπουκωμένη από τη συγκίνηση.
-Θυμάσαι τι σου είπα την τελεταία φορά,πριν να φύγετε με τη μαμά σου;Πως τον αγαπούσα κι’ας με είχε παρατήσει και πως αν γύριζε,εγώ θα τον συγχωρούσα;
Τώρα που ξέρω πως γύρισε τότε για μένα και την κόρη του,θαρρώ πως εκείνη η αγάπη δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου.Και πεθαμένος που είναι,τον αγαπώ Μελίνα μου.
Ακόμα τον αγαπώ τον αδικοσκοτωμένο μου.Ακόμα τον αγαπώ!
Σε λίγο,άκουσα την ανάσα της ήρεμη,ρυθμική.Κοιμόταν!
Την επομένη το απόγευμα την αποχαιρέτησα αρκετά πιο ήσυχη και πήρα το αεροπλάνο για την Αθήνα.
Τα νέα της Βαλασίας τα έμαθα γυρίζοντας στο σπίτι,από τη Λουκία.Παρά τη δική μου απαγόρευση,τηλεφώνησε στη φιλενάδα της ,«να μάθω τουλάχιστον αν είναι ζωντανή,βρε κόρη μου».
-Είναι;
-Είναι!Άκου,Μελίνα,έχει βάλει λυτούς και δεμένους να βρούνε λέει το γιο της,να του πούνε να γυρίσει.Φοβάται πως θα πεθάνει,λέει και δε θέλει να πεθάνει μονάχη της,χωρίς να τον ξαναδεί.
-Έτσι σου είπε;Μην τη φοβάσαι,κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.Σου είπε τίποτα για ότι έγινε;
-Άχνα Μελίνα μου.Ούτε κι’εγώ της άνοιξα κουβέντα.Έκαμα την πάπια.
-Πολύ καλά έκανες,μαμά μου.
-Σου στέλνει τα χαιρετίσματα!
-Την έχω χεσμένη κι’αυτήν και τα χαιρετίσματά της.
Το βράδυ,βγήκαμε με το Ντίνο για φαγητό.Μη με περιμένεις,είπα στη Λουκία φεύγοντας.Μπορεί να μείνω με το Ντίνο απόψε.
-Κι’εγώ τι θα κάμω μονάχη μου;Έφυγε κι’η Ρόζα…
-Δεν έχεις ανάγκη τη Ρόζα για να πας από τον καναπέ στο κρεβάτι.Μια χαρά είσαι πια,δόξα τω Θεώ!Αν χρειαστείς οτιδήποτε,πάρε στο κινητό,ανοιχτό θα τόχω!
Εκείνη τη νύχτα,για πρώτη φορά,έκανα έρωτα με δύο άντρες συγχρόνως.Ο ένας κυρίαρχος στο σώμα μου κι’ο άλλος κυρίαρχος στο μυαλό μου.Αγκάλιαζα το Ντίνο κι’ονειρευόμουνα το Φίλιππο!Ντράπηκα για τον εαυτό μου!Στο γραφείο,εξομολο-
γήθηκα τη νυχτερινή μου εμπειρία με τη Βέτα.Ξεράθηκε στα γέλια ακούγοντάς με.
-Αχ!Τι ωραία!!Το φχαριστήθηκες τουλάχιστον;
-Σοβαρέψου Βέτα και πες κάτι να με βοηθήσεις.Είναι δυνατόν να πηδιέμαι με το Ντίνο και να φαντασιώνομαι το Φίλιππο;Δεν ξέρω τι να κάνω,γαμώ το.
-Απλό!!Και τον ένα και τον άλλον κούκλα μου.Αφού δεν μπορείς να πάρεις απόφαση,κράτα τους και τους δυο!Ούτε η πρώτη θα είσαι ούτε η τελευταία που νταραβερίζεται με δυο γκόμενους!
-Είμ’εγώ απ’ αυτές βρε Βέτα;Τι μου λες τώρα!
-Εγώ τι σου λέω;Μόνη σου το πας κατά κει!
Είχε δίκιο.Όταν ο Φίλιππος,με τον καφέ στο χέρι ήρθε να ανανεώσει το ραντεβού μας,δεν βρήκα τη δύναμη ν’αρνηθώ.
-Όχι το βράδυ όμως. Καλύτερα μετά το γραφείο!
-Κανένα πρόβλημα μωρό μου!Όπως σε βολεύει!