Χριστούγεννα του 70.Πρώτα Χριστούγεννα χωρίς την παρουσία του μπαμπά και τελευταία Χριστούγεννα της κοριτσίστικης ζωής μου.Από νωρίς ,το πρωί της Παραμονής,η κυρα -΄Αρτεμι που είχε ήδη αποδεχτεί την πρόσκληση να περάσει την
Καλή τη Μέρα μαζί μας,είχε αναλάβει καθήκοντα βοηθού στην κουζίνα,εκβιαστικά.
-Εγώ κοπέλλες μου,δε θάρθω να θρονιαστώ να ντερλικώσω σαν καμιά ξένη.Θα βοηθήσω, θέλετε δε θέλετε,μέρα που έρχεται.
Είχε μάθει τα νέα απ΄τη μαμά κι΄ήταν ενθουσιασμένη.
-Αχ,Παναγιά μου,παντρεύεται το κορίτσι μας-πούναι ο συχωρεμένος ο πατέρας της να μοιραστεί τη χαρά… έλεγε και ξανάλεγε μυξοκλαίγοντας την ώρα που έπλενε τα σαλατικά .Μια στο καρφί και μια στο πέταλο δηλαδή για τη φουκαριάρα τη μαμά που απ΄το χαμόγελο,την έρριχνε στο βούρκωμα κάθε τόσο.Σε λίγο ,έπιασε άλλο βιολί:
-Κι΄αυτό το κακόμοιρο το παιδάκι…ο Θεός σου τόστειλε κοκκώνα μου,ψυχικό θα κάμεις να τ΄αναστήσεις…μεγάλο έργο παίρνεις στα χεράκια σου-ο Θεός να σ΄έχει καλά..
-Βρε κυρία ΄Αρτεμι,σταμάτα πια τη μουρμούρα και το μοιρολόι-μας ξετίναξες.Πιάσε κανένα τραγούδι-κάλαντα δεν έχετε στο νησί σου;Πες μας τα κάλαντα.Τόσες φορές τ΄ακούσαμε απ΄το πρωί,μια φορά κι΄από σένα, θα τ΄αντέξουμε.
΄Ηθελα να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα-να γελάσουμε λίγο-να πάψω ν΄ακούω το ρούφηγμα της μύτης της Παολίνας μου.
-Τώωωρα κοκκώνα μου;Κρύσταλλο είχα στο λαρύγγι μου εγώ στα νιάτα μου-τώρα κρώζω-μόνο για τα δικά μου τ΄αυτιά είναι πια η φωνή μου.
Γελάσαμε κι΄οι τρεις.Τα τσουρέκια της μαμάς είχαν βαθμολογηθεί απ΄το Γιάννη κι΄εμένα μ΄ένα σκέτο «καλώς».Ούτε για τη βιτρίνα αλλά ούτε και για πέταμα.Οι νοστιμιές όμως που ετοιμάζονταν στην κουζίνα,ήταν άλλο πράμα.
Λίγο πριν τις έντεκα το πρωί,μου ζήτησε το τηλέφωνο της κυρίας Ελευθερίας.
-Τι το θες το τηλέφωνο;Εδώ θάναι αύριο,θα τη δεις αυτοπροσώπως..
-Ναι παιδί μου αλλά οι καλοί τρόποι υπαγορεύουν να την καλέσω κι΄εγώ,έστω κι΄απ΄το τηλέφωνο.
-Μα της το είπε ο Χρήστος….
-΄Ακουσε Βέρα μου,δεν ξέρω πώς το βλέπετε εσείς η νέα γενιά αλλά εγώ δεν θα πήγαινα ακάλεστη σε ξένο σπίτι ,να τραπεζωθώ χρονιάρα μέρα..Θα την πάρω..
Την πήρε λοιπόν.΄Επιασε τόπο το τηλεφώνημα.Απ΄τα γελάκια και τα λόγια της μαμάς,κατάλαβα πως είχε σπάσει ο πάγος.Σίγουρα κι΄η κυρία Ελευθερία το φχαριστήθηκε.Μπράβο βρε μαμά ,καλά το σκέφτηκες.Η μέρα πέρασε χαρούμενα,με τα μαγειρέματα,το κουβεντολόι των τριών μας,τα πειράγματα του Γιάννη που δε μας άφησε σε χλωρό κλαρί.
-Ρε μάνα,κάνε και καμιά σουπίτσα για το ραμολί το γαμπρούλη σου,μήπως του πέσει βαρειά η γαλοπούλα!!-Οι γνωστές κρυάδες του Γιάννη.
Στις δώδεκα το βράδυ,ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί ,φάγαμε και τα μεζεδάκια μας,εκεί γύρω απ΄το τραπέζι της κουζίνας.Η κυρία ΄Αρτεμι ευχαρίστησε που δεν την αφήσαμε μόνη-αισθανόταν του σπιτιού,είπε,αφού της κάναμε την τιμή νάναι μπροστά και στην επίσημη πρόταση γάμου την επομένη και κατέβηκε για ύπνο.
Στην τραπεζαρία το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο,στολισμένο με τα κρύσταλλα και τις πορσελάνες που η Παολίνα έβγαζε μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις,η γαλοπούλα μούλιαζε στο ψυγείο,γεμισμένη και περιχυμένη με πορτοκάλια και κονιάκ,τα πάντα
έτοιμα.Τράβηξα στην άκρη τις κουρτίνες στο σαλόνι για να φαίνονται απ΄έξω τα φωτάκια του δέντρου κι΄εκεί,στο τραπέζι της κουζίνας,μόνη ,στα σκοτεινά,μόνο με το φως απ΄τις λάμπες του δρόμου,έβαλα στο ποτήρι μου λίγο κρασί ακόμα κι΄άναψα το τελευταίο τσιγάρο της εργένικης ζωής μου.
Καλά Χριστούγεννα μπαμπά μου-μου λείπεις..Μου φάνηκε σαν ν΄άκουσα τη φωνή του-«κι΄εμένα κοριτσάκι μου».
Ανήμερα,οκτώ το πρωί ,συναγερμός.Να μπει η γαλοπούλα στο φούρνο,να κοπούν οι σαλάτες να γίνουν όσα δεν πρόλαβαν –ή δε γινόταν-να ετοιμαστούν την παραμονή.
Ετοιμαστήκαμε κι΄εμείς.
-Μαύρα φοράει η μητέρα του;
-Ξέρω ΄γω βρε μαμά-τις δυο φορές που την είδα,μαύρα φόραγε.
-Α΄. καλά..
Διάλεξε ένα σκούρο γκρι φόρεμα και το παντατίφ της γιαγιάς Ντόντος για το λαιμό.
-΄Εχω ένα σφίξιμο στο στομάχι,είπε,την ώρα που έτοιμη πια,άναβε το τσιγάρο της.
-Εγώ μανούλα,γροθιές νιώθω στο στομάχι μου ,όχι σφίξιμο.
-Δεν πιστεύω να το μετάνοιωσες;
-Στο τσακ είμαι..άλλη μια φορά να με ρωτήσεις…..
Με κοίταζε με τα μάτια της υγρά-γεμάτα έννοια.Την αγκάλιασα-«είμ΄ευτυχισμένη μανούλα..πολύ ευτυχισμένη.Από δω και πέρα δε θάχεις πια ν΄ανησυχείς για μένα.
Δώδεκα ακριβώς,χτύπησε το κουδούνι.Η κυρα -΄Αρτεμι με το ταψί στο χέρι.΄Όχι μπακλαβάς Θεέ μου!!!
-΄Εφτιαξα ένα κανταίφι στα γρήγορα ,να γλυκάνουμε το γαμπρό κοκώνα μου.
Ευτυχώς.
Μία, τηλεφώνησε ο Χρήστος.
-Τώρα ξεκινάμε,αγάπη μου..
-Σας περιμένουμε.
Λίγο μετά τη μιάμιση ,ξαναχτύπησε το κουδούνι.’ Ανοιξα και τους περίμενα ν΄ανέβουν.Μπροστά,η κυρία Ελευθερία στα σκούρα μπλε(έβγαλε τα μαύρα για την περίσταση ,μας είπε αργότερα).Κρεμασμένος απ΄το χέρι της ο Σταυράκος,μες τα κόκκινα,σαν την Κοκκινοσκουφίτσα.Πίσω,μ΄ένα τεράστιο χαμόγελο ο Χρήστος.΄Ένα πελώριο μπουκέτο άσπρα τριαντάφυλλα στο ένα χέρι κι΄ένα κουτί ζαχαροπλαστείου στο άλλο.Στο χωλ έγιναν οι συστάσεις,οι αγκαλιές ,δόθηκαν τα φιλιά και οι ευχές της μέρας΄Ανετοι όλοι-λες κι΄είμασταν γνωστοί από παλιά.΄Εβγαλα το κόκκινο μουφανάκι και το σκούφο του παιδιού που έστεκε ελαφρά σαστισμένο ανάμεσα σε τόσο κόσμο,το πήρα αγκαλιά κι΄οδήγησα το τσούρμο στο σαλόνι.Η κουβέντα άναψε χωρίς κόπο-νάναι καλά η κυρα-΄Αρτεμι που ήθελε να τα μάθει όλα μεμιάς.΄Αφησα το παιδί στην αγκαλιά της γιαγιάς του και πήρα τα λουλούδια και τα γλυκά να τα τακτοποιήσω στην κουζίνα.Ο Χρήστος ήρθε πίσω μου.Μ΄άρπαξε στην αγκαλιά του
σαν τρελλός.
-Επιτέλους,αγαπούλα μου,σήμερα τελειώνουν τα ψέματα.Από χτες το βράδυ πετάω στα σύννεφα.
-Σιγά Χρήστο μου,θα μπει κανείς και θα μας δει.
-Μη σε νοιάζει μανάρι μου…σήμερα,κανείς δεν πρόκειται να μας παρεξηγήσει.
Μανάρι μου;;πρώτη φορά την άκουγα απ΄τα χείλη του αυτή την έκφραση.Από άλλους γύρω μου,την άκουγα συχνά-δε μ΄άρεσε καθόλου,μου φαινόταν κάπως μπανάλ ν΄αποκαλείς μια γυναίκα μανάρι.Αυτή όμως,ήταν η μέρα των αρραβώνων μου.Δε θα κολλούσα σε τέτοιες λεπτομέρειες.Πήρα το βάζο με τα λουλούδια και με το Χρήστο να μ΄ακολουθεί,γύρισα στο σαλόνι.Ο Γιάννης είχε σερβίρει τ΄αναψυκτικά,
Με το Σταύρο κρεμασμένο απ΄το μπατζάκι του.Τον είχε πάρει από κοντά.
-Τον είδες το σπόρο;Με συμπάθησε αδερφούλα .Αυτόν εγώ,θα τον κάνω ντράμμερ.
-Καλά γίνε πρώτα εσύ…και βλέπουμε.
Εύκολο τόχαμε το γέλιο ,όλοι μας εκείνα τα Χριστούγεννα.Ο Σταυρούλης,είχε βρει την αδερφή ψυχή στο πρόσωπο του Γιάννη (κι΄αυτό δεν έχει αλλάξει,μέχρι σήμερα).
Η κυρία Ελευθερία,με πέτυχε στο χωλ,κάποια στιγμή που σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο.Μ΄έκλεισε στην αγκαλιά της κι΄ακουμπώντας το μάγουλό της στο δικό μου:
-Σ΄ευχαριστώ Βέρα μου..σ΄ευχαριστώ κόρη μου…,είπε.
Η κυρά-΄Αρτεμι,κάθε τόσο στη διάρκεια του φαγητού μούκανε κάτι περίεργους μορφασμούς,προσέχοντας να μην τη δουν οι άλλοι…Μόνο όταν αργότερα με βοηθούσε να πάμε τα πιάτα στην κουζίνα,κατάλαβα τι προσπαθούσε να μου πει..
-Κούκλος,Βέρα κορίτσι μου,κούκλος ο αρραβωνιαστικός σου-ωραίος άντρας –ταιριά-
ζετε…να είστε και τυχεροί κοκώνα μου.
Την ώρα του γλυκού,έπεσε και το κυρίως θέμα στο τραπέζι.
-Εμείς Λίνα μου-Λίνα θα σε λέω,το Παολίνα μου πέφτει δύσκολο-εμείς που λες Λίνα μου,ξέρεις γιατί είμαστε εδώ και με πολλή χαρά μας.Τα παιδιά μας ,τα βρήκαν,τ΄απο-
φάσισαν.΄Εχεις κορίτσι διαμάντι κι΄εμένα ο γιος μου,μ΄όσα τράβηξε μέχρι τώρα που σίγουρα θα στάπε η Βέρα,είναι καλός-η κόρη σου θα ζήσει καλά μαζί του.Εμείς την ευχή μας να δώσουμε και τελειώσαμε.
Ο Χρήστος πήρε την άκρη της κουβέντας της μητέρας του.
-Την αγαπώ τη Βέρα κυρία Καρούσου,την αγαπώ πολύ και ξέρω ότι μ΄αγαπά κι΄εκείνη.Υπάρχουν κάποια σημεία σ΄αυτό το γάμο που ίσως τα θεωρείτε αρνητικά
αλλά σας υπόσχομαι ότι θα δώσω και τη ζωή μου αν χρειαστεί για να την κάνω ευτυχισμένη.Θέλω να την κάνω γυναίκα μου το γρηγορότερο-αύριο αν είναι δυνατόν.
Είχε σκεπάσει το χέρι της με το δικό του-ήταν ο τρόπος του να γίνεται πειστικός.
Το παιδί είχε αρχίσει να βαρυέται κι΄αρχισε να γκρινιάζει.Ο Γιάννης με ωριμότητα που μ΄εξέπληξε ,το πήρε και κλείστηκαν στο δωμάτιό του.Είχε πολλά εκεί μέσα που
θα του κέντριζαν το ενδιαφέρον.Η μαμά άκουγε το Χρήστο με προσοχή κι΄ένα χαμόγελο ενθαρρυντικό.
-Τι λέτε κι΄εσείς;
-Χρήστο μου ,εγώ δεν έχω αντίρρηση σ΄όσα λες.Την ευτυχία σας θέλω-την ευτυχία του παιδιού μου κι΄αφού εσύ εγγυάσαι γι΄αυτήν,…τι να πω.΄Αλλωστε,εκτίμησα πολύ τη στάση της μητέρας σου.Είμαι σίγουρη πως θα σταθεί στην κόρη μου σαν δεύτερη μητέρα.
Η κυρία Ελευθερία κουνούσε το κεφάλι,συμφωνώντας.
-Ξέρεις όμως Χρήστο μου ότι είμαστε σε πένθος(τα μάτια της μαμάς βούρκωσαν ξανά).Πρόσφατα χάσαμε τον άντρα μου εγώ και τα παιδιά τον πατέρα τους.Επομένως,φοβάμαι πως δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε γάμο, αν δεν κλείσει τουλάχιστον χρόνος.
Η κουβέντα έμεινε μετέωρη για λίγα δευτερόλεπτα(ο Χρήστος μάλλον δεν τόχε σκεφτεί έτσι και για να πω την αλήθεια ούτε κι΄εγώ).
-Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς κι΄οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους,Παολίνα κόρη μου.. -΄Ηταν η κυρά-΄Αρτεμι που μίλησε.Γυρίσαμε όλοι προς το μέρος της.
-Παίρνω το θάρρος ,μια που μου κάματε την τιμή νάμαι παρούσα σ΄αυτή τη συζήτηση.Παολίνα μου,ένας χρόνος είναι πολύς καιρός.Ο συχωρεμένος,δε θα κακοκαρδιστεί για τη χαρά του παιδιού του.΄Υστερα μην το λησμονάς κοκώνα μου,είναι και το μωρό στη μέση.Αν είναι η Βέρα μας να γίνει μάνα γι΄αυτό το παιδί,
όσο πιο γρήγορα το πάρει απάνω της, τόσο καλύτερα.΄Όταν όπου νάναι θ΄αρχίσει να μιλά,τη Βέρα πρέπει να πει μάνα του αλλιώς τόχει χαμένο το παιχνίδι το κορίτσι μας.
΄Ακου τι σου λέω κόρη μου,πολλά τέτοια έχουν δει τα μάτια μου.Ξέρω τι σου λέω.
Μην κόβεις την τύχη του κοριτσιού.Σε δυο μήνες είναι τα εξάμηνα.Από΄κει κι΄ύστερα, να κάμετε το γάμο.΄Ησυχα,όμορφα ,χωρίς πολλά –πολλά.Κανείς δε θα σας κατηγορήσει.
Η κυρία Ελευθερία έκλαιγε –είχε κατασυγκινηθεί απ΄τα λόγια της κυρα- ΄Αρτεμις.
Το ίδιο κι΄η μαμά.Εγώ κι΄ο Χρήστος κοιταζόμασταν άναυδοι..
Η Παολίνα,έσπρωξε πίσω την καρέκλα της αποφασιστικά.
-Σε δυο μήνες λοιπόν,είπε,πάω να φέρω κάτι να πιούμε για την ώρα την καλή.
Τα χαμόγελα καπάκι στα δάκρυα ξανά.Φωνάξαμε το Γιάννη,πήρα το παιδί στην αγκαλιά μου κι΄εκεί μπροστά σε όλους «από σήμερα είσαι γιος μου αγάπη μου» ,του είπα,στ΄ορκίζομαι και τόσφιξα στο στήθος μου.Ο Χρήστος σηκώθηκε και μας αγκάλιασε και τους δυο.Βροχή οι ευχές,τα φιλιά,οι αγκαλιές.Η πεθερά μου,ήταν προετοιμασμένη.Μου πέρασε στο λαιμό μια χοντρή αλυσίδα ,χρυσή,μ΄ένα βαρύ ,βυζαντινό σταυρό στην άκρη.Της μητέρας μου είπε-οικογενειακό κειμήλιο.Μου πέρασε σαν αστραπή η σκέψη.Σίγουρα,τον είχε περάσει και στο λαιμό της Μαρίας-της πρώτης γυναίκας του Χρήστου.Δεν με πείραξε-το παιδί που διάλεξε να μεγαλώσει εκείνη,παίρνω αγκαλιά σήμερα.Γούρι θα μου πάει.Θα με προσέχει.Για να προσέχω κι΄εγώ εκείνο.
Παντρευτήκαμε Φλεβάρη του 71.Αθόρυβα,λιτά,με λίγους αγαπημένους φίλους.Με το μικρό Σταύρο ανάμεσά μας, ντυμένο στο κρεμ κουστουμάκι του.Την ώρα των συγχαρητηρίων απ΄τους λιγοστούς καλεσμένους,ένας άντρας στάθηκε μπροστά μου,
απλώνοντάς μου το χέρι του.
Ο Χρήστος έσκυψε προς το μέρος μου,γελαστός .
-Ο Πωλ,είπε,Πωλ Γεραλής…ο φίλος μου.
-Συγχαρητήρια μου είπε.Να ζήσετε-και μου χαμογέλασε πολύ φιλικά και με νόημα.
Ο Πωλ,ήταν ιπτάμενος φροντιστής σε αεροπορική Εταιρεία.Ταξίδευε συχνά και για μέρες γι΄αυτό το σπίτι του που έγινε η προσωρινή στέγη του έρωτά μας,έμενε άδειο
τόσο συχνά.Είχα δει τ΄όνομά του στο κουδούνι αλλά δεν είχα προλάβει να τον συναντήσω,να τον γνωρίσω.Τον έβλεπα τη μέρα του γάμου μας,για πρώτη φορά κι΄έμελλε να μην είναι η τελευταία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου