Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ "1973"




1973
                                                                                                                     
                                                               Καλή η Λογική κι΄η Σωφροσύνη
                                                                Όταν όμως υπάρχει Λευτεριά     
                                                                Οι Τυραννίες γκρεμίζονται μ΄Αγώνες 
                                                                Της Λευτεριάς το Παραμύθι μ΄αίμα
                                                                 γράφεται.
                                                                 (Αλέκος Παναγούλης-Συνεχίστε!)
                                                                 
                                                                 
                                                                
                                      
Το 1973 ,μπήκε απ΄την αρχή,άγριο,θυμωμένο.Μια οργή,που την ένιωθα διάχυτη στον αέρα,χωρίς να μπορώ να την καταλάβω και να την εξηγήσω.Θορυβημένη,έψαχνα στο ραδιόφωνο,στις εφημερίδες,στις φωνές των ανθρώπων γύρω μου,να βρω τις απαντήσεις που δεν είχα.΄Ημουν εικοσιτριών,παντρεύτηκα στα είκοσι και μπήκα κατ΄ευθείαν να κολυμπήσω στα βαθειά χωρίς να έχω προλάβει να συνειδητοποιήσω
τον κόσμο κι΄όσα συνέβαιναν σ΄αυτόν.Η πολιτική,βρισκόταν έτη φωτός μακρυά από μένα.Οι λέξεις Χούντα,Δικτατορία,Επανάσταση δεν άγγιζαν την ακοή μου.Εγώ ζούσα τα είκοσί μου χρόνια με μοναδική μου έννοια τα δικά μου προσωπικά προβλήματα.Ακόμα και μετά το γάμο μου,τα μόνα που μ΄απασχολούσαν ήταν τα στραβοπατήματα του Χρήστου,τα λεφτά μου και τα παιδιά μου.Τετάρτη, 14 του Νοέμβρη το πρωί,όταν ο Χρήστος μου τηλεφώνησε έξαλλος να μου πει να μην τολμήσω να ξεμυτίσω κατά το Κέντρο γιατί γινόταν χαμός στο Πολυτεχνείο εγώ το μόνο που σκέφτηκα,ήταν πως θάπρεπε ν΄αναβάλω ξανά τα εμβόλια των παιδιών.
-Τα κωλόπαιδα ,έχουν κάνει την Πατησίων κόλαση,ωρυόταν στο τηλέφωνο.Θα
κλείσω το μαγαζί και θα κατέβω στον Πειραιά.Μην το κουνήσεις από κεί.
Τα κωλόπαιδα,για το Χρήστο,ήταν οι φοιτητές-κι΄όσοι είχαν καταλάβει το Πολυτεχνείο.Δεν το καταλάβαινε…Τι θέλουν οι πούστηδες ρε γαμώ το μου,σχολίαζε μόλις μαζεύτηκε το ίδιο βράδυ.-Μια χαρά δεν είμαστε;Τι θέλουν και ξεσηκώνουν τον κοσμάκη;Ούτε κι΄εγώ ήξερα.Μετά από σχεδόν τρία χρόνια γάμου,δεν ήξερα τι θεό
πίστευε ο βολεμένος μου χαμαιλέοντας-πόσο μάλλον εκείνα τα παιδιά που αν η τύχη είχε βοηθήσει κι΄είχα πετύχει στο Πανεπιστήμιο,μπορεί τώρα να βρισκόμουν κι΄εγώ ανάμεσά τους .Την Πέμπτη,15 Νοέμβρη,έμαθα πως τα «κωλόπαιδα» του Χρήστου,
ζητούσαν «ψωμί,Παιδεία,Ελευθερία»-και μίσησα τον άντρα μου και τον εαυτό μου.
 Σε ποιο καβούκι ήμουν χωμένη όλ΄αυτά τα χρόνια;Τι ήταν αυτό που δεν είχα καταλάβει εγώ και που ήξεραν οι χιλιάδες των ανθρώπων που αγκάλιαζαν το Πολυτεχνείο για τρεις ολόκληρες μέρες;Οι φωνές,τα συνθήματα και τα τραγούδια απ΄τα μεγάφωνα,η βοή απ΄το συγκεντρωμένο κόσμο,έφταναν ως το μπαλκόνι μου στην Κηφισίας.Με ξυπνούσαν σιγά-σιγά απ΄τη χειμερία νάρκη μου.Ο Χρήστος εξα-
φανισμένος στον Πειραιά.Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι,μου είπε στο τηλέφωνο-δύσκολα θα καταφέρω νάρθω.-Καλύτερα ,σκέφτηκα.΄Ετσι θα μπορέσω να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη.Η Ρίκα μου τηλεφώνησε στις δύο το μεσημέρι.
-Ειμαστε Κηφισιά με τη Σάντρα και λέμε να κατέβουμε σ΄εσένα.
-Ελάτε,θα βάλω καφέ..
-΄Ακουσες τι γίνεται στο Πολυτεχνείο;
-΄Ακουσα Ρίκα,τ΄ακούω ακόμα.
΄Ηρθανε κι΄οι δυο ξεσηκωμένες.
-Πάμε κι΄εμείς;
-Πού να πάμε παιδί μου;
-Στο Πολυτεχνείο,να δούμε τι γίνεται-θάχει χάζι..
Βούρλα κι΄αυτές σαν και μένα.-Πηγαίνετε εσείς ,τους είπα.Πού θ΄αφήσω τα παιδιά!
Φύγανε και στα μισά της Αλεξάνδρας πήρανε τα μπρος πίσω.΄Ηταν τόσος ο κόσμος που έτρεχε για το Πολυτεχνείο,που φοβήθηκαν να προχωρήσουν.Ξανατηλεφώνησε ο Χρήστος-Παρασκευή 16 Νοέμβρη στις δέκα το βράδυ.
-Δεν θ΄ανέβω  ούτε σήμερα ,μανάρι μου.απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο Κέντρο.
-Και πού θα μείνεις.
-Θα βολευτώ σ΄ένός φίλου-μην ανησυχείς..
Δεν ανησυχούσα.
Απ΄τα μεσάνυχτα και μετά,η Αθήνα,εμπόλεμη ζώνη.Τα «κωλόπαιδα» του Χρήστου ,δεν κωλώνανε με τίποτα!.Τώρα το ήξερα –και άρχιζα να καταλαβαίνω και το γιατί.Η θέα του τανκ να πέφτει ακάθεκτο πάνω στη σιδερόπορτα του Πολυτεχνείου,με τους φοιτητές όρθιους στα κάγκελα ν΄ανεμίζουν τις Ελληνικές σημαίες μούδωσε μια γροθιά στο δόξαπατρί μέσα απ΄την τηλεόραση.Τρεις το πρωί συνειδητοποιούσα περίτρομη ότι ένας ολόκληρος κόσμος έβραζε κι΄άλλαζε,την ώρα που εγώ κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου.
Την άλλη μέρα,μάζεψα όσες εφημερίδες πρόλαβα να βρω στο περίπτερο.
«ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.»
«ΕΞΕΚΕΝΩΘΗ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ-ΕΠΕΝΕΒΗΣΑΝ ΑΡΜΑΤΑ ΜΑΧΗΣ»
«ΤΡΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΑ ΤΑΝΚΣ ΚΑΤΕΣΤΕΙΛΑΝ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
«ΑΡΜΑΤΑ ΜΑΧΗΣ ΕΖΩΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-ΑΙΜΑ ΕΡΡΕΥΣΕ.»
΄Όταν ο Χρήστος εδέησε να επιστρέψει απ΄τις θεόσταλτες διακοπές του-ποιος ξέρει πού και με ποιαν-του πέταξα τις εφημερίδες στο τραπέζι της κουζίνας.
-Μη σ΄ακούσω να τους ξαναπεις «κωλόπαιδα»,αλίμονό σου.
-Νάτα μας!Αντιστασιακή αγαπούλα μου;Τι έγινε ξαφνικά;
-΄Εγινε ότι η Χούντα θα πέσει-θα το δεις-έτσι λένε όλοι!
-Μάθαμε και τη Χούντα τώρα;Σε πείραξε εσένα καμιά Χούντα;
-Εμένα όχι-ένα ανίδεο ,άβουλο σκουπίδι ήμουνα-τι να πειράξει από μένα….εσένα πάντως, δεν σε ξεβόλεψε ,έτσι;
-Η Κυβέρνηση δεν πέφτει επειδή ξεσηκώθηκαν δυο-τρεις κατοσταριές βυζανιάρικα!..
-Καλά,θα το δεις.
Και το είδε-το 1974.
Μετά τον αφορισμό των «κωλόπαιδων»,πήγε στο αεροδρόμιο το βράδυ που γύρισε ο Κ.Καραμανλής,να πάρει μέρος στην υποδοχή ως «απελευθερωμένος» ΄Ελλην.
΄Οπου φύσαγε ο άνεμος –κι΄όπου τον έσερναν οι ευκαιρίες κάθε είδους.

Με τη μεταπολίτευση,άλλαξε αέρα η Ελλάδα,άλλαξα κι΄εγώ.΄Ημουν πια υποψιασμένη ,ενημερωμένη και συνειδητοποιημένη ,σ΄ένα βαθμό.Το επεδίωξα.΄Επαψα νάμαι το καλό ,υπάκουο κι΄ευάλωτο κοριτσάκι.Το Σεπτέμβρη,ο Σταύρος θα πήγαινε πρώτη Δημοτικού.Ο Κωστάκης ,κόντευε να κλείσει τα δύο. .Η Παολίνα,είχε κάπως βαρύνει.Τα κατάγματα στο πόδι είχαν αρχίσει να την ενοχλούν
από καιρό σε καιρό.Μπάνια της είχε πει ο γιατρός και γυμναστική στη θάλασσα.
Αποζητούσα τη συντροφιά της και τα παιδιά λάτρευαν την αυλή της κυρα-΄Αρτεμις,που την έσκασε στην ανιψιά της και γύρισε απ΄το νοσοκομείο περδίκι.
΄Επρεπε λοιπόν να βρω τρόπο να μετακινούμαι με τα παιδιά πιο εύκολα.Συνωμότησα με τη μαμά και για ένα διάστημα,της τα πήγαινα  δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και μ΄ένα δάσκαλο που είχε το γραφείο του εκεί κοντά,έκανα τα μαθήματα οδήγησης που χρειαζόμουν για να πάρω δίπλωμα.
΄Όταν λίγο καιρό αργότερα, ενημέρωσα το Χρήστο για το κόκκινο ,ολοκαίνουργιο ΝSU που ήταν παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο,πήγε να πάθει εγκεφαλικό .
-Κι΄εγώ τι ρόλο παίζω εδώ μέσα;
-Του επισκέπτη,όπως έχω καταλάβει ,αγάπη μου.
-Να με ρωτήσεις βέβαια,ούτε σου πέρασε απ΄το μυαλό.
-΄Εχεις τις δουλειές σου εσύ-δεν θέλω να σ΄απασχολώ με τα δικά μου..                                                                                                    
-Σηκώσαμε μπαϊράκι ή μου φαίνεται;
-΄Εχεις παράπονο από μένα Χρήστο μου;Εγώ δεν έχω αλλάξει-σ΄αγαπώ πάντα-απλώς θέλω να κάνω τη ζωή μου λίγο πιο εύκολη.Εσύ είσαι αυτός που μας βάζεις στην άκρη τα παιδιά κι΄εμένα-κυρίως εμένα-κάθε φορά που κάτι καινούργιο βάζει φωτιά στο ενδιαφέρον σου.Σου παραπονιέμαι;΄Όχι βέβαια!Κατανοώ και συμβιβάζομαι-αλλά
δεν έχω πάψει να είμαι η Βέρα-ασχέτως αν, θέλω δε θέλω,σ΄αγαπώ ακόμα.
-Κι΄εγώ,τι κάνω ρε βλάκα,δεν σ΄αγαπάω;
-Εσύ το ξέρεις.
-Το ξέρω βέβαια-άλλο αν δεν στο λέω κάθε τόσο σαν ξελιγωμένο δεκαοχτάρικο.

Στα μέσα του καλοκαιριού,πήρα ένα κίτρινο φάκελλο με σφραγίδες εξωτερικού.
Αποστολέας,Πωλ Γεραλής.Τον άνοιξα με μεγάλη ανυπομονησία.Επιτέλους μετά από πολύ καιρό-κοντά δυο χρόνια,έδινε σημεία ζωής.Μέσα στο φάκελλο,μια μεγάλη,έγχρωμη γιαλιστερή φωτογραφία.Στην πίσω πλευρά διάβασα έκπληκτη:
-«Στην καλή μου φίλη Βέρα.
    Η Τζόις κι΄εγώ,παντρευτήκαμε πριν ένα μήνα στο Λος ΄Αντζελες.
     Ξαφνικός έρωτας.Είμαστε ευτυχισμένοι.Γρήγορα θα έρθουμε στην Ελλάδα
      και θα τη γνωρίσεις.Σε φιλούμε κι΄οι δυο με πολλή αγάπη.Φιλιά και στα παιδιά
      φαντάζομαι πόσο θάχουν μεγαλώσει.-Πωλ.»
Στη φωτογραφία,ο γαμπρός κι΄η νύφη,με κοιτούσαν με λαμπερά μάτια και χαμόγελα.
Γι΄αυτό λοιπόν είχε χαθεί το πουλάκι μου.Για το Χρήστο,πάλι κουβέντα.Η βεντέτα καλά κρατούσε.

Το αυτοκίνητο ,μούδωσε φτερά.Μ΄έβγαλε απ΄το τέλμα.΄Επαιρνα τα παιδιά και πότε με την Ελευθερία,πότε με τη μαμά,πότε και με τις δύο,αλωνίζαμε τις παραλίες το καλοκαίρι και τα βόρεια προάστεια το χειμώνα.Είχαν έρθει κοντά αυτές οι δύο.Τις ένωνε το ίδιο μυστικό που κάθε μια το κρατούσε για τον εαυτό της.΄Ηξεραν πως έβλεπαν κι΄οι δυο την ίδια θεατρική παράσταση.Δεν τους άρεσε αλλά αναγκαστικά,χειροκροτούσαν.Τα κατορθώματα του Χρήστου τα μάθαινα κάθε τόσο ή να πω καλύτερα τα μάντευα.Απ΄τη δραστηριότητά του στην κρεβατοκάμαρα.΄Όταν θυμόταν πως το σώμα μου εξακολουθούσε να τον ανάβει,ήξερα πως κάτι άλλο,ξένο,είχε τελειώσει.Δεν μ΄ένοιαζε,μου έφτανε που ξαναγύριζε σε μένα.Τα δυο αγόρια,μεγάλωναν ευτυχισμένα ,ανάμεσα σε δυο γιαγιάδες που έδιναν και τη ψυχή τους,μια μάνα που τα λάτρευε κι΄ένα πατέρα που γι΄αυτά τουλάχιστον δεν ήταν απών.
΄Εμοιαζαν τα δυο τους σαν δυο σταγόνες νερό.Περίεργα παιχνίδια παίζει η φύση,σκεφτόμουν καμιά φορά.Αυτά τα δυο παιδιά ήταν η καλύτερη απόδειξη.Ο μικρός,δεν ξεκόλλαγε απ΄το πλευρό του μεγάλου κι΄εκείνος,είχε γίνει ο προστάτης του.Με βασάνιζε συχνά η σκέψη, πώς θα έλεγα  στο Σταύρο για τη Μαρία-  πώς θα τούλεγα πως δεν ήμουν εγώ η γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο.Με  περίμενε ανήφορος-το ήξερα,αλλά ήταν καιρός ν΄αρχίσω ν΄αντιμετωπίζω την πραγματικότητα.
Την πρώτη μέρα που πήγε σχολείο,έκλαψα,την ώρα που γύρισε να με κοιτάξει κουνώντας το μικρό του χεράκι,πριν μπει στην τάξη με τ΄άλλα παιδάκια.Θέλησα να το συζητήσω με το Χρήστο.΄Επεσα σε τοίχο.

-Τι  δουλειά έχω΄γω μ αυτή την ιστορία..
-Τι θα πει τι δουλειά-πατέρας του δεν είσαι;
-Ωραία ..και λοιπόν;Εγώ αυτά τα συναισθηματικά δεν τα μπορώ..
-Βρε Χρήστο,άσε το θέμα της υιοθεσίας –έχουμε καιρό γι΄αυτό-αλλά για τη Μαρία ,μαζί πρέπει να του μιλήσουμε του παιδιού.Μεθαύριο θα δει στο πρώτο του Ενδεικτικό «όνομα μητρός Μαρία»-δεν πρέπει να είναι προετοιμασμένο;
-Ξέρεις κάτι;Βαριέμαι και που σ΄ακούω.Κάνε ότι νομίζεις Βέρα.Πες του ότι μάνα του ήταν η Μαρία κι΄όχι εσύ και μετά ότι ούτε η Μαρία ήταν μάνα του γιατί η μάνα του
η πραγματική το πέταξε στα σκαλιά του ιδρύματος.Κι΄αν βρει άκρη,γράψε μου.Θα του κάνεις την καρδιά περιβόλι.Εγώ δεν συμμετέχω.
-Μπλέξιμο είναι Χρήστο μου,το ξέρω αλλά το παιδί δεν μπορεί να μένει στο σκοτάδι-θα του μιλήσω για τη Μαρία.
-Μίλα του κι΄άσε με ήσυχο-αρκετά έχω στο κεφάλι μου.
Το συζήτησα με την Ελευθερία και την Παολίνα.Είχαν κι΄οι δυο την ίδια άποψη.
-Δίκηο έχεις,το παιδί πρέπει να μάθει.
-Πες του το με το μαλακό,η μια.
-Πες του το σαν παραμύθι,η άλλη.…
΄Ετσι του το είπα..σαν παραμύθι….ένα απόγευμα που καθισμένος στα γόνατά μου,
μούλεγε για το σχολείο και τους φίλους του στην τάξη.
΄Εβγαλα απ΄τη τσέπη μου τη φωτογραφία της Μαρίας που μου είχε εμπιστευτεί η Ελευθερία.
-Κοίταξε Σταύρο μου αυτή την κοπέλα-σ΄αρέσει;
-Μ΄αρέσει-ποια είναι;Φίλη σου;
-Είναι η πρώτη σου μαμά ,αγάπη μου ,που τώρα είναι στον ουρανό.
-Πέθανε δηλαδή;
-Πέθανε αγαπούλα μου-όταν ήσουν πολύ μωρό..Σ΄αγαπούσε πολύ Σταύρο μου-όπως σ΄αγαπώ κι΄εγώ.
-Αφού εσύ είσαι η μαμά μου….
-Και βέβαια είμαι η μαμά σου αλλά κι΄εκείνη μαμά σου ήταν.
-Πώς τη λέγανε ;
-Μαρία ,αγόρι μου,Μαρία.
-Σαν την Παναγίτσα ,ε;Και μετά έγινες εσύ μαμά μου,μανούλα;
-Σταύρο μου,να ξέρεις πως είσαι ένα πολύ τυχερό παιδάκι.΄Εχεις δυο μανούλες που σε λατρεύουνε.Τη μια στη γή και την άλλη στον ουρανό-αυτό να θυμάσαι.
-Δηλαδή ,η άλλη μου μαμά, με βλέπει απ΄τον ουρανό;
 -Και σε βλέπει και σ΄αγαπάει και σε προσέχει Σταύρο μου.
-Εσύ,μ΄αγαπάς μανούλα;
-Πιο πολύ κι΄απ΄τη ζωή μου αγάπη μου.
-Να βάλω τη φωτογραφία στο συρτάρι μου;
Του έδωσα τη φωτογραφία-θα σου αγοράσω μια ωραία κορνίζα να τη βάλεις και να την κρατάς στο κομοδίνο σου.΄Όχι ,μου είπε,στο συρτάρι μου θα τη βάλω.Να μην τη δει ο Κώστας και ζηλέψει…
-Γιατί να ζηλέψει μωρό μου;
-Γιατί εκείνος έχει μόνο μια μαμά.

Η λογική των παιδιών που τετραγωνίζει τον κύκλο.
Δεν ξαναμιλήσαμε για τη Μαρία.΄Εφυγε απ΄την καρδιά μου ένα μεγάλο βάρος,μια μεγάλη αγωνία-έτσι απλά χάρη στην παιδική αθωότητα.Κάποιες φορές,όταν τακτοποιούσα το δωμάτιο των αγοριών,άνοιγα το συρτάρι του Σταύρου,από περιέργεια.Η φωτογραφία της Μαρίας ήταν πάντα εκεί,κρυμένη κάτω απ΄τις παιδικές ζωγραφιές του. «Κάνε υπομονή κορίτσι μου ,σκεφτόμουν,θάρθει η ώρα που θα διαλέξει μόνος του την κορνίζα που σου αξίζει»-να μεγαλώσει λίγο ακόμα…
« Κι΄η ζωή , τραβάει την ανηφόρα»..λέει το τραγούδι.Τραβούσε κι΄η δική μου ζωή την ανηφόρα.Ο ήλιος,ανέτελλε κάθε πρωί μέσα στα μάτια και τα χαμόγελα των παιδιών μου.Κατά τα άλλα,πότε υποφερτή,πότε ανυπόφορη.
Όταν γυρνώντας απ΄το σχολείο εκείνη την ημέρα για τις διακοπές των Χριστουγέννων,ο Σταυράκος μούφερε το ζωγραφισμένο απ΄τον ίδιο ,γιορταστικό ημερολόγιο με την χρονιά που ερχόταν στο εξώφυλλο,πανικοβλήθηκα.1978!Η χρονιά που θα πήγαινε κι΄ο Κωστάκης σχολείο.
΄Ημουν  εφτά χρόνια μεγαλύτερη κι΄ο γάμος μου που τον ονειρεύτηκα ιδανικό,εφτά χρόνια τώρα,το ίδιο άχρωμος,άγευστος,συμβιβασμένος.Εφτά χρόνια τον άφηνα να με τσαλαπατά αδιαμαρτύρητα-να σκοτώνει τη γυναίκα μέσα μου.
Κι΄όμως..τον αγαπούσα ακόμα.


Ο Πωλ δεν έφερε τη Τζόις στην Αθήνα ,όπως μου είχε γράψει πίσω απ΄την φωτογραφία του γάμου τους.Ξαναχάθηκε.Η Ρίκα είχε παντρευτεί το μεγαλογιατρό της ,τρία χρόνια πριν κι΄οι καινούργιες της υψηλές κοινωνικές συναναστροφές δεν της άφηνα χρόνο ν΄ασχοληθεί με την «ταλαίπωρη» παλιά της φιλενάδα.Η Σάντρα
ερχόταν μια –δυο φορές το χρόνο απ΄το Παρίσι όπου τελειοποιούσε τα Γαλλικά της και πάντα για λίγες μέρες.Μόλις που προλαβαίναμε να πιούμε μαζί ένα καφέ.Η κυρα-΄Αρτεμι μας είχε αφήσει χρόνους απ΄την προηγούμενη χρονιά, μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό.Η ανιψιά της κληρονόμησε το πολυπόθητο διόροφο στο Φάληρο.΄Εκρινε ότι καλύτερα θάταν να το πουλήσει και να γυρίσει παραλού στο νησί της.Η Παολίνα
που είχε λατρέψει εκείνο το σπίτι και τις αναμνήσεις που κουβαλούσε,έσπευσε να το αγοράσει.Στα πενηνταπέντε της,φύσαγε ακόμα,αλλά δεν σκεφτόταν να ξαναφτιάξει τη ζωή της.Δεν θα «πρόδιδε» ποτέ το μπαμπά,έλεγε.Η Ελευθερία,κόντευε τα εβδομή-
ντα,θεόγερη,δόξα τω θεώ.Στάθηκε κοντά μου όλ΄αυτά τα χρόνια,μ΄αγάπησε,με βοήθησε με τα παιδιά κι΄ακόμα με βοηθούσε.Τί τα θέλεις όμως;Εγώ ένιωθα στερημένη,άδεια πολλές φορές.Προδωμένη από τον άντρα που εξακολουθούσα ν΄αγαπώ.Με πόσες τον μοιράστηκα σ΄αυτά τα επτά χρόνια ,δεν κάθησα να μετρήσω ποτέ-πώς θα μπορούσα άλλωστε..ήταν όσες ήξερα κι΄όσες δεν ήξερα..αμέτρητες!
.Τουλάχιστον,τον είχα κοντά μου-δεν θα τον έχανα.Αυτό το πίστευα κι΄ήταν μια ανακούφιση να σκέφτομαι πως όσες κι΄αν έμπαιναν ανάμεσα σε μας,  τα παιδιά,δεν
θα κατέληγαν χωρίς τον πατέρα τους.

                                                                                
                                                                                
                                                                                    
Απόγευμα στη Φιλελλήνων.                                                                                 

Απ΄τις σπάνιες φορές που είχα βγει για ψώνια τους τελευταίους μήνες.Φθινόπωρο του 79.Ο καιρός είχε αρχίσει να ψυχραίνει.Χρειαζόμουν καινούργιο παλτό.Δεν ήθελα να
φορτώνομαι στοΧρήστο για τα ρούχα μου.Προτιμούσα να τ΄αγοράζω μόνη μου.΄Οσες φορές το τόλμησα στο παρελθόν,το μετάνοιωσα.Το γούστο του δεν ταίριαζε με το δικό μου.
Κατηφόρισα την Ερμού χαζεύοντας τις βιτρίνες κι΄ύστερα ανέβηκα την Μητροπόλεως .Στάθηκα στο φανάρι της Φιλελλήνων για να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο και να πάρω τ΄αυτοκίνητό μου απ΄το πάρκινγκ.Το κόκκινο άναψε για το ρεύμα απ΄τη Σταδίου.Η μπλε ΒΜW  σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου.Το αυτοκίνητο του Χρήστου.Ξέχασα το «πράσινο» κι΄έσκυψα να δω τον αριθμό.Ο αριθμός του Χρήστου,δεν έκανα λάθος,μόνο που στη θέση του οδηγού δεν καθόταν ο Χρήστος.Η μελαχροινή,όμορφη γυναίκα που καθόταν στο τιμόνι,κάπνιζε ήρεμα το τσιγάρο της περιμένοντας να ξανανοίξει το ρεύμα.Μόνη.Μια γυναίκα,οδηγούσε το αυτοκίνητο του άντρα μου.Σε μένα δεν θα το εμπιστευόταν  ποτέ.Εκείνη,έδειχνε απόλυτα εξοικειωμένη-δεν θα ήταν η πρώτη φορά που τ΄οδηγούσε.Τα πόδια μου ρίζωσαν στο πεζοδρόμιο-ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται.Μέχρι να συνέλθω,εκείνη ανηφόριζε ήδη τη Φιλελλήνων.
Μπήκα στο σπίτι ,σε κακό χάλι.Η Ελευθερία,καθόταν μποστά στην τηλεόραση.
-Τα παιδιά;
-Στο δωμάτιό τους.Είσαι καλά κόρη μου;
Κάθισα δίπλα της και για πρώτη φορά,το ξεστόμισα…
-Μητέρα, δεν ξέρω πόσο ακόμα θ΄αντέξω.
Δεν χρειάστηκε να της πω τίποτ΄άλλο.Μου πήρε το χέρι στο δικό της.΄Ηξερε!
-΄Εχεις δίκηο ,παιδί μου-τι να πω κι΄εγώ!΄Εχεις δίκηο!
Περίμενα να πάρει τα παιδιά το σχολικό.Τον πρόλαβα στην πόρτα κι΄εκεί,στο χωλ,εκείνο το πρωί του Οκτώβρη,έδωσα την πρώτη  μου πραγματική μάχη.Ψύχραιμη,χωρίς δάκρυα,χωρίς φωνές ,χωρίς παράπονα.Για πρώτη φορά σε ελεγχόμενη επίθεση.Τρόμαξε..αιφνιδιάστηκε….αυτή τη Βέρα,δεν την ήξερε,δεν την είχε ξαναδεί.
΄Εφυγε,σαν βρεγμένη γάτα,κλείνοντας την πόρτα πίσω του-για πρώτη φορά χωρίς να τη βροντήξει.
 
                                                                                 




                                                                                                                     
                                                          
                                                                     
                                                          
                                                            

                                                         
                                                                 
                                                                 
                                                                
                        

                                                                                
                                                                                
                                                                                                                                                            
 
                                                                                 

                                                                                                                     
                                                         
                                                                 
                                                               
                                                            

                                                          
                                                                 
                                                                 
                                                                
                                

                                                                                
                                                                                
                                                                                                                                               
 
                                                                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου