ΜΙΚΡΗ ΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ!
Η «προσέγγιση».
Oι
πρώτες δύο εβδομάδες εκείνου του Φλεβάρη,ήταν αποκαλυπτικές για τη
Στέλλα.Ανακάλυπτε μέσα της έναν άλλο εαυτό που της ήταν άγνωστος.
Πάντα πίστευε πως οι αρχές και οι αξίες που είχαν ριζώσει
μέσα της από
τότε που ήταν παιδί,ήταν αμετακίνητες.Ότι τίποτε και κανείς
δεν θα ήταν ικανός να την αναγκάσει να τις παρακάμψει.Θυμόταν τα λόγια της
Μάρθας,της μητέρας της.
Πόσες φορές τα είχε ακούσει; «Δεν έχει σημασία αν αυτό που
πιστεύεις,το απορρίπτουν οι άλλοι.Αρκεί να το πιστεύεις εσύ,Στελλίτσα μου. Οι
αξίες που
κουβαλάμε,είναι οι ρίζες μας. Δέντρο χωρίς βαθειές ρίζες,
γκρεμίζεται στον πρώτο δυνατό αγέρα.»
Τα είχε καταγράψει σαν αξίωμα στο μυαλό της εκείνα τα
λόγια,κι’ έτσι είχε πορευτεί μέχρι τώρα.Και τώρα;
Τώρα ένιωθε πως κάτι είχε αλλάξει.Κάτι είχε αρχίσει να
«χαλαρώνει» μέσα της.
Αμφιταλαντευόταν!Η αυστηρότητα που την χαρακτήριζε,κυρίως σε
ό,τι είχε να κάνει με τις σχέσεις της με τους άλλους,είχε αρχίσει να
κλονίζεται.Μήπως έκανε λάθος μέχρι τώρα;Μήπως αυτή η συνειδησιακή ευελιξία που
είχε αρχίσει να την
κυριεύει ήταν προτιμότερη,πιο χρήσιμη και πιο ρεαλιστική,
από τις προηγούμενες εμμονές της;
Είχε ορθώσει τείχος αδιαπέραστο μπροστά στο «εν διαστάσει»
του Τάσου Μέντζου
αλλά μπροστά στο «εν διαστάσει» του Θέμη Τιμόπουλου,το
τείχος κατέρρευσε κι’ η
κατανόηση πήρε τη θέση της επιφύλαξης.Όταν το
συνειδητοποίησε ανησύχησε.Τί εί-
χε πάθει κι’ έδινε στο Θέμη τα ελαφρυντικά που είχε αρνηθεί
ν’αναγνωρίσει στον
Τάσο;
΄Ηταν η συμπάθεια στο πρόσωπό του, που μεγάλωνε με κάθε νέα
τους συνάντηση;
΄Ηταν εκείνο το πετάρισμα στη ματιά του,κάθε φορά που
συναντούσε τη δική της;
΄Ηταν το παράπονο που διάβαζε στα λόγια του,όταν η κουβέντα
έφτανε στη γυναίκα και την κόρη του;Αυτό το τελευταίο, το εύρισκε ιδιαίτερα
επικίνδυνο. Είχε ακούσει πως οι γυναίκες,συγκινούνται και παραδίδουν τα
όπλα,σχεδόν πάντα, μπροστά σ’έναν άντρα που πονά για μια χαμένη αγάπη,κι’ο
Θέμης ήταν ολοφάνερο πως ,όσο κι’ αν πάλευε να το κρύψει,πονούσε ακόμα. Το ν’
αφεθεί να ερωτευτεί ένα τέτοιο άντρα
θα ήταν κάτι σαν πυροβασία,σαν να περπατούσε ξυπόλυτη σ’
αναμμένα κάρβουνα.
Η Ροδούλα,απασχολημένη με τον Πάνο της, που λίγο μετά τα
Χριστούγεννα,είχε αρχίσει να συζητά ανοιχτά για γάμο,αρκέστηκε σε τρεις
-τέσσερεις επισκέψεις στο σπίτι της θείας της και κάθε φορά,ορμούσε ενθουσιασμένη,
ν’ αγκαλιάσει και να
φιλήσει τον καινούριο της φίλο μ’έναν αυθορμητισμό,που άφηνε
τη Στέλλα με ανοιχτό το στόμα. Πολύ γρήγορα,είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους μια
τρυφερή φιλία που η αυθεντικότητά της,δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες.
Αντιθέτως,η ίδια,πύκνωσε τις επισκέψεις της,προφασιζόμενη
ότι δεν ήθελε να πέσει όλο το βάρος της φιλοξενίας,στους ώμους της Ντίνας.Μια
και ο Θέμης δεν είχε αναρρώσει ακόμα εντελώς ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί
μόνος,οπότε υποχρεωτικά περιοριζόταν στο σπίτι,κάποιος έπρεπε να του κρατά
συντροφιά,τις ώρες που ο Ηλίας
βρισκόταν στο γραφείο του.΄Ετσι, σιωπηρά,«ανέλαβε» εκείνη
αυτό το ρόλο και
σχεδόν κάθε απόγευμα,ξέκλεβε δυο ωρίτσες απ’ το κομμωτήριο
για να τρέξει να του προσφέρει τη συντροφιά της,να πιει μαζί του ένα καφέ, να
μοιραστεί μια βόλτα στον κήπο όταν ο καιρός το επέτρεπε,πάντα όμως κάτω απ’ το
άγρυπνο μάτι της Ντίνας που καραδοκούσε,προσπαθώντας φιλότιμα,να κρύψει τον
πανικό της ,βλέποντας αυτή τη σχέση να γίνεται όλο και πιο στενή.
Ο Θέμης,χαιρόταν τη συντροφιά της νέας κοπέλας που τον
έβγαζε από τη μοναξιά του λάπτοπ,την εκνευριστική «γκρίνια» της τηλεόρασης και
τη διακριτική «ανάκριση» της οικοδέσποινας,που είχε αρχίσει να γίνεται
ενοχλητική.Η κουβέντα με τη Στέλλα,ήταν κάθε φορά μια μικρή όαση.Του άρεσε σαν
γυναίκα,από την πρώτη στιγμή ,και σιγά-σιγά,είχε αρχίσει να εκτιμά τον τρόπο
που σκεφτόταν,τον ήρεμο και συγκροτημένο χαρακτήρα της.Αλλά δεν ήταν μόνο
αυτό.Μετά την πρώτη γνωριμία με τα δυο κορίτσια,κράτησε σαν πολύτιμο απόκτημα
τη φιλία με το Μελτεμάκι αλλά ήξερε ήδη,πως
η ζυγαριά της καρδιάς του,έγερνε προς τη Φωτιά. Δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για
να το συνειδητοποιήσει.Προτίμησε όμως να τηρήσει στάση αναμο-
νής,σεβόμενος την οικογένεια που τον φιλοξενούσε.Επιπλέον,η
προσωπική του ζωή βρισκόταν ακόμα σε αταξία. Δεν είχε το δικαίωμα να
διεκδικήσει το παραμικρό από ένα καινούριο έρωτα,όσο αυτή η αταξία συνεχιζόταν.
Η Στέλλα απ’ τη μεριά της,δεν είχε ακόμα καταφέρει
ν’απαλλαγεί από την αμηχανία
και το μούδιασμα που ένιωθε,κάθε φορά που βρισκόταν κοντά του.
Στις συζητήσεις τους,με όσες γνώσεις ψυχολογίας είχε αποκομίσει από τα δύο
πανεπιστημιακά της χρόνια,προσπαθούσε να «σκάψει» στη ψυχή του νέου άνδρα,ν’
ανασύρει στην επιφάνεια τις απαντήσεις ,στα πολλά ερωτήματα που τη βασάνιζαν.΄Ηταν
αρκετές οι
φορές που δεν απέφευγε τον πειρασμό να τον ρωτήσει, «τι
γίνεται με τη Λούπε;Είχες κανένα νέο;» Για να πάρει την απάντηση , «Όχι,τίποτε
!» Ντρεπόταν εκ των υστέρων
γι’ αυτή της, την αδιακρισία. Με ποιο δικαίωμα επέμενε να
τον ρωτά για κάτι τόσο προσωπικό;Τι την ένοιαζε αυτή,τι έκανε ο Θέμης με τη
Λούπε;Κι’ όμως την ένοιαζε,
κι’ αυτό ήταν σημάδι πως μέσα της, γεννιόντουσαν
συναισθήματα που πέρα από το όποιο φιλικό ενδιαφέρον και τη συμπάθεια,έκρυβαν
και μια μικρή δόση ζήλειας.
«Όταν ζηλεύεις έναν άντρα,είναι φανερό πως έχεις αρχίσει να
τον ερωτεύεσαι»,
είχε διαβάσει κάπου.
Την τελευταία φορά που επανέλαβε την ίδια ερώτηση,δεν πήρε
τη συνηθισμένη
απάντηση.Περπατούσαν στον κήπο,απολαμβάνοντας την
ξαφνική,χειμωνιάτικη λιακάδα.
-Τι νέα από τη Λούπε,όλα καλά;
Εκείνος σταμάτησε απότομα .Στάθηκε απέναντί της,κοιτώντας
την ερευνητικά.
-Γιατί επιμένεις να με ρωτάς,το ίδιο πράγμα κάθε φορά;
Δαγκώθηκε και του απάντησε όσο πιο φυσικά μπορούσε.
-Γιατί ανησυχώ για σένα Θέμη.Δεν θέλω να στενοχωριέσαι…
-Αυτό είναι;
-Αυτό!
Άγγιξε με το χέρι του,το μάγουλό της.Πέρασε απαλά τον
αντίχειρα πάνω στα χείλη της.Μια προσέγγιση που την τάραξε συθέμελα.
-Μη με ξαναρωτήσεις Στέλλα!Σε παρακαλώ γλυκειά μου! Η Λούπε
έπαψε να υπάρχει στη ζωή μου.Την άφησα πίσω. Μη σε απασχολεί!
«Μη σε απασχολεί».
Είχε προδωθεί!Την είχε καταλάβει!Την είχε απογυμνώσει από
κάθε περιττό πρόσχημα. Είχε δει στην καρδιά της. Την αγκάλιασε απ’τους ώμους
και χωρίς να ξαναμιλήσουν,περπάτησαν κατά το σπίτι.
Η Ντίνα,απ’ το παράθυρο της κουζίνας,παρακολούθησε όλη τη σκηνή,κρατώντας
την αναπνοή της. Δεν χρειαζόταν ν’ ακούσει. Είδε ό,τι χρειαζόταν να δει,κι’
αλαφιασμένη συνειδητοποίησε πως τα γεγονόταν την είχαν προλάβει. ΄Επρεπε
κατεπειγόντως να παρέμβει. Είχε κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της, για να
διαφυλάξει μυστικά,
ν’αποφύγει δράματα,να προστατέψει ψυχές και μνήμες.Όλα μάταια.Δεν
είχε καταφέρει, να νικήσει το πεπρωμένο.
Και τώρα,η Στελλίτσα της,έπρεπε να μάθει!΄Ενιωθε
παγιδευμένη.Δεμένη χειροπόδαρα,ανήμπορη να διαλύσει το γκρίζο απειλητικό
σύννεφο που πύκνωνε
πάνω απ’ το κεφάλι της.
«Θα πονέσει,μπορεί και να με μισήσει αλλά μάρτυς μου ο
Θεός,δεν μπορώ να κάνω κι’αλλιώς.Φτάνει μόνο,να μην είναι ήδη πολύ αργά!»
Το πήγαινε-έλα της Στέλλας στο σπίτι της θείας της,
συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες.
Όμως,εκείνη η πρώτη προσέγγιση,δεν είχε συνέχεια.Καμμιά κίνηση από την πλευρά
του Θέμη,καμμιά κίνηση από τη δική της πλευρά.΄Ηταν σαν όλα να είχαν
ακινητοποιηθεί,σαν να είχε παγώσει ο χρόνος, μετά από εκείνη την μικρή
συνομιλία, εκείνο το χάδι στο μάγουλο,εκείνο το στιγμιαίο άγγιγμα των χειλιών
της ,που εκείνη,είχε ευχηθεί να μετουσιωθεί σ’ ένα φιλί,που όμως,δεν ήρθε ποτέ.
Μόνο μια πιο επίμονη ματιά του πότε-πότε ή ένα παρατεταμένο σφίξιμο του χεριού
του
δυνάμωνε τη βεβαιότητά της,πως κάτι υπήρχε ανάμεσά τους κι’
αυτό το κάτι δεν μπορούσε παρά να είναι σημαντικό.
Ο Ηλίας, είχε επίσης αντιληφθεί αυτά τα αμφίδρομα ρεύματα
συναισθηματικής έντασης,ανάμεσα στη νεαρή εξαδέλφη και το φίλο του.Όταν θεώρησε
πως η στιγμή
ήταν κατάλληλη,ξεμονάχιασε τη Στέλλα και της μίλησε ανοιχτά.
-Βλέπω πόσο τον συμπαθείς Στελλίτσα. Σε καταλαβαίνω κορίτσι
μου. Όμως ο Θέμης
δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για σένα.Μην το πάρεις
στραβά. Είναι νέος,εμφανήσιμος,δημιουργημένος. Είναι αξιόλογος σαν άνθρωπος-εγώ
πρώτος το παραδέχτηκα,από τη στιγμή που αποφάσισα να τον βάλω στο σπίτι μας,
Όμως, Στέλλα μου,η ζωή του είναι πέρα από δω, και είναι βεβαρημένη μ’ ένα γάμο
που δεν έχει λήξει τελεσίδικα και που,έχοντας διαπιστώσει τη συναισθηματική
αβεβαιότητα σε σχέση με τη γυναίκα του,δεν είμαι σίγουρος πως θα λήξει ποτέ.
Υπάρχει και το κοριτσάκι του,μην το ξεχνάς.Χρειάζεται τον πατέρα του.Πρώτος ο
Θέμης το καταλα-
βαίνει αυτό. Τι μπορείς να περιμένεις απ’ αυτόν τον άνθρωπο;
Ακόμα κι’ αν αποφασίσεις να διακινδυνεύσεις μια οποιαδήποτε σχέση μαζί του,το
μόνο που θα
καταφέρεις,είναι να κερδισεις το μισό του εαυτό.Ο άλλος μισός
δεν θα γίνει ποτέ
δικός σου,ξαδερφούλα. ΄Αντρας είμαι και ξέρω τι σου λέω!Πρόσεξε!Πρόσεξε
πολύ!
Σ’ αγαπώ,είσαι αίμα μου,δεν θέλω με τίποτα να σε δω να
ματώνεις.
Τον είχε αποπάρει,θορυβημένη.
-Τι αρλούμπες μου αραδιάζεις βρε Ηλία μου!Πολύ μεγάλη
φαντασία έχεις ξάδερφε! Πολύ μακρυά το πας. Σχέση εγώ με το Θέμη;Πώς σου
κατέβηκε;Δε λέω…Μ’ αρέσει η παρέα του,μ’ αρέσουν τα όσα ακούω να μου περιγράφει
και να μου εξιστορεί, για την χώρα που ζει !Επιπλέον, θέλω να είμαι ευγενική
μαζί του.Στο κάτω-κάτω,φιλο-
ξενούμενος είναι. Πέραν αυτού, ουδέν!Με ξέρεις εμένα να
μπλέκω σε ερμαφρόδιτες καταστάσεις;
Τρόμαξε και η ίδια, με την ευκολία με την οποία όρθωσε την
κάλπικη άμυνά της απέναντι στον
Ηλία.Γιατί του είχε πει ψέμματα.Τώρα ήταν βέβαιη.΄Ηδη φαντασιω-
νόταν σκηνές έρωτα
και πάθους στην αγκαλιά του Θέμη,ακόμα και την ώρα που άνοιγε το ταμείο στο
μαγαζί, για να δώσει ρέστα. Το ήξερε!!Όταν μια γυναίκα αρχί-
ζει να φαντασιώνεται έναν άντρα,ο έρωτας έχει ήδη «άρει τας
πύλας» της καρδιάς της.
Κράτησε αυτόν το μυστικό της έρωτα,για τον εαυτό
της,αποφασισμένη να περιμένει την επόμενη κίνηση από το Θέμη. Αν κι’ εκείνος
ένιωθε όπως εκείνη,αυτή η κίνηση δεν θ’ αργούσε ναρθεί.Κι’ όταν
ερχόταν,εκείνη,παρά τις προειδοποιήσεις του Ηλία,παρά τις αντιξοότητες, θα του
άνοιγε την αγκαλιά της.Δεν αρνιέσαι έναν έρωτα που έχει κυριεύσει το είναι
σου,μόνο και μόνο γιατί μπορεί να είναι ένας έρωτας «δύστροπος». Θα περίμενε!