Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

ΑΝ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦ.23



΄Αργησε να τον πάρει ο ύπνος.Οι τελευταίες κουβέντες του με την Αθηνά το προηγούμενο βράδυ,είχαν στοιχειώσει μέσα του.Τον βασάνιζαν..Δώδεκα χρόνια,είναι πολύς καιρός αλλά όχι τόσο πολύς  που να μη θυμάται κανείς –κι΄ο Νότης θυμόταν.
Θυμόταν όλ΄αυτά τα δώδεκα χρόνια και πονούσε.΄Ηταν φορές που πονούσε αβάσταχτα…
-«Μου λείπει-όσο ζω θα μου λείπει»..
-«Το ξέρω,Νότη μου-τόχω καταλάβει!.. Σ΄ευχαριστώ που δεν την ξέχασες.»
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι , με την ανάλαφρη ανάσα της Ματίνας πλάι του,με το σκοτάδι της κάμαρας σύντροφο στην αγρύπνια του,αναλογίστηκε τη ζωή του και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν,όπως είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν.
Να τη ξεχάσει!!Πώς μπορούσε να τη ξεχάσει..που μέσα στην καρδιά του,είχε ακόμα σφηνωμένη,τη σφαίρα που του έστειλε κατάστηθα  εκείνο το πρωί ,όταν γύρισε την πλάτη στην αγάπη που της ομολόγησε. «Τον αγαπώ» του είχε πει.Αγαπούσε το Δημήτρη Λιόντο-όχι εκείνον όπως είχε ελπίσει.Εκείνη η σφαίρα της άρνησής της,δεν σκότωσε την αγάπη του-σκότωσε όμως τη ζωή του..τα όνειρά του.Γύρισε στη μονάδα του ανταριασμένος,απελπισμένος.Μέχρι να γίνει ο γάμος,διατηρούσε μια αμυδρή ελπίδα –πως ίσως η Φανή ν΄άλλαζε γνώμη.Ν΄άφηνε το Λιόντο και να ερχόταν σε κείνον,τώρα που ήξερε πως την αγαπούσε.΄Όταν έμαθε πως ο γάμος έγινε,κατάλαβε πως τίποτε πια δεν υπήρχε  να τον κρατάει ζωντανό.Μαζί με τη Φανούλα,είχε χαθεί και το νόημα της ζωής του.Κλείστηκε στον εαυτό του.Οι γύρω του δεν τον αναγνώριζαν πια.Ακόμα και τις εξόδους του,τις περισσότερες φορές,τις περνούσε στο στρατόπεδο.Μέχρι που απολύθηκε,δεν πάτησε στο χωριό,ούτε για να δει τη μάνα του.Της τηλεφωνούσε μόνο αραιά και πού ,ίσα-ίσα για να της πει πως είναι καλά.Αυτό ήταν όλο.Καμιά αναφορά στη Φανή.Η Αριστέα όμως, «διάβαζε» στα λόγια και τα χρώματα της φωνής του, την απογοήτευσή του.Καταλάβαινε κι΄η ψυχή της μάτωνε. Ζωντανό,τον έκλαιγε το γιο της.
 «Θα τον χάσω» έλεγε στην Κασσιανή που κι΄εκεινής ο καϋμός δεν ήταν μικρότερος. «Εγώ την έχω κιόλας χαμένη Αριστέα μου.Δεν τους προλάβαμε.Αλλιώς τα λογαριάζαμε κι΄αλλιώς μας ήρθαν».
Μετά την απόλυσή του,αμπαρώθηκε στο σπίτι,με τη ψυχή αφυδατωμένη.Το μυαλό σκοτεινιασμένο.΄Έναν ολόκληρο μήνα, δεν τον είδε ανθρώπου μάτι.Δεν άκουσε φωνή ανθρώπου παρά μόνο τα κρυφά κλάματα και τα παρακάλια της μάνας του,να λυπηθεί τα νιάτα του,να συνέλθει και να συνεχίσει τη ζωή του.
΄Όταν άρχισε δειλά-δειλά να βγαίνει στον έξω κόσμο,άλλαξε και στέκι.Δεν ξανα-
πάτησε στου Αργεντίνου.Σύχναζε ο Λιόντος εκεί κι΄ο Νότης ήξερε πως αν τον πετύχαινε μπροστά του, ο ίδιος ο Θεός δεν θα τον γλύτωνε απ΄τα χέρια του.Για χατήρι της Φανούλας,καλύτερα να έμενε μακρυά.Είχε αρχίσει να μαθαίνει και τα μαύρα μαντάτα της,απ΄τη Ματίνα.Τυχαία είχαν συναντηθεί ένα απόγευμα που είχε
κατέβει στην πόλη,κι΄είχαν πιει μαζί ένα καφέ .Τότε πρωτόμαθε για τα βάσανά της αγαπημένης του-απ΄το στόμα της Ματίνας.
«Δεν περνάει καλά Νότη μου..Τη χτυπάει..Τη σακατεύει στο ξύλο ..κι΄είναι και έγκυος.»
Μαύρισε η ψυχή του.
-Και γιατί κάθεται Ματίνα;Γιατί δε σηκώνεται να φύγει;
-Πού να πάει!!Φοβάται..Ούτε στη μάνα της δεν ανοίγεται..Μόνο σ΄εμένα μιλάει..Τον
τρέμει Νότη μου..Εσύ δεν ξέρεις..Ο Λιόντος,είναι ικανός για όλα..»
 Τις νύχτες,τον έπαιρνε το παράπονο.Γι΄αυτό έκανε στην άκρη τη δική του αγάπη;Γι΄αυτό τον αρνήθηκε; Για να πέσει στα χέρια αυτού του «λύκου»;
Με τον καιρό οι καφέδες με τη Ματίνα,έγιναν συνήθεια.΄Ηταν η μόνη που εμπιστευόταν,που μπορούσε να της μιλάει ανοιχτά,να της ανοίγει την καρδιά του
χωρίς να φοβάται μήπως παρεξηγηθεί.Εκείνη τον καταλάβαινε.Δεχόταν τις πικρές εξομολογήσεις του ,σαν να ήταν η μάνα του.Μπροστάτης,δεν ντρεπόταν να κλάψει.Κάποια στιγμή,συνειδητοποίησε πως ακόμα κι΄η σκέψη πως η Φανή υπέφερε λίγα χιλιόμετρα μακρυά του,χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει,του έκανε κακό.Τον έρριχνε πιο βαθειά στην  απελπισία και την πίκρα.Αντέδρασε.Τα μάζεψε και πήγε
στην Αθήνα,στέλνοντας με τη Ματίνα,το τελευταίο μήνυμα αγάπης στη γυναίκα που λάτρευε. «Αν χρειαστεί οτιδήποτε,να με πάρει αμέσως στο τηλέφωνο.»Γράφτηκε σε μια ιδιωτική σχολή για λογιστικά,έτσι για νάχει ν΄ασχολείται με κάτι.Πάνω στο χρόνο,ξαναγύρισε στο χωριό.΄Επιασε δουλειά σ΄ένα λογιστικό γραφείο στην πόλη
και ξανάρχισε τους καφέδες με τη Ματίνα.Η σχέση τους δεν είχε ποτέ ερωτικές αποχρώσεις.Για το Νότη,ήταν η φίλη της Φανής ,άρα και δική του.Ούτε και σκέφτηκε ποτέ να ψάξει αν η νεαρή κοπέλα έκρυβε μέσα της γι΄αυτόν άλλα αισθήματα.Στις γυναίκες,είχε επιτυχία.Η προσωπική του ζωή δεν έπασχε-στο κάτω κάτω,άντρας ήταν..΄Εμενε όμως μακρυά από οποιαδήποτε δέσμευση κι΄άφηνε το χρόνο να τρέχει χωρίς να νοιάζεται΄Ηθελε νάναι ελεύθερος,διαθέσιμος αν κάποια στιγμή η Φανούλα τον καλούσε σε βοήθεια.΄Εξη χρόνια μετά το γάμο της, εκείνος ήλπιζε ακόμα.
Εκείνο το πρωί ,που η Ματίνα του τηλεφώνησε για να του ανακοινώσει την απόδραση της Φανής μαζί με τη μικρή Αθηνά,κάτι έσπασε μέσα του.Ούτε και σ΄αυτή την κρίσιμη στιγμή της ζωής της τον αναζήτησε.Λες και δεν υπήρχε γι΄αυτήν.Η Φανή,εκείνη την ημέρα δε βρέθηκε πουθενά.Ο Λιόντος την έψαχνε σαν τρελός. Συναντήθηκαν με τη Ματίνα,προβληματισμένοι κι΄οι δυο.Πού να είχε πάει;
Το συζήτησαν και συμπέραναν πως  μάλλον στην Λένια θα είχε καταφύγει ,στην
Αθήνα.Αργά το βράδυ,πήρε την απόφαση.Θα πήγαινε κι΄αυτός στην Αθήνα να τη βρεί,να σταθεί κοντά της,πριν την ανακαλύψει ο Δημήτρης..Το πρωί,τακτοποίησε τη δουλειά στο γραφείο  και κατά τις έντεκα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει..Δεν πρόλαβε.΄
΄Ηρθαν τα νέα για το φονικό που τον σκότωσαν για δεύτερη φορά…..Για δεύτερη
φορά,ο Λιόντος ,τον είχε νικήσει.
………..

Μιλούσαν με τη Ματίνα πίνοντας καφέ ένα απόγευμα,λίγους μήνες μετά το θάνατο της Φανής.Η κουβέντα τους,ίδια όπως κάθε φορά,φορτωμένη με πόνο, νοσταλγία
και μνήμες οδυνηρές..Ο Νότης ήταν ακόμα κομματιασμένος απ΄την τραγική απώλεια.
΄Ηταν η Ματίνα που τόλμησε ν΄ανοίξει το θέμα:
-Γιατί δεν κάνεις κάτι Νότη μου,να τον παλέψεις αυτό τον πόνο που έχεις μέσα σου;
Πού θα σε βγάλει όλη αυτή η θλίψη;…Κακό στον εαυτό σου κάνεις.
-Αυτός ο πόνος είναι μεγάλος Ματινάκι..Δεν παλεύεται κορίτσι μου.
-Παλεύεται Νότη..παλεύεται…φτάνει να κάνεις το πρώτο βήμα.Λένε πως ο παλιός ο έρωτας,γιατρεύεται μ΄έναν καινούργιο..Βρες μια κοπέλα ,αγάπησέ την,παντρέψου
την,βάλε τη ζωή σου σε μια σειρά...Η Φανούλα,έφυγε Νότη μου-δε θα γυρίσει πίσω.Πόσο ακόμα θ΄αντέξεις σ΄αυτή τη δυστυχία;
Την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
-Τρελλάθηκες Ματίνα;Τι΄ναι αυτά που λες;΄Εχω εγώ μυαλό,έχω καρδιά να κοιτάξω
γυναίκα;Δε βλέπεις τι γίνεται;Στεγνωμένος είμαι Ματινάκι..όλα μέσα μου πεθαμένα.
Και πες πως εγώ,το παίρνω απόφαση.Ποια γυναίκα θα σταθεί δίπλα μου;Ποια γυναίκα μπορεί να μοιραστεί το βάρος που σηκώνω;Ποια γυναίκα μπορεί να ζήσει μ΄έναν άντρα,ξέροντας πως σ΄όλη του τη ζωή θα υποφέρει με την ανάμνηση μιας άλλης αγάπης;
-Εγώ,Νότη.
Νόμισε πως δεν άκουσε καλά.Γύρισε και την κοίταξε σαστισμένος.
-Τι είπες Ματίνα;
-Εγώ μπορώ,Νότη μου,επανέλαβε απορώντας κι΄η ίδια με την τόλμη της.Μπορώ να μοιραστώ τον πόνο σου γιατί πονάω κι΄εγώ.Μπορώ ν΄αντέξω την ανάμνηση της Φανούλας γιατί κι΄εγώ θα την κουβαλάω μέσα μου, μέχρι να πεθάνω.Την αγαπούσα.
Δεν θα σε ρωτήσω ποτέ γιατί πονάς γιατί θα πονάω κι΄εγώ μαζί σου.Δε θα σε ρωτήσω ποτέ γιατί τη θυμάσαι,γιατί κι΄εγώ θα τη θυμάμαι.΄Όταν κλαις ,θα κλαίω κι΄εγώ μαζί σου γιατί εγώ ξέρω Νότη μου.Ξέρω τι πέρασες και τι περνάς.Σ΄αγαπάω κι΄ας μην τόχεις καταλάβει κι΄επειδή σ΄αγαπάω μπορώ να τ΄αντέξω όλα,Νότη .
΄Ενιωσε κάτι ζεστό να πλημμυρίζει το στήθος του.Σαν ν΄άρχισε να λειώνει εκείνος ο πάγος που πάγωνε την καρδιά του.
΄Εσκυψε,την αγκάλιασε πνιγμένος από συγκίνηση και την κράτησε κοντά του,όπως τότε πάνω απ΄το φέρετρο της Φανής.΄Εγινε η παρηγοριά του κι΄ύστερα η αγάπη του,η γυναίκα του ,η Ματίνα του.Μόνο που η Φανούλα,ήταν πάντα μέσα του.Φευγάτη αλλά πάντα εκεί.Κρυμένη πίσω απ΄την κάθε μέρα,την κάθε νύχτα του.Πάντα εκεί..
Πώς να τη ξεχάσει;
« ΄Οσο ζω ,θα μου λείπει» ,είχε πει στην Αθηνά κι΄ήταν η αλήθεια του-η καθαρή αλήθεια που δεν κατάφερε ποτέ να  κρύψει απ΄τον εαυτό του.

***
Η Αθηνά,έστρωσε το κοριτσίστικο κρεβάτι της Φανής,κι΄άνοιξε το παράθυρο.Η μα-
τιά της,μέσ΄απ΄τα πυκνά κλαδιά της ακακίας,άγγιξε το νυχτερινό ουρανό.Σκούρο
βελούδο,κεντημένο με μυριάδες άστρα που λαμπίριζαν,σαν ολόχρυσα, μικρά  κεντίδια.
΄Εμεινε για λίγα λεπτά,εκεί, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο,μαγεμένη απ΄την απόλυ-
τη γαλήνη της νύχτας.Το φως,στη διπλανή αυλή,άναβε ακόμα.΄Εκλεισε τα παραθυρόφυλλα και πήγε στην κουζίνα.Οι προμήθειες που η προνοητικότητα της Ματίνας,είχε αραδιάσει στο τετράγωνο τραπέζι,λίγη ώρα πριν,την έκανα να χαμογελάσει.΄Όλα τα σκεφτόταν αυτή η γυναίκα.
-Κάτι για να σου βρίσκεται,μήπως και πεινάσεις αργότερα,της είχε πει.Το πρωί,όμως,σε περιμένουμε για τον καφέ.

΄Εφτιαξε ένα ζεστό τσάι και το πήρε μαζί της στο δωμάτιο.Ακουμπισμένη στ΄αφράτα μαξιλάρια,έβγαλε απ΄τη τσάντα της το χοντρό,άγραφο τετράδιο που της είχε δώσει η Φανούλα και το στυλό της-δώρο του Αντώνη.
-Τι το θέλεις,το τετράδιο;-την είχε ρωτήσει,περίεργη η μικρή.
-Για ημερολόγιο,Φανή μου..
-Α!Ξέρω!Θα γράφεις όσα κάνεις κάθε μέρα ,ε;
-Ακριβώς!
-Δεν πιστεύω να μη γράψεις και για μένα;
-Θα το σκεφτώ..

Στην πρώτη σελίδα,έβαλε τ΄όνομά της. «Αθηνά Λιόντου».
΄Όταν γύρισε στη δεύτερη σελίδα,παραιτήθηκε.Της ήταν εντελώς αδύνατο,να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά και να ξεκινήσει να γράφει.΄Οσα είχε νιώσει,όσα είχε πει κι΄είχε ακούσει τις τελευταίες δυό μέρες,ήταν ακόμα νωπά,επώδυνα,μπερδεμένα ,στο μυαλό και τη ψυχή της.Αταξινόμητα. «Αύριο!-αποφάσισε.Το ξεκινάω ,αύριο».
Τακτοποίησε τα μαξιλάρια,έσβυσε το φως δίπλα της κι΄απλώθηκε κάτω απ΄το δροσερό ,φρέσκο σεντόνι που μοσχομύριζε λεβάντα.Της άρεσε,αυτή η αυτονομία της. «Είμαι στο σ π ί τ ι μου! Στο δ ι κ ό μου σπίτι!»Ούτε κατάλαβε, πότε την πήρε ο ύπνος.
Εκείνη τη νύχτα,οι «ταξιδεμένες» ψυχές, της Κασσιανής,του Μανώλη και της Φανής,
γλύστρησαν απ΄τις κορνίζες τους πάνω απ΄το τζάκι και περιδιάβασαν για ώρες τα όνειρά της-πότε σκεπάζοντάς την με τις αέρινες σκιές τους,πότε φιλώντας την με χείλη άϋλα και πότε σιγοψιθυρίζοντας τ΄όνομά της,με γλυκόλογα και καλωσορίσματα.
Το πρωϊ,ανοίγοντας τα μάτια,είδε το φως στο κομοδίνο της αναμένο.Τα όνειρα,δεν τα θυμόταν.Θυμόταν όμως πως πριν κοιμηθεί είχε σβύσει το φως!Η Ματίνα,όταν της τόπε απορημένη,δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται:
-Θα σε πήρε ο ύπνος και δεν πρόλαβες να το σβύσεις.Δε χάλασε ο κόσμος!
-Το έ σ β υ σ α ,Ματίνα-είμαι σίγουρη!
-Μήπως σηκώθηκες τη νύχτα για την ανάγκη σου κι΄όπως ήσουν μισοκοιμισμένη,ξέχασες να το ξανασβύσεις;
-΄Όχι,σου λέω!Ούτε που κουνήθηκα όλη νύχτα!!
-Ε!Και τότε,τι έγινε,βρε Αθηνά μου;Ξανάναψε μόνο του;΄Η τ΄άναψε κανένα φάντασμα;Απ΄ό,τι ξέρω,φαντάσματα δεν έχει το σπίτι!

Ξανάφερε στο νου της,το πρόσωπο της Φανής ,μπλεγμένο στα κλαδιά της ακακίας
κι΄ανατρίχιασε..
-Μπορεί και νάχει,μονολόγησε –τόσο σιγά που η Ματίνα δεν την  άκουσε.
-΄Αντε φάε και πιες το καφεδάκι σου.Δεν είναι να πάτε στην Ελένη σήμερα;
-Θα πάμε…