Το χαμόγελο της Ειμαρμένης 25
Εκείνο το βράδυ,μετά την πρωϊνή επίσκεψη στην Ελένη,η Αθηνά,έγραψε τις πρώτες αράδες στο ημερολόγιό της.Αυτή τη φορά,αβίαστα.χωρίς διλήμματα ,για το τι έπρεπε να γράψει και πώς να το γράψει.΄Οσα είχε ακούσει απ΄το στόμα της Ελένης επιβεβαίωναν αυτά που άκουγε απ΄τα στόματα των δικών της ανθρώπων,από τη στιγμή που άρχισαν να μοιράζονται μαζί της,την οδυνηρή πραγματικότητα.Είχε προσπαθήσει-ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, ν΄αντικρούσει αυτή την ψυχοφθόρα δυσβάσταχτη πραγματικότητα.Να την κάνει υποφερτή.Να ελαφρύνει
το φορτίο στις κοριτσίστικες πλάτες της.Τα είχε βάλει με όλους και τελικά τους είχε αδικήσει όλους.Ιδιαίτερα τη Λένια και το Μηνά.Τους είχε πικράνει και σ΄ένα βαθμό τους είχε τραυματίσει,στην προσπάθειά της ν΄απαλύνει τα δικά της τραύματα.
Τώρα καταλάβαινε πως δεν ήταν εφικτό ν΄ανατρέψει,ν΄ακυρώσει τα πεπραγμένα της μοίρας.Η αλήθεια,όσο αποκρουστική κι΄αν ήταν,στεκόταν εκεί μπροστά της,ολόγυμνη.Δεν γινόταν να την αγνοεί πια.΄Ενας δρόμος της έμενε.Να την αγκαλιάσει και να συμφιλιωθεί μαζί της.΄Ηταν η κόρη του φονιά της μητέρας της.
Αυτό, δεν μπορούσε να τ΄αλλάξει.Μπορούσε όμως,ν΄αρπάξει το μαχαίρι απ΄το χέρι του εφιάλτη και να τον εμποδίσει να την πληγώνει από δω και πέρα.Το κερί που άναψε νωρίτερα τ΄απόγευμα στον τάφο της Φανής, τρεμόπαιξε για δευτερόλεπτα,
σαν κάτι νάθελε να της πει «εκείνη» μές απ΄τη φωτογραφία με το συγκρατημένο χαμόγελο κι΄ύστερα σήκωσε τη φλόγα του, ζωντανή κι΄ολόισια,δίπλα στις ρόδινες ορτανσίες απ΄την αυλή της Ματίνας.Την ένιωσε «ευτυχισμένη»,εκεί,κοντά στους γεννήτορές της που τη στερήθηκαν στη ζωή,τόσο νωρίς και τόσο άδικα και που τώρα την είχαν κοντά τους,όλη δική τους.
Είχε αποξεχαστεί,κοιτώντας τα πρόσωπα της Κασσιανής,του Μανώλη και της Φανής.Τα «δικά» της πρόσωπα.Θολά,μές απ΄τα δάκρυα που έκαιγαν τα μάτια της.Η γαλήνη που της μετέδιδαν,της έλεγε πως κι΄η οριστική λύτρωση ήταν στο δρόμο.Επώδυνη,αλλά θαρχόταν.΄Ενιωσε τη Ματίνα,να την τραβά απ΄το χέρι:
-Πάμε Αθηνούλα μου.Πέφτει ο ήλιος.Δεν κάνει νάμαστε΄δω,τέτοια ώρα.
………………..
΄Εγραφε..έγραφε,μέχρι που μέσωσε η νύχτα.Βιαζόταν, να τα βάλει όλα στο χαρτί.Να μη ξεχάσει το παραμικρό.Ξημέρωνε Σάββατο.΄Άλλη μια δύσκολη μέρα-η τελευταία.
΄Ηξερε,πως το δικό της πατρικό,δεν ήταν όπως των περισσότερων ανθρώπων.Δεν ήταν ο παράδεισος των παιδικών της χρόνων.Δεν ήταν η αγκαλιά που νανούρισε την
παιδική της αθωότητα.Δεν ήταν η Χώρα των παραμυθιών.΄Ηταν ο θάλαμος βασανιστηρίων της μάνας της.Ο προθάλαμος του θανάτου της.Θα πήγαινε όμως.
Θα πήγαινε και στον πατέρα της πριν φύγει-γιατί η κάθαρση θαρχόταν μόνο μέσα απ΄αυτή την τελευταία δοκιμασία.
………..
Για την Κυριακή,ο Νότης είχε υποσχεθεί,ένα ημερήσιο γύρο στη χερσόνησο της
Κασσάνδρας,οικογενειακώς.Ανυπομονούσε!
-Θα δεις τέτοια ομορφιά,που δεν θα θέλεις να φύγεις..,της είχε πει,όταν τους ανακοίνωσε την ιδέα του.
-Θα φύγω Νότη μου,αλλά θα ξανάρθω.Τώρα που έμαθα το δρόμο,δε χάνομαι.
Την επόμενη φορά μάλιστα,θα φέρω και παρέα.Τη Θάλεια.σίγουρα-μπορεί και τη θεία Λένια με το θείο Μηνά,αν καταφέρω να τους πείσω.Αρκετά κράτησε το εμπάργκο.Ξέρω πως κατά βάθος,το λαχταράνε αυτό το ταξίδι.Θα τους πείσω!
-Μακάρι Παναγία μου.Αναστέναξε η Ματίνα.Να ξαναζωντανέψει και το σπίτι.
Αργά-γρήγορα,θάρθουνε και τα μωρά σας.Καλά τα λέω;Η ζωή δε σταματά Αθηνά μου.
-Η Θάλεια,ετοιμάζεται να παντρευτεί-πέταξε χαμογελώντας η Αθηνά.
-Ε! γι΄αυτό σου λέω,χαρά μου.Η ζωή δε σταματά.Ποτάμι είναι και τρέχει.
Δόξα τω Θεώ.
……….
΄Εστειλε τη σκέψη της στον Αντώνη. «Δεν αργώ αγάπη μου.Λίγες μέρες ακόμα
κι΄έρχομαι.Σ΄αγαπάω».Αποκοιμήθηκε με τη μορφή του κάτω απ΄τα βλέφαρα.
***
Το Σάββατο,ξημέρωσε συννεφιασμένο.Σίγουρα είχε βρέξει στη διάρκεια της νύχτας.
΄Όλα γύρω,ήταν ακόμα βρεμένα και τα κλαδιά της ακακίας έσταξαν κρυστάλλινες χάντρες,όταν ανοίγοντας το παράθυρο,άπλωσε το χέρι της να τα χαϊδέψει.
Το στομάχι της,ήταν σφιγμένο.Δεν ήταν και στα καλύτερά της.Η μελαγχολία των προηγούμενων ημερών,είχε ξαναγυρίσει.΄Όχι το ίδιο έντονη,αλλά ήταν ε κ ε ί-παρούσα. ΄Εφτιαξε τον καφέ της και τον ήπιε όρθια,μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο.
Η ψύχρα κι΄η υγρασία, την έκαναν ν΄ανατριχιάσει.»Να τελειώνω!»-αποφάσισε. Φόρεσε ένα ελαφρό μπουφάν,κλείδωσε το σπίτι και χτύπησε την πόρτα της Ματίνας.Της άνοιξε ο Νότης.
-Πάμε;-τον ρώτησε.
-Πάμε.΄Ετοιμος είμαι.